Fractal

Διήγημα: “Έκπτωτοι άγγελοι”

του Θεόδωρου Πρίντζη // *

 

TypewritersΌταν έφθασα στο χωριό είχα ήδη περιπλανηθεί τόσο πολύ στην ύπαιθρο , που είχα αγριέψει, από την πείνα , το φόβο και την αϋπνία. Είχα μέρες να δω άνθρωπο και είχα την εντύπωση ότι θα δυσκολευτώ στην επικοινωνία. Πλησίασα σε ένα κιόσκι με φρούτα και ο έμπορος μου είπε καλημέρα αλλά δεν κατάφερα να ανταποδώσω τον χαιρετισμό. Απομακρύνθηκα . Άφησα να με οδηγεί η όσφρηση. Σύντομα έφθασα στο φούρνο. Μοσχοβολούσε αχνιστό φρεσκοψημένο ψωμί. Πλησίασα στο τζάμι. Κοίταξα τα καρβέλια και ξεχώρισα ένα τόσο τέλειο ψωμί ροδοκόκκινο , φουσκωμένο και με την πιο τραγανή κόρα που έχετε δει . Μέσα στο φούρνο δυο γυναίκες περίμεναν τη σειρά τους. Ο φούρναρης , ένα παλικάρι γύρο στα 25 ξεφουρνίζει με το πλατύ ξύλο κι άλλα καρβέλια. Μπήκα. Οι γυναίκες γύρισαν και άρχισαν να με περιεργάζονται ενοχλημένες. Πριν καταλάβουν τι έγινε τις έσπρωξα και άρπαξα το καρβέλι μου. Βγήκα τρέχοντας. Πέρασε λίγος χρόνος πριν ακούσω πίσω μου φωνές: “Κλέφτης , κλέφτης , πιάστε τον …” Συνέχισα να τρέχω όταν άκουσα να με ακολουθεί το γρήγορο δυνατό τρέξιμο του φούρναρη.

Ένας ξυλουργός που ερχόταν από το δρόμο μπροστά μου γύρισε ένα καδρόνι προς το μέρος μου για να μου κόψει το δρόμο. Έσκυψα για να τον αποφύγω και από ένστικτο έστρεψα το χέρι με το ψωμί μπροστά για να αμυνθώ. Τη γλίτωσα , αλλά το καδρόνι χτύπησε το ψωμί που μου γλίστρησε και έπεσε κάτω. Συνέχισα να τρέχω ανεβαίνοντας ένα ανηφορικό δρομάκι στρωμένο με γυαλισμένες πέτρες. Γύρισα να δω τον φούρναρη που δεν άκουγα πια το τρέξιμο του. Έσκυψε και μάζεψε το κλεμμένο ψωμί και λαχανιασμένος κουβέντιαζε με τον ξυλουργό. Θα μπορέσει να το πουλήσει σε κάποιον άλλον άραγε; σκέφτηκα. Συνέχισα να τρέχω και έκοψα ρυθμό όταν ήμουν σίγουρος πια ότι δεν με κυνηγάνε. Πεινούσα, πονούσα, είχα λαχανιάσει, κρύωνα, φοβόμουν.

Σταμάτησα μπροστά σε μια πόρτα παλιού αρχοντικού με ψηλό τοίχο γύρω-γύρω. Δοκίμασα να την ανοίξω και… άνοιξε. Μπήκα και έβαλα το σύρτη πίσω μου. Τουλάχιστον τώρα δεν κινδυνεύω από τους απέξω. Έκανα μερικά βήματα. Η άκρη από παλιό φόρεμα φαινόταν από μία ανοιχτή πόρτα πλυσταριού. Η καμινάδα καπνίζει. Κοίταξα το τεράστιο πέτρινο σπίτι. Βουβό. Κοίταξα το πλυσταριό. Πλησίασα. Η γυναίκα -περασμένα πενήντα- ανακατεύει με ένα ξύλο νερό στο καζάνι πάνω από τη φωτιά. Δεν μπορώ να μιλήσω. Τώρα είναι που δεν μου βγαίνει λέξη. Γυρίζει και με βλέπει να την παρακολουθώ. “Καλημέρα , ποιος καλός άνεμος σε έφερε στο σπίτι μας;” Την κοίταζα στα μάτια και ίσως να έκανα και μια κίνηση να ανοίξω το στόμα μου.

