Fractal

Διευρύνοντας την ορατότητα της Εκκλησίας στη δημόσια σφαίρα (3ο μέρος)

της Βασιλικής Γεωργιάδου // *

 

Παρά τις αντιδράσεις φανατικών, αλλά και της Ιεράς Συνόδου, θα γίνει ο πρώτος Προκαθήμενος της Ελλαδικής Εκκλησίας που συναντάται στο Βατικανό με τον Πάπα το Δεκέμβριο του 2006. Είχε προηγηθεί επίσκεψη του Πάπα Ιωάννη Παύλου Β στην Αθήνα το 2001.

Παρά τις αντιδράσεις φανατικών, αλλά και της Ιεράς Συνόδου, θα γίνει ο πρώτος Προκαθήμενος της Ελλαδικής Εκκλησίας που συναντάται στο Βατικανό με τον Πάπα το Δεκέμβριο του 2006. Είχε προηγηθεί επίσκεψη του Πάπα Ιωάννη Παύλου Β στην Αθήνα το 2001.

Σκέψεις και συμπεράσματα

 

Ο Χριστόδουλος έγινε Προκαθήμενος της Ορθόδοξης Εκκλησίας (1998) σε μια περίοδο κατά την οποία το αίτημα του εκσυγχρονισμού και εξευρωπαϊσμού ήταν πλέον κυρίαρχο μεταξύ των κομμάτων του ελληνικού κοινοβουλίου (πλην του ΚΚΕ), ενός σημαντικού μέρους της πολιτικής ελίτ και των πολιτικών δυνάμεων της χώρας. Το ίδιο αίτημα συμμεριζόταν ένα μεγάλο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας, παρότι ήταν εμφανής η ύπαρξη δύο τάσεων στο εσωτερικό της. Μάλιστα, τότε γινόταν λόγος για τις ‘δύο Ελλάδες’ (Μαυρής 2000) και για μια σχάση που διαπερνούσε εγκάρσια την κοινωνία: όπως εμπειρικά έχει διαπιστωθεί, η εκλογική βάση των δύο μεγαλύτερων κομμάτων αποτελείτο αφενός μεν από (νέα) μεσαία στρώματα που αντιμετώπιζαν θετικά την προοπτική του εκσυγχρονισμού και εξευρωπαϊσμού της χώρας και αφετέρου από κοινωνικά και οικονομικά ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού που έβλεπαν με φόβο και ανέπτυσσαν αμυντικά αντανακλαστικά απέναντι στην ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας (βλ. στο ίδιο, 22-24).

Δεν είχε πρόβλημα να εκδηλώσει φίλαθλα αισθήματα, ακόμη κι αν κινδύνευε να παρεξηγηθεί ως οπαδός συγκεκριμένης ομάδας και …διαφημιστής χορηγού της.

Δεν είχε πρόβλημα να εκδηλώσει φίλαθλα αισθήματα, ακόμη κι αν κινδύνευε να παρεξηγηθεί ως οπαδός συγκεκριμένης ομάδας και …διαφημιστής χορηγού της.

Ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος –και αυτό ήταν το ατού του έναντι των συνδιεκδικητών για τη θέση του Προκαθημένου της Εκκλησίας– έδειχνε στην αρχή να μπορεί να ανταποκριθεί σε προσδοκίες και αγωνίες και από τις ‘δύο Ελλάδες’: ο ίδιος εξέφραζε ένα αίτημα εκσυγχρονισμού της Εκκλησίας, ταυτοχρόνως ,όμως ,δικαίωνε τους φόβους εκείνης της Ελλάδας που αμυνόταν κατά του εκσυγχρονισμού και του εξευρωπαϊσμού. Το αίτημα του εκσυγχρονισμού της Εκκλησίας που εξέφρασε ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος περιορίστηκε γρήγορα σε επικοινωνιακά εφέ, σε λεκτικά σχήματα, σε μόδα και σε (ένα ‘εθνο-θρησκευτικό’) life style (Δεμερτζής 2001: 90). Ο Χριστόδουλος ταύτισε τον εκσυγχρονισμό με μια εργαλειακή εκδοχή του και τον εκσυγχρονισμό της Εκκλησίας με τον εκμοντερνισμό της εικόνας της, αλλά και των μέσων για την προβολή της εικόνας αυτής. Δεν ήταν, πάντως, αυτός ο μοναδικός ούτε και ο κύριος λόγος που η Εκκλησία επί των ημερών του δεν αποκατέστησε διαύλους πνευματικής επικοινωνίας με την κοινωνία και ειδικά με τους νέους, στους οποίους στόχευε να προσεγγίσει ο Χριστόδουλος.

Ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος ανέλαβε τα ηνία της Εκκλησίας σε μια παγκόσμια συγκυρία αναβίωσης του θρησκευτικού φαινομένου, αλλά και κρίσης των παραδοσιακών θρησκειών. Ακόμη και όταν οι θρησκείες γίνονται ‘δημόσιες’, διεκδικούν ρόλους και ασκούν επιρροή στη δημόσια σφαίρα, τα πνευματικά τους νοήματα βρίσκονται συχνά σε παρακμή.

Στην περίπτωση της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας θα αποτελούσε υπερβολική αξίωση να αναμέναμε ο Προκαθήμενός της να αντιστρέψει ένα φαινόμενο πνευματικής παρακμής και θα ήταν άδικο το φαινόμενο αυτό να του χρεωθεί. Είναι, πάντως, σωστό να σημειωθεί, ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία με τον Χριστόδουλο επικεφαλής έχασε σε κοινωνική αποδοχή και σε τακτικά εκκλησιαζόμενους πιστούς και επί των ημερών του δεν ανακόπηκε η φθορά της μεταξύ των νέων, όπως και των μεσαίων ηλικιών, αλλά και των περισσότερο μορφωμένων, εκείνων που βρίσκονται σε παραγωγική φάση στον κύκλο της εργασιακής τους ζωής, κλπ.

Επικεφαλής του συνόλου της ιεραρχίας απευθύνεται στους πιστούς για τις ταυτότητες σφραγίζοντας μια διαιρετική στάση, που δεν συνάδει με την Εκκλησία. Το ελαφρυντικό ήταν ότι και στο παρελθόν η ιεραρχίας διαδραμάτισε διχαστικούς ρόλους.

Επικεφαλής του συνόλου της ιεραρχίας απευθύνεται στους πιστούς για τις ταυτότητες σφραγίζοντας μια διαιρετική στάση, που δεν συνάδει με την Εκκλησία. Το ελαφρυντικό ήταν ότι και στο παρελθόν η ιεραρχίας διαδραμάτισε διχαστικούς ρόλους.

Ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος γνώριζε πώς να προσδώσει ορατότητα και δημοσιότητα στην Εκκλησία, αλλά η μεγαλύτερη ορατότητα και δημοσιότητα που της προσέδωσε (και στον εαυτό του πρώτα απ’ όλα) κάθε άλλο παρά συνέβαλαν στη διεύρυνση της πνευματικής και εκκλησιαστικής της επιρροής. Στο σημείο αυτό αξίζει να αναστοχαστούμε τα τολμηρά λόγια του Τοκβίλ (2001: 556) για τις πιθανές συνέπειες από τη διεύρυνση της ορατότητας της εκκλησίας:

‘Νιώθω να με διαπερνούν τόσο πολύ οι σχεδόν αναπόφευκτοι κίνδυνοι που διατρέχουν οι πίστεις όταν οι ερμηνευτές τους αναμειγνύονται με τα κοινά και είμαι όσο πεπεισμένος ότι πρέπει πάση θυσία να διατηρηθεί ο χριστιανισμός…, ώστε θα προτιμούσα να αλυσοδέσω τους παπάδες πάνω στο θυσιαστήριο, παρά να τους αφήσω να βγουν από αυτό’.

 

Σημειώσεις

i Οι σχετικές αναφορές είναι από συνέντευξη που παραχώρησε ο Χριστόδουλος, μερικές ημέρες μετά την εκλογή του ως Προκαθημένου της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, στην εφημερίδα Το Βήμα (03.05.1998). Το επίμαχο απόσπασμα, στο οποίο ο τότε Αρχιεπίσκοπος ταύτιζε την Εκκλησία με τον λαό και το έθνος, έχει ως εξής: ‘Πιστεύω ότι αυτό είναι το μεγαλύτερο προνόμιο το οποίο έχουμε· να είμαστε Έλληνες και εν ταυτώ να έχουμε την Εκκλησία μας, η οποία εξασφαλίζει την οντότητά μας πλέον ως έθνους και ως λαού. Εγώ πιστεύω ότι η Ορθοδοξία είναι όρος επιβιώσεως του Ελληνισμού, αν θέλουμε ο Ελληνισμός να ζήσει και να μπορέσει να έχει διάρκεια’.

