Fractal

Διήγημα: “Άννα”

Της Αρετής Καμπίτση // *

 

 

Είμαι η Άννα και δεν είμαι η μεγάλη αγάπη κανενός.

Είμαι η Άννα σαρανταεφτά ετών. Δεν είμαι τίποτα το αξιόλογο, τίποτα το σπουδαίο. Εργάζομαι σε σουπερ μάρκετ και κάθε μέρα από το πρωί ως το μεσημέρι αναγκάζομαι να φορώ εκείνη την απαίσια κόκκινη ποδιά που με καλύπτει από τον λαιμό ως τα γόνατα. Ζω σε ένα μικρό τριάρι στο κέντρο της πόλης με τον σύζυγό μου και τις δυο μου κόρες. Από το παράθυρο της κουζίνας μπορώ να αγναντεύω το ηλιοβασίλεμα πίσω από τα βουνά και πολύ θλίβομαι όταν δεν έχω την δυνατότητα να το θαυμάσω. Ζω σε αυτό το σπίτι εδώ και εικοσιεννέα χρόνια. Χωρίς διακοπή, χωρίς σταματημό, χωρίς αναστεναγμό. Νοιώθω κάποιες φορές πως έχω ριζώσει σ’ αυτόν τον χώρο, σαν κάποιος να με φύτεψε κι έκτοτε μεγαλώνω, χωρίς να ανθίζω, ούτε καν την άνοιξη. Μεγάλωσαν οι κόρες μου, μεγάλωσα κι εγώ. Σαρανταεφτά ετών θα γίνω αύριο. Είμαι βέβαιη πως κανείς δεν το θυμάται. Δεν υπάρχει λόγος άλλωστε. Είμαι η Άννα που ο άντρας μου με απατά, που οι κόρες μου αγνοούν, είμαι η Άννα που όλοι με ξέχασαν.

Στις 20 Φεβρουαρίου, σαν αύριο, πριν από σαρανταεφτά χρόνια γεννήθηκα. Λίγες χαρές κάμανε στο σπίτι. Κορίτσι. Βάρος για τη μάνα ντροπή για τον πατέρα. Με μεγάλωσαν όπως όπως και με ξαπόστειλαν στον πρώτο άντρα που έτυχε να γνωρίσω. Δεκαοκτώ χρονών με ξεπούλησαν με χαρές και πανηγύρια, με λίγη προίκα αφού ήταν μεροκαματιάρης ο πατέρας και με χορούς και νταούλια ξαλάφρωσαν όλοι από το βάρος της Αννούλας. Τα όνειρα για σπουδές έγιναν καπνός κι εγώ ένα φάντασμα της νέας μου ζωής. Ήθελα να σπουδάσω δασκάλα, να διδάξω τα παιδιά μα κυρίως να τους εμπνεύσω να ακολουθούν τα όνειρά τους. Εγώ, τι ιεροσυλία να μιλώ εγώ για όνειρα. Όλα καταποντίστηκαν κάτω από την κόκκινη ποδιά κι έπειτα θάφτηκαν μέσα σε τούτο το τριάρι.

Είμαι η Άννα που όλοι ξέχασαν, που κανείς δεν της ζήτησε συγγνώμη, που κανείς δεν την κοίταξε στα μάτια να την ρωτήσει τι θέλει. Τι θέλεις Άννα; τι θέλεις; τι θέλεις γαμώτο σου Άννα; θα έπρεπε να νοιώθεις ευλογημένη που έχεις δυο κόρες, που έχεις έναν σύζυγο που αν και σε απατά σε σέβεται όπως σου αρμόζει σαν γυναίκα του. Τι σου λείπει Άννα; τι θέλεις;

Τι θα ήθελα… μια ζωή για μένα θα ήθελα. Ολόδική μου.

Ένα δώρο δικό μου για τα γεννέθλιά μου. Κατάδικό μου. Που δεν θα κάνω τάχα πως μου αρέσει για να μην σας πληγώσω. Που εγώ θα το διαλέξω, μια φυγή, μια γαλήνη.

Το κερασί χρώμα της βαλίτσας είχε ξεθωριάσει όπως τα κερασένια μάγουλά μου σαν ήμουν κορίτσι. Μια φορά την χρειάστηκα όταν ο άντρας μου με πήγε γαμήλιο ταξίδι μια ώρα δρόμο μακριά από εδώ. Αυτό ήταν. Έπειτα θάφτηκε κι αυτή. Μυρίζει μούχλα όπως η ζωή μου. Λίγο καθαρό αέρα χρειάζεται κι ετούτη να ανασάνει. Ύστερα λίγο χρώμα, ναι, τα πιο χρωματιστά ρούχα μου να βάλω μέσα, σαν την νέα μου ζωή, ένα σημείωμα στο τραπέζι φειδωλό: φεύγω, για λίγο ή πολύ δεν μπορώ να απαντήσω. Όχι τώρα. Αντίο.

Είμαι η Άννα που φοβάμαι το σκοτάδι, που τολμώ το φως να αγγίξω

 

 

* Η Αρετή Καμπίτση ζει και εργάζεται στα Χανιά. Έχει γράψει δύο μυθιστορήματα («Δύο κουταλιές ζάχαρη» και «Μικροί θεοί»). Είναι ερωτευμένη με το αδοκίμαστο και το αντιδραστικό και δεν παύει να ελπίζει σε ένα καλύτερο αύριο. Στο facebook θα την συναντήσετε με το όνομα areti kampitsi.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top