Fractal

Διήγημα: ΕΚΤΑΦΗ

της Κατερίνας Δουρίδα //

 

wordsΗ εκταφή θα γινόταν στις 2 Σεπτεμβρίου στο νεκροταφείο της Χάλκης στις επτάμισι το πρωί. Η κυρία Καλλιόπη είχε ζητήσει να τη θάψουν στο νησί και αυτή η επιθυμία ήταν η μοναδική εκδήλωση νοσταλγίας από τότε που έφυγε από κει, πριν εβδομήντα περίπου χρόνια. Εμένα δεν μου ήταν τίποτα, θέλω να πω δεν είχαμε καμιά συγγένεια, δεν μου ήταν καν συμπαθής. Ευτραφής, ξανθιά, με ψυχρά γκριζογάλανα μάτια και υπόλευκο δέρμα σαν ξινισμένο γάλα, μου φαινόταν τελείως άχρωμη και κυρίως ανέκφραστη· δεν μπορούσα όμως να χωνέψω την ιστορία με το ψαλίδι και χρόνια μετά έψαχνα ακόμα ίχνη αυτής της μοναδικής κατά πάσα πιθανότητα παρόρμησης. Όταν ο μεγάλος της γιος στα δεκαπέντε του ανακοίνωσε ότι θα φύγει από το σπίτι για να σπουδάσει ζωγράφος, αυτή του κάρφωσε στον ώμο το ψαλίδι που κρατούσε, καθώς εκείνη τη στιγμή έκοβε με περισσή επιμέλεια τις σελίδες με τις μικρές αγγελίες από την εφημερίδα∙ εμμονή ανεξήγητη, αφού δεν ήξερε καν να διαβάζει. Ο Δημήτρης δεν έγινε ποτέ ζωγράφος, έβαψε όμως καναρινί το δωμάτιό του και δυο χρόνια μετά τίναξε τα μυαλά του στον αέρα, για την ακρίβεια πάνω στον τοίχο, με το περίστροφο του πατέρα του, παραδίνοντας το πρώτο και τελευταίο έργο του σε μεγάλο μέγεθος. Φανταζόμουν το αίμα να κυλάει στο μπράτσο του αγοριού κατακόκκινο και το ψαλίδι να εξέχει σαν ουρά χελιδονιού κι έπειτα τα μυαλά του αιμάτινα πάνω στον κατακίτρινο τοίχο, σαν ένα πέρασμα από τον σουρεαλισμό στον αφηρημένο εξπρεσιονισμό.

Η κυρία Καλλιόπη ήταν όμως πεθερά της Άννας, και έτσι όταν η τελευταία μου ζήτησε να τη συνοδεύσω σε αυτή την υποχρεωτική διαδικασία, έσπευσα στο νησί. Η Άννα κάθισε παράμερα, να μη βλέπει και να μην ακούει. Εγώ, κρατώντας σε μια σακούλα τα απαραίτητα, ένα σεντόνι, ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί, ένα μεγάλο σκαλιστό κουτί για τα οστά, στάθηκα πάνω από τον εργάτη που θα έκανε την εκταφή. Ομολογώ ότι περίμενα κάτι πιο τελετουργικό, κάνα δυο παπάδες έστω με αγιαστούρες και λιβάνια, πιστεύοντας ότι η εκκλησία θα επεδείκνυε κάποια μέριμνα για τους ζωντανούς προστατεύοντάς τους, με ό,τι μέσα διαθέτει, από αυτό που επρόκειτο να ξεπηδήσει από τον τάφο μόλις ο εργάτης θα ξήλωνε με κάποια επιφύλαξη τη μαρμάρινη ταφόπλακα. Έβλεπα νοερά τους παπάδες να τραβιούνται πίσω κάπως τρομαγμένοι και να κουνούν πέρα δώθε τα θυμιατήρια με μανία μουρμουρίζοντας ξόρκια για την κολασμένη ψυχή της κυρίας Καλλιόπης, ή τον ίδιο της το σκελετό να σηκώνεται αργά αλλά αποφασιστικά σε μια απόπειρα πρόωρης ανάστασης. Τίποτε από αυτά δεν έγινε.

