Fractal

Διήγημα: “Τα πουλιά της δυστυχίας”

Του Νίκου Τσούλια // *

 

clip_image002

ΗΛΕΙΑΚΟ ΠΑΝΟΡΑΜΑ, 2005, σ. 261-273

Είχα ξεκινήσει από νωρίς για να πάω στην εκδήλωση. Ήμουν και εγώ εφέτος ομιλητής και δεν είχα αποφασίσει τι να κάνω. Να πω αυτά που έχω γράψει ή να πω ό,τι εκείνη τη στιγμή μού φέρει η σκέψη μου; Πήγα στη στάση του λεωφορείου με τη ομιλία μου σε ένα διαφανή φάκελο. Όσο περνούσε η ώρα έκανα τα χαρτιά ρολό, τα ξανάνοιγα και μετά τα έκανα ανάποδο ρολό για να ισώσουν οι σελίδες.

Ένα γυμνασιόπαιδο, πιτσιρικάς ήταν δεν ήταν δέκα πέντε χρονών, με κοιτούσε και χαμογέλαγε. Ίσως, γιατί αντιλήφθηκε ότι η ζημιά στα χαρτιά είχε ήδη γίνει. Τον κοίταξα προσεκτικά, δε μου θύμιζε τίποτα. Ξαφνικά συνειδητοποίησα την ηλικία του και γέλασα και εγώ. Φυσικά είχα το λόγο μου. Τόσο χρονών ήμουνα και εγώ όταν η ζωή άρχισε να μου χαμογελάει. Τι όμορφη ηλικία. Να ξαναγεννιέσαι όταν κοντεύεις να φτάσεις στην εφηβεία… Όταν πας να συναντήσεις τον κόσμο των ανησυχιών όχι ερχόμενος από τον παιδικό κόσμο της ανεμελιάς αλλά από την κόλαση του θανάτου. Ένοιωθα σα χαμένος. Βυθιζόμουνα στις σκέψεις μου, τις ανακάτωνα με τις αναμνήσεις μου και αισθανόμουνα σα να πλέω σε μια εικονική πραγματικότητα, όπως φαντάζομαι θα νοιώθουν οι ήρωες στον κυβερνοχώρο, που δεν ξέρουν αν υπάρχουν πραγματικά ή είναι δημιούργημα του ανθρώπου. Άλλωστε πόσες φορές δεν είχα νοιώσει στα χρόνια της δοκιμασίας πόσο κοντά είναι ο κόσμος της ύπαρξης με τον κόσμο της ανυπαρξίας.

«Ήλθε το λεωφορείο», ακούω τον πιτσιρικά να μου φωνάζει, που μάλλον είχε αντιληφθεί ότι ήμουνα ψιλοχαμένος.

Μπήκα μέσα λίγο ενοχλημένος που είχα διακόψει τις περιπέτειες του μυαλού μου. Είχε αρχίσει να βρέχει και οι σταγόνες κολλούσαν στο τζάμι και μετά κυλούσαν προς τα κάτω με ολοένα και μεγαλύτερη ταχύτητα. Κόλλησα το μέτωπό μου στο τζάμι, όπως συνήθιζα τότε που ήμουνα στο νοσοκομείο.

Όταν αντιλαμβανόμουνα ότι έβρεχε, πήγαινα στο τζάμι και κοιτούσα τις σταγόνες, που κυλούσαν με ένα παράξενο τρόπο. Πήγαιναν άλλοτε λοξά δεξιά άλλοτε λοξά αριστερά, ανάλογα που ήταν κολλημένες περισσότερες σταγόνες. Διασκέδαζα μάλιστα που αυτές έκαναν τις διαδρομές τους χωρίς να με αντιλαμβάνονται. Έπλαθα τα όνειρά μου με το νερό της βροχής. Ένοιωθα να τσαλαβουτώ μέσα στις λακκούβες, να βρέχομαι και να χαζολογώ με αυτούς που είναι κάτω από τις ομπρέλες, να κοιτάζω ψηλά στα σύννεφα και να μου έρχονται οι σταγόνες μέσα στα μάτια και να αισθάνομαι πως είμαι καλά, πως όλα ήταν ένας εφιάλτης που πέρασε. Αγάπησα τη βροχή και ένοιωθα πολύ ευτυχισμένος κάθε φορά που ουρανός και γη σμίγανε με των σταγόνων το παιχνίδι.

«Τέρμα παρακαλώ νεαρέ», μου φωνάζει ο οδηγός και εγώ του χαμογελάω άνετα, σα να ήθελα να του δείξω πως το ήξερα και απλώς ήμουνα λίγο αφηρημένος.

Πήρα την Ακαδημίας, έκοψα προς το Κολωνάκι και μετά έστριψα προς το Πολεμικό Μουσείο, όπου θα γινόταν η εκδήλωση. Τώρα το ψιλόβροχο το είχε ρίξει στο μουρμουρητό και οι άνθρωποι περπατούσαν βιαστικά στις ίδιες πάντα κατευθύνσεις δουλειές, σπίτι, κανένα καφεδάκι και πολλή σιωπή. Ποιος ξέρει άραγε τι κουβαλάει ο καθένας μας στο μυαλό του; Ποιος ξέρει άλλωστε το δικό μου μυστικό; Ζούμε με αυτά που βλέπει ο κόσμος, αλλά δε ζούμε και με τις σκέψεις μας; Και αυτός ο απέραντος κόσμος των σκέψεων δεν είναι καθόλου φανταστικός. Ίσως να είναι πιο υπαρκτός από τον πραγματικό. Εγώ πάντως τον έχω σαν τον πιο αληθινό μου κόσμο. Σε αυτό τον κόσμο εγώ δεν άνοιξα τις πρώτες χαραμάδες για να κερδίσω τη ζωή μου;

Μόλις έφτασα στο μουσείο, αντιλήφθηκα ότι είχα κάνει τα χαρτιά της ομιλίας μου έναν στενό σωλήνα. «Που να ανοίξουν τώρα οι σελίδες» αναρωτήθηκα. Ίσως να είναι καλύτερα έτσι που ήλθαν τα πράγματα, να μη τις διαβάσω. Ό,τι είναι να πω, θα το πω απέξω. Οι επίσημοι περιτριγύριζαν τις κάμερες και απαιτούσαν να κάνουν δηλώσεις, χωρίς να τους το έχουν ζητήσει οι δημοσιογράφοι. Ήθελαν να εκφράσουν τα αισθήματα συμπάθειας για αυτά τα παιδιά με τις τόσο ειδικές ανάγκες δημόσια. Και υπενθύμιζαν διαρκώς στους δημοσιογράφους να πουν στον επικεφαλής της τηλεόρασης να «παίξει» τουλάχιστον η δική τους δήλωση.

