Fractal

Διευρύνοντας την ορατότητα της Εκκλησίας στη δημόσια σφαίρα (1ο μέρος)

της Βασιλικής Γεωργιάδου // *

 

Ο Μητροπολίτης Δημητριάδος Χριστόδουλος ανακηρύσσεται Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος (Απρίλιος 1998)

Ο Μητροπολίτης Δημητριάδος Χριστόδουλος ανακηρύσσεται Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος (Απρίλιος 1998)

Δημόσια Εκκλησία και Εκκλησία της δημοσιότητας

Η Ορθόδοξη Ελληνική Εκκλησία μετά την εκλογή του Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου

 

Με την εκλογή του Χριστοδούλου τον Απρίλιο 1998 στο αξίωμα του Αρχιεπισκόπου Αθηνών αρκετοί ισχυρίστηκαν ότι ξεκίνησε μια νέα περίοδος για την Ορθόδοξη Εκκλησία στην Ελλάδα και για τις σχέσεις της με το κράτος (βλ. ενδ. Alivizatos 1999: 23). Είναι γεγονός ότι επί των ημερών του Χριστοδούλου η Εκκλησία εισήλθε ‘θεαματικά’ στη δημόσια σφαίρα διεκδικώντας ‘δημόσια παρουσία’ και το ‘δικαίωμα παρέμβασής της και διατύπωσης λόγου για θέματα γενικότερου ενδιαφέροντος’ (Μανιτάκης 2000: 117-18). Ταυτιζόμενος όχι μόνο με το συμφέρον της Εκκλησίας, για τα ‘δίκαια’ της οποίας τάχθηκε να ‘υπερμαχεί’, αλλά και του λαού και του έθνους, εφόσον είναι η Εκκλησία που – σύμφωνα με τον Χριστόδουλο– ‘εξασφαλίζει την οντότητά μας ως έθνους και ως λαού (i) ο νεοεκλεγείς Αρχιεπίσκοπος διεκδικούσε να ‘έχει λόγο για όλα’ τα ζητήματα αρνούμενος να θέσει κάποια όρια στο περιεχόμενο των δημοσίων παρεμβάσεών του (Δεμερτζής 2002: 154-55, 2001: 87, 89) (ii)

Από αυτήν την άποψη εξεταζόμενη η περίοδος της Αρχιεπισκοπείας Χριστοδούλου διαφέρει από την προηγούμενη του Σεραφείμ. Παρότι η Ορθόδοξη Εκκλησία στην Ελλάδα ως η Εκκλησία της ‘επικρατούσας θρησκείας’ (άρθ. 3 §1 του Συντάγματος) διαθέτει όλα τα χαρακτηριστικά μιας ‘δημόσιας εκκλησίας’ (βλ. σχ. Casanova 1994), επί Σεραφείμ οι παρεμβάσεις της στη δημόσια σφαίρα ήταν ‘υπαρκτές’ μεν αλλά, σε γενικές γραμμές, ‘αφανείς’ (Δεμερτζής 2002: 154). Αποκτούσαν ‘ορατότητα’ (iii) οι παρεμβάσεις αυτές όταν διακυβεύματα που αφορούσαν την Εκκλησία –όπως η κατάργηση της υποχρεωτικής ιερολογίας του γάμου, η διανομή της εκκλησιαστικής περιουσίας, η αύξηση της συμμετοχής των λαϊκών στα ενοριακά συμβούλια που δρομολόγησε το ΠΑΣΟΚ στη δεκαετία του 1980, αλλά και το δικαίωμα προσφυγής των κληρικών στο ΣτΕ μετά την άρση του ισχύοντος ‘απαραδέκτου’ επί κυβερνήσεως Μητσοτάκη (iv)– έρχονταν στο προσκήνιο προκαλώντας ανοικτές συγκρούσεις μεταξύ της Εκκλησίας και της εκάστοτε κυβερνητικής εξουσίας (Δεμερτζής 2001: 86, Makrides 1991: 289 επ., Γεωργιάδου 1996: 260-63).

Μια ιστορική φωτογραφία (Μάρτιος 1969). Η ηγεσία της χούντας σε πανηγυρική συνεδρίαση της ιεραρχίας στη Μητρόπολη Αθηνών παραδίδει στον Ιερώνυμο το νέο «Καταστατικό Χάρτη» της Εκκλησίας. Ο Αρχιεπίσκοπος είναι στο βήμα και παρακολουθούν την ομιλία του Παπαδόπουλος, Παττακός, Μακαρέζος, Ζωιτάκης, Αγγελής και όλος ο εσμός των πραξικοπηματιών. Ανάμεσά τους ο αρχιγραμματέας τότε της Ιεράς Συνόδου, Χριστόδουλος Παρασκευαϊδης.

