Fractal

Διήγημα: «Δεκάξι μισό αλήθειες»

της Ιωάννας – Μαρίας Νικολακάκη // *

 

handdΚατέβασε με φόρα τ’ ακουστικό κι έπεσε με το τζιν. Πού ύπνος. Παρασκευή μεσημέρι μετά το σχολείο, έξω να βράζει το σύμπαν και μέσα τρις χειρότερα ελλείψει κλιματιστικού, τα σεντόνια να κολλάνε, το πλακάκι να θαμπώνει σαν γυαλί κάτω απ’ τις γυμνές της πατούσες κι ο ακάλυπτος ν’ αχνίζει σιδερίλα. Άνοιξε τέντα το παράθυρο του δωματίου κι έριξε στο ποτήρι δυο δάχτυλα Amita με παγάκια. Ύστερα γραμμή για το WC,το τρίτο ντους για σήμερα κι ήταν ακόμα μόνο δώδεκα και δέκα. Έβαλε τηλεόραση. Πρωινάδικα. Την έκλεισε. Άνοιξε ραδιόφωνο, άλλαξε σταθμούς, ο ένας πολύ λαϊκός, ο άλλος υπερβολικά trendy, ο παράλλος έντεχνος σε σημείο κατάθλιψης, μέχρι που γύρισε το πλαστικό ροδάκι στο off και πάπαλα.

Τι ήθελε να τον πάρει πάλι τηλέφωνο να συγχυστεί; Ορίστε τώρα τα χάλια της: στο καλάθι δε χωρούσε, στο κοφίνι περίσσευε. Και της τα ‘χε πει καιρό τώρα η αδελφή της, καλή της ώρα: Μακριά απ’ το Φαίδωνα, Δωρούλα μου, θα βρεις μπελά. Τρίχες. Σιγά που θ’ άκουγε. Αφού τον ήθελε. Και τώρα ακόμα. Γιατί έτσι είν’ οι αγάπες. Ή τον θες κάποιον πάση θυσία και με όλους τους όρους ή όχι. Δεν έχει μεσοβέζικα η τρέλα όταν είσαι δεκάξι μισό και το αίμα σου χτυπάει κόκκινο. Νόμοι της φύσης γαρ. Πώς να τους αλλάξεις;

Μπήκε Facebook, έκανε δυο like σε μια μακρινή κολλητή της που είχε εκπατριστεί με το καινούργιο της αμόρε κατά Πελοπόννησο μεριά, θα ‘ταν δυο χρόνια τώρα, κι είχε ανεβάσει πριν μισάωρο φωτογραφίες από τη χθεσινή ρομαντική περατζάδα τους στο Μπούρτζι του Ναυπλίου. Έστειλε κάτι γενέθλιες ευχές, έπαιξε Farm Ville και, ξαφνικά, κάτι την έπιασε κι ένιωσε μέσα της κενό. Τότε μόνο είδε όλη την αλήθεια του πράγματος. Έχανε χρόνο απ’ τη ζωή της. Και λυπήθηκε πολύ γι’ αυτό. Για τη ζωή που σπατάλησε αγνοώντας ότι είναι το πιο προσωπικό δώρο που κάνει ο Θεός σε κάθε άνθρωπο την ώρα που γεννιέται: με το πρώτο ουάάά κάθε βρέφους στο μαιευτήριο του χαρίζει ένα ολοκαίνουργιο άγραφο καλαντάρι με όλες τις ευχές να το γεμίσει στην πορεία της ζωής του. Με τι να το γεμίσει; Με ανθρώπους, με όνειρα, με αγάπη. Έκατσε και τα υπολόγισε. Κοντά δεκαεφτά χρόνια τώρα, πώς είχε καλύψει τις σελίδες του δικού της καλανταριού; Βλακωδώς, όπως και οι περισσότεροι της ηλικίας της. Κάτι αφίσες της Britney, κάτι κοριτσίστικες ψευτοβόλτες από ‘δω
κι από ‘κει με στόχο να διαγωνιστούν για το πια φοράει το πιο ψηλό τακούνι και το πιο funky λίπστικ κι ύστερα, δυο ανούσια φλερτ που διήρκεσαν μήνα και λιγότερο κι αυτό ήταν. Όσο για το σχολείο, ούτε λόγος. Τα πάνω-πάνω να βγαίνουν για να παίρνουμε τη βάση στα Κατεύθυνσης κι εντάξει είμαστε.

