Fractal

Διήγημα: «Εκ στείρου ανδρός»

Της Ελένης Μανιωράκη // *

 

 

 

 

«Ο γιος σας «μαμαά είναι στείρος. Σας τον επιστρέφω», φώναζε αναμαλλιασμένη η χοντρή λουλούδω, τραβώντας από το χέρι τον λεπτοκαμωμένο Παρμενίωνα. «Ναι κυρά μου στείρος είναι, γι’ αυτό τον δώσαμε σε σένα. Γυναίκες σαν και σένα δεν πρέπει να κάνουν παιδιά για να μην ασχημύνουν το ανθρώπινο γένος», ανταπάντησε ειρωνικά η «μαμαά». Η παραπλανημένη νύφη πέταξε τον στύλο του σπιτιού της στα σκαλοπάτια κι έκανε μεταβολή σαν στρατηγός. Μπρος η Λουλούδω πίσω ο κώλος της έφθασε στην έξοδο μουντζώνοντας και βρίζοντας το σόι τους, που την κατέστρεψαν την γυναίκα, που ήταν η πιο ηθική τής γειτονιάς, η πιο νοικοκυρά κι από καπετανέϊκο σόι. «Αλήθεια, είμαι στείρος μάνα;» ρώτησε με αγωνία ο Παρμενίων αναμαζεύοντας το σώμα του από τα σκαλιά. «Ναι γιε μου. Θυμάσαι τους μαγουλάδες που έβγαλες; Θυμάσαι που είχαν πρηστεί τα αυγουλάκια σου, ο γιατρός είπε ότι δεν πρόκειται να κάνεις παιδιά. Τι να τα κάνεις αγόρι μου τα παιδιά! Παιδιά παιδέματα δεν λένε, γλέντα τη ζωή σου και ξέχνα το». Ακριβώς αυτό έκανε. Ήταν όμορφο παλληκάρι ο Παρμενίων αλλά παραμελημένο. Τον πάντρεψαν πριν βγει από το αυγό και δεν πρόλαβε. Η Λουλούδω τον έντυνε παλιομοδίτικα. Τι να τον κάνει όμορφο για τα παλιοθήλυκα; Τέτοιο λαχείο και να το χάσει; Κι όμως τον πέταξε μόνη της. Υπερίσχυσε το μητρικό φίλτρο. Του ‘φεξε του μικροπαντρεμένου. Τώρα του δίνεται η ευκαιρία να ζήσει τα χρόνια που έχασε. Δημόσιος υπάλληλος, διέθετε και χρόνο και χρήμα. Συνέβαλε κι η μαμά με τον παχυλό μισθό που της άφησε ο μακαρίτης. Φιγουρίνι ο Παρμενίων. Μιμήθηκε στο ντύσιμο, στο κούρεμα, στα χούγια την νεολαία της εποχής. Σάλιο δεν έμεινε της μάνας του να τον φτύνει κάθε φορά που ντυμένος στην τρίχα ξεπόρτιζε.