Λίγο πριν αρχίσει η εκδήλωση, με έβαλαν στο προεδρείο. Ξεκίνησε η πρόεδρος του Συλλόγου. Μίλησε απλά, όπως συνήθιζε πάντα με τη γλώσσα της αλήθειας. Άλλωστε όταν έχεις να αντιμετωπίσεις τόσα βάσανα, που να βρεις κουράγιο για μεγάλα λόγια, για φτιασιδωμένο λόγο και ηχηρές ηθικές…

«Εμείς θα δίνουμε καθημερινά τη μάχη κατά του καρκίνου στην παιδική ηλικία. Και σε αυτό τον αγώνα προσθέτουμε όλο και περισσότερες επιτυχίες. Κάθε παιδί που γλιτώνουμε από το θάνατο είναι για εμάς τους γονείς μια λύτρωση. Πριν δέκα χρόνια ποιος θα φανταζόταν ότι κάποια στιγμή θα θεραπεύονταν δύο στα τρία παιδιά;»

Συνέχισε αναφέροντας τις δραστηριότητες και τους στόχους του συλλόγου. Ζήτησε μεγαλύτερη υποστήριξη από την πολιτεία αλλά κυρίως από τους απλούς ανθρώπους. Και πράγματι είχε δίκιο. Οι άνθρωποι δε μας πλησιάζουν, μας αποφεύγουν. Ώρες- ώρες νοιώθουμε όλοι εμείς που έχουμε σχέση με τον καρκίνο ότι είμαστε σε ένα καράβι μόνοι μας στη μέση του ωκεανού. Βλέπουμε τον ήλιο, τη θάλασσα, τα σύννεφα, αλλά δε βλέπουμε γύρω μας άλλους ανθρώπους. Και αν συναντήσουμε κανέναν, είναι τόσο μακριά μας…

Αλλά και τότε που φτιάχτηκε ο ξενώνας της «Φλόγας», για να είναι τα παιδιά δίπλα στο νοσοκομείο αν χρειαστεί κάποια ανάγκη αλλά και για να έχουν φροντίδα και ζεστασιά και να μη γυρίζουν σε συγγενείς όσα έρχονταν από την επαρχία, ξεσηκώθηκαν οι κάτοικοι της γειτονιάς. «Για να μην κολλήσουν από τα καρκινοπαθή», έλεγαν οι πιο απονήρευτοι και οι πιο καλλιεργημένοι ισχυρίζονταν πως «δεν πρέπει να βλέπουν τα παιδιά τους τα άρρωστα παιδιά και πληγώνονται». Έγιναν δικαστήρια και πάλι δικαστήρια και τελικά αποφασίστηκε να γίνει από την ανώτερη δικαιοσύνη, για να μη φθάσουν προφανώς τα πράγματα σε ακραίες μορφές βαρβαρότητας. Αλλά και πάλι οι γείτονες έχουν πάντα κλειστά τα παράθυρα που βλέπουν στον ξενώνα και περπατάνε τόσο γρήγορα όταν περνάνε απέξω από το κτίριο για να πάνε στις απέναντι πολυκατοικίες…

Ακολούθησαν οι χαιρετισμοί από τους επίσημους. Λόγια μεγάλα, ανακατωμένα με οίκτο και συμπάθεια για τα άρρωστα παιδιά και για τους γονείς τους. Έλεγαν συνέχεια για τα παιδιά με τις τόσο ειδικές ανάγκες, μέχρι που κάποιος πατέρας φώναξε ότι «τα παιδιά μας έχουν καρκίνο, το ξέρουμε όλοι αυτό και δεν μας πειράζει η λέξη καρκίνος αλλά άλλα πράγματα» και έτσι σταμάτησαν αυτή την έκφραση.

Μόλις τέλειωσαν οι παράτες έφυγαν όλοι. Και έτσι μείναμε μόνοι. Τα παιδιά που είχαν θεραπευθεί, οι γονείς άρρωστων και θεραπευμένων παιδιών αλλά και παιδιών που είχαν χαθεί, οι γιατροί του νοσοκομείου και μερικοί εκπαιδευτικοί. Οι επίσημοι έφυγαν μαζί με την τηλεόραση. Ξέραμε άλλωστε ότι για αυτήν είχαν έλθει και όχι για εμάς. Η διευθύντρια της μονάδας ήταν σεμνή. Όλοι ξέραμε τι φτερά έδινε σε γονείς και παιδιά. Λόγια απλά, υπεύθυνα, με ουσία, ο τόνος της ισορροπημένος, αναφερόταν στη λειτουργία της μονάδας, απαντούσε απλά στις ερωτήσεις. Σεβόταν τον κάθε πατέρα, την κάθε μάνα σα να ήταν ιερό πρόσωπο. Συνέχισαν άλλοι γιατροί και επιστήμονες.

Μετά φώναξαν το όνομά μου. Άφησα τα τσαλακωμένα χαρτιά μου στο τραπέζι και λέω στον εαυτό μου ότι θα τα καταφέρω, θα πω ό,τι σκέφτομαι.

«Εκ μέρους των νέων της «Φλόγας» θα ήθελα να σας καλωσορίσω με τη σειρά μου στη σημερινή εκδήλωση, που διοργανώνεται με αφορμή την παγκόσμια ημέρα παιδικού καρκίνου. Με λένε Νίκο και είμαι 25 χρονών. Σήμερα δε θα σας απασχολήσω με προσωπικά στοιχεία. Δε θα μοιραστώ μαζί σας τις αναμνήσεις μου από κείνη την περίοδο, παρόλο που θα ήταν εύκολο για μένα. Δε θα σας μιλήσω για το κουράγιο που επέδειξα τότε, όπως και όλα τα άλλα παιδιά με τα οποία μοιραστήκαμε την ίδια μοίρα και τα οποία με τιμούν σήμερα, δίνοντάς μου το δικαίωμα να τα εκπροσωπήσω. Οι νέοι της «Φλόγας» είναι μια ομάδα εθελοντών, που αποτελείται κυρίως από παιδιά που είχαν νοσήσει παλαιότερα και σήμερα οπλισμένα με τις εμπειρίες και τη γνώση που τους δόθηκαν από την περιπέτειά τους, βοηθούν σε όλους τους τομείς. Κύρια ασχολία μας είναι η δημιουργική απασχόληση παιδιών διαφόρων ηλικιών, τα οποία νοσηλεύονται στα Νοσοκομεία Παίδων και φιλοξενούνται στον ξενώνα της Φλόγας. Με λίγα λόγια παίζουμε, χορεύουμε, τραγουδάμε, γελάμε με τα παιδιά. Τους προσφέρουμε ένα διάλειμμα από τη ρουτίνα, Ξέρουν τι πολεμάνε, όσο κι αν οι γονείς τους προσπαθούν να το κρύψουν. Αυτή είναι η αλήθεια. Γιατί όπως λέει και το τραγουδάκι «έτσι κι αλλιώς τα ξέρουν όλα». Προσπαθούμε να τους δώσουμε κάτι το οποίο εμείς δεν είχαμε.

Εμφανίσθηκε στην αίθουσα μάλλον λαχανιασμένη. Η ματιά μου κόλλησε στο πρόσωπό της. Η εικόνα της μού ήταν τόσο γνωστή. Είχε καθίσει στο κέντρο περίπου της αίθουσας. Ένοιωσα το βλέμμα της να με διαβάζει, δεν άκουγε μόνο τις λέξεις μου, αλλά ρουφούσε και τις σκέψεις μου. Άκουγε με ιερή προσήλωση. Κράταγε και σημειώσεις! Παράξενος που είναι ο άνθρωπος…Να γυροφέρνει στον τόπο του μαρτυρίου. Η έκφρασή της αποτύπωνε τη μαρτυρική διαδρομή που είχε βιώσει. Οι ελπίδες της τσαλαπατήθηκαν. Ήταν μόνη της σε μια απέραντη έρημο. Είχε πει στη μητέρα μου σε μια επίσκεψή της στο σπίτι μας: « Θεέ μου, μη μου δώσεις όσα μπορώ να αντέξω. Γιατί ο άνθρωπος αντέχει τόσα πολλά…». Πόση ενοχή είχα νοιώσει που το άκουσα χωρίς να το θέλω…Δεν ήθελα να τη δω σε στιγμή αδυναμίας. Ποτέ δεν κατάλαβα, γιατί την είχα σαν είδωλο που θαύμαζα και αγαπούσα με έναν τρόπο τόσο παράξενο…

