Fractal

Το έπος του Διγενή Ακρίτα στα μαρμαρένια αλώνια

 

akritΔΙΓΕΝΗΣ ΑΚΡΙΤΑΣ, γραμμένο από τον Δημήτρη Βαρβαρήγο, Εκδόσεις Άγκυρα

 

ΜΕΡΟΣ 1Ο

Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΔΙΓΕΝΗ

Η ομίχλη είχε σκεπάσει το τοπίο και το Σαρακήνικο καράβι έδεσε στον απότομο όρμο χωρίς να το δει κανείς. Ο Σαρακηνός καπετάνιος του, ο άρχοντας Αμιράς Μουσούρ, ήταν ένα όμορφο, δυνατό και θαρραλέο παλικάρι που αψηφούσε τους εχθρούς του και με τις παράτολμες ενέργειες του κυρίευε διάφορες πολιτείες.

Συχνά πυκνά έβγαινε με τους στρατιώτες του στα ανατολικά εδάφη της βυζαντινής αυτοκρατορίας και λήστευαν πλεούμενα, χωριά και άλλοτε, ακόμη και μικρές φαμελιές που δούλευαν τη γη και η συγκομιδή τους ήτανε το σιτάρι.

Κατόπιν τα μοίραζε στη πατρίδα του, στους φτωχούς ή τις περιόδους που έπεφτε λιμός και δεν είχαν φαγητό.

Ετούτη τη φορά έφτανε στο ίδιο σημείο που είχε προηγούμενα ληστέψει όχι για να κλέψει πάλι πραμάτειες, αλλά για να αρπάξει μια γυναίκα που η ομορφιά της είχε ξεπεράσει τα σύνορα του τόπου της.

Ειρήνη, έτσι τη λέγανε, ήταν Ελληνίδα, κόρη του βασιλιά Ανδρόνικου. Εκείνος σαν την είδε δυνατός έρωτας φούντωσε στην καρδιά του. Από εκείνη τη στιγμή έβαλε στο μυαλό του να την πάρει στην πατρίδα του και να την κάνει γυναίκα του.

Μόνος του βγήκε στη στεριά. Οι άντρες του έμεινα στο πλεούμενο έτοιμοι να λάμνουν γερά τα κουπιά σαν επέστρεφε ο αφέντης τους.

Το αχνό φως του φεγγαριού τον έκρυβε από τους σκοπούς του πύργου. Πλησίασε κάτω απ’ τα ψηλά τείχη, πέταξε ένα σχοινί κι άρχισε σαν αράχνη να σκαρφαλώνει αθόρυβα τον ψηλό τοίχο.

Κανείς δεν υπήρχε ξύπνιος να τον δει, ακόμη και ο μοναδικός σκοπός κουρασμένος καθώς ήτανε είχε σκεπαστεί με την ασπίδα του και κοιμότανε.

Αθόρυβα μπήκε στο δωμάτιο της Ειρήνης που είχε ύπνο βαθύ και δεν άκουσε θόρυβο να την τρομάξει και να φωνάξει.

Ο Μουσούρ, της φίμωσε το στόμα, την τύλιξε με ένα σεντόνι, την έριξε στον ώμο του κι ευθύς πήρε την κατηφόρα για το καράβι του.

Για κακή του τύχη τα μουγκρητά της ξύπνησαν τα πέντε αδέλφια της που αμέσως αρματώθηκαν, καβάλησαν τ’ άλογα τους κι άρχισαν να τον κυνηγάνε.

Ο μικρότερος και πιο ανδρείος, ο Κωνσταντίνος, είχε το πιο γοργοπόδαρο άλογο και τον έφτασε λίγο πριν σαλπάρει το καράβι του.

Οργισμένος ζήτησε απ’ τον Μουσούρ, πίσω την αδελφή του.

Ο Μουσούρ αρνήθηκε. Τα δυο παλικάρια τράβηξαν τα σπαθιά τους και μονομαχία άρχισε τρομερή. Φωτιές πετούσανε οι λάμες και ο θόρυβος του ατσαλιού σκέπαζε τον παφλασμό της θάλασσας. Και η γη γεμάτη αντάρα τρέμοντας αναστέναζε από την ανδρεία και το πείσμα των δυο παλικαριών.

Η Ειρήνη με δάκρια στα μάτια τους ικέτευε να σταματήσουν. Εκείνοι δεν την άκουγαν. Δυο ώρες κράτησε η μονομαχία και κάποια στιγμή εξουθενωμένα τα δυο αρχοντόπουλα στάθηκαν το ένα απέναντι στο άλλο.

