Fractal

Διευρύνοντας την ορατότητα της Εκκλησίας στη δημόσια σφαίρα (2ο μέρος)

της Βασιλικής Γεωργιάδου // *

 

Στα δέκα περίπου χρόνια που έμεινε Αρχιεπίσκοπος, ο κυρός Χριστόδουλος πολλές φορές κατακρίθηκε, πολλές φορές συγκέντρωσε τα πυρά ιεραρχών, άλλες το κήρυγμά του μεταφράστηκε ως πολιτική παρέμβαση και προκάλεσε αντιδράσεις, είχε όμως πάντα και ένθερμους ακροατές.

Στα δέκα περίπου χρόνια που έμεινε Αρχιεπίσκοπος, ο κυρός Χριστόδουλος πολλές φορές κατακρίθηκε, πολλές φορές συγκέντρωσε τα πυρά ιεραρχών, άλλες το κήρυγμά του μεταφράστηκε ως πολιτική παρέμβαση και προκάλεσε αντιδράσεις, είχε όμως πάντα και ένθερμους ακροατές.

Κοινωνική αποδοχή και θρησκευτική απήχηση της Εκκλησίας πριν και επί Χριστοδούλου

 

Στην περίπτωση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ο βαθμός της κοινωνικής αποδοχής της μπορεί να αναζητηθεί σε διάφορα στοιχεία των ερευνών κοινής γνώμης: στην εκφραζόμενη συμπάθεια για την Εκκλησία, στην εμπιστοσύνη προς τον εκκλησιαστικό θεσμό, στην επιρροή της Εκκλησίας, όπως και στη δημοτικότητα των θρησκευτικών ηγετών. Τέτοιου είδους ερευνητικές αναζητήσεις είναι χρήσιμες, καθώς αξιοποιούνται οι ατομικές γνώμες για το προς διερεύνηση θέμα –την κοινωνική αποδοχή της Εκκλησίας–, με αποτέλεσμα η προσέγγισή του να λαμβάνει υπόψη τις υπάρχουσες αντιλήψεις στην κοινωνία. Πρόκειται, ωστόσο, για ερευνητικές αναζητήσεις που βάσει και των περιορισμών που προκύπτουν από τα διαθέσιμα εμπειρικά στοιχεία οδηγούν μόνον εμμέσως σε συναγωγή συμπερασμάτων όσον αφορά τον βαθμό αποδοχής της Ορθόδοξης Εκκλησίας από την ελληνική κοινωνία. Το ότι μια τέτοια συναγωγή συμπερασμάτων είναι έμμεση οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι μεγέθη όπως η έκφραση συμπάθειας και εμπιστοσύνης για την Εκκλησία, η δημοφιλία των κληρικών, ακόμη και η ασκούμενη επιρροή της Εκκλησίας, διακρίνονται από σχετική ασάφεια ως προς το τι και πού αναφέρονται.

Προκειμένου τα προαναφερθέντα μεγέθη να χρησιμοποιηθούν ως δείκτες κοινωνικής αποδοχής θα χρειαζόταν να διερευνηθεί με μεγαλύτερη ακρίβεια και να προσδιοριστεί πιο συγκεκριμένα το περιεχόμενό τους. Με άλλα λόγια, θα χρειαζόταν να διευκρινιστεί εάν λ.χ. η γενική έκφραση συμπάθειας προς την Εκκλησία συνοδεύεται και από κάποιο ειδικό ενδιαφέρον γι’ αυτήν: σε μια τέτοια περίπτωση η συμπάθεια μπορεί να σημαίνει και αποδοχή, ενώ διαφορετικά μπορεί να υποδηλώνει μια θετική μεν αλλά, συγχρόνως, αδιαφοροποίητη στάση των συμπαθούντων προς την Εκκλησία. Επιπλέον, έχει σημασία να διευκρινιστεί αν, επί παραδείγματι, η δημοτικότητα ενός θρησκευτικού αρχηγού αφορά μόνο το συγκεκριμένο πρόσωπο ή και τον θεσμό στον οποίο το πρόσωπο προΐσταται· εάν, επομένως, η δημοτικότητα (ένα μέγεθος ρευστό ούτως ή άλλως) αφορά κυρίως το φυσικό πρόσωπο και τα ιδιαίτερα γνωρίσματά του, που δεν είναι απαραιτήτως θρησκευτικού περιεχομένου, ή αναφέρεται προπάντων στο πρόσωπο ως κληρικό. Εξίσου σημαντικό είναι να διερευνηθεί αν η εμπιστοσύνη προς την Εκκλησία εκφράζει εμπιστοσύνη προς έναν αυστηρώς θρησκευτικό θεσμό, ή (και) προς έναν θεσμό συμπλήρωμα του κοινωνικού κράτους, ή υποκατάστατο της πολιτικής, ή ό,τι άλλο· με την επισήμανση αυτή θέλουμε να τονίσουμε ότι τόσο ο βαθμός, όσο και το είδος της εμπιστοσύνης προς την Εκκλησία , είναι στοιχεία σημαντικά προκειμένου η έκφραση εμπιστοσύνης να συναρτηθεί με την κοινωνική αποδοχή του εκκλησιαστικού θεσμού. Τέλος, σε ό,τι αφορά την επιρροή της Εκκλησίας στην κοινωνία, διάγνωση ή και προσδοκία επιρροής της δεν σημαίνει απαραιτήτως και κοινωνική αποδοχή· μπορεί να σημαίνει έως και το ακριβώς αντίθετο, στην περίπτωση κατά την οποία η θετική στάση για τη θρησκευτική επιρροή της Εκκλησίας και η αποδοχή μιας τέτοιας επιρροής στην ιδιωτική σφαίρα συνοδεύεται από αρνητική στάση για κάθε άλλου είδους επιρροή της Εκκλησίας ή και από απόρριψη κάθε παρέμβασής της στη δημόσια ζωή (xii).

