Fractal

Διήγημα Fractal: “Μαθήματα ανατομίας”

Του Πέτρου Φούρναρη // *

 

 

 

Ένας άντρας καθόταν με την ανιψιά του στην πεζούλα δίπλα από την κύρια είσοδο του κτηρίου για να μην ενοχλούν το πηγαινέλα του κόσμου. Μια πιτσιρίκα στον προαύλιο χώρο πουλούσε τριαντάφυλλα σε όσους μπαινόβγαιναν ή σε αυτούς που κατέβαιναν από τα αυτοκίνητα.

Η ανιψιά είχε αφαιρεθεί παρακολουθώντας την πιτσιρίκα. Της έκανε εντύπωση η τσαχπινιά της, ο τρόπος που είχε πουλήσει ένα τριαντάφυλλο σε μια κυρία και τώρα προσπαθούσε να της δώσει και δεύτερο.

Ο άντρας βυθίστηκε σε σκέψεις.

“Πόσο χρονών να είναι;” ρώτησε την ανιψιά του.

“Ούτε δέκα.”

“Στην ηλικία του μεγάλου μου.” είπε.

Η γυναίκα κούνησε το κεφάλι της.

“Μπορεί και μικρότερη.”

“Τα καταφέρνει περίφημα”, είπε ο άντρας και παρακολουθούσε το κορίτσι.

“Που είναι τα παιδιά τώρα;” ρώτησε η γυναίκα

“Με τη γιαγιά.”

“Τους το είπες;”

“Όχι ξεκάθαρα.”

“Πρέπει να τους το πεις.”

“Θα το μάθουν έτσι κι αλλιώς.”

“Πρέπει να το μάθουν από σένα.”

“Θα τους το πω μόλις γυρίσω”.

Η γυναίκα ήταν όμορφη, είχε λεία επιδερμίδα, γλυκό αλλά ταραγμένο πρόσωπο. Η ηρεμία του άντρα τής φαινόταν αταίριαστη με την περίπτωση.

“Να σου φέρω κάτι να πιεις;” τον ρώτησε.

“Δε χρειάζομαι τίποτα.”

“Ένα καφέ;”

“Ειλικρινά, δεν χρειάζομαι τίποτα.”

“Άκου”, ξανάρχισε εκείνη, “Αν θες μπορώ να σε συνοδέψω μέχρι το σπίτι, αλλά πρέπει να τους το πεις εσύ.”

“Δεν υπάρχει λόγος, μπορώ να το κάνω μόνος μου.”

“Είσαι σίγουρος;”

“Τους έχω προετοιμάσει”

“Άλλο να τους προετοιμάσεις κι άλλο να τους το πεις όταν συμβεί.”

“Είναι έξυπνα παιδιά. Καταλαβαίνουν.”

”Πρέπει να είσαι ξεκάθαρος μαζί τους.”

“Θα τους πω την αλήθεια”, είπε ο άντρας και μετά από λίγο επανέλαβε: “Την αλήθεια.”

Η γυναίκα κούνησε το κεφάλι της. Δε θα θελε με τίποτα στον κόσμο να βρισκόταν στη θέση του. Αναστέναξε συγκρατημένα και κοίταξε πέρα το κοριτσάκι που έδινε θριαμβευτικά και δεύτερο τριαντάφυλλο στην κυρία. Ευχήθηκε τα ανίψια της να ήταν το ίδιο σκληρά όταν αργότερα ο πατέρας τους θα τους ανακοίνωνε τα άσχημα νέα.

 

Με το που έφυγε η κυρία το κορίτσι έκατσε απέναντι από δυο νεαρούς που συζητούσαν. Ο ένας φορούσε ιατρική ποδιά και φαινόταν φοιτητής. Ο άλλος ήταν αρκετά μικρότερος του και λίγο νευρικός.

“Πόση ώρα ακόμα;” ρωτούσε εκείνη τη στιγμή ο μικρός.

“Βιάζεσαι;” ρώτησε ο άλλος με την  άσπρη ποδιά.

“Βαριέμαι.“

“Όταν έρθει η ώρα θα μας φωνάξουν.”

“Είσαι σίγουρος πως θα με αφήσουν να μπω;” ρώτησε δισταχτικά ο μικρός καθώς έψαχνε τις τσέπες του.

“Αν υπογράψεις δεν υπάρχει πρόβλημα .”

“Άλλο πάλι!” δυσανασχέτησε. “Τι να υπογράψω;”

“Ότι δεν θα λιποθυμήσεις.”

Ο μικρός έβγαλε ένα πακέτο τσιγάρα, τράβηξε από μέσα ένα και το άναψε.

“Δεν έπρεπε να έρθω.” είπε και ξεφύσησε τον καπνό του.

“Φοβάσαι τώρα;”

“Μόνος μου ήρθα. Δεν με ανάγκασε κανείς.”

“Τότε;”

“Μα να υπογράψω!”

Ο άλλος κοίταζε τον καπνό του τσιγάρου που απλωνόταν μέσα στον παγωμένο αέρα του πρωινού.