«Ο κύριος λόγος για τον οποίο βρίσκομαι εδώ σήμερα είναι για να σας πω ότι ο παιδικός καρκίνος μπορεί να θεραπευθεί. Τρανό παράδειγμα είμαι εγώ και όλα τα άλλα παιδιά που βρίσκονται ανάμεσά σας σήμερα. Ίσως ένα απ’ αυτά να κάθεται δίπλα σας. Κάποιοι από εμάς έχουμε έλθει με τις οικογένειές μας. Και δεν εννοώ τους γονείς και τα αδέρφια μας. Εννοώ τις οικογένειες που έχουμε φτιάξει εμείς. Έχουμε έρθει με τα παιδιά μας. Γιατί ο παιδικός καρκίνος δεν αφήνει κουσούρια, αντίθετα με όσα ακούγονται και όσα πιστεύονται. Δεν είναι μια επιδημική ασθένεια. Δεν κολλάει, όπως είχε πει μια μητέρα κάποτε κοιτώντας με και τραβώντας το παιδί της μακριά από μένα. Δε μας μένει καμιά υστέρηση σε κανένα τομέα. Δε μας κάνει λιγότερο ή περισσότερο έξυπνους. Δε μας απαγορεύει να γίνουμε γονείς, να γίνουμε διευθυντές τραπεζών, πυροσβέστες, οικοδόμοι, ζωγράφοι, καλλιτέχνες, δάσκαλοι. Ίσως όλοι εμείς οι «επιζώντες», όπως ατυχώς μας έχουν βαφτίσει, έχουμε μάθει να χαιρόμαστε τη ζωή περισσότερο και να την απολαμβάνουμε. Αλλά αυτό ισχύει και για όλους τους «επιζώντες» άλλων δύσκολων ασθενειών.

Όλα αυτά τα παιδιά πρώην ασθενείς, συνεχίζουν κανονικά τη ζωή τους. Και αυτό πρέπει να ακουστεί σήμερα και να διαδοθεί. Σε κάποια επίσκεψή μου στο νοσοκομείο, μια μητέρα που έμαθε το ιστορικό μου, μού είπε: «Να έρχεστε όσο πιο συχνά μπορείτε, να σας βλέπουμε, να παίρνουμε κουράγιο».

Και αυτό είναι πολύ σημαντικό για μας. Είναι πολύ ωραίο συναίσθημα να ξέρεις, πως κάποιος κοιτώντας σε αλλάζει στάση απέναντι σε αυτή την ασθένεια. Πως κοιτώντας σε, πεισμώνει και λέει «γιατί όχι και εγώ;».

Θεέ μου τι λέω; Και αυτή και το παιδί της είχαν πεισμώσει, αλλά έφθασαν στη συντριβή. Τόσος αγώνας, τόση προσπάθεια και τελικά κατέληξαν στο απόλυτο μηδέν, στο τίποτα. Και όλα αυτά τα παιδιά που τα γονάτισε το κακό πριν προλάβουν να παίξουν τα παιδικά τους παιχνίδια; Ένοιωθα να λιγοψυχάω. Σίγουρα ήμουν σα χαμένος. Βρήκα κάποιες ελάχιστες δυνάμεις μέσα μου για να συνεχίσω… Σκέφθηκα το πόση αδυναμία μού έχει, το πόσο χαίρεται να με βλέπει να μιλάω, να κάνω κινήσεις με τα χέρια μου, να σχεδιάζω…

«Έχω κάποια εμπειρία με έφηβους ασθενείς. Με τιμούν που με θεωρούν όλοι φίλο τους. Με τιμούν όταν μου λένε «όταν τελειώσω, θα γίνω και εγώ εθελοντής. Θα λέω και εγώ στα άλλα παιδιά: ξέρω τι περνάς, ήμουν και εγώ στη θέση σου. Εμείς οι νέοι που νικήσαμε τον καρκίνο, είμαστε χαρούμενοι όταν συναντιόμαστε. Όταν πηγαίνουμε να δούμε τα άρρωστα παιδιά, να μιλήσουμε μαζί τους, να μας πουν τα προβλήματά τους, τις σκέψεις τους, τους φόβους τους, τα όνειρά τους. Και όταν έλθει η ώρα να φύγουμε, αυτά κρέμονται στο λαιμό μας λέγοντάς μας πως θα περιμένουν πως και πώς να μας ξαναδούν. Και είμαστε χαρούμενοι, γιατί τελικά δεν χρειάζεται να έχεις δύναμη, δεν χρειάζεται να έχεις εξουσία, δεν χρειάζεται να έχεις λεφτά για να προσφέρεις. Φτάνει η θέληση. Φτάνει και περισσεύει».

Με χειροκρότησαν με θέρμη και θα έλεγα με ενθουσιασμό. Ένοιωσα μια ανακούφιση. Είπα αυτά που είχα στο μυαλό μου. Δε με ένοιαζε τίποτα άλλο. Την κοίταξα πάλι. Γι αυτούς που χάθηκαν, δεν είχα σκεφθεί τίποτα. Δεν είπα κάτι για τους γονείς τους! Και εγώ που νόμιζα πως έβλεπα κομμάτια της ζωής που δεν τα αντιλαμβάνονταν οι άλλοι…Στην προηγούμενη συνάντησή μας μου είχε πει σχεδόν εμπιστευτικά: « Αν αυτό που υπήρχε δεν υπάρχει τώρα, τότε και εμείς είναι σα να μην υπάρχουμε. Γιατί είναι θέμα χρόνου για να χαθούν όλα…Αν όλα τα καταπίνει η ανυπαρξία, ως προς τι όλο αυτό το βουητό των ανθρώπων;».

Είχα δείξει ότι μάλλον συμφωνώ και σιωπούσα. Ήταν ενοχλημένη, γιατί αντιλήφθηκε ότι συμφωνούσα μαζί της μόνο και μόνο για να μην τη στεναχωρήσω. Δεν ήθελε να την κατανοούμε σα μια ειδική περίπτωση. Δικαιολογήθηκα πολύ απλά. «Μα εσύ ζεις μέσα σε ένα καμίνι ερωτημάτων και αποριών. Ζεις μέσα στη σκιά του θανάτου. Πώς να συναντηθούν οι σκέψεις μας;». Θυμάμαι το πρόσωπό της, είχε συσπαστεί σα να είχε δεχτεί ένα ανάλαφρο αεράκι. Δεν είχε ενοχληθεί καθόλου από την απάντησή μου. Ήθελε σκληρές γνώμες, γιατί πίστευε πως μέσα στη σκληρή ζωή της, μόνο οι σκληρές απόψεις είναι αληθινές.

Συνέχισαν οι υπόλοιποι, οι εκπαιδευτικοί και οι ψυχολόγοι. Τους άκουγα και ένοιωθα σα να ανέφεραν τα γεγονότα που είχα περάσει. Περνούσαν από το μυαλό μου τα χρόνια της κόλασης και όμως δεν με ενοχλούσε αυτό το γεγονός. Θυμάμαι πόσο θολά γίνονταν τα πράγματα στο μυαλό μου, όταν αρχίσαμε να πηγαίνουμε σχεδόν καθημερινά για εξετάσεις, για γιατρούς, για αποτελέσματα, για κάποια καινούργια φάρμακα. Δε με ένοιαζε τι είχα. Αντιλαμβανόμουνα ότι ήταν κάτι πολύ σοβαρό και αυτό ήταν αρκετό να μη θέλεις να μάθεις περισσότερα. Οι γονείς μου είχαν αλλάξει συμπεριφορά απέναντί μου, χωρίς να το αισθάνονται. Άλλοτε μου φέρονταν τόσο τρυφερά θαρρείς και ήμουν μικρό παιδάκι, άλλοτε με κοιτούσαν με δέος και σιωπούσαν. Σιωπούσαν και κοιτούσαν μακριά σα χαμένοι.

