Fractal

Διήγημα : «Αρουραίοι και Δήμαρχοι»

της Κασσάνδρας Αλογοσκούφι // *

 

Cobblepot_for_Mayor_Badge

 

Η Βροχή πάλευε με τη Γη. Έστελνε με κύματα τα μηνύματά της. Η Γη ασάλευτη πάντα στην ίδια θέση δεν υποχωρούσε και δεχόταν τις πιέσεις της Βροχής.

Η Βροχή πάλι επινοούσε άλλους τρόπους. Συναντούσε τις τσίγκινες στέγες και έπαιζε περίεργες μουσικές με δαύτες ή έκανε ότι δεν άκουγε. Η μουσική έφερνε ήχους από πιάνο σ’ ένα μονότονο ρυθμό.

Η Γη κάποια στιγμή καταρρακώθηκε, υποχώρησε και άφησε ένα κενό όρυγμα στη μέση του πουθενά. Η Βροχή χάρηκε και δυνάμωσε το πιάνο της. Έτσι, έπεσε με λαχτάρα μέσα στο κούφωμα. Σχημάτισε χείμαρρους με πέτρες, φύλλα και λάσπη, αληθινά πολύ λάσπη σα να ήταν ποταμός. Και ήταν ποταμός στο κέντρο του Νησιού.

Το Νησί παρακολουθούσε με μισό μάτι τις ενέργειες της Βροχής. Είχε κρύψει όλα τα πουλάκια στα στήθη των πυκνών δέντρων. Χάϊδευε το φτέρωμά τους απαλά-απαλά μέσα στην παγωνιά της χειμωνιάτικης νυχτιάς. Δε στεναχωριόταν, δε ζήλευε, μόνο σκεφτόταν τι να σήμαινε αυτή η μουσική που όλο και δυνάμωνε μονότονα σα να ήταν από αληθινό πιάνο.

-Αχ, και να μπορούσαν να τραγουδήσουν ετούτη τη στιγμή όλα μου τα πουλιά.

-Όμως τα πουλιά δεν κελαϊδούν το βράδυ…

Το Νησί ήταν στενάχωρο. Δεν ήξερε που θα το ωφελούσε μια πελώρια τρύπα στη μέση του ψωμοειδούς σχήματός του. Ήταν κάποτε φίλος με τη Γη. Για την ακρίβεια συγγενείς με τη Γη. Αυτό, όμως, που έκανε η γη ήταν αποκλήρωση του Νησιού για χάρη της αδέσποτης και ευκαιριακής Βροχής.

Το Νησί σκεφτόταν ότι σε όλα αυτά θα πρέπει να είχε ανακατευτεί ο Δήμαρχος και όλο το συμβούλιό του. Και όντως την επομένη ο Δήμαρχος έβγαλε ένα περήφανο διάταγμα ότι όλοι οι κάτοικοι του Νησιού πρέπει να συνεισφέρουν.

Το Νησί ήταν καθώς φαίνεται έρημο. Για την ακρίβεια οι λιγοστοί κάτοικοι έγιναν αναπληρωματικοί δήμαρχοι και όσοι δεν ήταν ισχυρά φιλόδοξοι παρέμειναν απλά μέλη του ευρύτερου συμβουλίου.

Ο Δήμαρχος είχε κοιλιά. Την είχε παραγεμίσει με λεφτά. Τα λεφτά είχαν σχηματίσει πολτό που με τα χρόνια είχαν γίνει ένα με το σώμα. Ο Δήμαρχος είχε μια πέτρα για κοιλιά. Άνηκε εν μέρει στη Γη και είχε συνωμοτήσει κατά του Νησιού. Η Βροχή ήταν άριστος σύμμαχος για τα ευκαιριακά συμφέροντα του Δημάρχου.

-Θα πληρώσετε χαράτσι.

Έτσι, είπε ο Δήμαρχος. Το χαράτσι πήγαινε στους αρουραίους. Οι κάτοικοι ήταν ποντικοί με μεγάλη γλοιώδη ουρά σαν παντζάρι. Είχαν αποστολή να στείλουν χαράτσι στον Δήμαρχο. Οπότε την επομένη του διατάγματος κολύμπησαν στα γειτονικά νησιά και στην ηπειρωτική χερσόνησο μόνα ή πάνω σε πλοία και έκαναν πλιάτσικο στα σπίτια των αληθινών ανθρώπων. Κλέψαν τιμαλφή με τα οποία στολίστηκαν. Φάγαν ό,τι ήταν χαρτόσημο και μεγάλες ποσότητες χαρτοπολτού τις διοχέτευσαν στις τεράστιες κοιλιές τους.

Ύστερα κολύμπησαν πίσω στο νησί. Κατευθύνθηκαν μέσα σε μία μόλις μέρα μπροστά από το μέγαρο του Δημάρχου που είχε χτίσει με παράνομα λεφτά από την κοινότητα και εκεί μπροστά στην πόρτα απόθεσαν τόνους κακαράκια τον χαρτοπολτό των άλλων νησιών.

Ο Δήμαρχος ξύπνησε κεφάτος. Φόρεσε το κασκόλ του, την κάπα και πήρε τη μεγάλη ομπρέλα με την ξύλινη λαβή. Κατευθύνθηκε στην πόρτα όλος μισαλλοδοξία και ματαιότητα στο πρόσωπό του. Υποκλίθηκε δις μπροστά από τον καθρέφτη χορεύοντας ελαφρά βαλς υπό τη μουσική υπόκρουση της Βροχής που συνέχιζε να παίζει πιάνο. Ελαφρό ψιλόβροχο αυτή τη φορά έπεφτε στις τσίγκινες στέγες του νησιού.