ii Το ζήτημα αυτό αναλύει ο Μανιτάκης, ο οποίος εξηγεί τη διαφορά μεταξύ του δικαιώματος του Χριστοδούλου να ομιλεί ως πολίτης και του δικαιώματός του να ομιλεί ως Προκαθήμενος της Εκκλησίας. Στη δεύτερη περίπτωση υπάρχουν όρια στον δημόσιο λόγο του, τα οποία προκύπτουν από τη δημόσια εξουσία και αποστολή που επιτελεί ένας Αρχιεπίσκοπος (Μανιτάκης 2000: 185-87)

iii Η έννοια της ‘ορατότητας’ (visibility) είναι κεντρική στη θεωρία της εκκοσμίκευσης και στην ανάλυση του ρόλου των θρησκειών στη νεωτερικότητα. Όσο πιο εκκοσμικευμένες είναι οι κοινωνίες τόσο πιο ‘αφανείς’/’αθέατες’ (invisible) γίνονται οι θρησκείες, ισχυρίζεται ο Luckmann (1967). Ωστόσο, η διεύρυνση της ορατότητας των θρησκειών δεν έχει να κάνει μόνο με τη μετατόπιση της θέσης τους από την ιδιωτική στη δημόσια σφαίρα, όπως αυτό συμβαίνει στη διάρκεια της ύστερης νεωτερικότητας, αλλά και με τον ‘μετασχηματισμό στη φύση της ορατότητας και στη μεταβαλλόμενη σχέση ανάμεσα στην ορατότητα και την εξουσία’, Thompson (1998: 202). Τα ΜΜΕ έχουν κεντρικό ρόλο σε αυτές τις αλλαγές. Βλ. στο ίδιο, σελ. 210-47.

iv Σχετικά με τη σύνθετη αυτή υπόθεση της άρσης του ‘απαραδέκτου’ για τα ‘όργανα της διοίκησης’, μεταξύ αυτών και των Μητροπολιτών οι οποίοι είχαν κηρυχθεί έκπτωτοι του αξιώματός τους με Συντακτικές Πράξεις ψηφισμένες από το καθεστώς των συνταγματαρχών, βλ. αναλυτικά Κονιδάρης (1994: 118-31, 141-64, 172-83). Η υπόθεση αυτή καταδεικνύει τα προβλήματα που δημιούργησε η αποκατάσταση της κανονικότητας στην Ορθόδοξη Εκκλησία με την εκλογή του Σεραφείμ ως Αρχιεπισκόπου, πριν την πτώση της χούντας των συνταγματαρχών, από ένα σώμα κανονικώς εκλεγμένων Μητροπολιτών, που όμως δεν περιελάμβανε όλους τους εν ενεργεία Μητροπολίτες. Επίσης, η υπόθεση αυτή φανερώνει τις συνέπειες που προκαλεί η έλλειψη μιας ολοκληρωμένης Μεταπολίτευσης στην Ελληνική Εκκλησία και η άρνηση της Εκκλησίας να αντιμετωπίσει κριτικά το παρελθόν και τη δράση της στη διάρκεια της στρατιωτικής δικτατορίας.

Με τον Κώστα Καραμανλή. Ιστορικές έμειναν οι φράσεις του για τη «Δεξιά του Κυρίου», έξι μόλις ημέρες μετά τη νίκη της Ν.Δ. στις εκλογές του 2004 και «οι καταστάσεις αλλάζουν, δόξα σοι ο Θεός», αμέσως μετά την πρώτη συνάντησή του με τον πρωθυπουργό.

Με τον Κώστα Καραμανλή. Ιστορικές έμειναν οι φράσεις του για τη «Δεξιά του Κυρίου», έξι μόλις ημέρες μετά τη νίκη της Ν.Δ. στις εκλογές του 2004 και «οι καταστάσεις αλλάζουν, δόξα σοι ο Θεός», αμέσως μετά την πρώτη συνάντησή του με τον πρωθυπουργό.

v Έτσι περιγράφεται η διακονία του Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ στον Τύπο. Βλ. Κ. Τσαούσης, ‘Ένας ιεράρχης κοινής αποδοχής΄, εφ. Το Βήμα, 12.04.1998. vi Οι ‘κρατικές εκκλησίες’ συνιστούν έναν αναχρονισμό και είναι ‘ασύμβατες’ με το κοσμικό κράτος. Μόνο με τον χωρισμό τους από το κράτος οι εκκλησίες από ‘κρατικοί καταναγκαστικοί θεσμοί’ μπορεί να μετατραπούν σε ‘ελεύθερους θρησκευτικούς θεσμούς’ και ‘ιδρύματα της κοινωνίας πολιτών’, Casanova (1994a: 28 και 1994: 213). Για το θέμα αυτό Weber (19787: 162), ο οποίος διέκρινε την αυστηρή πειθαρχία που επιβάλλουν στους πιστούς τους οι κρατικές εκκλησίες από την εκούσια υποταγή στην οποία στηρίζονται οι αιρέσεις. Η μετάβαση από τις παραδοσιακές κρατικές εκκλησίες σε καταστάσεις θρησκευτικού πλουραλισμού και ‘ομολογιοποίησης’ των θρησκειών/εκκλησιών λαμβάνει χώρα κατά τη Μεταρρύθμιση. Βλ. σχ. στο ανά χείρας τεύχος Λίποβατς (2009).