Ένιωσε έναν διάχυτο εκνευρισμό που πέρασε τη ραχοκοκαλιά της και κατέληξε στο μαλλί, έλυσε και ξανάπιασε την αλογοουρά, έτρεξε τουαλέτα κι επί τη ευκαιρία έσπασε και δυο σπυράκια με πύο στο μάγουλο και κατέληξε να κοιτάζει εξεταστικά στο μεγάλο καθρέφτη το σώμα της που φέγγιζε μέσ’ απ’ το νυχτικό. Θα μπορούσε να ‘ναι και καλύτερο, εδώ που τα λέμε. Πιο αδύνατα καπούλια και λιγάκι πιο φουσκωμένα στήθη θα ‘ταν ό,τι έπρεπε, γιατί έτσι θα ‘μοιαζε με την αδελφή της Μάρως στο σχολείο που ήταν φέτος στο δεύτερο έτος του Αρχαιολογικού κι είχε αναλογίες για πασαρέλα. Αλλά δεν ήταν η αδελφή της Μάρως. Ήταν η Δώρα. Χωρίς βιάση και –για πρώτη της φορά- χωρίς ίχνος επίκρισης, στάθηκε μπροστά στο νοτισμένο ερμάριο ώρα πολλή και χάθηκε σε συλλογισμούς που ποτέ πριν δεν είχε κάνει.

Την αλήθεια ήθελε; Ε, λοιπόν, δεν ήταν ούτε τέρας ούτε Σταρ Ελλάς. Ούτε τάπα ούτε Σκλεναρίκοβα. Ούτε φρατζόλα του κιλού ούτε Τουίγκι. Μια συνηθισμένη κοπέλα ήταν κι ως εκεί. Με τα στραβά της και με τα καλά της. Με τα μονίμως λιπαρά μαλλιά, τα πλακουτσωτά νύχια, τα μικρά άσαρκα χείλη και τα παχουλούτσικα πόδια, αλλά από την άλλη με δυο ματάρες ζαφείρια σκέτα, κάτι δόντια χαρτί, μια μέση δαχτυλίδι και μια φωνή αηδόνι. Με τα μούτρα, τις φοβίες, τις ανασφάλειες και τους εγωισμούς της, κι από την άλλη με τη ζωντάνια , την αισιοδοξία, την αγαπησιάρικη φύση και την αθεράπευτη ευαισθησία της. Με τα εννιάρια στην Έκθεση, στην Ιστορία και στη Μουσική, αλλά με τα εικοσάρια στα Μαθηματικά, τη Φυσική, τη Γυμναστική και τη Θεατρολογία. Με τους τρεις- τέσσερις καθηγητές που μισούσε αλλά και με τους υπολοίπους εφτά-οχτώ που θαύμαζε μέχρι εμπνεύσεως. Με τους εβδομήντα συμμαθητές που έλεγε μόνο ένα γεια κι αυτό αν και όποτε, αλλά και με τους πέντε-έξι που ήξερε μέχρι και τι έφαγαν το προηγούμενο Σάββατο. Με τα λάθη και με τις περηφάνιες της. Με τα όλα της. Κι αυτά τα «όλα» συνέθετα ακριβώς αυτό που ήταν, η Δώρα η Αθανασιάδη του Πέτρου και της Χαρίκλειας το γένος Δημητράτου.