“Κρυώνεις ; Κρυώνεις , φαίνεται , δεν μπορείς να μιλήσεις από το κρύο, έλα να καθίσεις εδώ δίπλα στη φωτιά να ζεσταθείς.” Δεν κουνήθηκα και ήρθε και με πήρε , τραβώντας με μαλακά από τον αγκώνα και τον καρπό και με κάθισε δίπλα στη φωτιά. Το πλυσταριό καπνισμένο με ένα υπερφυσικό τζάκι στον τοίχο, που φιλοξενούσε το καζάνι και φαίνεται πως κάποιο ρούχο έβαφε βουτηγμένο στο μαύρο νερό.

Βγήκε και στην πόρτα στράφηκε για να μου πει: “Περίμενε εκεί να σου φέρω κάτι να φας.” Την κοίταξα να απομακρύνεται. Είχε μια χάρη στο περπάτημα και φαινόταν πως κάτω από τα χοντρά ρούχα της δουλειάς -και παρά τις σκληρές συνθήκες της υπαίθρου- υπήρχε ένα ζωηρό θηλυκό. Με απογοήτευσε φέρνοντας ένα μικρό κομμάτι παλιό ψωμί , που δεν μου το ‘δωσε αμέσως , αλλά το άφησε δίπλα στη φωτιά να πυρωθεί. Έριξε μια ματιά στο καζάνι και από το ύφος της κατάλαβα ότι έπρεπε να περιμένει ακόμη για τη βαφή και μετά μαζεύοντας λίγο τη φούστα της ήρθε και κάθισε δίπλα μου. Η περιφέρειά της με άγγιξε και για να μη απομακρυνθώ αμήχανος γύρισα και κοίταξα σε τι κατάσταση είναι το ψωμί. “Εγώ το ζύμωσα.” μου είπε “Τώρα έχω βάλει φρέσκο να ψήνεται” και έδειξε με το σαγόνι της προς την πόρτα το σημείο που βρίσκεται ο χωριάτικος φούρνος του σπιτιού. “Κάνει πολύ κρύο και σήμερα” είπε και κόλλησε περισσότερο πάνω μου. Κοίταξα τα πόδια της και ανέβηκα προς τον κορμό , το στήθος. Θεέ μου τι τεράστιο στήθος ήταν αυτό; Πως δεν το είδα τόση ώρα; Τώρα καταλαβαίνω πως ήμουν ένα πραγματικό αγρίμι που έψαχνα μόνο φαγητό και κρυψώνα. Την κοίταξα ξανά και με άφησε να την κοιτάζω περιμένοντας την επόμενη κίνησή μου. Δεν είχα άλλη γυναίκα στο μυαλό μου παρά μόνο τη Λώρα. Στα τριάντα μου δεν είχα γνωρίσει καμία άλλη , αλλά ούτε και πίστευα ότι μπορεί καμία να την αντικαταστήσει στη σκέψη μου. Νομίζω μόνο ότι σαν αίσθηση , σαν περιέργεια , ακόμα και όταν είχα τη Λώρα δίπλα μου , είχα σκεφτεί πως θα ήθελα να δοκιμάσω μία μεγαλύτερη γυναίκα. Ποτέ όμως δεν προχώρησα περισσότερο , ή τουλάχιστον δεν υπήρχε κοντά μας κάποιο πρότυπο ενδιαφέρουσας μεγάλης. Απορροφημένος από τη σκέψη της Λώρας την είδα σαν σε όνειρο να σηκώνει τη φούστα της και να μου δείχνει τα γόνατά της. Με ένα χτυποκάρδι επιθυμίας και φόβου , γύρισα προς το ψωμί και άπλωσα το χέρι να το πιάσω. Ήταν αρκετά τραγανό και μαλακό μαζί , χωρίς να δίνει αίσθηση μπαγιάτικου και το έφερα προς το στόμα. Μου έπιασε το χέρι που κρατούσα το ψωμί και με έστρεψε προς το μέρος της. Δεν ξέρω πόσο σοκαρισμένος ήμουν αλλά είδα ξαφνικά μπροστά μου γυμνό το τεράστιο στήθος της και χωρίς ανάσα στα πνευμόνια μου , βυθίστηκα μέσα του. Με άφησε να την φιλάω και να της χαϊδεύω τις ρόγες ενώ δοκίμαζε να απαλλαγεί από τη φούστα της. Όταν ήρθα εδώ πριν λίγη ώρα και την είδα για πρώτη φορά , ποτέ δεν πίστεψα ότι θα υπάρχει τόσο σφριγηλή επιδερμίδα κάτω από αυτά τα κουρέλια. Έκανα μία τελευταία απόπειρα να φέρω την εικόνα της Λώρας στο μυαλό μου αλλά δεν τα κατάφερα. Με απορρόφησε η δίνη μιας ακατανίκητης μαγνητικής έλξης.