vii Για τη σχέση της θρησκείας (από τους τηλε-ευαγγελιστές και το new age μέχρι τις παραδοσιακές θρησκείες) με τα ΜΜΕ, βλ. Hoover (2006).

viii Στην ύστερη νεωτερικότητα οι θρησκείες ‘υπάγονται’ ολοένα και περισσότερο στη ‘λογική των μέσων ενημέρωσης’ και ως προς τον τρόπο που είναι οργανωμένες θεσμικά και σε συμβολικό επίπεδο, όπως και σε επίπεδο ατομικού ‘θρησκευτικού φρονήματος’. Πρόκειται για τη διεργασία της ‘μεσοποίησης της θρησκείας’ (mediatization of religion), σύμφωνα με την οποίο ο πνευματικός και κοινωνικός ρόλος της θρησκείας μεταβάλλεται λόγω ακριβώς της αυξανόμενης σημασίας των μίντια στην κοινωνία. Η ‘μεσοποίηση’ δεν αφορά μόνο τη θρησκεία, αλλά αποτελεί μια διεργασία κοινωνικής αλλαγής, από την οποία επηρεάζονται όλοι οι κοινωνικοί θεσμοί. Τα παραπάνω στο Hjarvard (2008a). Για το ίδιο Δεμερτζής (2002: 160). Ο Hjarvard (στο ίδιο, 114 και 2008: 13-4) διακρίνει, πάντως, τη ‘μεσοποίηση’ από τη ‘μιντιοποίηση της θρησκείας’ (mediation of religion). ‘Μιντιοποίηση’ υπάρχει όταν η θρησκεία προσλαμβάνει ‘μιντιακή μορφή’, με αποτέλεσμα οι θρησκευτικές (γλωσσικές, συμβολικές κ.ά.) φόρμες να προσαρμόζονται σε εκείνες των ΜΜΕ.

ix Οι ομιλίες, από όπου προέρχονται οι σχετικές φράσεις που απηύθυνε ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος σε νέους και σε μαθητές, καθώς και το σχετικό οπτικό υλικό, είναι διαθέσιμα στο youtube, http://www.youtube.com/watch?v=_8EkEPmzi1E (πρόσβαση 02.02.2009).

x Αναφερόμαστε στην εμπλοκή της Εκκλησίας στο παραδικαστικό σκάνδαλο, με πρόσωπα του περιβάλλοντος του τότε Αρχιεπισκόπου και της Εκκλησίας να κατηγορούνται για προσωπική ανάμειξη στο παραδικαστικό κύκλωμα. Βλ. δημοσιεύματα στον ημερήσιο τύπο, από 01.02.2005. Μια θαρραλέα πραγμάτευση του θέματος, στο Παντελής Καλαϊτζίδης, Ο Θεός και ο Καίσαρ. Επίκαιρο σχόλιο στην εκκλησιαστική κρίση και στο ζήτημα του χωρισμού κράτους και Εκκλησίας, http://www.theologika.gr/keimena/kalkaisar.htm (πρόσβαση 23.12.2008).

xi Μια εικόνα υπάρχει μέσα από τις αναπαραστάσεις της. Η αναπαράσταση της εικόνας του Αρχιεπισκόπου από τα ΜΜΕ επικράτησε, ωστόσο, έναντι άλλων αναπαραστάσεών της (π.χ. από την Εκκλησία). Επειδή, όμως, η ‘δημοσιοποιημένη’ εικόνα του Αρχιεπισκόπου διέθετε μια ‘ασθενή βάση’ κατασκευής, αποδυναμώθηκε γρήγορα και κατέρρευσε στη διάρκεια της εκκλησιαστικής κρίσης του 2005. Για την έννοια της ‘δημοσιοποιημένης κοινής γνώμης’ και την κατανόηση των μηχανισμών που περιγράφονται παραπάνω, βλ. Κατσούλης.

xii Σχετικά με το ποια εμπειρικά δεδομένα χρησιμοποιούνται στις έρευνες για τη θρησκεία/εκκλησία και τι υποδηλώνουν ως προς τον δείκτη της θρησκευτικότητας, βλ. Σταθοπούλου (2007).