 

Στους θαλάμους της ΕΡΤ. Η σχέση του με την τηλεόραση ήταν άριστη. Αυτό, όμως, είχε και το κόστος του για την πνευματικότητα της Εκκλησίας.

Στους θαλάμους της ΕΡΤ. Η σχέση του με την τηλεόραση ήταν άριστη. Αυτό, όμως, είχε και το κόστος του για την πνευματικότητα της Εκκλησίας.

Χωρισμός κράτους-Εκκλησίας ως δείκτης κοινωνικής αποδοχής της Εκκλησίας

Όπως αντιλαμβανόμαστε από τις παρατηρήσεις που προηγήθηκαν, ούτε ο υψηλός βαθμός συμπάθειας για την Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία (από το 1989 έως το 2004 περίπου 2/3 των ερωτηθέντων δήλωναν γι’ αυτήν μεγάλη συμπάθεια) (xiii ) ούτε ο ικανοποιητικός δείκτης εμπιστοσύνης προς την Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία (xiv) ούτε οι γενικές διαπιστώσεις περί μεγάλης επιρροής της (xv), αλλά ούτε και η (κατά καιρούς πολύ) υψηλή δημοτικότητα Προκαθημένων της (xvi) μπορεί να εκληφθούν ως αδιαμφισβήτητα αποδεικτικά στοιχεία της κοινωνικής της αποδοχής. Καθώς η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία αποτελεί μια μορφή ‘κρατικής εκκλησίας’ (βλ. προηγούμενο ), μια μορφή Εκκλησίας η οποία από τότε που υφίσταται το Αυτοκέφαλο δεν υπάρχει συγκρουόμενη, αλλά υπαγόμενη στο εθνικό κράτος, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι εκείνο που τη χαρακτηρίζει είναι ακριβώς οι στενά διαπλεκόμενες σχέσεις της με το ελληνικό κράτος. Το τελευταίο έχει επιμελώς φροντίσει να μη διαταράσσει τις σχέσεις αυτές (γι’ αυτό εξάλλου έχουν εξαιρεθεί οι σχετικές συνταγματικές διατάξεις που ρυθμίζουν την παραπάνω σχέση από όλες τις συνταγματικές αναθεωρήσεις της Μεταπολίτευσης), ενώ η Εκκλησία αντιδρά σε κάθε εγχείρημα (ή και μόνο διαφαινόμενη πρόθεση) της πολιτικής εξουσίας για μετατροπή της σχέσης αυτής προς μια κατεύθυνση, που θα διαχώριζε επαρκέστερα την κρατική εξουσία από τον θρησκευτικό θεσμό. Οι σχέσεις κράτους- Εκκλησίας αποτυπώνουν την ειδική θέση της Ορθόδοξης Εκκλησίας στο κράτος, καθώς και τα όρια των παρεμβάσεών της στη δημόσια σφαίρα. Συνεπώς, οι γνώμες που εκφράζονται στην κοινωνία για τις ισχύουσες σχέσεις της Εκκλησίας με το κράτος απηχούν, κάθε φορά, τον βαθμό κοινωνικής αποδοχής των σχέσεων αυτών, κατ’ επέκταση και τον βαθμό κοινωνικής αποδοχής της ίδιας της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας.

Μίλησε σχεδόν για όλα. Κάλεσε τους νέους να έρθουν στην Εκκλησία όπως είναι, με τα σκουλαρίκια, τους προέτρεψε ακόμα να κάνουν μόδα τον σταυρό.

Μίλησε σχεδόν για όλα. Κάλεσε τους νέους να έρθουν στην Εκκλησία όπως είναι, με τα σκουλαρίκια, τους προέτρεψε ακόμα να κάνουν μόδα τον σταυρό.

Αν οι πλειοψηφούσες θετικές γνώμες στην ελληνική κοινωνία ,όσον αφορά το ισχύον καθεστώς των σχέσεων κράτους-Εκκλησίας, σημαίνουν εν τέλει κοινωνική αποδοχή της Ορθόδοξης Εκκλησίας ως Εκκλησίας της ‘επικρατούσας θρησκείας’, τι μπορεί να σημαίνει ο παρατηρούμενος επί των ημερών του Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου περιορισμός των παραπάνω θετικών γνωμών;
Κατά τη δεκαετία του 2000 σημειώθηκε σημαντική αύξηση των απόψεων που τάσσονται υπέρ του χωρισμού κράτους-Εκκλησίας (Πίνακας 1). Συγκεκριμένα, μετά το 2000 εμφανίζονται στις έρευνες κοινής γνώμες οι απόψεις υπέρ του χωρισμού να πλειοψηφούν εκείνων που ήταν εναντίον μιας τέτοιας προοπτικής. Μάλιστα, λίγο αργότερα, στην εκκλησιαστική κρίση του 2005, οι σχετικές υπέρ του χωρισμού γνώμες ήταν απολύτως πλειοψηφικές, σχεδόν με το 60% των ερωτηθέντων κατά την κορύφωση της κρίσης της Εκκλησίας τον Φεβρουάριο του 2005 να εκφράζεται θετικά υπέρ του χωρισμού. Έκτοτε και μέχρι το τέλος της θητείας Χριστοδούλου, (σχεδόν) οι μισοί ερωτηθέντες τοποθετούνταν υπέρ του χωρισμού, ενώ όσοι ήταν εναντίον του χωρισμού δεν ξεπερνούσαν το ένα τρίτο του δείγματος στις έρευνες κοινής γνώμης.