“Μια φορά μας φέρανε ένα ραφτάκο.”, είπε. “Μια χαρά παιδί. Την ώρα που ο γιατρός του πριόνιζε το στέρνο, το ξανθό του κεφάλι χτυπούσε ρυθμικά πάνω στο μάρμαρο. Μπανγκ, μπανγκ, μπανγκ! Πλάκα είχε. Λέει ο γιατρός: τον φουκαρά, δυο αρτηρίες φραγμένες. Άμα είχε εγχειριστεί θα την γλύτωνε. Ένας συνάδελφος καπνιστής σωριάστηκε επί τόπου.”

“Τι σωριάστηκε;” ρώτησε ο άλλος.

“Λιποθύμησε.”

“Πλάκα μου κάνεις.”

“Μας χάλασε το μάθημα ο μπάσταρδος. Μια άλλη φορά πάλι…”

“Είμαι αποφασισμένος.” τον διέκοψε.

“Μια άλλη φορά πάλι…”

“Είπα θα έρθω… Ότι και να λες δεν αλλάζω γνώμη.”

Ο φοιτητής έκρυψε ένα πνιχτό γελάκι με το χέρι του και καθάρισε το λαιμό του. Απέναντί τους δυο σπινθηροβόλα μάτια παρατηρούσαν κάθε τους κίνηση.

“Ε, τι έχουμε εδώ;” έκανε ο μικρός.

“Το γούρι μου! “ φώναξε ο άλλος. “Άμα δεν την δω το πρωί, τίποτα δεν μου πάει καλά. Δεν είναι κούκλα; Όταν μεγαλώσει θα παντρευτούμε.”

“Πώς τη λένε;”

“Δεν έχουμε συστηθεί ακόμα.”

“Πώς σε λένε ομορφούλα;”

Το κορίτσι αδιαφορούσε. Κοιτούσε αλλού.

“Η αλήθεια είναι ότι ούτε μια φορά δεν πλησίασε για να μου δώσει ένα υπέροχο τριαντάφυλλο.”

“Μπορεί να είναι η φόρμα σου. Να σε φοβάται.”

Ο φοιτητής γέλασε.

“Να με φοβάται; Αυτή είναι ατρόμητη. Πες του μικρούλα. Πες του, που θέλει να έρθει κάτω και φοβάται. Πες του πού πουλούσες τριαντάφυλλα την άλλη φορά.”

Η μικρή αδιαφορούσε για τα επαινετικά λόγια του νεαρού με την ποδιά.

“Πόσο χρονών είναι;”

“Μεγαλύτερη από όσο μοιάζει και πιο ατρόμητη από σένα. Άκου λέει…”

“Ομορφούλα θα γίνουμε φιλαράκια;”

Το κοριτσάκι δεν του απάντησε. Κοιτούσε γύρω μήπως εμφανιστεί κανένας πελάτης. Ο φοιτητής έχασε το ενδιαφέρον του.

“Αλήθεια, πού πουλούσε λουλούδια η μικρή;” ρώτησε ο άλλος που είχε κολλήσει με το κορίτσι.

“Κάτω.”

“Κάτω;” είπε σαστισμένος κι έσβησε με την μπότα του το τσιγάρο στο τσιμέντο. “Δεν καταλαβαίνει Χριστό, ε;”

 

Τότε μια λιμουζίνα μπήκε στην αυλή με μεγάλη ταχύτητα, τα φρένα της στρίγγλισαν καθώς σταμάταγε ανάμεσα στους δυο νεαρούς και το κορίτσι. Οι πόρτες της άνοιξαν. Τρεις Ρομά με μαύρα κουστούμια κατέβηκαν από το πίσω κάθισμα και στάθηκαν ακίνητοι προσέχοντας γύρω τους.

Ένας χοντρός, πλαδαρός Ρομ με μουστάκι βγήκε τελευταίος από την πόρτα του συνοδηγού. Το ασουλούπωτο κορμί του ήταν ντυμένο με ένα επίσημο σακάκι που από κάτω μισόκρυβε ένα σκισμένο πουκάμισο. Στάθηκε όρθιος κοίταξε γύρω του τους δυο νεαρούς τον άνδρα και την ανιψιά του και μετά το ψηλό κτήριο που ορθωνόταν εμπρός του.

Στην αρχή όλοι ξαφνιάστηκαν με αυτή τη δραματική εξέλιξη. Οι κουβέντες τους κοπήκαν στη μέση, κι όσοι βάδιζαν προς την είσοδο βιάστηκαν να μπουν στο κτήριο. Μόνο η μικρή σχεδόν έτρεξε προς το χοντρό Ρομ κι έβαλε μπροστά στα μάτια του ένα λευκό τριαντάφυλλο και μετά ένα κίτρινο. Κάποιος από τη φρουρά είπε στο κορίτσι να φύγει αλλά ο Ρομ έκανε νόημα στον άνθρωπό του να την αφήσει. Έβγαλε από τη τσέπη του μερικά χαρτονομίσματα και αγόρασε όλο το μπουκέτο.

