Fractal

Διήγημα: “Αρνούμαι!”

της Ιουλίας Ιωάννου // *

 

Handwriting-007Αρνούμαι να δεχτώ ότι έχεις φύγει, ότι εκείνο το βλέμμα που με συγκλόνιζε κάθε φορά που το κοιτούσα δεν θα είναι πια το πρώτο φως των ματιών μου όταν ανοίγουν το πρωί. Ότι στη μεριά του κρεβατιού σου δεν θα είναι αποτυπωμένο το περίγραμμα του κορμιού σου.

Δεν μπορώ να φανταστώ τη ζωή μου χωρίς εσένα, χωρίς να ξέρω πως θα ανοίξεις την πόρτα και η λατρεμένη μορφή σου θα πλημμυρίσει το χώρο, ότι το γέλιο σου δεν θα αντηχεί πια στο άδειο σπίτι.

Πάλι βρέχει… μια μονότονη βροχή σαπίζει τα πάντα στο πέρασμά της, τα φύλλα των δέντρων έχουν γεμίσει το δρόμο. Τα λουλούδια έχουν ρίξει προς το χώμα τα κλωνάρια τους και δείχνουν σαν να προσκυνούν για συγχώρεση. Το γρασίδι κιτρίνισε από το πολύ νερό, λάσπη παντού και ξερά φύλλα, μια ακαταστασία και μια εγκατάλειψη έχουν γεμίσει τα πάντα γύρω, όπως ακριβώς και μέσα στην ψυχή μου.

Ανοίγω την πόρτα του δωματίου μας και προσπαθώ να διακρίνω μέσα στο σκοτάδι… τα πάντα είναι όπως τα άφησες… μια μυρωδιά κλεισούρας πλανιέται στον αέρα μαζί με το ανεπαίσθητο άρωμα από σένα που νομίζω ότι έχει εισχωρήσει στους τοίχους και θα μείνει εκεί για πάντα.

Δεν βρήκα τη δύναμη να ξαναμπώ εδώ μέσα καιρό τώρα. Αυτό το δωμάτιο το τόσο γεμάτο αναμνήσεις, τόσο γεμάτο από τη δική σου ενέργεια είναι πια για μένα μια μαχαιριά στην καρδιά. Με ποιο δικαίωμα να διαταράξω εγώ την ησυχία που έχει αφήσει η φυγή σου; Πώς να καταφέρω να σβήσω από τη σκέψη μου τις τόσο ζωντανές στιγμές μας, όταν σε κρατούσα στην αγκαλιά μου και ο κόσμος δεν υπήρχε για μας, όταν οι δυο μας γινόμαστε ένα; Όταν τα χέρια μου άγγιζαν το κορμί σου, όταν τα μάτια σου καρφώνονταν στα δικά μου, όταν μου ορκιζόσουν ότι θα είμαστε για πάντα μαζί, ότι τίποτε δεν μπορεί να μας χωρίσει;

Με ποιο δικαίωμα μου στέρησαν ό,τι αγαπούσα και με κρατούσε ζωντανό, ποιον αλήθεια μπορώ να κατηγορήσω;

Έφυγες μια τέτοια μέρα, ακριβώς ένα χρόνο πριν… Ήταν τόσο ξαφνικό το κακό που χτύπησε την πόρτα μας, τόσο γρήγορη η εξέλιξή του, τόσο αναπάντεχη η δική σου απόφαση…

Πάντα έλεγες πως δεν ήθελες να νιώσεις ότι γίνεσαι βάρος σε κανέναν, ότι είχες βιώσει πώς είναι να εξαρτάσαι από κάποιον άλλο, να μη μπορείς να εξυπηρετήσεις ούτε τις πιο απλές ανάγκες σου. Ότι δεν άντεχες τον πόνο, ότι προτιμούσες ένα γρήγορο τέλος κι αυτό άλλωστε επέλεξες…