Φαίνεται πως το περίμενε καιρό , πως το είχε σχεδιάσει και με οδηγούσε με σιγουριά να δοκιμάσω γλυκούς χυμούς και απαγορευμένους καρπούς, μυστικές πτυχές και γαργαλιστικά σημεία που τα κυρίευε το ρίγος . Με καυτή τρεμάμενη ανάσα ηδονής τελείωσα και δεύτερη φορά στο κορμί της και νομίζω πως εκείνη η παλιά, η ξεχασμένη επιθυμία να δοκιμάσω μια μεγαλύτερη γυναίκα ήταν … πως να το πω τώρα , μου έβγαινε με κάποια φυσικότητα και όχι με ένα αίσθημα προδοσίας στη Λώρα.

Σηκώθηκε να κοιτάξει το καζάνι της όταν ακούστηκε μια φωνή απ’ έξω ,από το σπίτι. “Μαριλένα , Μαριλένα…” “Είναι η νύφη μου…” είπε, “πες της να κοιτάξει εκείνη το ψωμί” Πήγα προς το σπίτι με το κεφάλι μου γεμάτο ερωτηματικά , πως θα αντιδράσει η νύφη της μπροστά σε ένα ξένο άντρα , με εμφάνιση αγριμιού; Μπήκα στο σπίτι από την ανοιχτή πόρτα. Ψηλοτάβανο αρχοντικό πολύ περιποιημένο , με κρυστάλλινο κεντρικό πολυέλαιο, με γυαλισμένα πατώματα , με ξύλινη σκάλα στρωμένη με στενή μοκέτα στα χρώματα του μπεζ , να πηγαίνει στον πάνω όροφο. Μεγάλα παράθυρα λουσμένα στο φως και ένα μαρμάρινο τζάκι που μόνο διακοσμητικό δεν ήταν. Η ζεστή ατμόσφαιρα με χαλάρωσε και μόλις βρέθηκε μπροστά μου η νύφη της δεν κατάφερα να πω καλημέρα η κάτι άλλο τυπικό και φώναξα αγχωμένα “Το ψωμί , το ψωμί να το προσέξετε εσείς”

“Εγώ ;” ρώτησε με κάποια ειρωνεία στη φωνή της προφανώς λόγω του ψαρωμένου ύφους μου , που παρά την οικειότητα με τη Μαριλένα δεν έλεγε να με απαλλάξει από την κυριαρχία του. “Ναι εσείς” είπα με την αφέλεια που κουβαλάω σε απίστευτες ποσότητες τον τελευταίο καιρό. “Κάθισε , αν θέλεις” μου είπε πριν τρέξει προς το φούρνο. Μου έδειξε ένα μαλακό καναπέ και χωρίς να σκεφτώ κάτι άλλο προχώρησα και -ήταν τόσο μαλακός που- βούλιαξα μέχρι το πάτωμα. Έκανα να σηκωθώ από ένα αίσθημα ντροπής που με πλημμύρισε από αυτήν την ξαφνική πτώση αλλά ένοιωσα πολύ αδύναμα τα πόδια μου. Τότε ήρθε ξανά στο μυαλό μου η Λώρα. Λυπημένη και απογοητευμένη από όλα αυτά που μας συνέβαιναν τον τελευταίο καιρό.

