Fractal

Διήγημα: «Απώλεια μάζας»

της Ελένης Στελλάτου // *

 

Handwriting-007Το ξυπνητήρι χτύπησε κι εκείνος πετάχτηκε ζαλισμένος. Ανακάθεται στο κρεβάτι κι ακουμπά τα πόδια του στο πάτωμα. Οι παντόφλες του είναι πάντα εκεί, τακτοποιημένες στο πλάι, να τον περιμένουν. Τις φόρεσε και τράβηξε προς το μπάνιο, αλλά οι φτέρνες του ακουμπάνε στο κρύο πάτωμα.

Έσκυψε για να περάσει την πόρτα του μπάνιου – περίεργο, πάντα ήταν χαμηλοτάβανο το μπάνιο τους αλλά τώρα τα μαλλιά του σχεδόν αγγίζουν το ταβάνι. Το κεφάλι του περισσεύει από τον καθρέφτη, δεν μπορεί να δει το πρόσωπό του, πρέπει να σκύψει. Ξυρίστηκε σκυφτός αλλά θυμάται πολύ καλά ότι χθες είχε ξυριστεί τελείως όρθιος.

Μπαίνει στην κουζίνα, πάλι σκυφτός και η καρέκλα δεν τον χωράει να καθίσει. Τι αστείο είναι αυτό; Το τραπέζι είναι μικρό σαν παιδικό, σα να ‘φεραν οι κόρες του τα παιχνίδια τους στην κουζίνα. Αν απλώσει το χέρι φτάνει το πάνω μέρος του ψυγείου.

Θέλει καφέ αλλά δεν μπορεί να πιει σ’ αυτήν την κούπα που μοιάζει με τη δική του, μόλις που την κρατάει με τις άκρες των δακτύλων του -έτσι μικροσκοπική που έχει γίνει φοβάται μην του πέσει. Θα πιει καφέ στο γραφείο. Η Μάρθα κοιμάται ακόμη- μα πώς άφησε κι έγινε έτσι όλη η κουζίνα; Σηκώνεται ταραγμένος, το κεφάλι του χτυπάει απότομα στο ταβάνι. Περπατά σκυφτός στο διάδρομο, μπαίνει στην κρεβατοκάμαρά τους.

«Μάρθα» πάει να φωνάξει, αλλά η φωνή του κόβεται. Το δωμάτιο έχει στενέψει, το μέτωπό του σκόνταψε άγαρμπα στο φωτιστικό της οροφής. Η Μάρθα κοιμάται ακόμη στο κρεβάτι τους, μπορεί να δει την πλάτη της με το γαλάζιο νυχτικό μα εκείνη φαίνεται αλλόκοτα μικρή, σαν τις κόρες τους, όχι νέα, απλά μικρή και το κεφάλι της μοιάζει με παράξενη μαλλιαρή μπαλίτσα, έτσι όπως τα μαλλιά της είναι απλωμένα στο μαξιλάρι.

Νιώθει τον τρόμο να του φράζει το λαιμό, θέλει να φωνάξει αλλά δεν έχει φωνή. Ένα κρύο πικρό πράγμα του ‘ρχεται ως το στόμα, προχωρά πισοπατώντας, δε θέλει να ξυπνήσει αυτό το συρρικνωμένο πλάσμα που κοιμάται στο κρεβάτι του, φτάνει σκυφτός ως το χωλ, ρίχνει μια ματιά στο δωμάτιο των παιδιών. Δυο μικροσκοπικά σώματα κοιμούνται εκεί, ακίνητα σαν ψεύτικες κούκλες.

Τρέχει αλλοπαρμένος στην εξώπορτα, το ταβάνι τον πιέζει συνέχει, τώρα είναι σχεδόν διπλωμένος στα δύο και τα χέρια του σκοντάφτουν στα έπιπλα και τους τοίχους. Όλα φαίνονται εκεί, όπως τα άφησε το βράδυ, τα ρούχα του αφημένα στην καρέκλα, όλα ίδια, όλα παράξενα, αλλιώτικα. Δεν μπορεί να σκεφτεί καθαρά, δεν καταλαβαίνει τι γίνεται, θέλει μόνο να φύγει, παλεύει να βάλει το παντελόνι του αλλά δεν του μπαίνει, μόλις που το ανεβάζει ως τα γόνατα. Τα παπούτσια του δεν του χωράνε, το μισό του πόδι περισσεύει.

Είναι σκυφτός, προσπαθεί να ανοίξει τρέμοντας την εξώπορτα, στα μεγάλα του χέρια το κλειδί δε γυρίζει. Ξαφνικά η πόρτα ανοίγει, πετάγεται παλαβωμένος έξω στο ψυχρό πρωινό, μόνο με το φανελάκι, ξυπόλητος, μ’ ένα βήμα δρασκελίζει τα δέκα τους σκαλιά, μ’ ένα άλλο περνάει πάνω από ένα αυτοκίνητο, όλα γύρω είναι μικρά, οι πολυκατοικίες ένα κεφάλι τον περνούν, αγγίζει τις κορφές των δέντρων, παρ’ ολίγο να πατήσει ένα σκυλί που τρέχει σαν ποντίκι τρελαμένο κι αυτό στις λωρίδες των δρόμων. Δεν ακούγεται τίποτα, όλα είναι άηχα, σα νεκρά.