Οι αρουραίοι γκρίζοι, άπειροι και φαγωμένοι είχαν πάρει ένα υπνάκο έξω στην αυλή. Περίμεναν με τις ώρες να υποδεχτούν τον μεγάλο ηγέτη, τον άρχοντα του νησιού. Τον κυρ Δήμαρχο που διατηρούσε και πολλές σχέσεις με τις ιδιαιτέρες του γραφείου του.

Όταν άνοιξε την πόρτα, η χαρά του Δημάρχου έγινε ένα ορθάνοιχτο στόμα έκπληξης.

Ο κόπρος του Αυγεία είχε συσσωρευτεί σε χάρτινους πολτούς και πελώρια κακαράκια. Οι αρουραίοι σχημάτιζαν μια κινούμενη μπάλα ψηλή σα βουνό. Η Γη γέλαγε με τη σάπια τρύπα της να χάσκει πελώρια προς του Ουρανό και η Βροχή αφ’ υψηλού με ψευτοπερηφάνια έπαιζε κάποια σονάτα σε απαλούς ρυθμούς.

Ο Δήμαρχος πες αηδιασμένος, λυποθύμισε.

Η μεγάλη κοιλιά του, τον παρέσυρε ίσια για το μεγάλο όρυγμα της Γης. Φαίνεται η συμμαχία του με τη Γη και τη Βροχή κατά του Νησιού δεν του έφερε κάποια θετικό αποτέλεσμα. Ίσως, για μια στιγμή να του έφερε κέρδος. Να, όμως, που τώρα όλα είναι εναντίον της ίδιας της ζωής του Κυρ Δημάρχου.

Χοντρός τεράστιος και λερός. Με το καπέλο ακόμα σφηνωμένο στο κουτό του κεφάλι έχει πέσει φαρδύς-πλατύς ρολάροντας πλαγιαστά κατά το μεγάλο όρυγμα. Ο χείμαρρος τον παρασύρει. Οι αρουραίοι έχουν ανέβει πάνω του και χορεύουν πιασμένοι από τον ώμο. Βοηθούν να κυλήσουν έτσι, το πτώμα του Δημάρχου. Γιατί από το μεγάλο σοκ της προδοσίας ο Δήμαρχος φαίνεται να αποδήμησε προς Αγίους Τόπους. Τώρα, οι αρουραίοι δε χάνουν χρόνο.

Είναι μια τρελή σανίδα σωτηρίας. Ο Δήμαρχος αν και πεθαμένος φουσκώνει και τρώει τις ακαθαρσίες. Το στομάχι του δουλεύει σαν ηλεκτρική σκούπα. Ρουφάει και τρώει του τόπου τα πράγματα. Οι αρουραίοι μπροστά στο μεγάλο του όγκο σκαρφαλώνουν πάνω του να σωθούν.

Το Νησί παρεμβαίνει. Ξυπνάει τους φίλους του τα πουλιά τα οποία πιάνουν να κελαηδούν βολτάροντας στον Ουρανό. Συνωμοτούν μαζί και σταματούν τον παραλογισμό της Βροχής που κλαίει δίχως λόγο. Στους λόγους δεν περιλαμβάνεται ο αιφνίδιος θάνατος του Δημάρχου.

Ο Δήμαρχος έχει τουμπανιάσει. Ρολάρει ήσυχα και αποφασιστικά παρασυρμένος απ’ τον χείμαρρο. Τινάζεται κάποτε στον αέρα και καταλήγει φρακάροντας μέσα στο σάπιο στόμα της γης που σχηματίζει όρυγμα στο μέσο του νησιού.

Έτσι, η θυσία του Δημάρχου που κατάπιε μόνος όλες τις ακαθαρσίες των αρουραίων και το κλείσιμο της τρύπα που άνοιξε από τη Βροχή θεωρήθηκε μεγάλη και γενναία και γι’ αυτό ηρωποιήθηκε και λατρεύτηκε ως θεότητα καταστροφογόνα και ταυτόχρονα ζωογόνα για τη μάνα Φύση.

Λένε ότι οι αρουραίοι προς τιμήν του λατρεύουν μία αρχέγονη θεότητα που έφερε ίδια χοντρό σώμα σαν του δημάρχου. Διαρκώς της φέρνουν τάματα σε φαϊ και χαρτοπολτό και κακαράκια. Ξέρουν ότι είναι κατά βάθος το λαίμαργο φάντασμα του Δημάρχου με τις ασυγχώρητες αμαρτίες του που συνεχίζουν να τον τύπτουν και μετά θάνατον.

Λόγω ηρωποίησης και με το πέρασμα του χρόνου ο Δήμαρχος στη φαντασία των νησιωτών ποντικών έγινε ακριβώς το αντίθετο, ένα σύμβολο περηφάνιας που πάντα θα προσκυνάνε.

 

* Η Κασσάνδρα Αλογοσκούφι ζει και εργάζεται στη Σαλαμίνα. Γράφει πρόζα και διήγημα. Έργα της υπάρχουν σε διάφορες συλλογικές εκδόσεις. Διατηρεί το Κασσανδροκούτι.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top