Η φωτιά στο μαρμάρινο τζάκι έγλυφε ένα ογκώδες κούτσουρο δίνοντας μια γλυκιά αίσθηση ζεστασιάς και θαλπωρής , ειδικά σε ένα αγρίμι σαν εμένα , που δεν έχω υπολογίσει ακόμη , πόσες μέρες περιπλανήθηκα στην ύπαιθρο. Ήθελα να υπολογίσω πως θα μπορούσαν δύο γυναίκες να το κουβαλήσουν μέσα στο σπίτι. Απορροφήθηκα κοιτάζοντας τις φλόγες όταν αισθάνθηκα δίπλα μου την παρουσία της γυναίκας και στράφηκα ξαφνιασμένος για να δω ένα χαμογελαστό πρόσωπο να μου γνέφει και σκύβοντας πάνω μου να μου αποκαλύπτει μια άλλη εκδοχή αναπτυγμένου στήθους .

Κοίταξα πεινασμένος τα χέρια της μήπως κρατάνε λίγο από το φρέσκο ψωμί και απογοητευμένος έσκυψα το κεφάλι μη πιστεύοντας ότι η πείνα θα με έκανε τόσο χάλια ψυχολογικά. Σήκωσα το βλέμμα μου νιώθοντας πολύ κοντά το άρωμα της και τη ζεστή της ανάσα και τότε εκείνη έχοντας πλησιάσει υπερβολικά με φίλησε στο στόμα και κάθισε στην αγκαλιά μου.

Η Λώρα πλημμύρισε το μυαλό μου και δεν εννοούσε να φύγει από κει. Η γυναίκα άρχισε να με ξεκουμπώνει και χωρίς να το καταλάβω τη φίλησα. Αυτό την ενθουσίασε και έβγαζε τα ρούχα της χωρίς να ξεκολλάει από πάνω μου. Τη χάιδευα μηχανικά . Έπρεπε να ανοίξω τα μάτια μου γιατί η Λώρα δεν εννοούσε να φύγει. Έκανα ένα κλικ στην πρώτη σκάλα των βλεφάρων μου και είδα δύο ρώγες να μου γνέφουν -σαν φιλικό βλέμμα – καταφατικά. Άνοιξα λίγο περισσότερο και τότε είδα τη σκούρα ροδέλα γύρω από τις ρόγες της να με πλησιάζει και να καταλήγει στο στόμα μου σαν γλυκιά σοκολάτα πάνω σε ντόνατς. Δεν ξέρω τι πειράματα έχουν γίνει σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως και σε σκοτεινά εργαστήρια για την ανθρώπινη αντοχή . Ξέρω μόνο πως τα κατάφερα ξανά και για πολύ ώρα μπόρεσα να κρατηθώ και να γεμίσω χαρά αυτό το δυνατό πλάσμα που δονείται στην αγκαλιά μου. Όταν τελείωσα η Λώρα με πλημμύρισε με το δέρμα της . Έπεσα ξανά στο λήθαργο της και την απάθεια της επίδρασής της πάνω μου.

Η μυρωδιά από το φρεσκοψημένο ψωμί πλανάται σε όλη την αυλή και το ισόγειο και μπήκε στο σπίτι κι ανέβηκε επάνω και μέχρι τη στέγη έφθασε και φαίνεται πως ο κορεσμός και η γλυκιά χαλάρωση που κάλυψε το εξουθενωμένο κορμί μου δεν κατάφερε να ικανοποιήσει την πείνα μου.