Μια φορά η μαμά μου είχε μπει στο γραφείο της προϊσταμένης. Είχα κάτσει σε ένα παγκάκι στο διάδρομο και κλωτσούσα με το πόδι μου σα να είχα κάποια μπάλα μπροστά μου.

«Τι είναι αυτό που έχω μέσα μου και μας έχει γυρίσει τη ζωή ανάποδα»; Σκεφτόμουνα ξανασκεφτόμουνα. Τίποτα, το μυαλό μου δεν έβρισκε τίποτα. Πώς είναι έτσι άραγε φτιαγμένα τα πράγματα για να μη τα καταλαβαίνεις; Έδωσα ένα δυνατό …σουτ βολέ, φαντάστηκα ότι ο τερματοφύλακας ούτε που είδε πως η μπάλα κατέληξε στο «πλεκτό» και σηκώθηκα να πιω νερό στον ψύκτη που ήταν κοντά στην πόρτα της προϊσταμένης.

«Αδελφή μένουμε τόσο ευχαριστημένοι από εσάς, από όλες τις νοσοκόμες. Δε φανταζόμουνα ποτέ ότι θα βρούμε στην κόλαση αγγέλους. Αλλά δυστυχώς η ζωή μας γίνεται όλο και πιο μαύρη. Τα πράγματα γύρω μας είναι όλο και πιο σκοτεινά». Ήταν η φωνή της μαμάς μου. Πάγωσα, γιατί ο ήχος της φωνής της μου φαινόταν πολύ ψυχρός, πολύ απόμακρος.

«Και όμως αγαπημένη μου, υπάρχει ελπίδα. Μη το βάλετε κάτω. Έχουν δει εμένα πολλά τα μάτια μου. Έχουν δει θαύματα και θαύματα. ‘Δε μπορείς να εμποδίσεις τα πουλιά της δυστυχίας να πετάξουν πάνω από το κεφάλι σου, μπορείς όμως να τα εμποδίσεις να φτιάξουν φωλιές μέσα στα μαλλιά σου’, λέει μια κινέζικη παροιμία».

Τώρα αυτή η φωνή της προϊσταμένης έπεφτε σα βροχούλα σε χώμα σκληρό, κατάξερο και διψασμένο. Σκουπίστηκα με το χέρι το νερό που έτρεχε στο σαγόνι μου και περπάτησα προς την άκρη του διαδρόμου. Δεν ένοιωθα αδικία, που δεν είχα την ξεγνοισιά των άλλων παιδιών. Προσπαθούσα να καταλάβω τι ήταν η ζωή και τι είναι αυτό που την κάνει να σταματάει. Προσπαθούσα να καταλάβω αν η ζωή υπάρχει για το θάνατο ή ο θάνατος για τη ζωή. Και χανόταν, διαλυόταν η σκέψη μου όπως εξαφανίζεται μια σταγόνα νερού σε μια ατέλειωτη έρημο.

Το βράδι εκείνης της ημέρας γνώριζα επίσημα ότι έχω καρκίνο. Ένοιωθα ότι είχαμε πάει στην κόυαση, πριν ακόμα πεθάνω. «Τι μπερδεμένα πράγματα», σκεφτόμουν, «να σε βλέπουν οι άλλοι ζωντανό και εσύ να ξέρεις ότι είσαι πεθαμένος». Το βράδυ εκείνο ποτέ δεν κατάλαβα αν αποκοιμήθηκα καθόλου, αν έβλεπα εφιάλτες, αν ό,τι είδα ήταν σκέψεις δικές μου. Ένοιωθα το σώμα μου να πετάει ψηλά στον ουρανό, σε έναν ουρανό κατάμαυρο και το σώμα μου διαλυόταν στο σκοτάδι. Ωστόσο μέρα με την ημέρα φώτιζα κομμάτι-κομμάτι αυτό τον ουρανό και μετά έβλεπα τον εαυτό μου να ξανασχηματίζεται αχνά-αχνά στην αρχή, σα να έβγαινα μέσα από πυκνή ομίχλη.

Συνέχισα επί ημέρες αυτό το παιχνίδι του ονείρου και της φαντασίας. Όσο περνούσε ο καιρός, αισθανόμουνα όλο και πιο δυνατός, όλο και πιο ζωντανός. Έλεγα ότι «θα γυρίσω το παιχνίδι». Όπως τότε παλιότερα που ήμουν καλά. Τότε που ονειρευόμουνα πριν αποκοιμηθώ, ότι θα γίνω σπουδαίος ποδοσφαιριστής, ότι μέχρι να ανακαλύψει το ταλέντο μου ο προπονητής, θα με βάζει αλλαγή και εγώ θα γίνομαι ο ήρωας ανατρέποντας την ήττα της ομάδας μου και οδηγώντας την σε θριαμβευτική νίκη.

Θυμάμαι σα να ήταν χτες την ημέρα που μου είπε ο πατέρας μου να πάμε εκείνη τη βόλτα , που τόσο επηρέασε τη ζωή μου.

«Ξέρεις…», άρχισε να μου λέει, ενώ είχαμε μπει στο αυτοκίνητο και οδηγούσε χωρίς να με κοιτάει, «παλιά στο χωριό μου ο πατέρας με τον πρωτότοκο γιο μιλούσαν συχνά μόνοι τους. Να σαν άντρες αισθάνονταν ότι είχαν περισσότερες ευθύνες για την οικογένεια. Τώρα βέβαια δεν ισχύουν αυτά. Αλλά σκέφθηκα αυτό το απόγευμα να βγούμε μόνοι μας».

Αν και μου άρεσε η ιδέα, δεν πολυχάρηκα. Γιατί ο πατέρας μου φαινόταν περίεργος. Το διαισθανόμουν, γιατί απέφευγε να με κοιτάζει στα μάτια. Τραβήξαμε προς την άκρη της Αθήνας, προς τα λιμανάκια της Βουλιαγμένης. Στενός ο δρόμος από ένα σημείο και μετά και ο πατέρας μου έδειχνε να προσέχει ιδιαίτερα τις στροφές και τις πέτρες που είχαν πέσει μέσα στο οδόστρωμα. Ήταν μια ανοιξιάτικη ημέρα. Ο τόπος είχε αρχίσει να ζεσταίνει. Ένα πουκάμισο με ένα πουλοβεράκι το βραδάκι ήταν αρκετά. Φθάσαμε στο τρίτο λιμανάκι και πήραμε έναν στενό χαλικόδρομο, που χρησιμοποιούσαν οι ψαράδες. Γύρισε το αυτοκίνητο προς το πέλαγος και το βλέμμα μας το βούτηξε η θάλασσα, που καθρέφτιζε τον ήλιο και έκλεβε τις σκέψεις μας πριν τις αιχμαλωτίσει το ηλιοβασίλεμα. Κάποια λιγοστά σύννεφα έδειχναν να βιάζονται να πάνε προς τη δύση, για να παίξουν με τα τελευταία χρώματα της ημέρας, να μπούνε και αυτά στον ουράνιο πίνακα της ζωγραφικής.

Ο πατέρας μου άνοιξε το παράθυρο μέχρι κάτω, άναψε ένα τσιγάρο και εξακολουθούσε να κοιτάζει μπροστά σα να οδηγούσε. Μόνο που τώρα δεν ήταν απέναντί μας ο δρόμος αλλά ο γκρεμός της πλαγιάς των βράχων. Τέλειωσε το τσιγάρο του, χωρίς να πει τίποτα.