«Τι συμβαίνει;» ρωτά τρέμοντας το γέρο με το πράσινο μπουφάν που κάθεται πάντα στην ίδια θέση στην είσοδο του μετρό, μπροστά από το πεζούλι με τα ξεβαμμένα κολωνάκια.

Ο γέρος σηκώνει αργά το κεφάλι, δυο μάτια που λάμπουν τον κοιτούν ως την ψυχή. Του φτάνει κιόλας ως τη μέση της γάμπας έτσι που είναι σωριασμένος κατάχαμα. Κάτι του λέει.

«Τι είπες»; τον ρωτάει και πέφτει στα γόνατα για να ακούσει.

«Χάνουμε μάζα».

«Γιατί;»

«Φαίνεται κινούμαστε με μεγάλη ταχύτητα».

Δεν ξέρει τι να πει, ο γέρος μικραίνει συνέχεια,

«Μα, πώς; »

«Είναι η κατάσταση τέτοια, οι παράμετροι του συστήματος αλλάζουν συνέχεια, τίποτα δεν μπορεί να παραμείνει σταθερό» του εξηγεί και μιλάει σαν τον καθηγητή της Πυρηνικής Φυσικής, τότε που ήταν φοιτητής του είχε μαυρίσει τις μέρες.

«Εγώ γιατί δεν αλλάζω;» ψιθυρίζει, αλλά εκείνος δεν απαντά, ίσως δεν τον ακούει, του φτάνει πια ως τον αστράγαλο. Δεν αντέχει άλλο, πνίγεται, έμεινε μόνος, ένας αλλόκοτος γίγαντας που δε χωρά σε έναν κόσμο που συρρικνώνεται.

«Μη φεύγεις!» ουρλιάζει «πες μου, εγώ γιατί δεν αλλάζω;»

«Θα αλλάξεις, έτσι κι αλλιώς» είπε ο γέρος και μόλις που ακούστηκε η χαμηλή φωνή του, μα επιτέλους, σα να λυτρώθηκε από αυτά τα λόγια, μίκρυνε κι εκείνος κι έγινε τόσος δα κι ο κόσμος γύρω του μεμιάς ορθώθηκε πανύψηλος.

«Γιάννη, μ’ ακούς;» μια σταθερή φωνή τον άρπαξε και βρέθηκε στο δωμάτιο, ιδρωμένος, η Μάρθα δίπλα, εκείνος να ανασαίνει βαριά και γρήγορα, οι παλμοί να σφυροκοπούν ξετρελαμένοι.

«Είσαι εντάξει;»

Το κεφάλι του δε φτάνει πια στο ταβάνι, το δωμάτιο είναι φαρδύ. Ανάπνευσε βαθιά.

«Όλα καλά, εντάξει είμαι».

Έκανε ένα κρύο ντους, πήρε τον καφέ στο χέρι, οι δίδυμες μπλέχτηκαν στα πόδια του και δεν ήθελαν να τον αφήσουν. Είχε αργήσει ήδη. Έφυγε τρέχοντας, η κίνηση είχε αρχίσει, το πλήθος γέμιζε τους δρόμους.

Ήθελε ένα τέταρτο ακόμη για το γραφείο, πόσο βολικό που η δουλειά του ήταν τόσο κοντά στο σπίτι. Όλα ήταν καλά, όλα ήταν όπως πάντα, είχε ένα project πολύ μεγάλο να δουλέψει, αυτούς δεν τους είχε αγγίξει η κρίση, η εταιρία τους με τις πλατφόρμες επικοινωνίας δούλευε με Ιαπωνία απευθείας, όλα ήταν καλά.

Στην είσοδο του μετρό είδε το γέρο με το πράσινο μπουφάν.

Κάθε μέρα που περνάει από εκεί του δίνει ένα ευρώ. Ασυναίσθητα βάζει το χέρι στην τσέπη του σακακιού, στα δάχτυλά του μπερδεύονται λίγα κέρματα. Τα σφίγγει και τον προσπερνάει, δεν ξέρει γιατί, δεν του δίνει τίποτα σήμερα. Κατεβαίνει βιαστικά τις σκάλες, αρχίζει να ψιχαλίζει κι εκείνος δεν έχει πάρει μαζί του ομπρέλα.

 

* H Ελένη Στελλάτου γεννήθηκε το 1978, σπούδασε Φαρμακευτική στο ΕΚΠΑ και μοιράζει το χρόνο της ανάμεσα στην οικογένειά της, τη δουλειά της και τη λογοτεχνία.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top