Η χειρόγραφη διαθήκη του με ημερομηνία 15/05/2007, δηλαδή έναν μήνα περίπου πριν αρχίσει η περιπέτεια με την υγεία του, που θα οδηγήσει στο τέλος του. Αφήνει τα άμφιά του αλλά και τα αντικείμενα που του ανήκουν στα δύο σπίτια του στην Πλάκα και στο Παλαιό Ψυχικό στο υπό σύσταση εκκλησιαστικό μουσείο. Δηλώνοντας ότι δεν έχει χρήματα, στους στενούς του συνεργάτες αφήνει εγκόλπια, σταυρούς και προσωπικά είδη.

Η χειρόγραφη διαθήκη του με ημερομηνία 15/05/2007, δηλαδή έναν μήνα περίπου πριν αρχίσει η περιπέτεια με την υγεία του, που θα οδηγήσει στο τέλος του. Αφήνει τα άμφιά του αλλά και τα αντικείμενα που του ανήκουν στα δύο σπίτια του στην Πλάκα και στο Παλαιό Ψυχικό στο υπό σύσταση εκκλησιαστικό μουσείο. Δηλώνοντας ότι δεν έχει χρήματα, στους στενούς του συνεργάτες αφήνει εγκόλπια, σταυρούς και προσωπικά είδη.

xiii Βλ. σχ. στοιχεία από το Socialdatanet, Κέντρο Πολιτικών Ερευνών, Πάντειο Πανεπιστήμιο, http://socialdatanet-kpe-panteion.blogspot.com (πρόσβαση 26.06.2008).

xiv Στοιχεία σχετικά με τον δείκτη εμπιστοσύνης για την Εκκλησία, βλ. στην έρευνα Εμπιστοσύνη στους Θεσμούς, 2007-2008, που διεξήγαγε η Public Issue. Τα στοιχεία είναι διαθέσιμα ηλεκτρονικώς, http://www.publicissue.gr/1028/institutions-2 (πρόσβαση 29.12.2008), όπου υπάρχουν και επεξηγήσεις ως προς τον τρόπο υπολογισμού του δείκτη εμπιστοσύνης, καθώς και πληροφορίες για ένα σύνολο πολιτικών, κοινωνικών, οικονομικών κ.ά. θεσμών. Από τους συνολικά 48 θεσμούς που εξετάζονται, η Εκκλησία είναι 22η στην κατάταξη βάσει της τιμής του δείκτη εμπιστοσύνης, με θετική τιμή στον δείκτη.

xv Στην συγκριτική έρευνα Πολιτικής Κουλτούρας στις χώρες της Νότιας Ευρώπης, που εκ μέρους της Ελλάδας διεξήγαγε το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ), η δύναμη και επιρροή της Εκκλησίας εκτιμάται ως πολύ υψηλή από το 32,8% των ερωτηθέντων. Στη συγκεκριμένη έρευνα, μόνο η κυβέρνηση εμφανιζόταν να έχει υψηλότερη δύναμη και επιρροή από την Εκκλησία, συγκεντρώνοντας το 57,6% των σχετικών απαντήσεων. Βλ. Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, ειδικό τεύχος (69Α), 1988, σελ. 148. Είκοσι χρόνια μετά, σε έρευνα για τη θρησκεία που διεξήγαγε η Public issue, 66% των ερωτηθέντων εκτιμούσε ως ‘πολύ’ και ‘αρκετά σημαντική’ την επιρροή της θρησκείας στην ελληνική κοινωνία, αν και το 60% εκτιμούσε μικρότερη την επιρροή αυτή σε σύγκριση με 10 έως 15 χρόνια πριν. Στην ίδια έρευνα 46% των ερωτηθέντων θεωρούσε ‘πολύ’ και ‘αρκετά σημαντική’ την επιρροή της θρησκείας στην πολιτική, αν και το 52% εκτιμούσε ότι η πολιτική επιρροή της θρησκείας ήταν ‘μεγαλύτερη από ό,τι θα έπρεπε’. Τέλος, σχετικά με το σε ποια θέματα θα έπρεπε να εκφέρουν γνώμη οι επικεφαλής της Εκκλησίας, 39% απάντησε ‘σε όλα τα θέματα’, 32% ‘σε θέματα παιδείας’ και 18% ‘ σε θέματα κοινωνικής πολιτικής’. Όλες οι υπόλοιπες απαντήσεις απέσπασαν πολύ μικρά ποσοστά. Η έρευνα είναι διαθέσιμη ηλεκτρονικώς, http://www.publicissue.gr/96/religion (πρόσβαση 31.01.2008).