Ήταν μια τέτοια βροχερή μέρα, λες και η βροχή είναι αυτή που σε βοήθησε να πάρεις την απόφασή σου, αυτή που σε οδήγησε στο να εκμεταλλευτείς την ολιγόλεπτη διακοπή ρεύματος, την αναστάτωση που έφερε το πρόσκαιρο σκοτάδι. Όταν όλοι βγήκαμε ανάστατοι στο διάδρομο για να δούμε τι συμβαίνει, εσύ σηκώθηκες και ανέβηκες τη σκάλα που οδηγούσε στην ελευθερία σου… τα βήματά σου ήταν τόσο ανάλαφρα σαν να πετούσες ήδη προς τον ουρανό, μαζί με τους αγγέλους…

Ένας άγγελος λευκός έγινες κι εσύ μόνο που ήσουν γεμάτη αίματα από την πτώση… Δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτή την έκφραση αγαλλίασης που είχε χαραχτεί στο λατρεμένο πρόσωπό σου. Όλα έγιναν όπως ακριβώς τα είχες υπολογίσει, όπως ανακάλυψα αργότερα στο τελευταίο σημείωμα που πρόλαβες να μου αφήσεις ζητώντας μου να καταλάβω την επιθυμία σου, ζητώντας μου να σε συγχωρήσω για την απόφασή σου…Δεν ήθελες να σε δω να λιώνεις, να διαλύεσαι, να πονάς… δεν ήθελες να σε λυπάται κανένας, ήθελες να είναι δική σου επιλογή το πώς και το πότε…

Ακόμα και τώρα δεν ξέρω αν ήταν σωστό ή λάθος, αν εγώ θα έκανα κάτι αντίστοιχο, αν θα είχα τη δύναμη να κάνω κάτι τέτοιο. Δεν έχω ακόμη καταλήξει αν ήταν δύναμη ή αδυναμία, αν όποιος αποφασίζει μόνος του να βάλει ένα τέλος το κάνει για να γλυτώσει από τους δικούς του δαίμονες ή επειδή δεν θέλει να πληγώσει όσους αγαπάει. Ο θάνατος όμως είναι ένα οριστικό τέλος κι εγώ πολύ απλά, αρνούμαι να τον δεχτώ!

Αρνούμαι ότι τέλειωσαν όλα, ότι δεν υπάρχει γυρισμός, ότι δεν θα είμαστε για πάντα μαζί…

Μία μόνο λύση υπάρχει αφού δεν μπορώ να σε έχω μέσα στη ζωή μου… να έρθω εγώ στη δική σου αιωνιότητα…. μα πού να βρω τη δύναμη να το κάνω, πώς να μπορέσω να περάσω στην απέναντι όχθη;

 

* Η Ιουλία Ιωάννου γεννήθηκε στο Αγρίνιο και σπούδασε Οπτικός στην Αθήνα. Εργάστηκε για εννέα χρόνια σε κατάστημα οπτικών ειδών στην πόλη της, αλλά το ανήσυχο πνεύμα της την οδήγησε στο να αναζητήσει ενδιαφέροντα έξω από τον περιορισμένο χώρο ενός καταστήματος. Μετά από διάφορες επαγγελματικές αναζητήσεις, κατέληξε να ασχοληθεί με τη διαφήμιση και τις δημόσιες σχέσεις για δεκατρία χρόνια. Τα τελευταία δύο χρόνια ασχολείται αποκλειστικά με την προσωπική της ιστοσελίδα agrinio-life, με συνεντεύξεις και παρουσιάσεις προσώπων και πολιτιστικών θεμάτων, βιβλίων και εκδηλώσεων. Είναι παντρεμένη με τον αθλητικογράφο Χρήστο Στούμπο και έχουν δύο κόρες και ένα γιο, που της δίνουν τη δύναμη να συνεχίζει και να ονειρεύεται.

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top