Ήταν κατάκοποι, αλλά σαν νεότερος ο Κωνσταντίνος είχε περισσότερη δύναμη και σήκωσε το σπαθί του απειλητικά πάνω από το κεφάλι του ανήμπορου να αντιδράσει Μουσούρ.

Τα παρακάλια της Ειρήνης έκαμψαν λίγο την έχθρα και το θυμό τους. Η διαμάχη τώρα μεταφέρθηκε στα αντίθετα λόγια.

-Φύγε, του τόνισε ο Κωνσταντίνος, είναι η τελευταία σου ευκαιρία.

-Αγαπάω την Ειρήνη, περισσότερο κι απ’ τη ζωή μου, του φώναξε ο Μουσούρ. Κάλλιο να φύγω απ’ το σπαθί σου παρά να ζήσω μόνος.

-Είσαι Άραβας. Η Ειρήνη Ελληνίδα, του απάντησε ο Κωνσταντίνος.

-Η αγάπη ενώνει τις διαφορές. Θέλω να την κάνω γυναίκα μου και να ζήσουμε μαζί στη χώρα της.

Με μεγάλη λαμπρότητα τα πέντε αδέρφια πάντρεψαν την Ειρήνη. Ο γάμος έγινε στο κάστρο του πατέρα τους. Όλος ο λαός είχε μαζευτεί στην τελετή κι ζητωκραύγαζαν το νέο ζευγάρι δίνοντας τους ευχές καλότυχες.

Το γλέντι κράτησε μέρες πολλές, οι δυο φαμελιές πίνανε τρώγανε και τραγουδούσαν. Όλοι ήτανε μονιασμένοι σαν μία οικογένεια και κανένα πρόβλημα πλέον δεν τους χώριζε.

Χάραζε ο 10ος αιώνας, όταν ο Μουσούρ και η Ειρήνη, ημέρα Τρίτη, φέρανε στον κόσμο ένα όμορφο και υγιέστατο αγοράκι που το ονόμασαν, Βασίλειο Διγενή.

Όνομα δίκαιο να ταιριάζει και στα δύο γένη. Στις δυο φυλές των γονιών του.

Καλός οιωνός λέγανε οι σοφοί, ήταν ο ερχομός του Διγενή.

 

digenis_1

ΜΕΡΟΣ 2Ο

ΤΟ ΕΠΟΣ

Ο Βασίλειος Διγενής, ήτανε ένα πανέξυπνο και δυνατό αγόρι. Κανένα άλλο παιδί δεν τον έφτανε στην πάλη, στο τρέξιμο και στην πολεμική τέχνη που του δίδασκαν ο πατέρας του και οι πέντε θείοι του. Αλλά και στις γνώσεις ήταν εξαίρετος καθώς οι καλύτεροι δάσκαλοι είχαν αναλάβει τη μόρφωσή του.

Δώδεκα χρονών ο Διγενής, είχε γίνει ένα πολύ δυνατό και σκληροτράχηλο παλικάρι. Σε μια ληστρική επίθεση μιας ομάδας Απελατών, είδε τον πατέρα του στη μάχη να πολεμάει απεγνωσμένα καθώς είχε απομείνει μόνος και κινδύνευε μπροστά στους βάρβαρους ληστές.

Ο Διγενής δεν έχασε λεπτό, καβάλησε το κατάλευκο άλογο του, δώρο του θείου του Κωνσταντίνου, άδραξε το σπαθί του και σαν άνεμος όρμησε στη μάχη.

Σαν στάχια κλάδευε τους απελάτες τον έναν μετά τον άλλο. Μόνος του ήταν αλλά είχε καρδιά λιονταριού και κατάφερε να τους πολεμήσει τρέποντας τους σε φυγή.

Το νέο έγινε γνωστό σε όλη στη χώρα. Τα μαντάτα έφτασαν μέχρι τον αυτοκράτορα Ρωμανό και του έκαναν μεγάλη εντύπωση. Την άλλη μέρα κιόλας ο Ρωμανός, τον επισκέφτηκε, τον έχρισε Ακρίτα, του έδωσε μια μεγάλη έκταση γη να χτίσει το κάστρο του. Του άφησε και μερικούς στρατιώτες για να φρουρούν τα ανατολικά σύνορα του Ευφράτη από τους Βάρβαρους αντίπαλους της αυτοκρατορίας.

Μετά λίγες μέρες ο Διγενής, ζήτησε από τον πατέρα του να πάνε στο δάσος για κυνήγι άγριων θηρίων.