Μια ιστορική φωτογραφία (Μάρτιος 1969). Η ηγεσία της χούντας σε πανηγυρική συνεδρίαση της ιεραρχίας στη Μητρόπολη Αθηνών παραδίδει στον Ιερώνυμο το νέο «Καταστατικό Χάρτη» της Εκκλησίας. Ο Αρχιεπίσκοπος είναι στο βήμα και παρακολουθούν την ομιλία του Παπαδόπουλος, Παττακός, Μακαρέζος, Ζωιτάκης, Αγγελής και όλος ο εσμός των πραξικοπηματιών. Ανάμεσά τους ο αρχιγραμματέας τότε της Ιεράς Συνόδου, Χριστόδουλος Παρασκευαϊδης.

Δεν είναι, ωστόσο, κυρίως οι συγκρούσεις που χαρακτήρισαν τις σχέσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας επί Σεραφείμ με το κράτος κατά την Μεταπολίτευση. Όχι γιατί συγκρούσεις δεν υπήρχαν, αλλά γιατί ο τότε Αρχιεπίσκοπος, στο πλαίσιο της ‘αφανούς’ άσκησης πολιτικής επιρροής που ακολουθούσε, κατόρθωνε κατ’ αρχάς να διατηρεί ο ίδιος προσωπικά ‘ανοικτή γραμμή’ επικοινωνίας με όλους τους πολιτικούς αρχηγούς, ακόμη και όταν συγκρουόταν μαζί τους για τις επιλογές τους (v) . Συγκρουόμενος ο Σεραφείμ κατά καιρούς και με τα δύο κυβερνητικά κόμματα, αλλά οικοδομώντας παράλληλα καλές προσωπικές σχέσεις με όλα τα κόμματα, η Εκκλησία επί των ημερών του προσέλαβε τα χαρακτηριστικά ενός μη-διαιρετικού θεσμού, ο οποίος μπορούσε να απολαμβάνει υποστήριξης από διαφορετικούς πολιτικούς και κοινωνικούς χώρους. Ανήκει στα επιτεύγματα του Σεραφείμ το γεγονός ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία, παρά τη σύμπλευση της διοίκησής της με το απριλιανό καθεστώς στη διάρκεια της χούντας, μετατράπηκε σταδιακά κατά τη Μεταπολίτευση σε έναν μη-διαιρετικό θεσμό και, άρα, δυνητικά σε έναν θεσμό ευρείας αποδοχής, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η κοινωνική αποδοχή της Εκκλησίας προμήνυε και αντίστοιχη αποδοχή των θρησκευτικών μηνυμάτων της από την κοινωνία. Αντιθέτως, επί Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου οι συγκρούσεις μεταξύ της Εκκλησίας και του κράτους/κυβερνητικής εξουσίας έλαβαν τα χαρακτηριστικά μετωπικών αντιπαραθέσεων, με αποκορύφωμα το ζήτημα των ταυτοτήτων. Τότε η Εκκλησία επιδίωξε την ανοικτή πολιτικοποίησή της και τη μαζική κινητοποίηση των πιστών της υπέρ των θέσεών της. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, όμως, η Εκκλησία επί Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου μετατράπηκε από έναν μη- διαιρετικό σε έναν συγκρουσιακό θεσμό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας τέτοιας μετατροπής αποτελεί το γεγονός ότι ήδη από το 2000 στην Εκκλησία, από μια πολυκομματικών επιρροών κοινωνική συνιστώσα που ήταν επί Σεραφείμ, αναγνωριζόταν πλέον μια κομματική κλίση: Για τη ‘δεξιά του Κυρίου’ έκανε λόγο ο Χριστόδουλος μετά την επίσκεψή του στον Κ. Καραμανλή προκειμένου να τον συγχαρεί για τη νίκη του στις εκλογές του 2004 – για το ‘κόμμα του Θεού’ και το ‘κόμμα της Εκκλησίας’ έχει γίνει συχνά λόγος στη δημοσιότητα (βλ. ενδ. εφ. Το Βήμα, 29.04.2007, εφ. Ριζοσπάστης 27.05.2000), προκειμένου να εξηγηθούν οι διαφαινόμενες επιδιώξεις της Εκκλησίας και του Αρχιεπισκόπου της να παρεμβαίνουν στην πολιτική σκηνή και να επηρεάζουν την πολιτική και κομματική ζωή.