 

Πίνακας 1: Απόψεις για τον χωρισμό κράτους-Εκκλησίας

(αποτελέσματα σε %)

 

10.2000

07.2002

02.2005

04.2005

06.2005

11.2005

03.2006

06.2006

03.2007

03.2008

Υπέρ

40,0

44,5

59,9

48,8

54,4

49,1

49,9

46,0

50,0

48,7

Κατά

50,8

38,4

24,0

33,8

28,1

32,5

32,4

30,5

28,0

34,4

Πηγή: Metron Forum, 2000-2008· Metron Analysis (εφ. Έθνος), Απρίλιος 2005.

Σχόλια: Ένα μέρος των ερωτηθέντων στις συγκεκριμένες έρευνες αυθορμήτως απαντά ότι ‘ούτε συμφωνεί ούτε διαφωνεί’ με τον χωρισμό κράτους-Εκκλησίας.

 

Παρατηρώντας τον Πίνακα 1 διαπιστώνουμε ότι οι γνώμες υπέρ του χωρισμού γίνονται πλειοψηφικές σε περιόδους κατά τις οποίες η Ορθόδοξη Εκκλησία συγκρούεται με το κράτος, όπως αυτό συνέβη μετά το 2000 με αφορμή την υπόθεση των ταυτοτήτων (βλ. σχ. Molokotos-Liederman 2007). Εκ του γεγονότος αυτού μπορούμε να υποθέσουμε ότι η κοινωνική αποδοχή της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας συναρτάται με την αποδοχή εκ μέρους της της θέσης της υπαγωγής της στο κράτος. Όταν η Εκκλησία επιχειρεί να διαρρήξει το ισχύον αυτό πλαίσιο και να κατακτήσει ρόλους περισσότερους από εκείνους που της έχουν αναγνωριστεί, όταν με άλλα λόγια από ένας μη-διαιρετικός θεσμός που υπάγεται στο κράτος η Ορθόδοξη Εκκλησία μετατραπεί σε έναν διαιρετικό θεσμό, που συγκρούεται με το κράτος, τότε ακριβώς βρίσκουν ανταπόκριση στην ελληνική κοινωνία οι απόψεις υπέρ του χωρισμού. Σε μια τέτοια περίπτωση, δηλαδή, περιορίζεται η κοινωνική αποδοχή μιας Εκκλησίας όταν αυτή δεν αρκείται στην θέση της ως ‘κρατικής εκκλησίας’ και στα προνόμια που απορρέουν από τη θέση αυτή, αλλά επιδιώκει ως πολιτική δύναμη να επιβάλλει τις απόψεις της στην κρατική και τη δημόσια σφαίρα. Αυτό το νόημα, της μετατροπής της δηλαδή σε πολιτική δύναμη, είχαν τόσο οι μαζικές κινητοποιήσεις που προκάλεσε η Εκκλησία τον Ιούνιο του 2000 με πρωτοβουλία του τότε Αρχιεπισκόπου –‘λαοσυνάξεις’ αποκλήθηκαν από την ίδια και τον Χριστόδουλο–, όσο και η μαζική συλλογή υπογραφών επίσης με πρωτοβουλία της Εκκλησίας και του Χριστοδούλου –γνωστή και ως ‘δημοψήφισμα της Εκκλησίας’– που είχε ως στόχο να προκαλέσει τη διενέργεια δημοψηφίσματος με ευθύνη της Ελληνικής Δημοκρατίας για την αναγραφή ή μη του θρησκεύματος στα νέα έντυπα των αστυνομικών ταυτοτήτων.

Το γεγονός ότι οι απόψεις υπέρ του χωρισμού γίνονται απολύτως πλειοψηφικές κατά την περίοδο της εκκλησιαστικής κρίσης του 2005 (βλ. Πίνακα 1) καταδεικνύει πόσο ρευστή και γι’ αυτό υποκείμενη σε καταστάσεις της συγκυρίας είναι η αξιολόγηση της ελληνικής κοινωνίας όσον αφορά την Ορθόδοξη Εκκλησία. Παρότι η τελευταία αυτοπροσδιορίζεται ως ‘συνδετικός κρίκος της ενότητας’ του ‘Λαού’, προδιαγράφοντας την ύπαρξη ενός αδιάσπαστου και αναλλοίωτου δεσμού μαζί του, στα επιμέρους διαφοροποιημένα περιβάλλοντα της ελληνικής κοινωνίας η Εκκλησία υπόκειται σε αξιολόγηση και κριτική. Παραδειγματικά αναφέρουμε ότι κατά την εκκλησιαστική κρίση του 2005 δεν έγιναν μόνο πλειοψηφικές οι απόψεις υπέρ του χωρισμού· επιπλέον, η πλειοψηφία των ερωτηθέντων δεν εμπιστευόταν την Εκκλησία (49%, έναντι 40% που την εμπιστευόταν), εκτιμούσε ότι υπάρχει διαφθορά στην Εκκλησία μεγαλύτερη από ό,τι αυτό συνέβαινε στο παρελθόν (53%), ότι ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος είχε ευθύνη γι’ αυτήν την κατάσταση (68%) κλπ. (xvii)

 

Με τη μπάλα του μπάσκετ ανάμεσα σε νέους.