Ο πατέρας του δεν μπορούσε να του φέρει αντιρρήσεις, ήξερε πόσο δυνατός και ατρόμητος ήταν ο γιος του. Αν ξεπερνούσε κι αυτή τη δοκιμασία ο Βασίλειος θα ήτανε πλέον έτοιμος να αναλάβει τις ευθύνες του.

Το άλλο πρωί, όλες οι προετοιμασίες, άλογα και οπλισμός, είχαν τελειώσει και πριν καλά – καλά χαράξει η μέρα πατέρας, γιος και μερικοί στρατιώτες ξεκίνησαν για το δάσος, εκεί που ζούσαν τα άγρια ζώα.

Σε κάποιο πλάτωμα κοντά σε μια λιμνούλα ξεπετάχτηκε μπροστά τους ένα τεράστιο, άγριο λιοντάρι που πήγαινε να δροσιστεί. Ο Διγενής χωρίς να φοβηθεί ξεπέζεψε το άρπαξε απ’ το λαιμό και με τα στιβαρά μπράτσα του το έπνιξε.

Στα χρόνια που περνούσαν το ένα ανδραγάθημα ακολουθούσε το άλλο. Ο Βασίλειος Διγενής, τελείωσε το κάστρο του, ένα λαμπρό οικοδόμημα με μάρμαρα, με χρυσοστόλιστες πόρτες και κήπους με κάθε λογής πουλιά που χαλούσαν τον κόσμο με τα τραγούδια τους. Το κάστρο δέσποζε από μακριά για να θυμίζει σε όσους εχθρούς ξεχνούσαν πως εκεί ζούσε ο τρανός ήρωας Βασίλειος Διγενής Ακρίτας, που είχε διώξει από τις γύρω πολιτείες τους Απελάτες και ήταν πλέον ήρωας τρανός και όλοι οι εχθροί τον έτρεμαν.

Μια μέρα γυρνώντας από το κυνήγι άκουσε γλυκόλαλο τραγούδι. Σταμάτησε και είδε μια όμορφη κοπέλα στον κάμπο μαζί με τις συνοδούς της να μαζεύουνε λουλούδια.

Ήταν η Ευδοκία, η κόρη του άρχοντα Δούκα. Αγάπη γέμισε την καρδιά του και χωρίς να μετρήσει τις σκέψεις του την άρπαξε για γυναίκα του, όπως είχε κάνει και ο πατέρας του.

Στο κατόπι τους πήρε ο πατέρας της και τον έφτασε με το στρατό του. Μάχη έδωσε ο Διγενής Ακρίτας νικώντας όλους τους στρατιώτες του Δούκα. Κατόπιν στάθηκε μπροστά του και ζήτησε να του δώσει την Ευδοκία.

Ο άρχοντας Δούκας βλέποντας το πάθος και την αγάπη που είχε για την κόρη του και τις σοβαρές υποσχέσεις που έδινε, πως θα την φρόντιζε, του έδωσε την ευχή του.

Όλος ο κόσμος παραβρέθηκε στο γάμο και το γλέντι κράτησε μήνες πολλούς.

Ο Βασίλειος Διγενής Ακρίτας και η όμορφη Ευδοκία ζούσανε ευτυχισμένοι και τα χρόνια περνούσανε όμορφα.

Μα ένα βράδυ που έκανε με το άλογο του περιπολία στα παράλια, άκουσε αντρικές φωνές

Καλπάζοντας ξέφρενα έφτασε στο κάστρο και είδε Απελάτες να έχουνε συμμαχήσει με την Αμαζόνα Μαξιμώ, που ήτανε δυνατή και ανίκητη στη μάχη, να του κλέβουνε την αγαπημένη του Ευδοκία.

Μόνος χωρίς ούτε καν τη βοήθεια των λίγων στρατιωτών του, ο Διγενής ξεπάστρευε με τις γερές γροθιές του τους στρατιώτες της αμαζόνας. Όταν πια δεν είχε απομείνει κανένας όρθιος ακολουθεί τη Μαξιμώ. Μπροστά στην κήτη ενός ποταμού την προφτάνει και της ζητάει να ελευθερώσει τη γυναίκα του, την Ευδοκία που είχε αρπάξει από το κάστρο του. Για απάντηση η Μαξιμώ του πετάει το κοντάρι της. Ο Διγενής το αρπάζει στον αέρα και με τα στιβαρά του χέρια το σπάει σαν κλαράκι. Η Μαξιμώ χωρίς να χάσει καιρό σύρει το σπαθί της και του επιτίθεται με αλαλαγμό πολεμικό. Ο ατρόμητος Διγενής ούτε που κουνήθηκε από τη θέση του, περίμενε να τον πλησιάσει, απλώνει το χέρι του και τη ρίχνει από το άλογο της. Στην προσπάθεια της να τον χτυπήσει με το σπαθί της στο στέρνο ο Διγενής την αγκαλιάζει, τη σφίγγει και την ακινητοποιεί. Λίγο ακόμη αν την έσφιγγε θα της έλιωνε τα κόκαλα.