Ο Χριστόδουλος με το διάδοχό του Ιερώνυμο. Όπως και με τον προκάτοχό του Σεραφείμ εκφράζανε διαφορετικές θεολογικές σχολές σκέψεις.

Ο Χριστόδουλος με το διάδοχό του Ιερώνυμο. Όπως και με τον προκάτοχό του Σεραφείμ εκφράζανε διαφορετικές θεολογικές σχολές σκέψεις.

Ως μη-διαιρετικός θεσμός η Ορθόδοξη Εκκλησία απολάμβανε ευρείας κοινωνικής αποδοχής, παρότι η θρησκευτική της απήχηση την ίδια εκείνη περίοδο ήταν σχετικώς περιορισμένη. Μετατρεπόμενη η Εκκλησία κατά την ύστερη φάση της Μεταπολίτευσης σε έναν συγκρουσιακό θεσμό, άραγε μεταβάλλεται το εύρος της κοινωνικής της αποδοχής και της θρησκευτικής της απήχησης; Στο ερώτημα αυτό θα επιχειρήσουμε να απαντήσουμε στο επόμενο κεφάλαιο. Επιπλέον, θα δοκιμάσουμε να απαντήσουμε στο ερώτημα εάν τυχόν διακυμάνσεις στην κοινωνική αποδοχή και τη θρησκευτική απήχηση της Ορθόδοξης Εκκλησίας επί των ημερών του Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου συνοδεύτηκαν από μεταβολές σε επιμέρους διαστάσεις (π.χ. απήχησή της στους νέους) αυτών των μεγεθών.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία, από δημιουργίας του Αυτοκεφάλου (1833), είναι οργανικά συνδεδεμένη με το εθνικό κράτος (Φουντεδάκη 2002: 189, 190-94). Πρόκειται για μια ‘εκκλησία κρατική’ (στο ίδιο), αλλά και μια ‘εκκλησία δημόσια’ που ‘παρεμβαίνει με λόγο και έργα’ στη δημόσια σφαίρα, όπως εξηγεί ο Casanova ότι συμβαίνει με όλες τις εκκλησίες αυτού του τύπου (Casanova 1994a: 27). Σε όλα τα μοντέλα σχέσεων κράτους-εκκλησίας που έχουν δοκιμαστεί στην Ευρώπη (βλ. ενδ. Φουντεδάκη 2000 και 2002), είτε επικρατεί η σύνδεση είτε η αποσύνδεση του κοσμικού και του θρησκευτικού πεδίου, ποτέ η εκκλησία δεν είναι ‘στεγανοποιημένη’ απέναντι στο κράτος· πάντοτε υπάρχουν ‘ρωγμές’ που καθιστούν δυνατό να ‘διεισδύει η μία στα χωράφια του άλλου’ (Casanova 1994: 41). Στην περίπτωση της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, ωστόσο, δεν πρόκειται μόνο γι’ αυτό. Η αλληλοδιείσδυση Εκκλησίας-κράτους είναι έντονη και διαρκής – η έννοια της ‘εξακολουθητικής διαπλοκής’ περιγράφει αυτόν τον ιδιαίτερο τύπο της αλληλοδιείσδυσης (Γεωργιάδου 1996: 247), ο οποίος, σε συνδυασμό με τη θεσμική/συνταγματική περιχαράκωση της συγκεκριμένης σχέσης, μετατρέπει την Εκκλησία σε έναν ‘καταναγκαστικό θεσμό (vi) σε ένα θεσμό, δηλαδή, στον οποίο, για να χρησιμοποιήσω τα λόγια του Αλιβιζάτου (στο ίδιο, σελ. 25), ‘όλοι οι Έλληνες οφείλουν να ανήκουν’.

Επαγγέλθηκε τον εκσυγχρονισμό της Εκκλησίας αμέσως μετά την εκλογή του. Πράγμα που επαναλάμβανε συνεχώς. Αυτός όμως έμεινε μετέωρος.

Επαγγέλθηκε τον εκσυγχρονισμό της Εκκλησίας αμέσως μετά την εκλογή του. Πράγμα που επαναλάμβανε συνεχώς. Αυτός όμως έμεινε μετέωρος.