Με τη μπάλα του μπάσκετ ανάμεσα σε νέους.

Διχασμένη και διχαστική Εκκλησία : εξέλιξη της συχνότητας εκκλησιασμού

Παρότι ένας από τους κύριους στόχους του Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου ήταν η διεύρυνση της απήχησης της Ορθόδοξης Εκκλησίας, επί των ημερών του η Εκκλησία διχάστηκε, αλλά και δίχασε αρκετά. Δεν είναι μόνο η δημιουργία ομάδων στο εσωτερικό της, οι ανοιχτές συγκρούσεις των οποίων έβλεπαν το φως της δημοσιότητας και ενίοτε αποκτούσαν οξύτητα ασυνήθιστη για τα δεδομένα ενός θεσμού που γνωρίζει πώς να (συγ)καλύπτει τα του οίκου του. Είναι, επιπλέον, ο διχασμός στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίας, η οποία επί Χριστοδούλου πήρε θέση ευθυγραμμιζόμενη υπέρ και κατά των πρωτοβουλιών του τότε Αρχιεπισκόπου – το ότι π.χ. το 49,3% των ερωτηθέντων θεωρούσε ότι η πρωτοβουλία της συλλογής υπογραφών για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος με αφορμή το θέμα των ταυτοτήτων ‘είχε και χαρακτήρα πολιτικό’, ενώ το 41,8% θεωρούσε ότι επρόκειτο για μια αμιγώς θρησκευτική πράξη (Ρ/Σ Flash 961, στοιχεία Metron Analysis, 2001), προδίδει τον διχασμό που προκάλεσε η συγκεκριμένη πρωτοβουλία.

Επιδιώκοντας ευθέως ή εμμέσως ο τότε Αρχιεπίσκοπος να καταστήσει την Εκκλησία μια δύναμη πολιτική, συνέβαλε στην περαιτέρω ‘αποϊδιωτικοποίηση’ (deprivatization) μιας ‘κρατικής’ και ‘δημόσιας’ εκκλησίας. Η τάση της ‘αποϊδιωτικοποίησης’ είναι παγκόσμια, εξηγεί ο Casanova (1994: 5-6), με τις θρησκείες ολοένα και συχνότερα να αρνούνται τον περιορισμό τους σε έναν ρόλο ποιμαντικό και σε μια παρουσία μόνο στην ιδιωτική σφαίρα. Η ‘αποϊδιωτικοποίηση’ συνοδεύεται από (επανα)πολιτικοποίηση των θρησκειών (στο ίδιο) και στην περίπτωση της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας επί Χριστοδούλου κάτι τέτοιο ήταν εμφανές. Το ότι πολιτικοποιούμενη, αλλά και ‘μιντιοποιούμενη’ (βλ. προηγούμενα) η Εκκλησία επί Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου κατόρθωσε να εγκατασταθεί στη δημόσια σφαίρα, αποτελεί τη μία όψη του νομίσματος· την άλλη όψη αποτελεί το γεγονός ότι το επίμονο εγχείρημά της να επιβάλλει στη δημόσια σφαίρα και το κράτος την «ιδιαίτερη» θεώρηση του κόσμου που η ίδια εγκολπώνεται’ (Μανιτάκης 2000: 125) ‘δεν ενισχύει ούτε αναζωογονεί το ηθικό περιεχόμενο ή την ηθική απήχηση του ορθόδοξου θεολογικού λόγου’ (στο ίδιο) και, επιπλέον, αποδυναμώνει την κοινωνική της αποδοχή.

Στις 21 Ιουνίου 2000 πραγματοποιείται « λαοσύναξη» στην Αθήνα για τις ταυτότητες. Ο Χριστόδουλος προς το τέλος της ομιλίας ύψωσε το λάβαρο της Αγίας Λαύρας. Μια κίνηση που αγκαλιάστηκε, αλλά και στηλιτεύτηκε.

Στις 21 Ιουνίου 2000 πραγματοποιείται « λαοσύναξη» στην Αθήνα για τις ταυτότητες. Ο Χριστόδουλος προς το τέλος της ομιλίας ύψωσε το λάβαρο της Αγίας Λαύρας. Μια κίνηση που αγκαλιάστηκε, αλλά και στηλιτεύτηκε.