Ο Διγενής είχε μεγάλη καρδιά και τη λυπήθηκε. Την έπλυνε στο ποτάμι, της περιποιήθηκε τα χτυπήματα που είχε δεχτεί και την άφησε να φύγει.

Κατόπιν ελευθέρωσε τη γυναίκα του και φύγανε για το κάστρο τους να συνεχίσουνε να ζούνε μαζί ευτυχισμένοι.

 

digenis_2

 

ΜΕΡΟΣ 3Ο

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΔΙΓΕΝΗ

Τα χρόνια περνούσαν και κανείς πλέον δεν τολμούσε να επιτεθεί στα εδάφη που φύλαγε ο Ακρίτας, μα ούτε και κανείς τόλμησε να πειράξει πάλι τη γυναίκα του.

Πολύ στεναχωριότανε ο Διγενής που η ζωή του δεν είχε αγώνα. Αιτία τούτης της σκέψης ήτανε που ήθελε να πεθάνει σαν ήρωας επάνω στη μάχη και όχι να περιμένει το χάρο να τον πάρει.

Μια ηλιόχαρη Τρίτη που γυρνούσε από κυνήγι αρρωσταίνει βαριά. Καμιά φροντίδα της γυναίκας του και κανένα γιατρικό δεν τον έκανε καλά.

Καλεί τους αντρειωμένους φίλους του, να τους μιλήσει. Αμέσως φτάσανε κοντά του κι ο Μαυραϊλής κι ο γιος του Δράκου κι ο Τρεμαντάχειλος που η γη τους τρέμει κι κόσμος όλος.

Φίλοι καλοί κι αντρειωμένοι, τα χρόνια που έζησα στον πάνω κόσμο κανένα δε σκιάχτηκα αντρειωμένο. Τώρα όμως είδα ένα ξυπόλυτο και λαμπροφορεμένο που χει στα μάτια αστραπές και μου φωνάζει:

Ακούγοντας η Ευδοκία τα λόγια του θλίψη γέμισε μεγάλη. Αγάπαγε τον άντρα της και δε βαστούσε να τον βλέπει να λυγίζει.

Μπουκιά δεν έβαλε στο στόμα της για μέρες και πρώτη έφυγε στο αιώνιο ταξίδι

Κι ο Βασίλειος Διγενής Ακρίτας ο αντρειωμένος άρχοντας δέχτηκε να παλέψει στα μαρμαρένια αλώνια.

 

Κι επήγαν και παλέψανε στα μαρμαρένια αλώνια

Κι όπου χτυπάει ο Διγενής το αίμα τρέχει αυλάκι

Κι όπου χτυπάει ο Χάροντας, το αίμα ποτάμι τρέχει.

 

Και η φωνή του Διγενή ατάραχη ακουγότανε στα μαρμαρένια αλώνια.

«Δε χάνομαι στα Τάρταρα, μονάχα ξαποσταίνω,

στη ζωή ξαναφαίνομαι και λαούς ανασταίνω!»

 

 

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

 «Τα μαρμαρένια αλώνια» είναι ελεύθερη απόδοση στη ζωή του Βασίλειου Διγενή Ακρίτα, που έζησε κατά τον 10ο αιώνα μΧ και η δράση του σώζεται από λαϊκούς ποιητές αναφερόμενο ως, “έπος”.

Κατωτέρω παραθέτονται δυο ποιήματα, το πρώτο του Κωστή Παλαμά κι το δεύτερο από δημοτικό τραγούδι.

 

Ο Διγενής κι ο Χάροντας 
Κωστής Παλαμάς

Καβάλλα πάει ο Χάροντας

τον Διγενή στον ‘Αδη,

κι άλλους μαζί. Κλαίει, δέρνεται

τ’ ανθρώπινο κοπάδι.

Και τους κρατεί στου αλόγου του

δεμένους στα καπούλια,

της λεβεντιάς τον άνεμο,

της ομορφιάς την πούλια.

Και σα να μην τον πάτησε

του Χάρου το ποδάρι

ο Ακρίτας μόνο ατάραχα

κοιτάει τον καβαλλάρη

“Ο Ακρίτας είμαι, Χάροντα

δεν περνώ με τα χρόνια.