Το γεγονός ότι η Ορθόδοξη Ελληνική Εκκλησία διατηρεί μέχρι σήμερα τα γνωρίσματα μιας ‘κατεστημένης εκκλησίας’ (established church) (στο ίδιο) δεν δημιουργεί μόνον πλεονεκτήματα για την ίδια, τα οποία απολαμβάνει έναντι των άλλων Εκκλησιών της επικράτειας (στο ίδιο, σελ. 25 επ.), αλλά επιπλέον υποσκάπτει τη θεσμική αυτονομία της λειτουργικά διαφοροποιημένης κοινωνίας και, κατ’ επέκτασιν, της ίδιας της θρησκείας/εκκλησίας. Όμως, ‘όσο περισσότερο οι θρησκείες αντιτάσσονται στη διεργασία της διαφοροποίησης, τόσο πιο πολύ τείνουν μακροπρόθεσμα να βιώνουν μια υποχώρηση της πίστης’, επισημαίνει ο Casanova (1994a: 24). Σε ό,τι αφορά την Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία, δεν ήταν ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος που εγκαινίασε την εμπλοκή της στις δημόσιες υποθέσεις, παρότι ισχύει ο ισχυρισμός του Αλιβιζάτου, ότι δηλαδή μπορεί οι προϋποθέσεις για μια τέτοιου είδους εμπλοκή να ήταν παρούσες πολύ πριν την εμφάνιση του Χριστοδούλου, όμως επί των ημερών του τελευταίου ‘η εκκλησία αναμείχθηκε πολύ περισσότερο στις κοσμικές υποθέσεις’ (Alivizatos 1999: 23). Με άλλα λόγια, δεν ήταν ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος που ‘απο-ιδιωτικοποίησε’ την Εκκλησία μετατρέποντάς την σε μία ‘κρατική’ και ‘δημόσια εκκλησία’, αλλά επί Χριστοδούλου τόσο ο ίδιος, όσο και η Εκκλησία προσέλκυσαν την προσοχή των μέσων ενημέρωσης (vii), δηλαδή απέκτησαν δημοσιότητα.

Το ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία, εκτός από ‘κρατική’ και ‘δημόσια’ που ήταν ήδη, έγινε και μια εκκλησία της δημοσιότητας, δεν αποτελεί μια ιδιαιτερότητα της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η ολοένα και αυξανόμενη παρουσία των θρησκειών στα μίντια και η προσαρμογή τους στις φόρμες και την τεχνολογία των μίντια είναι φαινόμενα που έχουν επισημανθεί στη διεθνή βιβλιογραφία (viii). Σύμφωνα με τον Casanova (1994: 3-4), μάλιστα, ανήκει στα γνωρίσματα των ‘δημοσίων θρησκειών’/εκκλησιών να προσελκύουν το ενδιαφέρον της δημοσιότητας, ενίοτε μάλιστα και της ‘παγκόσμιας δημοσιότητας’, όπως συνέβη με τα κατ’ εξοχήν παραδείγματα ‘δημοσίων θρησκειών’ (Καθολική Εκκλησία Πολωνίας και Λατινικής Αμερικής, Νέα Χριστιανική Δεξιά στις ΗΠΑ και Ισλαμική Επανάσταση στο Ιράν) που αναλύονται στο έργο του. Οι ‘δημόσιες θρησκείες’/εκκλησίες αποκτούν δημοσιότητα από τη στιγμή που τα ΜΜΕ, οι πολιτικοί και η επιστημονική έρευνα ‘αρχίζουν να ενδιαφέρονται γι’ αυτές’ (στο ίδιο). Όμως, αποκτούν δημοσιότητα γιατί και οι ίδιες επιδιώκουν τη δημοσιότητα.

2c

Οι εκδηλώσεις αγάπης των πιστών τον συνόδευαν σε όλη τη διάρκεια της θητείας του. Είχαν και μαζικό χαρακτήρα. Αλλά αυτό δεν μεταφραζόταν και σε μεγέθυνση ως προς τον εκκλησιασμό των πολιτών.