“Το μυρίζεις;” με ρώτησε και κλείνοντας τα μάτια πήρε μια βαθιά εισπνοή. “Το ξεφούρνισε η Μαριλένα. Είναι έτοιμο.” Φαντάστηκα το ψωμί σαν ζεστό σώμα. Σαν υπέροχο κορμί γυναίκας που δεν θα μπορέσω ποτέ να αγγίξω. “Τώρα ανέβα τη σκάλα σε παρακαλώ να πεις στην κόρη μου τη Μαριλένα να κατεβείτε να φάμε” Γύρισα και κοίταξα τη σκάλα με αγωνία. Υπάρχει και τρίτη γυναίκα στο σπίτι πιο μικρή από τις άλλες δύο. Κάτι τέτοιο σκέφτηκα και τότε η μυρωδιά του ψωμιού με έκανε να το φανταστώ ξανά σαν χορταστικό σώμα γυναίκας. Τότε ήρθε και πάλι στο μυαλό μου η Λώρα. Αυτή τη φορά με βασάνισε με το θλιμμένο βλέμμα της. Ανέβηκα τα σκαλιά , περπάτησα στο διάδρομο και η Λώρα δεν έλεγε να φύγει από την οθόνη των ματιών μου. Κοίταξα τις κλειστές πόρτες. Νομίζω ότι πιάνω ένα άρωμα. Μάλλον φέρνει προς νεανικό αποσμητικό ή καινούριο απορρυπαντικό. Διαλέγω πόρτα και κατεβάζω το πόμολο. Το φως μπαίνει από μεγάλα παράθυρα και τα κλινοσκεπάσματα στο υπέρδιπλο κρεβάτι είναι λευκά. Η πλάτη μιας γυναίκας που χουζουρεύει προβάλλει ανάμεσά τους και μετά πιο κάτω και πιο κάτω μέχρι τις γάμπες , παραμερίζοντας τα σεντόνια τεντώνεται με μικρούς αναστεναγμούς , σαν να ενοχλήθηκε από τον ήχο της πόρτας σαν να ήταν έτοιμη να σηκωθεί και το ανέβαλε. Μου κόβεται η ανάσα. Δεν φοράει τίποτε. Κοιτάζω αμίλητος. Με έχει καταλάβει και παίζει με το οπτικό μου νεύρο που μεταδίδει ασταμάτητα εικόνες απ αυτά, που κάνουν τα κορίτσια στο κρεβάτι το πρωί ,όταν είναι μόνες τους.

Περιμένω. Τεντώνεται νωχελικά. Πλησιάζω στο κρεβάτι. Το πλάσμα μιλάει. “Σ’ ευχαριστώ που έδωσες τόσο μεγάλη χαρά στη γιαγιά μου” . Δεν ξέρω αν έχετε ακούσει γι΄ αυτό το φαινόμενο που όταν μένουν πολλές γυναίκες σε ένα σπίτι μετά από λίγο καιρό προκύπτει το φαινόμενο να έχουν τις ίδιες μέρες περίοδο. Και καλά αυτό ας πούμε ότι το κάνει η φύση για να έχουν ίσες ευκαιρίες στον ανταγωνισμό για τα αρσενικά. Αναρωτιέμαι όμως, αυτό που έγινε πριν στο πλυσταριό της αυλής πως το έμαθε; Πως επικοινώνησαν τα δύο σώματα; Γονατίζω δίπλα στο κρεβάτι. Στρέφεται στο μαξιλάρι και με κοιτάζει. Τα ξανθά μαλλιά της πέφτουν στο πρόσωπο. “Σε ξέρω εσένα” μου λέει. Και ανασηκώνεται για να τρελαθώ με το στήθος της. Δεν θα ήταν υπερβολή να πω ότι όλα αυτά έχουν υπερκαλύψει τη πείνα μου. “…και συ Μαριλένα;” τολμώ να ρωτήσω. “Ναι όπως τη γιαγιά” μου λέει. “Είναι πολύ λυπημένη αυτές τις μέρες , πέθανε ο γιος της, ο πατέρας μου” Δεν απάντησα γιατί συνεχίζω να αιφνιδιάζομαι μαζί της. “Σε λίγες μέρες είναι το μνημόσυνο. Αυτό που είδες στο καζάνι είναι ένα φόρεμα. Βάφει ένα μαύρο φόρεμα, με τον παλιό τρόπο , με χρώμα ανιλίνης και αλάτι. Είναι κάτι τελετουργικό. Παίρνει το καλύτερο χρωματιστό φόρεμά της και το βάφει μαύρο. Αυτό θα φορέσει στο μνημόσυνο.”

Μου φαίνονται πολύ μαγικά όλα αυτά . Αδυνατώ να βγάλω συμπεράσματα. “Σε ξέρω εσένα” μου επαναλαμβάνει. “Από την Πρόκτερ;” ρώτησα. “Μμμμμ όχι ήμουν στην κόκα κόλα. Όμως σε θυμάμαι.” “Ναι αλλά δεν κολλάει” είπα. “Δεν έχω χάσει σεμινάριο ηγεσίας τους τελευταίους μήνες.” της λέω. Το πιθανότερο είναι να συναντηθήκαμε εκεί σκέφτηκα. Μου φαίνεται οικεία , αλλά αυτή η τελευταία μου διαπίστωση μόνο σαν ανέκδοτο στέκει. Ήδη νοιώθω μέλος της οικογένειας. Δεν έχω διευκρινίσει ακόμη το ρόλο μου σ’ αυτό το σπίτι αλλά αισθάνομαι μια απέραντη οικειότητα .

