Fractal

Διήγημα Fractal: “Καλύτερα έτσι”

Της Τζίνας Ψάρρη //

 

 

 

Επ’ ευκαιρία της διαρρήξεως του διαμερίσματος της δεσποινίδος Μελισάνθης Χρυσόγελου, κόρης του αειμνήστου από χρόνια αντισυνταγματάρχου Καρόλου Χρυσόγελου, οι ένοικοι της πολυκατοικίας αποφάσισαν να αλλάξουν επιτέλους την φθαρμένη κλειδαριά της εξώθυρας. Η δεσποινίς Μελισάνθη, ετών εξήντα δύο, αφού ζήτησε δημοσίως συγνώμη διότι η οργή και ο φόβος έβαλαν στο στόμα της εκφράσεις οι οποίες ουδόλως αρμόζουν στην αριστοκρατική της παιδεία, παρακάλεσε τον διαχειριστή να την ειδοποιήσει όταν θα κατέφθανε ο κλειδαράς. Είχε αποφασίσει βλέπετε, να επιβαρυνθεί του απρόβλεπτου και δύσκολου για τα ισχνά οικονομικά της, εξόδου, να βάλει και στο δικό της διαμέρισμα νέας τεχνολογίας κλειδαριά, ασφαλείας αυτή τη φορά.

Ο διαχειριστής κύριος Ερμόλαος, ιδιοκτήτης μεγάλης βιοτεχνίας γιαούρτης και λοιπών γαλακτοκομικών και καλοστεκούμενος εβδομηντάρης, στα πλαίσια του αγνού φλερτ με το οποίο πολιορκούσε την δεσποινίδα Μελισάνθη από πενταετίας, της χαμογέλασε όσο γοητευτικά επέτρεπαν οι ολοκαίνουριες εμφυτεύσεις οδόντων που ακόμα τον βασάνιζαν.

“Μείνετε ήσυχη, Αν με αφήνατε δε, να αναλάβω προσωπικώς την επίβλεψη των εργασιών, θα ήμουν ευτυχής”.

“Σας ευχαριστώ! Τι ξέρω εγώ από τεχνικά ζητήματα εξάλλου ;” του απάντησε χαϊδεύοντας μηχανικά την κόρη της, την Μαλίς.

Γνωρίζοντας την αδυναμία της στο κακότροπο αυτό κανίς, ο κύριος Ερμόλαος άπλωσε διστακτικά το χέρι του προς το μικρόσωμο σκυλί, με την ελπίδα πως ένα παιχνίδισμα της καλής του μοίρας, θα τον έφερνε εξ επαφής με τα δαχτυλάκια της γυναίκας που τόσο ήθελε να κάνει κυρία του σπιτιού του και αφέντρα της βιοτεχνίας γιαούρτης. Η αστή ως το κόκαλο δεσποινίς, η μεγαλωμένη με γαλλικά και πιάνο, στον αέρα έπιασε τις προθέσεις του και με τακτ εγγλέζου μπάτλερ τραβήχτηκε κομψά.

Είναι σίγουρα άνθρωπος τίμιος ο κύριος Ερμόλαος, εργατικός και προκομμένος. Ένα μικρό γωνιακό γαλατάδικο κληρονόμησε από τον πατέρα του – θεός αν υπάρχει, ας συχωρέσει την καλόκαρδη ψυχή του – και παρά τα βερεσέδια που παρέλαβε, ολόκληρη βιοτεχνία δημιούργησε από το μηδέν. Ήταν και ομορφάντρας. Μύριζε πηγμένο τυρί όμως, κι αυτό πώς να το ανεχτεί η αρωματισμένη μυτούλα της Μελισάνθης; Μερικές φορές ο ομορφάντρας σιγομουρμούριζε ελαφρά τραγουδάκια του συρμού, τραβώντας ως τα ουράνια τη φάλτσα φωνή του. Πλήγμα βαρύ για τα καλοκουρντισμένα αυτιά της, τα μαθημένα στους κλασσικούς μουσουργούς. Αν και θα ήτο μία κάποια λύσις – όπως έγραφε και ο αγαπημένος της ποιητής – ένας γάμος μαζί του, απόφαση που θα έλυνε όλα της τα οικονομικά προβλήματα, θα λείαινε τις ανασφάλειες και τη μοναξιά. Στην ηλικία