xvi Όπως αναφέρθηκε, στο 73,3% (θετικές γνώμες) μετρήθηκε η δημοτικότητα του Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου, λίγο μετά την εκλογή του (Ιούνιος 1998, στοιχεία MRB). Η δημοτικότητά του αυξήθηκε και άλλο και έφθασε στην υψηλότερη τιμή της ένα χρόνο μετά, όταν μετρήθηκε στο 85% (Φεβρουάριος 1999, στοιχεία VPRC). Από την υπόθεση των ταυτοτήτων ξεκινά μια αργή πτώση της δημοτικότητας του Χριστοδούλου, αν και ποτέ μέχρι την εκκλησιαστική κρίση του 2005 οι αρνητικές γνώμες δεν είχαν ξεπεράσει το 30%. Έφθασε στο χαμηλότερο σημείο της η δημοτικότητα του τότε Αρχιεπισκόπου ακριβώς την περίοδο της εκκλησιαστικής κρίσης, όταν για πρώτη φορά οι αρνητικές γνώμες γι’αυτόν ξεπέρασαν τις θετικές (43% έναντι 47%, Φεβρουάριος 2005, στοιχεία VPRC). Η δημοτικότητά του διατηρήθηκε έκτοτε σε ποσοστά γύρω στο ± 50% (θετικές γνώμες) και εκτοξεύθηκε στο 76% την περίοδο της ασθενείας του. Βλ. σχετικές αναφορές στην εφ. Ελευθεροτυπία, 11.02.2005 και ανάλυση του Γ. Μαυρή στην ιστοσελίδα της Public Issue (http://www.publicissue.gr/93/christodoulos, πρόσβαση 29.12.2008). Η δημοτικότητα του σημερινού Αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου μετρήθηκε στο 78% (Φεβρουάριος 2009, στοιχεία MARC).

Στο μουσείο που φέρει τ' όνομά του στην Αμοργό. Πρωτεργάτης του ο πατέρας Θωμάς Συνοδινός.

Στο μουσείο που φέρει τ’ όνομά του στην Αμοργό. Πρωτεργάτης του ο πατέρας Θωμάς Συνοδινός.

xvii Τα ενδιαφέροντα αυτά στοιχεία προέρχονται από έρευνα της εταιρείας VPRC, που αναφερόταν στην κρίση της Εκκλησίας και δημοσιεύθηκε στην εφ. Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία (10.02.2005). Στην ίδια έρευνα το ποσοστό του χωρισμού εμφανίζεται αρκετά μικρότερο από το αναφερόμενο στον Πίνακα 1 (βλ. παραπάνω), αλλά πάντως και στα στοιχεία της VPRC οι υποστηρικτές του χωρισμού είναι περισσότεροι από τους αρνητές του (48% έναντι 35%).

xviii Παρά το ότι στην ύστερη νεωτερικότητα έχει παρατηρηθεί ότι το να ανήκεις σε μια εκκλησία (belonging), δεν συνεπάγεται πάντα και πίστη στις αρχές του θρησκευτικού δόγματος που η εκκλησία αυτή πρεσβεύει (believing) και παρά το ότι, επίσης, το να ανήκεις σε μια εκκλησία δεν σημαίνει ότι εκκλησιάζεσαι συστηματικά, ωστόσο ο τακτικός εκκλησιασμός συνοδεύεται από θρησκευτική πίστη για το μεγαλύτερο μέρος των εκκλησιαζομένων. Για τη σχέση θρησκευτικής πίστης και εκκλησιασμού βλ. Lüchau (2007). Για τις διάφορες εκδοχές του πιστεύειν, βλ. Kotler-Berkowitz (2001), Davie (1994), Willaime (2004: 138-47) και Γεωργιάδου & Νικολακόπουλος (2007). Όσον αφορά την ελληνική περίπτωση, αυτή η διάχυτη θρησκευτικότητα αποτυπώνεται στα υψηλά ποσοστά των κατά δήλωσή τους ‘θρήσκων’ μεταξύ των ερωτηθέντων στο 1ο και το 2ο κύμα της Ευρωπαϊκής Κοινωνικής Έρευνας. Τα σχετικά στοιχεία είναι διαθέσιμα στο Socialdatanet, Κέντρο Πολιτικών Ερευνών, Πάντειο Πανεπιστήμιο, http://socialdatanet-kpe-panteion.blogspot.com (πρόσβαση 26.06.2008).