“Θα πάμε για φαγητό;” ρώτησα και με το βλέμμα μου έδειξα τον κάτω όροφο. “Μη στέκεσαι εκεί , έλα λιγάκι εδώ δίπλα μου να μιλήσουμε” είπε. Ξάπλωσα. Σφίχτηκε πάνω μου σαν ναυαγός. “Κάπου σε ξέρω …” μουρμούρισε και με τράβηξε κάτω από το σεντόνι. Αιχμαλωτίστηκα από τα βρόχια της επιθυμίας και τότε η Λώρα με κοίταξε με τα λυπημένα της μάτια ελάχιστα δευτερόλεπτα πριν παραδοθώ στη Μαριλένα junior .

Δεν ξέρω πόσο διαρκεί η προετοιμασία ενός γεύματος. Είμαστε ακόμη στο κρεβάτι και δεν μας αναζήτησε κανείς. “Ήρθα για την κηδεία του πατέρα μου .” είπε και μου δάγκωσε τρυφερά τη μύτη. “ Όταν επέστρεψα στην Αθήνα είχα απολυθεί.” Τώρα με φιλάει στα μάτια. “Μάλωσα με τον δικό μου. Είμαστε μαζί στην CC Co . Όλο αυτόν τον καιρό παίζεται μια μικρή λίστα απολύσεων.” Μου κλείνει τα μάτια με τα χέρια και με δαγκώνει στο πρόσωπο. “Ποιος με έβαλε εκεί; Γνώριζε κάτι και δεν με ενημέρωσε ;;; Έμεινα λίγες μέρες στο σπίτι. Δεν μιλούσαμε. Ούτε καλημέρα. Δεν έκανε καμία προσπάθεια να μετριάσει το βαρύ κλίμα. Μήπως θέλει να χωρίσουμε; σκέφτηκα. Πήρα μερικά τηλέφωνα άτομα από το γραφείο.” Έχει πέσει πάνω μου με σκεπάζει με το σώμα της και μου τραβάει τα μαλλιά. “Δεν απάντησε κανείς. Είναι σαν ίωση. Σαν επικίνδυνη ίωση. Φροντίζουν όλοι να μη έχουν επαφές για να μη κολλήσουν. Απογοητεύτηκα περισσότερο. Όμως δεν του ξαναμίλησα. Είμαι τρεις βδομάδες εδώ. Μου λείπει η δουλειά , μου λείπουν όλοι αυτοί έστω κι αν τώρα μου φαίνονται τόσο δειλοί. Όταν σε είδα να περνάς στην αυλή μας σκέφτηκα ότι έρχεσαι από μας. Πρόσεξες πως μίλησα; Είπα “εμάς” , έχω την ψευδαίσθηση ότι ανήκω ακόμα στην εταιρεία. ”

“Ήμουν στην πρόκτερ” επανέλαβα.” “ Όταν σε είδα” είπε και έδειξε προς την αυλή “σκέφτηκα: Να ένα διδακτορικό” Έκλεισα τα μάτια και είδα την αποφοίτηση μου και τη Λώρα χαρούμενη δίπλα μου. “..και πως έγινε;” με ρώτησε συνωμοτικά. “ Η σύντροφός μου είναι σε ναυτιλιακή.” είπα. “Όταν απολύθηκα το αντιμετωπίσαμε ψύχραιμα. Σχεδίασα τα επόμενα βήματα. Χωρίς αποτέλεσμα όμως. Μετά από λίγες μέρες έσπασε ο πάγος αυτής της ψυχραιμίας και το σπίτι γέμισε με μια ατμόσφαιρα ηττοπάθειας και επώδυνου άγχους. Σ’ αυτό το τοξικό νέφος πλανιέται η εντύπωση ότι εκδικούμαι τον εαυτό μου και γι αυτό χάνω ευκαιρίες. Είχα τόση αυτοπεποίθηση που έδινα καθημερινά δύο συνεντεύξεις τις επόμενες μέρες. Όμως το άδειο mail box και το κινητό που δεν χτυπά με προσγείωσαν. Αγγίζει τα όρια του μεταφυσικού η λύση του γρίφου: “Γιατί με απορρίπτουν;” Εγώ από την πλευρά μου νομίζω πως μόνο αν έχεις πλάτες – σε κάποιο διοικητικό συμβούλιο ή πολιτικό στήριγμα- μπορείς να προσληφθείς ξανά κάπου. Κι αυτό γιατί η δοκιμασία πρόσληψης είναι πλέον τραυματική. ”