Επί Χριστοδούλου, η Ορθόδοξη Εκκλησία έγινε σαφώς πιο συγκρουσιακή και διαιρετική. Το γεγονός αυτό περιόρισε το εύρος της διεισδυσιμότητάς της στην κοινωνία, εφόσον ένα μέρος εκείνων στους οποίους θα μπορούσε να απευθυνθεί η Εκκλησία στέκονται κριτικά ή και αρνητικά απέναντι στις επιλογές της. Επί Χριστοδούλου περιορίστηκε ο δυνητικός ‘λαός της Εκκλησίας’ (Γεωργιάδου & Νικολακόπουλος 2000)· την ίδια περίοδο ποιες ήταν οι αντίστοιχες διεργασίες στον πραγματικό της ‘λαό’; Για να διατυπώσουμε τα παραπάνω διαφορετικά: η διαιρετική και συγκρουσιακή Εκκλησία του Χριστοδούλου είχε απώλειες στο εν δυνάμει ποίμνιό της· ποιο ήταν, όμως, το αποτέλεσμα της επιρροής της στους Ορθοδόξους μεταξύ των οποίων ο λόγος της και η παρεμβατικότητα του Προκαθημένου της έβρισκαν θετική ανταπόκριση;

Για να απαντήσουμε στο παραπάνω ερώτημα θα εξετάσουμε την εξέλιξη της συχνότητας εκκλησιασμού επί των ημερών του Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου. Εκκινώντας από παλαιότερα δεδομένα που έχουμε επεξεργαστεί (Γεωργιάδου & Νικολακόπουλος 2001), διαπιστώνουμε ότι ο δείκτης του εβδομαδιαίου εκκλησιασμού από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 κυμαίνεται σε χαμηλά ποσοστά, με τάσεις ενίσχυσής του την πρώτη περίοδο του Χριστοδούλου ως Προκαθημένου της Εκκλησίας.

Συνολικά εξεταζόμενος ο δείκτης του τακτικού εκκλησιασμού, δηλαδή το άθροισμα των ‘κάθε εβδομάδα’ και ‘2-3 φορές το μήνα’ εκκλησιαζόμενων, εμφανίζει τάση ενίσχυσης κατά το διάστημα 1999-2000 (Πίνακας 2). Μετά το 2000, ωστόσο, και αφού είχε προηγηθεί η υπόθεση των ταυτοτήτων, παρατηρείται ελαφρά κάμψη στη συχνότητα του εκκλησιασμού, τόσο όσον αφορά τον εβδομαδιαίο ,όσο και τον συχνό (2-3 φορές το μήνα) εκκλησιασμό. Η κάμψη αυτή είναι προσωρινή, εφόσον οι σχετικοί δείκτης ανακάμπτουν, χωρίς ωστόσο έκτοτε ο εκκλησιασμός να επανέλθει στα δεδομένα της ‘χρυσής’ περιόδου 1999-2000. Αλλά και η ανάκαμψη αυτή αποδεικνύεται προσωρινή, καθώς η εκκλησιαστική κρίση του 2005 αφήνει το αποτύπωμά της στην Εκκλησία, με τον αριθμό των εκκλησιαζομένων (κάθε εβδομάδα και συχνά) να συρρικνώνεται εκ νέου και πλέον να μην ανακάμπτει ούτε με το τέλος αυτής της κρίσης, ούτε με το τέλος της Αρχιεπισκοπείας Χριστοδούλου.

 

Πίνακας 2: Συχνότητα εκκλησιασμού, 1985-2008
(αποτελέσματα σε %)

 

1985

ΕΚΚΕ

1993

Media Plan

1995

ΜRB

1996

ΕΚΚΕ

1999

MRB

2000

VPRC

2002

Metron

Forum

2004

VPRC

2008

Μetron

Forum

Κάθε Κυριακή

12,0

13,1

11,7

12,9

11,6

15,5

12,1

13,8

11,3

2-3 φορές / εβδομάδα

20,9

22,5

21,3

22,9

27,9

23,5

20,8

21,4

16,8

Σποραδικά

50,9

51,1

54,5

55,2

54,2

54,0

59,4

54,9

61,6

Ποτέ

16,1

13,2

12,3

8,8

5,8

5,0

6,9

8,3

8,6

 

Όπως προκύπτει από τα παραπάνω, με εξαίρεση την πρώτη διετία του Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου ως Προκαθημένου της Ορθόδοξης Εκκλησίας, δεν αυξήθηκε ο αριθμός των τακτικά εκκλησιαζόμενων. Η πολιτικοποίηση και ‘μιντιοποίηση’ της Εκκλησίας την έφερε στη δημοσιότητα και, συχνά, στο προσκήνιο της πολιτικής αντιπαράθεσης, όμως οι σχετικοί δείκτες του εκκλησιασμού στη δεκαετία του 2000 δεν διαφέρουν ποσοτικά από εκείνους του 1980 και 1990. Μετατρεπόμενη σε έναν διαιρετικό/συγκρουσιακό θεσμό και σε μια Εκκλησία της δημοσιότητας τη δεκαετία Χριστοδούλου, η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν κερδίζει μεν σε εκκλησιαζόμενους πιστούς, δεν χάνει ,όμως, και σε γενική επιρροή, καθώς εκείνοι που απέχουν του εκκλησιασμού είναι σαφώς λιγότεροι από όσους έκαναν αποχή στις πρώτες δεκαετίες της Μεταπολίτευσης. Αν η σχέση της ελληνικής κοινωνίας με την Ορθόδοξη Εκκλησία ήταν μια σχέση χαλαρή, αλλά σταθερή καθ’ όλη τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης, με την πλειοψηφία των Ορθοδόξων να εκκλησιάζονται σποραδικά μεν, όμως χωρίς να αποεκκλησιαστικοποιούνται και χωρίς να αποξενώνονται από την Ορθόδοξη Εκκλησία (Γεωργιάδου & Νικολακόπουλος 2001: 52), η σχέση αυτή διατηρείται ανέπαφη επί των ημερών του Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου.