Για να τον βγάλω από την αμηχανία, πήρα το βιβλίο που είχα πάρει μαζί μου και άρχισα να το ξεφυλλίζω. Ποτέ δε θα ξεχάσω άλλωστε πόσο με είχαν βοηθήσει τα βιβλία μου. Ήταν το καταφύγιό μου, για να απαλύνω την κόλαση της αρρώστιας μου. Έφτιαχνα δικούς μου κόσμους με τους ήρωες των μυθιστορημάτων, γινόμουν και εγώ κάποιο κεντρικό πρόσωπο που ξεπέρναγα τις άπειρες δυσκολίες, βοηθούσα άλλους ανθρώπους, αλλά ποτέ δεν ήξερα πώς να δώσω το δικό μου τέλος στις ιστορίες που έπλαθα με το μυαλό μου και πάντα τέλειωνα με το τέλος που είχαν τα βιβλία. Μάλλον τον δυσκόλεψα, γιατί τον είδα να ανασαίνει πιο βαριά και να ανάβει κι άλλο τσιγάρο με μεγαλύτερη νευρικότητα τώρα.

Ξαφνικά έβαλε μπρος στη μηχανή, πάτησε το γκάζι και κινούσε το αυτοκίνητο προς τα εμπρός. Ο ήλιος γίνηκε κόκκινος, κατακόκκινος στη συνέχεια και μετά μαύριζε. Ένοιωθα να σκοτεινιάζουν τα πάντα γύρω μου. Νόμιζα ότι έβλεπα ένα φριχτό όνειρο, έναν εφιάλτη που σε καθηλώνει και εσύ περιμένεις να περάσει μόνος του. Κίνησα μηχανικά το δεξί χέρι μου και έπιασα το χερούλι της πόρτας και με το άλλο ακούμπησα τυχαία το χέρι του πατέρα μου. Συνήλθα. Ένοιωσα την απειλή. Γύρισα, τον κοίταξα και του είπα όσο πιο απλά μπορούσα:

«Μπαμπά ξέρεις… Θέλω να δω τη μαμά μου».

Έδειξε αιφνιδιασμένος. Τώρα με κοίταζε κατάματα. Ήταν πετρωμένος. Μετά έδειξε να συνειδητοποιεί την πράξη του και το πρόσωπό του έδειχνε να αποκτά ανθρώπινη όψη. Έβαλε όπισθεν, έσβησε τη μηχανή και με αγκάλιασε.

«Ώστε το έχεις καταλάβει. Ξέρεις τι κακό έχει πέσει στην οικογένειά μας;». Ήταν ήρεμος. Είχε φύγει η κακιά σκέψη από το μυαλό του.

«Ναι το κατάλαβα από την αρχή σχεδόν. Όταν αρχίσαμε να πηγαίνουμε όλο και πιο συχνά στο νοσοκομείο, όταν μιλούσατε με τη μαμά σιγά, όταν μιλούσατε με τα μάτια, με θλιμμένα μάτια… Το πρώτο βράδυ που αντιλήφθηκα ότι έχω καρκίνο, προσπαθούσα να αποκοιμηθώ όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Ήθελα να δω οποιοδήποτε όνειρο, οποιοδήποτε εφιάλτη, γιατί θα ήταν προτιμότερο για μένα. Ένοιωθα ότι ουσιαστικά δεν υπάρχω, ότι είμαι η σκιά μου, ότι με κατάπινε ένα πηχτό μαύρο σκοτάδι…Όταν μου μιλούσατε, το μυαλό σας δεν ήταν στις κουβέντες που λέγατε, ήταν ταξιδεμένο σε τόπους άγνωστους και έρημους, χωρίς κανένα σημάδι ζωής. Έβλεπα τις μανάδες των άλλων παιδιών στη μονάδα του νοσοκομείου, είχαν όλες την ίδια όψη, την όψη του απόλυτου πόνου, του χαμού».

Πήρα μια ανάσα. «Μιλούσατε σχεδόν ψιθυριστά όταν ήταν ξένοι. Όταν αντιλαμβανόμουνα πως σε εμένα εσείς, οι φίλοι, οι συγγενείς βλέπατε την εικόνα του θανάτου, ένοιωθα όλο τον εαυτό μου να διαλύεται, ένοιωθα πως στην πραγματικότητα δεν υπήρχα, ότι ήταν απλά θέμα χρόνου να συμβεί το αναπόφευκτο. Και αυτός ο πόνος της εικόνας του θανάτου, με οδήγησε σε ένα δυνατό αίσθημα αγάπης. Τότε κατάλαβα, πως αν δεν πονέσεις με την απειλή της ίδιας της ζωής σου, δε μπορείς να αγαπήσεις. Κατάλαβα πως, αν δε σηκώσεις το σταυρό του μαρτυρίου, δε μπορείς να ψαχουλέψεις της ζωής τα μυστικά. Τότε αγάπησα πραγματικά τη μαμά μου και εσένα, σα να σας αγαπούσα για πρώτη φορά, γιατί μου δωρίσατε τη ζωή. Τότε κατάλαβα τι σημαίνει να θέλεις να ζήσεις. Και όταν φθάνεις σε αυτά τα σύνορα της αβύσσου, πότε νοιώθεις να σε ρουφάει μέσα στο μαύρο σκοτάδι της δίνης της, πότε να σε πετάει έξω ο στρόβιλός της στο φως και να ξεπηδάει από μέσα σου μια δύναμη, η δύναμη της θέλησης».

Ένοιωθα μια παράξενη γαλήνη. Επιτέλους μιλούσα με τον πατέρα μου, που με απέφευγε όλα αυτά τα χρόνια, σα να αισθανόταν ενοχές για ότι συνέβαινε. Συνέχισα, αφού δε μπορούσα να συγκρατήσω αυτό το χείμαρρο, που τόσο καιρό ήταν φραγμένος μέσα μου.

«Πίστεψα πως όλα αυτά που συνέβαιναν ήταν ένα κακό όνειρο, που θα το διέλυε το πρώτο φως της ημέρας. Μόνο που αυτός ο εφιάλτης βαστούσε πολύ. Πίστεψα πως η δύναμή μου για να ζήσω, θα νικούσε τον καρκίνο. Ήθελα τόσο πολύ να σας δώσω τη χαρά στη ζωή σας, να σας δώσω την ίδια τη ζωή σας που έσβηνε τόσο γρήγορα, πιο γρήγορα από όσο κύλαγε μέσα στα δικά μου κύτταρα ο πραγματικός θάνατος».

Φαινόταν σα να είχε καταρρεύσει εντελώς. Έγειρα επάνω του τόσο ξαλαφρωμένος. Πλησίασα τα χείλη μου στο αυτί. Του ψιθύρισα με την πιο δυνατή φωνή, τη φωνή της ψυχής.

«Να σου πω κάτι μπαμπά; Εγώ θα γίνω καλά! Το ξέρω πολύ καλά. Το αισθάνομαι και το πιστεύω. Γι αυτό μη στεναχωριέσαι. Δίνουμε μια μάχη και θα την κερδίσουμε. Μόνο μια χάρη θέλω, να το πιστέψεις και εσύ, όσο το πιστεύω και εγώ».

Με αγκάλιαζε όλο και πιο σφιχτά. Έδειχνε να ξαλαφρώνει. Είχε ηρεμήσει, το καταλάβαινα από την ανάσα του. Πέρασε αρκετή ώρα που μιλούσαν μόνο οι ανάσες μας… Κάποια στιγμή γύρισε και μου είπε:

«Ξέρεις… Δε θέλω με τίποτα να σου συμβεί κανένα κακό. Δε θέλω να δουν ποτέ τα μάτια μου κάτι τέτοιο».