xix Αποτελεί, πάντως ένδειξη ‘θρησκευτικής αλλαγής’ (religious change), οι κοινωνίες ‘να εκκοσμικεύονται περισσότερο χωρίς, συγχρόνως, να γίνονται λιγότερο θρησκευόμενες’, όπως παρατηρεί ο Gorski ότι συνέβη στην Ευρώπη στην αυγή της νεωτερικότητας. Βλ. Gorski (2000). Η εκκοσμίκευση δηλαδή δεν ταυτίζεται με την απουσία ούτε με το λεγόμενο ‘τέλος της θρησκείας’ στις σύγχρονες κοινωνίες.

 

* Η Βασιλική Γεωργιάδου είναι καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Η μελέτη της σε μορφή PDF στην ιστοσελίδα του academia.edu

 

Βιβλιογραφικές αναφορές

(Ακριβείς αναφορές για το εμπειρικό υλικό και το υλικό από τον Τύπο που έχει χρησιμοποιηθεί για τη συγγραφή αυτού του κειμένου, υπάρχουν εντός του κειμένου και στις τελικές σημειώσεις.)

Alivizatos, N. (1999). ‘A new role for the Greek Church?’, Journal of Modern Greek Studies, 17.

Casanova, J. (1994). Public religions in the modern world, Chicago: University of Chicago Press.

Casanova, J. (1994a). ‘Religion und Öffentlichkeit. Ein Ost-/Westvergleich’, Transit, 8.

Chaves, M. (1994). ‘Secularization as declining religious authority’, Social Forces, 72(3).

Davie, G. (1994). Religion in Britain since 1945, Oxford: Blackwell.

Δεμερτζής, Ν. (2001). ‘Η εθνο-θρησκευτική και επικοινωνιακή εκκοσμίκευση της Ορθοδοξίας’, Επιστήμη και Κοινωνία, 5-6.

Δεμερτζής, Ν. (2002). ‘Πολιτική και επικοινωνία. Όψεις εκκοσμίκευσης της Ορθοδοξίας’, στο Λίποβατς, Θ., Δεμερτζής, Ν. & Γεωργιάδου, Β., επιμ., Θρησκείες και πολιτική στη νεωτερικότητα, Αθήνα: Κριτική.

Φουντεδάκη, Π. (2000). ‘Σχέσεις κράτους και εκκλησίας στον ευρωπαϊκό χώρο’, Το Σύνταγμα, 26(4-5).

Φουντεδάκη, Π. (2002). ‘Θρησκεία και κράτος στην Ευρώπη: Εκκοσμίκευση και λειτουργική διαφοροποίηση’, στο Λίποβατς, Θ., Δεμερτζής, Ν. & Γεωργιάδου, Β., επιμ., Θρησκείες και πολιτική στη νεωτερικότητα, Αθήνα: Κριτική.

Γεωργιάδου, Β. (1996). ‘Κοσμικό κράτος και Ορθόδοξη Εκκλησία: Σχέσεις θρησκείας, κοινωνίας κια πολιτικής στη Μεταπολίτευση’, στο Λυριντζής, Χρ., Νικολακόπουλος, Ηλ. & Σωτηρόπουλος, Δ., επιμ., Κοινωνία και πολιτική.

Όψεις της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας 1974- 1994, Αθήνα: Θεμέλιο.

Γεωργιάδου, Β. & Νικολακόπουλος, Η. (2000). ‘Ο Λαός της Εκκλησίας. Όψεις της εκκλησιαστικής θρησκευτικότητας στην Ελλάδα’, στο Βερναρδάκης, Χρ., επιμ., Η κοινή γνώμη στην Ελλάδα. Έρευνες- Δημοσκοπήσεις 2001, Αθήνα: Νέα Σύνορα – Α.Α. Λιβάνη.

Γεωργιάδου, Β. & Νικολακόπουλος, Ηλ. (2001). ‘Εμπειρική ανάλυση του εκκλησιασμού στην Ελλάδα’, Κοινωνία Πολιτών, 7.

Γεωργιάδου, Β. & Νικολακόπουλος, Ηλ. (2007). ‘Εκκλησιασμός, θρησκευτικότητα, προσευχή. Μια ασύμπτωτη σχέση’, στο Καφετζής, Τ., Μαλούτας, Γ. & Τσίγκανου, Ι., επιμ., Πολιτική, κοινωνία, πολίτες, Αθήνα: Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών.