Υπό τις ιαχές «όταν το ράσο γίνεται σημαία, τότε η νίκη είναι βεβαία», «λαός ενωμένος, ποτέ νικημένος», «Ελλάδα σημαίνει Ορθοδοξία» χαιρετά τα πλήθη στη λαοσύναξη εναντίον της κατάργησης αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες των πολιτών.

Υπό τις ιαχές «όταν το ράσο γίνεται σημαία, τότε η νίκη είναι βεβαία», «λαός ενωμένος, ποτέ νικημένος», «Ελλάδα σημαίνει Ορθοδοξία» χαιρετά τα πλήθη στη λαοσύναξη εναντίον της κατάργησης αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες των πολιτών.

Όπως μέχρι την ανάληψη της ηγεσίας της Εκκλησίας από τον Χριστόδουλο, το ίδιο και επι των ημερών του ως Προκαθημένου, εντυπωσιακό είναι το γνώρισμα του σποραδικού εκκλησιασμού ως κεντρικό χαρακτηριστικό της εκκλησιαστικής πρακτικής στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης. Έχουμε σημειώσει και αλλού (Γεωργιάδου & Νικολακόπουλος 2007: 144) ότι παρά την επί δεκαετίες χαλαρότητα στη σχέση της πλειονότητας της ελληνικής κοινωνίας με την Ορθόδοξη Εκκλησία, η σχέση αυτή δεν εκφυλίζεται, ούτε όταν περιορίζεται η κοινωνική αποδοχή της Εκκλησίας. Στο πέρασμα του χρόνου ο σποραδικός εκκλησιασμός εμφανίζεται σταθερός και δεν μετατρέπεται σε εκκλησιαστική αποχή. Το γεγονός αυτό θεωρήσαμε ότι αποτελεί άλλη μια ένδειξη της διάχυτης θρησκευτικότητας που εντοπίζεται στην Eλλάδα κατά τις τελευταίες δεκαετίες (στο ίδιο)΄(xviii). Η ανοικτά πολιτικοποιημένη και ισχυρά ‘μιντιοποιημένη’ Εκκλησία επί Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου δεν μπόρεσε να αμυνθεί απέναντι στις συνέπειες της ‘αποϊδιωτικοποίησής’ της, στην οποία και η ίδια συνέβαλε, με αποτέλεσμα να συρρικνωθεί κι άλλο ο χώρος των εκκλησιαζόμενων πιστών της. Το νέο στυλ διοίκησης μιας Εκκλησίας και οι προσπάθειες άσκησης πολιτικής επιρροής δεν μετέβαλαν το φαινόμενο της διάχυτης χαλαρής θρησκευτικότητας που διακρίνει την ελληνική κοινωνία. Η ύπαρξη αυτού του φαινομένου δεν συνιστά, πάντως, μία αντίφαση: η χαμηλή ‘ατομική θρησκευτικότητα’ μπορεί να συνυπάρχει με ισχυρή ‘θρησκευτική αυθεντία’, όπως εξηγεί γενικότερα ο Chaves (1994: 760-61) αναλύοντας τις ιστορικές διαστάσεις του φαινομένου της εκκοσμίκευσης και ειδικότερα ο Πατρίκιος (2009 ), ο οποίος εξετάζει τη θρησκευτικότητα στην Ελλάδα ως μια περίπτωση χαμηλής ατομικής θρησκευτικότητας, αλλά υψηλής θρησκευτικής αυθεντίας.

 

Μία έκκληση χωρίς ανταπόκριση. Η ηλικιακή σύνθεση των εκκλησιαζομένων

Όπως καταδεικνύουν τα εμπειρικά στοιχεία του Πίνακα 2, η Ορθόδοξη Εκκλησία επί Χριστοδούλου δεν κέρδισε επιπλέον πιστούς που εκκλησιάζονται από όσους διέθετε ήδη. Επίσης, όπως είδαμε (Πίνακας 1), έχασε σε δυνητική εκκλησιαστική επιρροή, καθώς επί Χριστοδούλου περιορίστηκε η αποδοχή της ως μιας εκκλησίας που επιδιώκει να μην υπάγεται στο κράτος και αγωνίζεται για τη διεύρυνση της πολιτικής της επιρροής. Μήπως, όμως, επί Χριστοδούλου η Εκκλησία κέρδισε σε ειδικές κατηγορίες εκκλησιαστικού κοινού, προπάντων σε εκείνες που ο Αρχιεπίσκοπός της εξαρχής στόχευσε –δηλαδή στους νέους– ανανεώνοντας ηλικιακά τον ‘Λαό της Εκκλησίας’ και επιτυγχάνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την ποιοτική της μεταβολή; Εν τέλει, το εγχείρημα Χριστοδούλου να φέρει τους νέους στην Εκκλησία, εκτός από συνθηματικό λόγο και τηλεοπτικά ενσταντανέ, είχε και κάποιο άμεσο πρακτικό αντίκρισμα στην ίδια την Εκκλησία; Προκειμένου να απαντήσουμε στα ερωτήματα που προηγήθηκαν θα επικεντρωθούμε στην ανάλυση στοιχείων για την ηλικιακή σύνθεση των εκκλησιαζομένων προ και επί των ημερών του Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου, όπως και στοιχείων για την πρώτη περίοδο της Ορθόδοξης Εκκλησίας μετά τον Χριστόδουλο.