Το κορίτσι ήταν φανερά ικανοποιημένο. Δεν είχε βάλει καλά καλά τα χρήματα στην τσέπη, όταν ο χοντρός ξέμπλεξε ένα κόκκινο τριαντάφυλλο και της το πρόσφερε. Έπειτα σαν να σκόνταψε. Όλοι νόμιζαν ότι θα πέσει. Στηρίχτηκε από το καπό της λιμουζίνας, έπιασε τα μάτια του κι άρχισε να κλαίει.

Ο μικρότερος από τους νεαρούς έπνιξε ένα πνιχτό γέλιο. Το ζευγάρι πιο πέρα τον αποδοκίμασε με το βλέμμα κι ο φίλος του τού ψιθύρισε “Αρκετά, θες να βρούμε τον μπελά μας;”

 

Χωρίς καν να πει ευχαριστώ η μικρή απομακρύνθηκε από τη λιμουζίνα. Τα αρπαχτικά της μάτια έκαναν ένα γύρω το προαύλιο και σταμάτησαν πάνω στο ζευγάρι. Με αργά βήματα άρχισε να τους πλησιάζει.

“Το τελευταίο κόκκινο τριαντάφυλλο.”, είπε η ανιψιά καθώς έβλεπε το κοριτσάκι να τους πλησιάζει με αργά βήματα. “Το κόκκινο ήταν το αγαπημένο της χρώμα.”

“Αυτό είναι αλήθεια”, παραδέχτηκε ο άντρας “Και τώρα κόκκινο της ταιριάζει.”

“Να το πάρουμε. Για σένα, τα παιδιά, εκείνη!”

“Ανοησίες!”

“Θα το ήθελε κι εκείνη!”

“Ανοησίες!”, είπε μα αυτή τη φορά η φωνή του ήτανε μπουκωμένη.  Η μικρή τους είχε φτάσει. Τέντωσε το χέρι της και κράτησε το τριαντάφυλλο όρθιο, ακριβώς λίγα εκατοστά μπροστά από τα μάτια του, όπως έκανε πάντα όταν ήθελε να πουλήσει τα άνθη της.

“Τι θέλεις;” την ρώτησε με ήρεμη, συγκρατημένη φωνή που ήταν σαν να έβγαινε από  ένα άλλο σώμα.

“Πάρε τριαντάφυλλο”, είπε κοφτά το κοριτσάκι.

“Γιατί να πάρω τριαντάφυλλο;”

“Πάρε τριαντάφυλλο.”

“Γιατί πουλάς τριαντάφυλλα;”

“Για να πάρω κάτι να φάω.”

“Για να πάρω κάτι να …” επανέλαβε ο άντρας μα δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του.

Ένας παράξενος ήχος ανέβηκε στο λαιμό του και μετά άλλοι πρωτόγνωροι ήχοι.

Το κορίτσι έκανε δυο βήματα πίσω, της έφυγε  ο “αέρας“, το  πρόσωπό της πάνιασε. Το τελευταίο τριαντάφυλλο έπεσε στο τσιμέντο.

Ο Ρομ που είδε τη σκηνή προχώρησε προς το μέρος τους, ακολουθούμενος από τους άντρες του. Τράβηξε τη μικρή από το χέρι και την έκρυψε πίσω από την τεράστια πλάτη του.

“Γιατί την τρόμαξες;” ρώτησε με βαθιά συγκρατημένη φωνή.

Αλλά ο άντρας δεν μπορούσε να μιλήσει, στεκόταν άναυδος, δάκρυα έπεφταν στα ρούχα του.

Μπροστά του- κοιτούσε επίμονα στα μάτια του μα δεν το έβλεπε- το δεκάχρονο κορίτσι. Έβλεπε ένα παιδί. Ένα οποιοδήποτε παιδί που θα μπορούσε να είναι κι αγόρι. Θα μπορούσε να είναι το δικό του παιδί, τα δικά του αγόρια που πουλούσαν τριαντάφυλλα.

Η ανιψιά δίπλα του σηκώθηκε, το πρόσωπο της ήταν ταραγμένο μα ο άνθρωπος την αγνόησε.

“Γιατί;” φώναξε δυνατά o Ρομ σαν να έσπασε ένας κόμπος που του έδενε τη φωνή και οι τρεις ‘φρουροί’ κοιτάχτηκαν μεταξύ τους.

Όμως η φωνή του αντήχησε έρημη παρά απειλητική στο προαύλιο του κτηρίου, μιας και κανείς δεν μπορούσε να του δώσει την απάντηση που ζητούσε.

Μόνο ο νεαρός με την ποδιά σηκώθηκε κι έσπρωξε βιαστικός το φίλο του που είχε σταματήσει να γελάει. “Πάμε” του είπε χαμηλόφωνα. “Το ανατομείο άνοιξε.”

 

 

21-7-2017

 

 

* O Πέτρος Φούρναρης (1963) είναι γεωπόνος. Γεννήθηκε στην Αθήνα. Ζει στη Λέρο. Ασχολείται με το διήγημα και τη μετάφραση. Πεζά του έχουν δημοσιευτεί στο ιστολόγιο: Πλανόδιον-ιστορίες Μπονζάι.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top