της, έρωτες και άλλα φαιδρά δεν αποζητούσε,- για όνομα του θεού! – έναν ευπρεπή σύντροφο μόνο, να μοιράζονται το κάθε μέρα. Δυο μαζί, σπρώχνουν ευκολότερα τις ώρες να κυλούν. Μα, θα τις έσπρωχναν; Ή μήπως θα τις έκανε να μοιάζουν αφόρητες; Να ξαπλώνει κάθε βράδυ δίπλα σ’ έναν άντρα που το δέρμα του είχε ποτίσει γαλατίλα; Να υποχωρεί κάθε απόγευμα στην ραδιοφωνική παράκρουση λαϊκών ασμάτων στη διαπασών; Κι αν της αρρώσταινε και περνούσε το υπόλοιπο του βίου της φτιάχνοντας τίλια και – ακόμα χειρότερα – βάζοντας πάπιες και έμπλαστρα; Κι αν ήταν ακατάστατος; Αν μασουλούσε το φαγητό του θορυβώδικα; Όλοι τούς χαριτωμένους παριστάνουν την ώρα του κόρτε, κρύβοντας καθημερινές συνήθειες αποκρουστικές. Θα άντεχε η αισθητική της να περιφέρονται ανάμεσα στις αντίκες της γιαγιάς της, μακριά ως το γόνατο σώβρακα κι εκείνα τα απωθητικά αθλητικά φανελάκια με τις τιράντες;

Να, κάτι τέτοια σκεφτόταν η δεσποινίς Μελισάνθη, η ατυχήσασα στο ζήτημα “άντρες” και απόφαση δεν το έπαιρνε. Φορούσε λοιπόν την κάπα της την κάπως φθαρμένη, φορούσε και το λουράκι στην Μαλίς επάνω από την δική της φθαρμένη ζακετούλα και βόλταραν οι δυό τους στην παλιά αρχοντική συνοικία, με τις μοναχικές τους μύτες υπερήφανα ψηλά. Καλύτερα έτσι. Δυο σχεδόν γερασμένες δεσποινίδες, παρθενικά ήρεμες. Κι όπως είχε καταφέρει να εκπαιδευτεί στο να μην σκέφτεται σχεδόν τίποτα, ένα χαμόγελο κενής μακαριότητας ήταν μόνιμα ζωγραφισμένο στο πρόσωπό της. Ναι, καλύτερα έτσι.

Όταν ο διαχειριστής τής χτύπησε το κουδούνι νωρίς εκείνο το απόγευμα, η Μελισάνθη καθόλου δεν ήταν προετοιμασμένη. Όπως όλα τα απρόοπτα, την άρπαξε από τον λαιμό μια έντονη μυρωδιά κολόνιας και δυο μάτια κάρβουνα. Ένας άντρας κοντά στα πενήντα, στεκόταν δίπλα στον κύριο Ερμόλαο, για να κάνει λες τις οφθαλμοφανείς διαφορές τους ακόμη εντονότερες. Φαινόταν από μίλια μακριά πως η πρώτη νιότη του υπήρξε ιδιαίτερα ταραχώδης. Το βλέμμα του πετάριζε αριστερά – δεξιά σαν νυχτοπεταλούδα τρελαμένη. Ποιο φως ωστόσο είχε ανακαλύψει μέσα σ’ εκείνο το γαλήνια σκοτεινό διαμέρισμα; τι τον είχε γοητευτικά έλξει;

“Καλησπέρα δεσποινίς. Σας έφερα τον κυρ – Αντρέα τον κλειδαρά”, είπε ο Ερμόλαος ισιώνοντας αμήχανα τα πέτα της μάλλινης ζακέτας του.

“Περάστε”, απάντησε εκείνη με μια συστολή περίεργη, την ώρα που η Μαλίς άρχισε να γαβγίζει μανιασμένα. Κάτι την φόβιζε στην όψη αυτού του ξένου άντρα.

“Κύριε Ερμόλαε, δεν με προειδοποιήσατε πως θα βρεθώ στο σπίτι μιας τόσο γοητευτικής γυναίκας! Και τι όμορφο διαμέρισμα!”

Τα μάγουλα του Ερμόλαου φλογίστηκαν από τον θυμό. Της Μελισάνθης πάλι, από ικανοποίηση. Μια πεταλουδίτσα τυφλή και κουφή, υπέροχα σαγηνευτική όμως, πετάρισε στο στομάχι της. Δεν αναρωτήθηκε γιατί, μερικά πράγματα καλύτερα να παραμένουν ανεξήγητα, ακαθόριστα, ποιητικά. Στον αέρα αρμένιζε μια πρωτόγνωρη χαρά που αργά αλλά σταθερά καρφωνόταν στην καρδιά της. Καλοδεχούμενη καλοκαιρινή βροχή οι λέξεις του, έπεσαν επάνω στο διψασμένο δέρμα της να το δροσίσουν. Ο αντίζηλος του διαχειριστή είχε ήδη κερδίσει την πρώτη μάχη.

Η εργασία προχωρούσε παράδοξα αργά, ο Ερμόλαος εκνευριζόταν, η Μελισάνθη χαιρόταν. Κι όλο έριχνε κρυφές ματιές στις στιβαρές πλάτες του κλειδαρά έτσι όπως ήταν γονατισμένος μπροστά στην κλειδαριά. Τι περίεργος μυς όμως αυτή η καρδιά! Σειέται και λυγιέται χωρίς να σε ρωτήσει!