 

Πίνακας 3: Εκκλησιασμός κατά ηλικία, 1995, 2002, 2008
(αποτελέσματα σε %•)

 

Ηλικίες

 

Έτος

 

Τακτικός

εκκλησιασμός

Σποραδικός

εκκλησιασμός

Αποχή••

 

18-24

 

 

1995

20,5

65,0

14,0

2002

15,6

72,9

10,5

2008

12,1

71,8

15,6

25-34

 

 

1995

17,6

65,2

16,9

2002

17,6

72,4

9,0

2008

17,9

69,6

9,1

35-44

 

1995

24,5

61,0

14,5

2002

26,3

66,2

6,7

2008

18,1

71,1

8,9

45-54

 

1995

37,8

48,2

14,1

2002

31,8

58,3

7,2

2008

20,9

64,5

11,4

55-64

 

 

1995

46,7

45,1

8,2

2002

39,5

55,4

6,0

2008

30,9

57,5

5,9

65+

 

1995

56,2

39,0

4,3

2002

57,3

36,7

3,5

2008

54,3

41,4

3,6

 

Πηγή: MRB (1995), Metron Forum (2002, 2008)· Γεωργιάδου & Νικολακόπουλος (2000: 161).

Σχόλια:

•Τα ποσοστά του τακτικού εκκλησιασμού, του σποραδικού εκκλησιασμού και της αποχής δεν αθροίζουν πάντα το νούμερο 100, επειδή ένα μικρό μέρος των ερωτηθέντων δεν απάντησε στις σχετικές ερωτήσεις.

••Εξαιρούνται οι επισκέψεις στην Εκκλησία για γάμους, βαφτίσια και κηδείες.

 

Όπως δείχνουν τα δεδομένα του Πίνακα 3, επί Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου δεν ήρθαν περισσότεροι νέοι στην Εκκλησία, έφυγαν όμως και λιγότεροι νέοι από αυτήν: ο τακτικός εκκλησιασμός στην ηλικιακή κατηγορία 18-24 ετών περιορίστηκε κατά πέντε ποσοστιαίες μονάδες μεταξύ 1995 και 2002, περιορίστηκε όμως σχεδόν στο ίδιο ποσοστό (4,5 μονάδες) το 2002 ο αριθμός των νέων 18-24 ετών που δεν πηγαίνουν στην Εκκλησία.

Περίπου η ίδια τάση παρατηρείται στην ηλικιακή κατηγορία 25-34 ετών: μεταξύ αυτών πηγαίνουν τακτικά στην Εκκλησία ακριβώς τόσοι όσοι και εφτά χρόνια πριν (17,6%), αλλά απέχουν του εκκλησιασμού σαφώς λιγότεροι το 2002 συγκριτικά με το 1995 (9% έναντι 16,9%).

Στις μεσαίες ηλικιακές κατηγορίες 25-34 και 35-44 ετών, η Εκκλησία επί Χριστοδούλου έχει μεγαλύτερες απώλειες από ό,τι κέρδη σε επίπεδο τακτικού εκκλησιασμού: αυξάνεται λίγο το ποσοστό των τακτικά εκκλησιαζόμενων στους 35-44 ετών, μειώνεται όμως περισσότερο στους 45-54 ετών. Επιπλέον, σε αυτές τις ηλικιακές κατηγορίες περιορίζεται το 2002 η εκκλησιαστική αποχή κατά το ήμισυ και πλέον σε σχέση με τις αντίστοιχες τιμές του 1995.

Πάντως, σε όλες τις ηλικιακές ομάδες (με εξαίρεση εκείνη των 65 ετών και άνω) ως κυριότερες τάσεις στη συχνότητα του εκκλησιασμού επί των ημερών του Χριστοδούλου εμφανίζεται η αύξηση του σποραδικού εκκλησιασμού και η μείωση της αποχής.

Με τον Πατριάρχη Βαρθολομαίο. Ηρθε όμως σε ρήξη με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, με αποτέλεσμα να του επιβληθούν ποινές από το Φανάρι.

Με τον Πατριάρχη Βαρθολομαίο. Ηρθε όμως σε ρήξη με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, με αποτέλεσμα να του επιβληθούν ποινές από το Φανάρι.

Εξετάζοντας συνολικά τα στοιχεία του Πίνακα 3: επί Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου μειώνεται (ή ενίοτε μένει σταθερός) ο τακτικός εκκλησιασμός, αλλά αυξάνεται ο σποραδικός εκκλησιασμός και περιορίζεται η αποχή σε όλες ανεξαιρέτως τις ηλικιακές κατηγορίες. Οι τάσεις αυτές μεταβάλλονται ελαφρώς στην πρώτη μετά τον Χριστόδουλο περίοδο, καθώς, σε γενικές γραμμές, εξακολουθεί να περιορίζεται ο τακτικός εκκλησιασμός, όχι όμως και η εκκλησιαστική αποχή, η οποία είτε παραμένει το 2008 στα επίπεδα του 2002 είτε αυξάνεται από λίγο (35-44 ετών) έως αρκετά σε ορισμένες ηλικιακές κατηγορίες (18-24 και 45-54 ετών).