Ο εργάτης άρχισε να φτυαρίζει μπαγιάτικο χώμα μαζί με άμμο, να αφαιρεί τα μισοσάπια κομμάτια νοβοπάν από το άλλοτε ακριβούτσικο φέρετρο καρυδιάς και έπειτα να πηδάει με τις λαστιχένιες γαλότσες του πάνω στην ίδια την κυρία Καλλιόπη ή σε ό,τι είχε απομείνει από αυτήν. Και δυστυχώς είχαν απομείνει πολλά. Το δέρμα της δεν είχε λιώσει, είχε απλώς μαυρίσει και ζαρώσει και συγκρατούσε το σκελετό ως επί το πλείστον στη θέση του. «Δεν έλιωσε», είπε ο εργάτης, πετώντας στον διπλανό, επίσης ανεσκαμμένο, τάφο το μόνο πράγμα που είχε μείνει ακέραιο έπειτα από τριάμισι χρόνια: τη μασέλα της. «Πρέπει να της βγάλω τα ρούχα», είπε κοιτάζοντας το ρολόι του, λες και θα τον καθυστερούσε αυτή η απρόσμενη αγγαρεία, και άρχισε να τη γδύνει σκίζοντας τη μαύρη μάλλινη ζακέτα και το φουστάνι, ακόμα και το καλσόν της κυρίας Καλλιόπης, με ανάρμοστη ανυπομονησία. Ύστερα, τη σήκωσε όρθια, και για μια στιγμή, κόντρα στον καλοκαιρινό ουρανό, μέσα στην απόλυτη ησυχία του νεκροταφείου, φάνηκαν σαν χορευτικό ζευγάρι, σαν εκείνο στον πίνακα του Μουνχ ο Θάνατος και η Κόρη, μόνο που εδώ η Κόρη ήταν ο Θάνατος, και ας διατηρούσε ακόμη την πλούσια κόμη της, και ο καβαλιέρος ένας αδιάφορος εργάτης που την απίθωσε σε μια σκισμένη λινάτσα χωρίς ιδιαίτερη τρυφερότητα, λες και τον είχε απογοητεύσει από τον ακαριαίο χορό τους κι ετοιμαζόταν ν’ αλλάξει ντάμα. Και τότε πρόσεξε ότι το αριστερό χέρι από τον αγκώνα και κάτω είχε εγκλωβιστεί στο μανίκι της μάλλινης ζακέτας. Το τράβηξε με δυσκολία και το ακούμπησε στον κόρφο της και την τύλιξε με τη λινάτσα. Έπειτα δίπλωσε την κυρία Καλλιόπη στα δύο παίρνοντάς την αγκαλιά και την έβαλε στο καρότσι οικοδομής, με το φτυάρι από πάνω και έκανε να ξεκινήσει. «Πάω πέρα», είπε κι έδειξε πίσω από τα κυπαρίσσια, όπου ξανάθαβαν με συνοπτικές διαδικασίες αυτούς που δεν έλιωναν. Τελευταία στιγμή το βλέμμα του έπεσε σε δυο κλαράκια βασιλικό και ένα κόκκινο τριαντάφυλλο που είχε φέρει η Άννα το πρωί από το σπίτι της, πιστεύοντας ότι ήταν και η τελευταία φορά που μαδούσε τη γλάστρα της για χάρη της πεθεράς της. Τα πήρε μαζί και, μη θέλοντας ίσως να τονίσει την αντίθεση μεταξύ ζωής και θανάτου, τα κράτησε στο χέρι και δεν τα πέταξε πάνω στον καφέ-μαύρο πολτό μέσα στο καρότσι. Τελικά, η κυρία Καλλιόπη ούτε ως μεταθανάτια εμπειρία συναντήθηκε με τα χρώματα.

Αρκετά είχα δει. Γύρισα το βλέμμα στη θάλασσα. Ένας απαλός πρωινός αέρας φυσούσε σαν αναστεναγμός από φουσκωμένα στήθη.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top