Τον διέκοψα, πριν συνεχίσει και τα πράγματα γίνουν πάλι δύσκολα. Ωστόσο εγώ ήθελα να του πω πολλά, για να γνωρίζει και κάποιος άλλος ότι υπάρχουν αυτά που εγώ είχα στο μυαλό μου, να είναι και αυτά ζωντανά όπως τόσα και τόσα πράγματα.

«Έχω γίνει πολύ παράξενος. Δεν έχω απλώς ωριμάσει πρόωρα από της αρρώστιας τα βάσανα. Με συγχωρείς που θα σου πω τέτοιες αστείες σκέψεις. Αλλά να, δε μπορώ να τα πω πουθενά αλλού αυτά, γιατί θα νομίζουν ότι έχω τρελαθεί και θα γελούν μαζί μου. Θέλω πολύ να με ακούσεις. Πολύ καιρό περίμενα μια τέτοια ευκαιρία. Χαζολογώ με κάτι παράξενα πράγματα…Να μπορώ να κοιτάζω τον τοίχο, που είναι απέναντι από το διαμέρισμά μας και ανακαλύπτω διάφορες μορφές, που κάνει η υγρασία και τα νερά της βροχής και σκέφτομαι τόσα περίεργα πράγματα…Νομίζω ότι είναι ζωντανές μορφές και θέλουν να απελευθερωθούν από τον τοίχο και δεν μπορούν. Κάποτε έφερα στο σπίτι μια πέτρα που μοιάζει σαν πρόσωπο ανθρώπου. Και αναρωτιέμαι γιατί αυτή η πέτρα, όπως και τόσες άλλες, είναι σχεδόν αιώνιες.

Υπάρχουν και υπάρχουν και τίποτα δεν τις νοιάζει. Και ξέρεις τι κάνω για να τις εκδικηθώ; Ζωγραφίζω την πέτρα με έναν μαρκαδόρο, κάνοντάς την άλλοτε να έχει αστεία φάτσα, άλλοτε θλιμμένη, άλλοτε αδιάφορη και πιστεύω ότι κάθε φορά την κάνω και πεθαίνει. Και έτσι την εκδικούμαι για την αιωνιότητά της. Άλλες φορές παρατηρώ μικρά φυτά που φυτρώνουν στα πιο απίθανα μέρη, μέσα στις πέτρες, πάνω στους βράχους και αναρωτιέμαι πως τα καταφέρνουν…Αναλογίζομαι τι είναι ζωή…Και σκέπτομαι, μήπως είναι το ίδιο είτε υπάρχεις είτε δεν υπάρχεις…Και όμως θέλω να ζήσω, σα να με τραβάει μια δύναμη, μια μεγάλη δύναμη! Γι αυτό θέλω να με πιστέψεις, γιατί μέσα μου πλημμυρίζει η δύναμη της θέλησης. Και ξέρεις και κάτι άλλο; Πρέπει να κάνουμε αυτό που λέει μια κινέζικη παροιμία. Να μην αφήσουμε τα πουλιά της δυστυχίας να φτιάξουν φωλιά στα μαλλιά μας!»

Έδειχνε τόσο απορημένος αλλά και τόσο ήρεμος. Έδειχνε σα να του έχω μεταφέρει τη δική μου δύναμη της θέλησης. Και ήμουν και εγώ τόσο γαληνεμένος. Πίστευα ότι αν πεις σε κάποιον τις σκέψεις σου, τότε αυτές είναι σα να υπάρχουν. Και αν μάλιστα ακούσει κάποιος αυτό που πιστεύεις πάρα πολύ, τότε αυτό θα γίνει γεγονός. Και ήμουν πλέον τόσο σίγουρος ότι τα πουλιά της δυστυχίας είχαν φύγει τόσο μακριά από εμάς, από τα κεφάλια μας.

«Μα εσύ όχι μόνο τα γνωρίζεις όλα, αλλά έχεις και μια θέληση που είναι η πιο βαθιά πίστη! Τέτοια δύναμη, τέτοια αποφασιστικότητα…Τι να πω…Αντί να σου δίνω κουράγιο εγώ, μου δίνεις εσύ».

Έκλεισε τα μάτια του, έγειρε το κεφάλι του επάνω μου και ένοιωθα να μου ψιθυρίζει, να μου μιλάει με την ανάσα του. Μείναμε σιωπηλοί για αρκετή ώρα. Κάποια στιγμή άνοιξε τα μάτια του, μου χαμογέλασε και έβαλε εμπρός στη μηχανή. Το πρόσωπό του έδειχνε ότι είχε πάρει τις πιο σημαντικές αποφάσεις της ζωής του. Πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Τώρα όμως ο πατέρας μου ήταν τόσο διαφορετικός. Τον έβλεπα να με κοιτάζει πότε με κλεφτές ματιές, πότε απευθείας στα μάτια, χωρίς να λέει τίποτα. Τα πρόσωπό του έδειχνε καταλαγιασμένο. Έβαζε το χέρι του στα μαλλιά μου, άνοιγε τα δάκτυλά του και με χτένιζε. Το φως της ημέρας αποσυρόταν τόσο βιαστικά! Τα χρώματα διαλύονταν, χωρίς ποτέ να καταλάβω πως γίνεται αυτό…Τα δέντρα στο δρόμο και τα κτίρια πέρα στην πόλη έχαναν το σχήμα τους, θόλωνε η φιγούρα τους, ταυτιζόταν το ένα με το άλλο και μετά τα κατάπινε το σκοτάδι. Όμως τα πράγματα στο μυαλό μου ήταν τόσο καθαρά. Τα έλουζε το φως της κοινής θέλησης, της κοινής πίστης.

Τώρα μιλούσαμε συνέχεια στη διαδρομή. Είπαμε ότι θα δώσουμε όλοι μαζί τη μάχη και θα κερδίσουμε. Μετά μιλήσαμε για το σχολείο, για το ποδόσφαιρο που τόσο αγαπούσα, για τα βιβλία που θα αγοράζαμε, για τα λουλούδια που θα πηγαίναμε στη μαμά, μετά από αυτή την περιπέτεια. Και χωρίς να συνεννοηθούμε, είχαμε αποφασίσει σιωπηλά αλλά απόλυτα ότι το σημερινό γεγονός θα ήταν το μικρό, το μεγάλο μυστικό όλης της ζωής μας. Έτσι και αλλιώς δε χρειαζόταν να πολλαπλασιάσουμε τις στενοχώριες μας. Όταν δύο χρόνια αργότερα οι γιατροί μιλούσαν για το θαύμα της ζωής που κερδίζαμε, εγώ δε μπορούσα να χαρώ μαζί με τους γονείς μου, γιατί αυτό το ευχάριστο νέο το ήξερα από αυτή την ημέρα που κουβέντιασα με τον πατέρα μου.

Κάποιο σκούντημα του καθηγητή που προήδρευε στην ημερίδα, μου διέκοψε τις περιπλανήσεις του μυαλού μου. Δικαιολογήθηκα χαμηλόφωνα για την αφηρημάδα μου και τον ερώτησα αν έγινε κάτι που με αφορούσε.

«Είμαστε στο τέλος της ημερίδας και ίσως να θέλουν να κάνουν ερωτήσεις», μου ψιθύρισε στο αυτί ο πρόεδρος της συνάντησης.