Η αρχή ήταν δύσκολη, μετά πήρε τον αέρα του γυναικοκατακτητή κι έσπασε ρεκόρ. Άρχοντας ο υιός. Είχε δυο γυναίκες που αλληλοσυμπλήρωναν η μία την άλλη. Η μαμά τού παρείχε στέγη και τροφή κι οι φιλενάδα κοκό και χάδια, γιατί να παντρευτεί; «Είμαι στείρος», διαβεβαίωνε την εκάστοτε γκόμενα. Χαράς ευαγγέλια για τα θηλυκά που η εγκυμοσύνη είναι ένας μεγάλος βραχνάς. Δεν ήθελε μακροχρόνιες σχέσεις ο Παρμενίων. Αυτά που έπαθε στα χέρια της Λουλούδως άφησαν ανεξίτηλο στίγμα στο ανώριμο ακόμη αγόρι. Μια βδομάδα και πολύ ήταν. Τα στοιχεία που έδινε ψεύτικα κι έτσι καμιά δεν μπορούσε να τον βρει. Πέρασαν έτσι τρία χρόνια με τον Παρμενίωνα να δρέπει δάφνες στον βωμό του έρωτα. Ώσπου ήρθε ο αληθινός έρωτας και του άλλαξε τα φώτα. Αγνή λεγόταν η κόρη που του έκλεψε καρδιά και νου, αγνή μέσα κι έξω. Είμαι στείρος, της εξομολογήθηκε με την καρδιά του να σπαρταράει σαν ψάρι. Περίμενε στωικά την απόρριψη. Άκουσε καλά; Είπε δεν πειράζει; «Αγάπη μου, αγάπη μου» φώναξε δυνατά πήρε αγκαλιά την ερωτευμένη και την φίλησε με τέτοιο πάθος, που έκανε ώρα να συνέλθει από την τρομάρα της. Δε χρειάστηκε να ζητήσει διαζύγιο. Η χοντρή, όπως συνήθιζε να αποκαλεί την πρώην του, μετανάστευσε στην Αυστραλία. Παντρεύτηκε την Αγνή με Δήμαρχο και κουμπάρο, δεν θα ξαναπερνούσε το μαρτύριο της εκκλησίας, ο δίγαμος. Ο μήνας του μέλιτος κράτησε ως την στιγμή που του ανακοίνωσε η Αγνή ότι περιμένει παιδί. «Είμαι έγκυος αγάπη μου» είπε συγκινημένη κι έπεσε στην αγκαλιά του. Ας το καλό για να την δοκιμάσει τής είπε ότι ήταν στείρος; Έπεσε με πάταγο από τα σύννεφα. Δεν είχε λόγο να αμφιβάλει για την ειλικρίνεια της Αγνής, άλλος ήταν ο καημός του. Δεν ήταν στείρος, άρα κι άλλες κοπέλες μπορεί να είχαν γεννήσει δικά του παιδιά. Τον ησύχασε η σκέψη ότι καμιά δεν γνώριζε το πραγματικό του όνομα. Δίδυμα γέννησε η Αγνή, γιο και κόρη. Καρπερός ο γιος μου, διαλαλούσε η μάνα για να διαγράψει το κουσούρι που άδικα φόρτωσε στο γιο της. Δεν πέρασε χρόνος όταν τρεις κοπέλες ντυμένες σαν πόρνες κατέφθασαν συστημένες στην πόρτα τους. Η κάθε μια τσουλούσε ένα καρότσι τεράστιο. Ζήτησαν τον Παρμενίωνα. Η Αγνή κι η μαμά κοίταζαν σαστισμένες η μία την άλλη. Μα τί ζητούσαν αυτές οι γυναίκες στην αυλή τους; Οι γυναίκες αμίλητες έβγαλαν με προσοχή τα παιδιά από το καρότσι. Ένα αγόρι κι ένα κορίτσι από κάθε καροτσάκι από δύο έως τεσσάρων χρονών. Τα μικρά δασκαλεμένα έτρεξαν με τα χέρια ανοικτά και αγκάλιασαν από τα πόδια τον Παρμενίωνα, φωνάζοντας μπαμπααααά -μπαμπαααααά! Ο Παρμενίων δεν χρειάστηκε να σκεφτεί. Φορώντας το πατρικό χαμόγελο του καρπερού, έσκυψε τα αγκάλιασε, τα σήκωνε ένα- ένα ψηλά και φιλώντας λαίμαργα τα μάγουλα τους έβγαλε φωνή μεγάλη: «Είναι όλα τους παιδιά μου». Τις μαμάδες ούτε που τις θυμότανε. Κόκκαλο η Αγνή, τέζα η μάνα του στείρου.

 

 

* Η Ελένη Μανιωράκη είναι δασκάλα.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top