Συνολικά εξεταζόμενη η χρονική περίοδος 1995-2008, σε σχέση με την εκκλησιαστική πρακτική, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι βρισκόμαστε ενώπιον του εξής φαινομένου: περιορίζεται την περίοδο αυτή η συχνότητα του εκκλησιασμού (και υπ’ αυτήν την έννοια αυξάνεται η εκκοσμίκευση), χωρίς, όμως, να αποξενώνεται η κοινωνία από την Εκκλησία. Η αυξανόμενη εκκοσμίκευση δεν συνοδεύεται από εκκλησιαστική παρακμή (xix).

Σε σχέση με τη συχνότητα του εκκλησιασμού των διαφόρων ηλικιακών κατηγοριών, στη σχετική διεθνή βιβλιογραφία έχουν διατυπωθεί δύο βασικές υποθέσεις εργασίας: η υπόθεση του ‘κύκλου ζωής’, σύμφωνα με την οποία η συχνότητα του εκκλησιασμού βρίσκεται σε συνάρτηση με την ηλικία των ατόμων (‘life cycle effect’) και η υπόθεση των ‘γενεών’, σύμφωνα με την οποία η συχνότητα του εκκλησιασμού είναι αποτέλεσμα των διαφορετικών εμπειριών των διαφόρων γενεών (‘generational effect’) (Jagodzinski & Dobbelaere 1993: 82, Γεωργιάδου & Νικολακόπουλος 2000: 143-44). Μιλώντας γενικά, τα άτομα μεγάλων ηλικιών εκκλησιάζονται περισσότερο και περισσότερο τακτικά από εκείνα των μεσαίων και μικρών ηλικιών. Ωστόσο, οι περισσότερο εκκοσμικευμένες μεταπολεμικές γενιές δεν παρουσιάζουν μεγαλώνοντας συχνότητα εκκλησιασμού συγκρίσιμη με εκείνη παλιότερων και περισσότερο θρησκευόμενων γενεών.

Στις καθολικές χώρες της Ευρώπης, η υπόθεση της ‘διαφοράς των γενεών’ εξηγεί καλύτερα από τη δεκαετία του 1960/1970 και μετά την εκκλησιαστική συμπεριφορά του πληθυσμού, ενώ εκείνη του ‘κύκλου ζωής’ δείχνει να έχει μικρότερη εξηγητική εμβέλεια.

Αν αναλύσουμε τα στοιχεία του Πίνακα 3 με φόντο τις δύο παραπάνω υποθέσεις, η φάση του ‘κύκλου ζωής’ αποτυπώνεται στη συχνότητα εκκλησιασμού των ατόμων, παρότι υπάρχουν ενδείξεις κάποιας ισχύος της υπόθεσης για τη ‘διαφορά των γενεών’: και η πρώτη μεταπολεμική γενιά (όσοι/-ες γεννήθηκαν μεταξύ 1944/4 και 1959/60) και η πρώτη μεταπολιτευτική γενιά (δηλ. όσοι/-ες γεννήθηκαν μετά το 1959/60 και ενηλικιώθηκαν στην πρώτη περίοδο της Μεταπολίτευσης) εκκλησιάζονται λιγότερο από προηγούμενες γενιές σε αντίστοιχες ηλικίες. Χρειάζεται, βεβαίως, να αναλυθεί η εκκλησιαστική πρακτική τους κι άλλο με τη βοήθεια περισσότερων δεδομένων. Με τα στοιχεία του Πίνακα 3 φαίνεται, πάντως, ότι επί Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου κινητοποιήθηκαν τα κοσμικά αντανακλαστικά των προαναφερθεισών γενεών.

 

«Το νέο στυλ διοίκησης μιας Εκκλησίας και οι προσπάθειες άσκησης πολιτικής επιρροής δεν μετέβαλαν το φαινόμενο της διάχυτης χαλαρής θρησκευτικότητας που διακρίνει την ελληνική κοινωνία. Η ύπαρξη αυτού του φαινομένου δεν συνιστά, πάντως, μία αντίφαση: η χαμηλή ‘ατομική θρησκευτικότητα’ μπορεί να συνυπάρχει με ισχυρή ‘θρησκευτική αυθεντία’»

 

«Συνολικά εξεταζόμενη η χρονική περίοδος 1995-2008, σε σχέση με την εκκλησιαστική πρακτική, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι βρισκόμαστε ενώπιον του εξής φαινομένου: περιορίζεται την περίοδο αυτή η συχνότητα του εκκλησιασμού (και υπ’ αυτήν την έννοια αυξάνεται η εκκοσμίκευση), χωρίς, όμως, να αποξενώνεται η κοινωνία από την Εκκλησία. Η αυξανόμενη εκκοσμίκευση δεν συνοδεύεται από εκκλησιαστική παρακμή»

 

* Η Βασιλική Γεωργιάδου είναι καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Η μελέτη της σε μορφή PDF στην ιστοσελίδα του academia.edu

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top