«Μα τι να ρωτήσουν; Όλοι εδώ γνωρίζουμε τα ίδια πράγματα για τη σκληρή δοκιμασία της επιβίωσης. Εδώ η μάθηση δεν προκύπτει από «ερωτήσεις-απαντήσεις», που έχουμε στο σχολείο και στις διάφορες εκδηλώσεις. Εδώ μαθαίνεις μέσα από τον πόνο. Και είναι εντελώς διαφορετικά τα πράγματα». Έδειξε να συμφωνεί.

Τότε που την είδα για πρώτη φορά μετά το γεγονός, τα μάτια της ήσαν δύο απλές κόγχες στο πρόσωπό της. Αδειανό το βλέμμα της, δεν ήξερες αν μπορούσε να κοιτάξει κάτι συγκεκριμένο, αν εστίαζε κάπου. Με είχε αγγίξει με τις άκρες των δακτύλων της, χωρίς να βγάζει λέξη. Και όταν άρχισα να κλαίω, με τράβηξε στην αγκαλιά της και μείναμε έτσι σιωπηλοί και ακίνητοι. Την πρώτη φορά δεν είπαμε τίποτα ούτε και όταν με έσφιξε στο τέλος για να με αποχαιρετήσει! Δε συνεχίσαμε τη συζήτηση, γιατί μας είχε πλησιάσει η Αρετή (τώρα που μεγάλωσα δε μπορώ να τη λέω κυρία), μικρή στην ηλικία από ένα μέρος της Μακεδονίας. Είχε χάσει το μοναχοπαίδι της, που ήταν ένα χρόνο μικρότερο από εμένα.

Οι γονείς μου είχαν μια ιδιαίτερη σχέση με αυτήν και τον άντρα της γιατί, όπως μου είχε πει κάποια ημέρα η μάνα μου, είχαν μάθει επίσημα τα κακά μαντάτα την ίδια ώρα! Και έτσι συνδέθηκαν με έναν τρόπο αυτόματο. Χωρίς ποτέ να το συζητήσουν, έγιναν σα μια οικογένεια, πιο συγγενείς από τους συγγενείς, πιο φίλοι από τους φίλους. Ένωσαν τον πόνο τους και τις δυνάμεις τους. Εμείς τα παιδιά κάναμε παρέα, παίζαμε με μανία όταν βρισκόμαστε, ίσως για να προλάβουμε γιατί δεν ξέραμε πόσο θα ζήσουμε την παιδική μας ηλικία και δε μιλούσαμε για την αρρώστια μας. Ο καθένας μας το σκεπτόταν μόνος του τα βράδια, τότε που οι σκιές της νύχτας συναντούν τις σκιές της ζωής. Όταν αραίωσαν οι συναντήσεις των γονέων μας και δεν έβλεπα το Δημητράκη, κατάλαβα ότι το κακό είχε κτυπήσει δίπλα μας.

Ο πατέρας μου, μού είπε κάτι αόριστο, ότι θα πήγαιναν στο εξωτερικό, ότι κάνουν τα χαρτιά τους, ότι προς τούτο κάνουν μια ειδική θεραπεία… Εγώ έβλεπα την όψη τους και καταλάβαινα. Έμαθα το «περιστατικό» του θανάτου πολύ αργότερα, τυχαία. Εκείνο το βράδυ, ήλθαν πάλι οι μαύρες σκέψεις, τα πουλιά της δυστυχίας στο μυαλό μου. «Πάμε με κάποια σειρά», σκέφθηκα . «Ελπίζω να μην είμαστε πάλι εμείς καταδικασμένοι και στην άλλη ζωή. Να πεθάνουμε και εκεί, πριν ακόμα προλάβουμε να ζήσουμε…».

Η Αρετή δε γύρισε για κάποια χρόνια στο χωριό της. Δεν τη χώραγε ο τόπος. Το καμάρι της, όπως συνήθιζε να φωνάζει το γιο της, ήταν ο κόσμος όλος για αυτή. Έμεινε μόνη στην Αθήνα να τριγυρνάει στα μέρη όπου πέρασε όλα τα βάσανα, στα μέρη όπου πόνεσε μαζί με το παιδί της. Πήγαινε στο νοσοκομείο, στην πτέρυγα των καρκινοπαθών και ενθάρρυνε μανάδες και παιδιά. Καθόταν στα παγκάκια που είναι κοντά στις κούνιες του νοσοκομείου και κοίταζε τα παιδιά που κουνιόνταν, ώρα πολλή σα μαρμαρωμένη. Την είχα παρατηρήσει εκεί αρκετές φορές και όταν πίστευα ότι θα είχε κουραστεί, πήγαινα και καθόμουν δίπλα της. Και αυτή μου χαμογελούσε και σιωπηλά με πήγαινε στο κυλικείο και μου αγόραζε, χωρίς να με ρωτάει και εγώ ήξερα ότι μου έπαιρνε ό,τι έπαιρνε στο γιο της και ένοιωθα τόσο γαλήνη.

Και πάντα ήθελε να ανακατεύεται με τους εθελοντές, με εμάς που είχαμε σωθεί από τον άδικο θάνατο. Ο άντρας της έμεινε στο χωριό. Προσπάθησε να βρει κουράγιο στη σκληρή δουλειά και κάποιο διάστημα το έριξε και στο ποτό. Η γυναίκα του μας έλεγε ότι έγινε αμίλητος. Σφράγισε τις λέξεις με τη σιωπή. Και τι μπορούσε να πει; Εδώ οι γονείς μου ούτε που θέλουν να ακούσουν ότι εγώ ήμουνα κάποτε άρρωστος και δείχνουν να ενοχλούνται που είμαι σε αυτό το σύλλογο. Τελευταία η Αρετή άρχισε να ξαναπηγαίνει στην πατρίδα της, αλλά θα την συναντήσεις συνήθως στα παλιά της «στέκια» στην Αθήνα.

«Μου αρέσει να παίρνω ταξί και να κάνω τη διαδρομή, που έκανα τότε… Να κάθομαι στο παγκάκι, περιμένοντας το γιατρό να μου πει τα νέα και δε με πειράζει που δε βαστούν καμιά φορά τη σειρά οι γιατροί…», μου είπε κάποτε. Έφτιαχνε τη θύμηση του παιδιού της ζώντας σκηνές του σκληρού παρελθόντος της.

Σε κάθε ευκαιρία, όπως και τώρα, ερχόταν και κουβέντιαζε μαζί μας. Ένοιωθα κάθε φορά το πρόσωπό της να είναι φωτεινό όταν μου μιλούσε.

«Οι γονείς σου, Νίκο, τι κάνουν; Έχω πολύ καιρό να τους δω. Είσαι μια χαρά και θέλω να ξέρεις ότι χαίρομαι πάρα πολύ όταν σε βλέπω». Μού μιλούσε και ταυτόχρονα ακουμπούσε το χέρι της στον ώμο μου. Ένοιωθα ότι ήθελε να είναι μια δεύτερη μητέρα μου…

«Ο πατέρας μου και ιδιαίτερα η μαμά μου αποφεύγουν αυτές τις συναντήσεις. Οι φίλοι και οι συγγενείς τούς έχουν μάλλον πείσει να κάνουν τις παλιές φυσιολογικές τους παρέες, για να μην θυμούνται τα σκληρά βάσανά τους. Δεν ξέρω αν πρέπει να τους δικαιολογήσω…».

Ήμουν απολογητικός, γιατί ένοιωθα ενοχές ώρες-ώρες για τη στάση των γονιών μου. Με διέκοψε με αποφασιστικό ύφος.