Gorski, Ph. (2000). ‘Historicizing the secularization debatte: Church, state, and society in late medieval and early modern Europe, ca. 1300 to 1700’, American Sociological Review, 65(1).

Hjarvard, S. (2008). ‘The mediatization of religion. A theory of the media as agents of religious change’, Northern Lights, 6.

Hjarvard, S. (2008a). ‘Τhe mediatization of society. A theory of the media as agents of social and cultural change’, Nordicom Review, 29(2).

Hoover, S. M. (2006). Religion in the media age, London & New York: Routledge.

Jagodzinski, W. & Dobbelaere, K. (1993). ‘Der Wandel kirchlicher Religiosität in Westeuropa’, στο Hahn, A., Bergmann, J. & Luckmann, T., επιμ., Religion und

Kultur, Kölner Zeitschrift für Soziologie und Sozialpsychologie, ειδικό τεύχος.

Κατσούλης, Η. (1999). ‘Μεταξύ απόρριψης και ανοχής: η τρομοκρατική δράση στην Ελλάδα’, στο Αναφορά στον Πάυλο Μπακογιάννη, Αθήνα: Κέντρο Πολιτικής Έρευνας και Επικοινωνίας.

Κονιδάρης, Γ. (1994). Η διαπάλη νομιμότητας και κανονικότητας και η θεμελίωση της εναρμονίσεώς τους, Αθήνα: Αντ. Ν. Σάκκουλα.

Kotler-Berkowitz, L. (2001). ‘Religion and voting in Great Britain: A Reassessment’, British Journal of Political Science, 31.

Λίποβατς, Θ. (2009). ‘Ο πολυθεϊσμός των αξιών: Max Weber’, Επιστήμη και Κοινωνία, 21.

Lüchau, P. (2007). ‘By faith alone? Church attendance and christian faith in three european countries’, Journal of Contemporary Religion, 22(1).

Luckmann, Th. (1967). The invisible religion, New York: The Macmillan Company.

Makrides, V. (1991). ‘Orthodoxy as a conditio sine qua non: Religion and state/politics in modern Greece from a socio-historical perspective’, Ostkirchliche Studien, 40(4).

Μανιτάκης, Α. (2000). Οι σχέσεις της Εκκλησίας με το κράτος-έθνος. Στη σκιά των ταυτοτήτων, Αθήνα: Νεφέλη.

Μαυρής, Γ. (2000). ‘Οι «δύο Ελλάδες». Κοινωνιολογία της ψήφου στις εκλογές της 9ης Απριλίου 2000’, στο Βερναρδάκης, Χρ., επιμ., Η κοινή γνώμη στην Ελλάδα. Έρευνες- Δημοσκοπήσεις 2001, Αθήνα: Νέα Σύνορα – Α.Α. Λιβάνη.

Molokotos-Liederman, L. (2007). ‘The Greek ID card controversy: A case study of religion and national identity in a changing European Union’, Journal of Contemporary Religion, 22(1).

Ντε Τοκβίλ, Α. (2001²). Η δημοκρατία στην Αμερική. Μετάφραση Μπ. Λυκούδης, Αθήνα: Στοχαστής.

Πατρίκιος, Σ. (2009). ‘Η εμπειρική μελέτη της θρησκευτικής αυθεντίας’, Επιστήμη και Κοινωνία, 21.

Σταθοπούλου, Θ. (2007). ‘Θρησκευτικότητα και εμπιστοσύνη στους θεσμούς. Διαφαινόμενες τάσεις στην Ελλάδα και την Ευρώπη’, στο Ζορμπάς, Κ., επιμ., Πολιτική και θρησκείες, Αθήνα: Παπαζήση.

Thompson, J. B. (1998). Νεωτερικότητα και μέσα επικοινωνίας. Μετάφραση Γ. Καραμπίνη & Ν. Σώκου, εισαγωγή-επιμέλεια Ν. Δεμερτζής, Αθήνα: Παπαζήση.

Weber, M. (19787). Gesammelte Aufsätze zur Religionssoziologie, 1. τόμος, Tübingen: J. C. B. Mohr (Paul Siebeck0.

Willaime, J.-P. (2004). Κοινωνιολογία των θρησκειών. Μετάφραση Α. Καραστάθη, επιμέλεια Θ. Ψυχογιός, Αθήνα: Ινστιτούτο του Βιβλίου Α. Καρδαμίτσα.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top