Και υπαγορεύει αισθητικές άλλες από τις συνηθισμένες. Καθόλου δεν την ενοχλούσε το άσπρο σώβρακο που ξεχώριζε από το πεσμένο παντελόνι του. Ούτε και η αρχή της σχισμής του πισινού του που παλιότερα αυτό και μόνο θα ήταν ικανή αιτία για να τον πετάξει έξω από την καλαίσθητη οπτική της.

“Αργούμε;” Ο εκνευρισμός του Ερμόλαου όλο και φούντωνε.

“Μια μηχανή είναι και η κλειδωνιά, αγαπητέ μου, και αποτελείται από δύο μέρη: το μηχανικόν και το αμήχανον. Με το μηχανικόν πάντα καλά τα πάω, όσο σκουριασμένο κι αν είναι, στο αμήχανον σκοντάφτω πάντα”, απάντησε ο κυρ – Αντρέας διφορούμενα.

“Το καταλαβαίνω καλά εγώ το αμήχανον κύριε Αντρέα, με την ησυχία σας”, πετάχτηκε η Μελισάνθη που δεν ήθελε ακόμα να χάσει αυτό το χάρμα ιδέσθαι.

Μετά το πέρας τον εργασιών – που το γιοφύρι της Άρτας γρηγορότερα θα τελείωνε – η ευγενική ανατροφή της δεσποινίδος, τράταρε καφέ και χειροποίητο γλυκό του κουταλιού. Ο κύριος Ερμόλαος αποχώρησε φουρκισμένος. Λίγη ώρα κράτησαν τα πρώτα τυπικά κι αμέσως ο έμπειρος Αντρέας πέρασε στην επίθεση.

“Στις έξι το απόγευμα είναι πολύ νωρίς ή πολύ αργά να περάσω να σας πάρω το Σάββατο; Θα μου έκανε μεγάλη χαρά αν σας συνόδευα σ’ έναν κινηματογράφο, ας πούμε”.

“Σας αρέσει ο κινηματογράφος;” αναθάρρησε η Μελισάνθη.

“Μ’ αρέσει πολύ, ο γαλλικός κυρίως. Ξεχωρίζω ιδιαίτερα έναν σκηνοθέτη, τον Νουβέλ Βάγκ, έργο του δεν έχω χάσει!”

Ούτε αυτό στάθηκε ικανό να πτοήσει την Μελισάνθη, αφού τα μάτια του μιλούσαν ταυτόχρονα με το στόμα του. Μόνο που αυτά, έλεγαν τα σωστά πράγματα.

Αφέθηκε η δεσποινίς Μελισάνθη. Και στον κινηματογράφο πήγε, και στο ζαχαροπλαστείο και περίπατο στο πάρκο. Κι ούτε που της πέρασε από το μυαλό πως αυτός ο άντρας, ο δώδεκα χρόνια μικρότερος, ίσως κάτι περισσότερο από έρωτες να είχε κατά νου. Μόνο όταν άρχισαν να εξαφανίζονται ένα – ένα τα όμορφα κρύσταλλα της μαμάς της, οι συλλογές νομισμάτων του πατέρα της και τα ελάχιστα κοσμήματα – αντίκες της, τότε κατάλαβε πως ο έρωτάς της δεν ερχόταν τα βράδια για να τρυπώσει στο κρεβάτι της. Για να ξετρυπώσει ερχόταν και μια χαρά τα κατάφερνε. Πέρασε πολύς καιρός μέχρι να βρει το κουράγιο και τον τρόπο να τον διώξει χωρίς να ντροπιαστεί στην πολυκατοικία, στον κύριο Ερμόλαο ιδίως, αλλά και στον ίδιο της τον εαυτό.

Όταν οι θεοί βαριούνται, στέλνουν στους ανθρώπους μικρούς δαίμονες για να διασκεδάσουν με τις απρόβλεπτες αντιδράσεις τους. Δεν την λυπούσε το γεγονός την Μελισάνθη, την ευλογία του ερωτικού πάθους που για πρώτη φορά ένιωσε μετρούσε, τα άλλα ήταν δευτερευούσης σημασίας. Σάμπως είχε παιδιά ή ανίψια για ν’ αφήσει τις αντίκες και τα κρύσταλλα; Τουλάχιστον βοήθησαν έναν μεροκαματιάρη άνθρωπο. Και έτσι, γύρισε η Μελισάνθη στους περιπάτους της μοναξιάς της, συντροφιά με την άδολη αγάπη της Μαλίς.

Δεν πειράζει, καλύτερα έτσι. Τουλάχιστον, είχε ενισχύσει την αποπεράτωσιν του ιερού ναού της παρθενίας της….

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top