«Μα τι λες. Έτσι πρέπει να κάνουν. Δε μπορεί μετά την Ανάσταση να έχουν το μυαλό τους διαρκώς στις ημέρες της Σταύρωσης». Και κοιτάζοντας τον τρίτο συνομιλητή μας, προφανώς για να μην συνεχίσουμε την κουβέντα στο ίδιο περιεχόμενο, τον ερώτησε «Εσείς τι λέτε κύριε καθηγητά;»

«Δύσκολα μπορείς να κατανοήσεις έναν κόσμο με τόσο οδυνηρά βιώματα. ‘Εκεί που πέφτει φωτιά, εκεί μόνο καίει’, έλεγαν κάποιοι παλιοί γέροντες στα χωριά μας. Τι να κατανοήσουν οι άλλοι… Όσοι είμαστε απέξω από τον κύκλο του μαρτυρίου, προσπαθούμε να καταλάβουμε τα πράγματα με το μυαλό και από απόσταση. Είναι τυχαίο που δεν έμεινε κανένας από αυτούς μέχρι το τέλος της εκδήλωσης; Και εγώ, αν δεν προήδρευα ποιος μπορεί να ισχυρισθεί ότι δεν θα τους είχα ακολουθήσει»;

Ήθελα να αμφισβητήσω αυτά που έλεγε ο καθηγητής, γιατί όταν ήμουν άρρωστος οι εκπαιδευτικοί ήταν τόσο καλοί απέναντί μας, (μας είχαν στηρίξει περισσότερο από τους γονείς μας μπορώ να πω), αλλά σεβάστηκα την ταπεινότητα που είχε λέγοντας την άποψή του. Ωστόσο κατά βάθος συμφωνούσα. Πάντα πίστευα άλλωστε ότι οι άνθρωποι ζουν μόνοι, ολομόναχοι. Στη δική μας αρρώστια, σκόρπισαν όλοι από δίπλα μας, φίλοι και γνωστοί. Σίγουρα θα γίναμε και εμείς παράξενοι. Οι γονείς μου αισθάνονταν ενοχές, σα να τους τιμωρούσε ο Θεός και έβλεπα πάντα στα μάτια τους ένα «γιατί σε εμένα αυτή η συμφορά». Οι συγγενείς έδειχναν μια συμπάθεια, αλλά τίποτα περισσότερο. Μας απέφευγαν.

Και είμαι σίγουρος ότι ένοιωθαν μια κρυφή ικανοποίηση, που δεν έπεσε η φωτιά της συμφοράς στο δικό τους σπίτι. Και νοσταλγώ πάντα τον αγαπημένο μου δάσκαλο στο Δημοτικό, τον κύριο Στάθη, που μας έλεγε συχνά-πυκνά ότι «κάθε άνθρωπος είναι καμωμένος από όλους τους άλλους ανθρώπους, ότι ο άνθρωπος φθάνει στην πηγή της ευτυχίας μόνο αν βιώνει μια κατάσταση αλληλεγγύης για τους άλλους ανθρώπους». Και σκεφτόμουν ότι τελικά οι άνθρωποι δεν είναι ευτυχισμένοι, αφού δε συμβαίνουν αυτά. Κάποιοι κάνουν ότι είναι ευτυχισμένοι, οι περισσότεροι ούτε καν το σκέφτονται. Και υπάρχουν και αυτοί που έχουν μεγάλα βάσανα και δεν μπορούν ούτε καν να σκεφτούν αν υπάρχουν τέτοιοι τόποι ευτυχίας… Η κυρία Αρετή στράφηκε πάλι προς εμένα και μου είπε με την πιο μελωδική και μελαγχολική φωνή που έχω ακούσει ποτέ μου.

«Θέλω να ξέρεις ότι στο δικό σου βλέμμα, βλέπω τη ματιά του δικού μου παιδιού. Γιατί είχατε δει τον ίδιο κόσμο με το γιο μου, είχατε περπατήσει πολλά απάτητα μονοπάτια μαζί. Βλέπω στα μάτια σου όλη τη ζωή του πριν αρχίσει το μαρτύριό μας, όταν είμαστε τόσο ευτυχισμένοι. Μου γλυκαίνεις την πίκρα και τον πόνο. Νοιώθω ότι κουβαλάς ένα κομμάτι του παιδιού μου…Με συγχωρείς που σε στενοχωρώ λέγοντας όλα αυτά τα πράγματα. Και σε θαυμάζω που νοιάζεσαι τόσο πολύ για τα παιδιά που βασανίζονται».

Δεν την άφησα να συνεχίσει. Πλημμύριζαν κάθε φορά τα λόγια της από ευαισθησίες, από φροντίδα για τον άλλο άνθρωπο. Της απάντησα χαμηλόφωνα αλλά με τον πιο αποφασιστικό τόνο που μπορούσα να έχω.

«Εγώ είδα τη σκιά του θανάτου. Αυτή η σκιά μού έκανε πιο φωτεινή τη ζωή μου. Χαίρομαι και το πιο απλό πραγματάκι. Χαίρομαι την κάθε ανάσα μου…, την κίνηση του χεριού μου…, το περπάτημα…, το σιγανό σφύριγμα…, το ψιθύρισμα ενός τραγουδιού… Και μου αρέσει τόσο πολύ, που βλέποντάς με σού γλυκαίνει ο πόνος. Και όλα αυτά μου είναι αρκετά. Είμαι τόσο ευτυχισμένος που σκέφτομαι, το πώς θα δώσω χαρά στα παιδιά που ζουν στη σκιά. Τα όνειρά μου είναι τόσο διαφορετικά από αυτά των άλλων νέων. Και δεν ονειρεύομαι να γίνω κάποιος σπουδαίος. Απλά θέλω να έχω μια δουλειά, να κάνω οικογένεια και παιδιά, να παίζω μπάλα και να έχω βιβλία να διαβάζω. Τόσο λιτή θέλω τη ζωή μου».

Σταμάτησα και κοίταξα την Αρετή, που με παρακολουθούσε τόσο απορροφημένη. Η ψυχή μου ήταν φορτωμένη. Και όμως είχα μια παράξενη γαλήνη. Ίσως γιατί πρόσφερα αυτό το κομμάτι του αδικοχαμένου παιδιού της. Αλλά η σκέψη μου ήταν συννεφιασμένη. Σκεπτόμουν τα πουλιά της δυστυχίας, τα πουλιά που δε φώλιασαν στα δικά μου μαλλιά. Ωστόσο η ζωή πάει μαζί με το θάνατο. Τα πουλιά της δυστυχίας τελικά σε κάποιο κεφάλι θα φτιάξουν φωλιά…

Και εδώ είναι ίσως το απλό μυστικό. Να αγωνίζεσαι για να ζήσεις με κάποιο νόημα, να προσφέρεις, δηλαδή, τη χαρά της αλληλεγγύης. Και ποιος ξέρει… Ίσως τότε το φως της ζωής να διώχνει το σκοτάδι του θανάτου, ίσως αυτός να είναι ο λόγος της ύπαρξής μας. Ποιος ξέρει…

 

 

* Ο Νίκος Τσούλιας είναι καθηγητής σε λύκειο. Έχει εκλεγεί πρόεδρος της ΟΛΜΕ τέσσερις φορές (1996 – 2003). Διδακτορικό στην Ειδική Αγωγή. Δύο βιβλία: “Σε πρώτο πρόσωπο” και «Παιδείας εγκώμιον».  Συνεργάστηκε με: «ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΗ» (1980 – 1986), «ΕΞΟΡΜΗΣΗ» (1988 – 1996) και “ΤΟ ΑΡΘΡΟ” (2010- σήμερα) καθώς και με αρκετά περιοδικά. (https://anthologio.wordpress.com/)

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top