Μ’ άγγιξες και δε μ’ ένοιωσες

στα μαρμαρένια αλώνια;

Εγώ είμαι η ακατάλυτη

ψυχή των Σαλαμίνων,

στην Εφτάλοφην έφερα

το σπαθί των Ελλήνων.

Δε χάνομαι στα Τάρταρα,

μονάχα ξαποσταίνω,

στη ζωή ξαναφαίνομαι

και λαούς ανασταίνω!”

 

Ο θάνατος του Διγενή 
Δημοτικό

Ο Διγενής ψυχομαχεί κι η γη τονε τρομάσσει.

Βροντά κι αστράφτει ο ουρανός και σείετ’ ο απάνω κόσμος,

κι ο κάτω κόσμος άνοιξε και τρίζουν τα θεμέλια,

κι η πλάκα τον ανατριχιά, πώς θα τονε σκεπάσει,

πώς θα σκεπάσει τον αϊτό, τση γης τον αντρειωμένο.

Σπίτι δεν τον εσκέπαζε, σπηλιό δεν τον εχώρει,

τα όρη εδιασκέλιζε, βουνού κορφές επήδα,

χαράκι’ αμαδολόγανε και ριζιμιά ξεκούνειε.

Στο βίτσιμα ‘πιανε πουλιά, στο πέταμα γεράκια,

στο γλάκιο και στο πήδημα τα λάφια και τ’ αγρίμια.

Ζηλεύει ο Χάρος, με χωσιά μακρά τονε βιγλίζει,

κι ελάβωσέ του την καρδιά και την ψυχή του πήρε.

Τρίτη εγεννήθη ο Διγενής και Τρίτη θα πεθάνει.

Πιάνει καλεί τους φίλους του κι όλους τους αντρειωμένους.

Να ‘ρθει ο Μηνάς κι ο Μαυραϊλής, να ‘ρθει κι ο γιος του Δράκου,

να ‘ρθει κι ο Τρεμαντάχειλος, που τρέμει η γη κι ο κόσμος.

Κι επήγαν και τον ήβρανε στον κάμπο ξαπλωμένο.

Βογκάει, τρέμουν τα βουνά, βογκάει, τρέμουν οι κάμποι.

“Σαν τι να σ’ ήβρε, Διγενή, και θέλεις να πεθάνεις;”

“Φίλοι, καλώς ορίσατε, φίλοι κι αγαπημένοι,

συχάσατε, καθίσατε, κι εγώ σας αφηγιέμαι.

Της Αραβίνας τα βουνά, της Σύρας τα λαγκάδια,

που εκεί συνδυό δεν περπατούν, συντρείς δεν κουβεντιάζουν,

παρά πενήντα κι εκατό, και πάλε φόβον έχουν,

κι εγώ μονάχος πέρασα, πεζός κι αρματωμένος,

με τετραπίθαμο σπαθί, με τρεις οργιές κοντάρι.

Βουνά και κάμπους έδειρα, βουνά και καταράχια,

νυχτιές χωρίς αστροφεγγιά, νυχτιές χωρίς φεγγάρι.

Και τόσα χρόνια που ‘ζησα δω στον απάνω κόσμο,

κανέναν δεν φοβήθηκα από τους αντρειωμένους.

Τώρα είδα έναν ξιπόλητο και λαμπροφορεμένο,

που ‘χει του ρίσου τα πλουμιά, της αστραπής τα μάτια,

με κράζει να παλέψουμε σε μαρμαρένια αλώνια,

κι όποιος νικήσει από τους δυο να παίρνει την ψυχή του”.

Κι επήγαν και παλέψανε στα μαρμαρένια αλώνια,

κι όθε χτυπάει ο Διγενής, το αίμα αυλάκι κάνει,

κι όθε χτυπάει ο Χάροντας, το αίμα τράφο κάνει.

  

ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΔΙΓΕΝΗ

 Διγενής Ακρίτας, το έπος. Ο πιο ξακουστός απ’ όλους τους Ακρίτες ήτανε ο Βασίλειος Διγενής Ακρίτας, ένα πανώριο, σαν ημίθεος, παλικάρι και δυνατός σαν τον Ηρακλή. Οι ελληνικές αρετές, το Δίκαιο και η Καλοσύνη, οδηγούσαν τη ζωή και τις πράξεις του προασπίζοντας τα σύνορα της βυζαντινής αυτοκρατορίας από τους βαρβάρους που ήθελαν να την κατακτήσουν.

Πολεμούσε την αδικία. Υπεράσπιζε τους αδυνάτους. Πάλευε για το δίκιο των φτωχών. Γι αυτό κι ο λαός τον αγάπησε και τον αντάμειψε γράφοντας γι αυτόν το έπος του Διγενή Ακρίτα.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top