“Μαριλένα” ακούστηκε από δύο στόματα ταυτόχρονα η φωνή από το ισόγειο. Νομίζω πως μας περιμένει το φαγητό. Σηκωθήκαμε. Οι δύο γυναίκες κάθονται στο τραπέζι. Μας κοιτάζουν σαν να είμαστε ζευγάρι. Καθόμαστε δίπλα. Η Μαριλένα τις κοιτάζει και γελάει. Όλοι γελάμε . Δοκιμάζω το φαγητό. Κόβω το φρέσκο ψωμί και βάζω την πρώτη μπουκιά . Αυτό ήταν . Το στομάχι μου δένεται κόμπος. Δεν μπορώ να κατεβάσω τίποτε. Πίνω λίγο κρασί. Ίσως είμαι κάπως καλύτερα. Περιμένω λιγάκι και με ρωτάνε τι έχω. Δείχνω το στομάχι με απογοήτευση. “ Να σου φέρω ένα ζαντάκ” ρωτάει η Μαριλένα. Κατεβάζω το βλέμμα και ψιθυρίζω “Ναι” . Η Μαριλένα ανεβαίνει τη σκάλα. Η γιαγιά και η μάμι με κοιτάζουν χωρίς να σηκώνονται από τις θέσεις τους. Σκύβω και η Λώρα έρχεται ξανά. “ Εκδικείσαι τον εαυτό σου. Αυτοτιμωρείσαι .” μου λέει.

Τις κοιτάζω και λέω σιγά “Θα μου περάσει.” και πιάνω το στομάχι μου. Η Μαριλένα απλώνει το χέρι της και αφήνει το χάπι στο στόμα μου. Πίνω μια γουλιά νερό. Τις κοιτάζω να τρώνε και βρέχω τα χείλη μου με το κρασί.

Αργότερα το απόγευμα είμαστε στο δωμάτιό της. “Δεν έχουμε ίντερεντ εδώ” λέει θλιμμένα. Παρατηρώ το πολύ χαμηλό σήμα στο κινητό της. Τόση ώρα δεν το άκουσα καθόλου να χτυπά. Είμαστε αποκομμένοι. Τις επόμενες μέρες περνάμε πολλές ώρες στο κρεβάτι. Ποτέ δεν είχα το χρόνο να ασχοληθώ τόσο πολύ με ένα γυναικείο κορμί. Με ξυπνάει με σεξ το πρωί και το βράδυ δεν τ ην αφήνω να κοιμηθεί αν δεν της βγάλω τα εσώρουχα. Τι είναι αυτό που ζω; Είναι ένας μεταβατικός παράδεισος πριν βρεθώ ξανά στις δημόσιες σχέσεις μιας άλλης εταιρείας;

Ένα απόγευμα την βλέπω στον κήπο να μιλάει στο κινητό της. Είναι προβληματισμένη. Δεν λέει τίποτε μέχρι να σκοτεινιάσει. Το επόμενο πρωί ψάχνει να βρει κάτι σκουρόχρωμο. Πλησιάζουν οι μέρες για το μνημόσυνο.