Ιδού η ταυτότητά της. Καλά μέχρι εδώ, πάμε παρακάτω. Βγήκε επιτέλους από το μπάνιο ανακουφισμένη γι’ αυτή την καινούργια της ανακάλυψη, ότι καθένας μοιάζει του εαυτού του, και χώθηκε πάλι στο δωμάτιό της, στην κουζίνα οι δικοί της έτρωγαν βραδινό ρυζόγαλο αλλά πήγαινε καιρός που τους το ‘χε ξεκόψει, ήθελε να τρώει μόνη μπροστά στο λάπτοπ χαζεύοντας την επανάληψη των Singles. Και ξανάνιωσε ξεφούσκωτη. Ίσως, γιατί δεν είχε δίπλα της κανέναν να της φουσκώσει το ηθικό, κανέναν για να συζητήσει, να εμπιστευτεί, να προβληματίσει και να προβληματιστεί. Δοκίμασε ν’ αλλάξει τροπάριο. Την επομένη, πλησίασε την αδελφή της την ώρα που έστρωναν τραπέζι και ζήτησε σερβίτσιο. Κάθισε κοντά τους, έφαγαν λίγο και κουβέντιασαν πολύ. Και τότε, η Δώρα η Αθανασιάδη κατάλαβε πόσο έξω είχε πέσει νομίζοντας ότι η οικογένειά της δεν την καταλάβαινε. Μίλησαν ώρες οι τέσσερίς τους. Και βρήκαν λύση σε πολλά.

Είπαμε σε πολλά. Όχι σε όλα. Σκοπίμως. Οι νέοι πρέπει ν’ αφήνονται και λίγο λάσκα,εκεί και όπου πρέπει για να χαράσσουν τη δική τους πορεία διαμορφώνοντας προσωπικότητα.

Όσο για το Φαίδωνα, ούτε λόγος. Αφού την έσκασε, στο τέλος την παράτησε. Αλλά δεν το ‘βαλε και πολύ μαράζι. Σε τρία χρόνια είχε βρει το λιμάνι της: Φίλιππος, ένας νέος όμορφος, κατασταλαγμένος, έτοιμος και σίγουρος για κάτι σοβαρό.

Σήμερα, είκοσι χρόνια μετά από κείνη την Παρασκευή, η Δώρα είναι απόφοιτη του Μαθηματικού Αθήνας. Διδάσκει σε Πειραματικό Λύκειο, έχει παντρευτεί τον Φίλιππο κι έχουν δυο γιους, το Μιχάλη και το Σταύρο, δεκατεσσάρων ο ένας, δεκαέξι μισό ο άλλος. Κι όταν της κάνουν ερωτήσεις, κάθεται και τους απαντά. Πάντα. Ακόμα κι όταν πνίγεται στη δουλειά και τις υποχρεώσεις. Αλλά και χωρίς να τη ρωτήσουν, πάλι μόνη της παίρνει πρωτοβουλία και βρίσκει αφορμή για κουβέντα. Ξέρει πως οι γιοι της περνάνε δύσκολα, όπως κι η ίδια πέρασε τα ζόρια της όταν ήταν στην ηλικία τους.

Ένα όμως είναι το σίγουρο: τελικά, μόνο με το διάλογο και με την αγάπη ανοίγονται δρόμοι.

 

* Η Ιωάννα-Μαρία Νικολακάκη γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε στο Τμήμα Νοσηλευτικής του Εθνικού & Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και εργάζεται στο δημόσιο τομέα. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές: «Ξυλομπογιές»(Εκδόσεις Ιωλκός) . Τον Σεπτέμβρη του2013 διακρίθηκε με τη συμμετοχή της στον στο διαγωνισμό μικροδιηγήματος του περιοδικού «Λογοτεχνικό Μπιστρό» και το φθινόπωρο του 2014 τα κείμενά της με τίτλο «Απουσιολόγιο» και «Βασική υπακοή» έχουν δημοσιευτεί στο 120 λέξεις. Η σελίδα της στο Facebook είναι: https://www.facebook.com/www.NikolakakiBooks.gr

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top