Εκείνη την Κυριακή οι τρεις γυναίκες φεύγουν από νωρίς το πρωί ντυμένες στα μαύρα. Δεν ξέρω τι να κάνω μέσα στο άδειο σπίτι. Ίσως είναι μια καλή ευκαιρία να φύγω αθόρυβα τώρα που όλο το χωριό είναι στο μνημόσυνο. Είμαι αναποφάσιστος. Επιστρέφουν αργότερα με κόκκινα μάτια . Η Μαριλένα με αγκαλιάζει και με φιλάει. Οι δύο γυναίκες μιλάνε για μωρά. Εκείνη μου χαμογελάει ειρωνικά. Το Νο1 και το Νο2 του σπιτιού λένε τι δε θα ‘διναν για να μεγαλώνουν ένα μωρό με το φυσικό τρόπο και τις συνθήκες του χωριού και πόσο πολύ αυτό θα άλλαζε τη ζωή τους. Καθόμαστε στο τραπέζι. Η μισή μου ζωή είναι χάμπουργκερ και βιαστικά γεύματα στο πόδι , στο γραφείο , τη νύχτα στον υπολογιστή . Εδώ στηρίζεται και η αυτοπεποίθησή μου. Ήμουν ολοκληρωτικά δοσμένος σ΄ αυτήν τη δουλειά. Τώρα μπορώ να πω ότι επιτέλους απολαμβάνω το φαγητό. Έχω βάλει δύο κιλά ίσως αυτόν τον καιρό. Είναι μια ένδειξη ότι ανήκω πια στην οικογένεια.

Ένα βράδυ βγάζει τα ρούχα της νωχελικά μπροστά μου και περιμένει. Καταλήγουμε στο κρεβάτι. Μέχρι να ξημερώσει δεν με αφήνει σε ησυχία. Κοιμόμαστε με τις πρώτες ακτίνες της ανατολής. Ξυπνάω πολύ αργά. Δεν είναι δίπλα μου. Τη φωνάζω. Τίποτε. Σηκώνομαι. Η γιαγιά και η μάμι με κοιτάζουν αινιγματικά. Είναι … είναι … πως να το πω τώρα , σαν δεύτερη απόλυση είναι. Μπορεί και να βούρκωσα. Έρχονται και οι δύο και με αγκαλιάζουν. Η Λώρα με κοιτάζει με οίκτο. Δεν μιλάω. Δεν μιλάω καθόλου, ούτε τις επόμενες μέρες. Εκείνες δείχνουν να περιμένουν.

Σκέφτομαι πως αν επέστρεψε στη δουλειά μπορεί και να είναι ευτυχισμένη. Μένω ξάγρυπνος. Ο ύπνος με παίρνει αργά τα χαράματα. Κοιμάμαι τη μέρα και ζω τη νύχτα. Ένα πρωί βρίσκω το “Νο 2” στο κρεβάτι μου. Με κοιτάζει αποφασιστικά. Η Λώρα δεν μ’ αφήνει σε ησυχία. Η Μαριλένα είναι πολύ μακριά. Ενδίδω.

Δεν θα περάσουν λίγες μέρες και το Νο1 -η γιαγιά- έχει αρχίσει από το φαγητό ακόμη να μου δείχνει το στήθος της. Σκύβει δήθεν , ένα κουμπί είναι ανοιχτό , ο στηθόδεσμος -αυτό το τεράστιο διπλό αλεξίπτωτο – είναι απλωμένος με τη μπουγάδα. Το Νο 2 φεύγει διακριτικά από το τραπέζι και ότι επακολουθεί έχει αποφασιστεί να γίνει εκεί.

Έχω χάσει τις μέρες . Δεν έχω νέα από τη Μαριλένα. Δεν υπάρχει κινητό , ίντερνετ, τηλέφωνο. Σκέφτομαι σοβαρά να βγω ένα βράδυ έξω στο χωριό και να διαρρήξω σπίτι η μαγαζί με τηλέφωνο για να επικοινωνήσω μαζί της. Περνάω πολλές ώρες στο κρεβάτι , με τα μάτια στο ανάγλυφο ταβάνι , που τα δαιδαλώδη σχέδιά του με βοηθάνε να σκεφτώ. Η Λώρα όποτε θέλει έρχεται να με βασανίσει με το βλέμμα της , με τη θλίψη της , με τον απόμακρο σνομπισμό της.

Δεν ξέρω πόσο καιρό θα μείνω ακόμα εδώ.

 

Βιογραφικό. Theo. Printzis. Επιστήμων. 49. 1,82. 74Kgr. Ακίνητα , jeep, εξοχικό , ατομικό εισόδημα + 2 συντάξεις (γονείς). Αναζητώ ποιήτρια πτωχή, σεμνή και να ψωνίζει από τα ΖΑΡΑ. (Έως 39) Αποκλείονται τα γραφεία συνοικεσίων και οι ευτραφείς υποψήφιες.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top