Στην περίπτωση της Ελληνικής Εκκλησίας επί Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου η επιδίωξη αυτή υπήρξε εξ αρχής εμφανής: αμέσως μετά την εκλογή του ως Αρχιεπισκόπου, ο Χριστόδουλος έκανε ένα πλήθος δηλώσεων και παραχώρησε πολλές συνεντεύξεις στα ΜΜΕ. ‘Υπερίσχυσε η ανάγκη να ακουστεί, έπειτα από πολλά χρόνια, το “παρών” της Εκκλησίας’, σχολίαζαν πρόσωπα φίλα προσκείμενα στον Αρχιεπίσκοπο (βλ. σχ. εφ. Επενδυτής, 09.-10.05.1998), σε μια προσπάθεια να δικαιολογήσουν τη διαρκή και πρωτόγνωρη για τα δεδομένα της Ορθόδοξης Εκκλησίας παρουσία του στα ΜΜΕ. Η άποψη που οι ίδιοι εξέφραζαν, ότι δηλαδή ο νεοεκλεγείς Αρχιεπίσκοπος έπεσε “θύμα” του ανταγωνισμού των ΜΜΕ’ και δεν ήταν στις προθέσεις του να υπερεκτεθεί στα μέσα ενημέρωσης, αλλά κάτι τέτοιο προέκυψε στην πορεία από την αγωνία του ‘να μην στενοχωρήσει κανέναν εκπρόσωπό τους’ (στο ίδιο), διαψεύστηκε από τον ίδιο τον Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο, για τον οποίο τα μέσα ενημέρωσης αποτελούσαν τον δίαυλο για την καθημερινή επαφή του με την πραγματικότητα και την κοινωνία: ‘Κατ’αρχήν διαβάζω όλο τον Τύπο και τα περιοδικά…’, απάντησε σε ερώτηση σχετικά με το ‘ποια είναι η καθημερινή επαφή (του) με την πραγματικότητα’ (εφ. Το Βήμα, 03.05.1998), ταυτίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την κοινωνική πραγματικότητα με την πρόσληψή της από τα ΜΜΕ και συναρτώντας, αν όχι την οπτική της Εκκλησίας γενικά, οπωσδήποτε ,όμως, τη δική του οπτική ως Αρχιεπισκόπου για την κοινωνική πραγματικότητα με την ‘οθόνη αντιλήψεων’ που καλλιεργούν τα ΜΜΕ.

Η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία, σχεδόν από την αρχή της Μεταπολίτευσης, είχε χρησιμοποιήσει τα ΜΜΕ και ‘είχε πρόσβαση στις δημοσιογραφικές θεματολογίες’, επισημαίνει ο Δεμερτζής (στο ίδιο, 156). Το γεγονός ότι η Εκκλησία διαθέτει την ικανότητα να επηρεάζει την ατζέντα των μίντια είναι το αποτέλεσμα της ‘ιδιότυπης συναίρεσης ιδιωτικού και δημόσιου’ που υπάρχει στην ελληνική κοινωνία, συνιστά όμως και μια διεθνή πρακτική που συνδέεται με την πολιτικοποίηση των θρησκειών στην ύστερη νεωτερικότητα (στο ίδιο, 157· βλ. Casanova 1994: 6). Αν, ωστόσο, κατά την πρώτη περίοδο της Μεταπολίτευσης η Ορθόδοξη Εκκλησία χρησιμοποίησε τα ΜΜΕ κυρίως για να προβάλλει τις θέσεις της στις συγκρούσεις που ανέκυπταν με την πολιτική εξουσία και να επηρεάσει τη δημοσιότητα υπέρ των δικών της θέσεων, κατά την ύστερη Μεταπολίτευση τα ΜΜΕ χρησιμοποιήθηκαν προκειμένου η Εκκλησία ‘να αυξήσει την ορατότητά της (και πέραν των πιστών πολιτών- τηλεθεατών)’ (Δεμερτζής 2002: 157).

Ροδοπέταλα στο πέρασμά του. Ήταν ένας θρησκευτικός ηγέτης με χαρακτηριστικά «σταρ».

Ροδοπέταλα στο πέρασμά του. Ήταν ένας θρησκευτικός ηγέτης με χαρακτηριστικά «σταρ».

Ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος έθεσε ακριβώς ως στόχο, επί των ημερών του η Εκκλησία να αποκτήσει μεγαλύτερη ορατότητα, να ‘είναι μέσα στην εποχή’ και ‘από τα “μέσα” να κάνει τον δικό της αγώνα’, όπως χαρακτηριστικά απάντησε καταφάσκοντας σε ερώτηση που του υποβλήθηκε σχετικά με το αν θα πήγαινε στη συναυλία των Rolling Stones, που θα δινόταν λίγους μήνες μετά την εκλογή του ως Αρχιεπισκόπου (εφ. Το Βήμα, 03.05.1998). Η φράση του ‘σας πάω’ ή ‘το να είσαι χριστιανός είναι in’, όπως και η έκκλησή του ‘ελάτε στην Εκκλησία όπως είστε’, που απηύθυνε προς τους νέους λίγο καιρό μετά την εκλογή του, περιγράφουν ακριβώς το εγχείρημα διεύρυνσης της ορατότητας της Εκκλησίας σε εκείνες ιδίως τις ηλικιακές ομάδες που η διείσδυσή της παρουσιαζόταν χαμηλή και η επιρροή της ήταν περιορισμένη (ix). Το εγχείρημα αυτό έγινε προπάντων με όρους της τηλεοπτικής δημοσιότητας: ο λόγος που χρησιμοποιήθηκε από τον Αρχιεπίσκοπο ήταν κατ’ αρχάς συνθηματικός, απλουστευτικός, διχοτομικός και εν γένει λόγος προσαρμοσμένος στους κώδικες των ηλεκτρονικών ΜΜΕ· επιπλέον, ήταν λόγος οικείος στα ακροατήρια που στόχευε να προσεγγίσει, αν και ανοίκειος στα ευρύτερα περιβάλλοντα από τα οποία προερχόταν ο χρήστης του συγκεκριμένου λόγου. Η μετάδοση ενός τέτοιου λόγου από τα μέσα ενημέρωσης χάρισε αναμφίβολα προβολή στις απόψεις του Αρχιεπισκόπου. Το γεγονός ότι επρόκειτο για έναν λόγο που δεν ταίριαζε στο γλωσσικό ιδίωμα της Εκκλησίας βοήθησε τον φορέα της να φανεί πειστικότερος στις προθέσεις του όσον αφορά την τομή που επιχειρούσε να επιφέρει στην Εκκλησία και, κυρίως, όσον αφορά την επιδίωξή του για άνοιγμά της στους νέους. Συγχρόνως, όμως, ένας τέτοιος λόγος έφθειρε και ‘καθημερινοποιούσε’ τα πνευματικά περιεχόμενα του εκκλησιαστικού λόγου (Δεμερτζής 2001: 95), αποστερώντας από αυτόν τη δυνατότητα να εστιάζει σε ό,τι απασχολούσε τους πιστούς και όχι σε ό,τι μπορούσε να είχε απήχηση στα μίντια.

Χωρίς να αποτελεί τη μοναδική ή και την κύρια αιτία, ωστόσο η ευρεία προβολή του Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου από τα ΜΜΕ συνέβαλε στην εκτόξευση της δημοτικότητάς του (73,3% τον Ιούνιο 1998, στοιχεία MRB), καθιστώντας τον την περίοδο εκείνη τον πλέον δημοφιλή Έλληνα. Βέβαια, η πορεία αυτού του μεγέθους, συν τω χρόνω, γνώρισε τη φθορά φθάνοντας στη χαμηλότερη τιμή του (43% θετικές γνώμες και 47% αρνητικές γνώμες, στοιχεία VPRC) την περίοδο της εκκλησιαστικής κρίσης του 2005 (x). Αν η εξέλιξη της προσωπικής δημοτικότητας του Αρχιεπισκόπου υπέστη τις συνέπειες της κρίσης της Εκκλησίας, με άλλα λόγια, αν η ‘δημοσιοποιημένη’ εικόνα του Αρχιεπισκόπου (xi) κάμφθηκε εξ αιτίας προβλημάτων της Εκκλησίας, πόσο αποτελεσματικό μπορεί να θεωρηθεί ένα εγχείρημα διεύρυνσης της ορατότητας της δια του μέσου της επικοινωνίας; Το γεγονός ότι η Εκκλησία και ο επικεφαλής της απέκτησαν δημοσιότητα σε ευρύτερα ακροατήρια από εκείνα στα οποία συνήθως τέτοιοι θεσμοί και οι λειτουργοί τους έχουν προσβάσεις αρκεί για τη δημιουργία ανάλογων προσβάσεων στα νέα ακροατήρια με τα οποία Εκκλησία και Αρχιεπίσκοπος ήρθαν προπάντων σε ‘μιντιοποιημένη’ επαφή;

Ο Δεμερτζής (στο ίδιο, 159-64) εξηγεί γιατί η ‘τηλεοπτικοποίηση της θρησκείας’ συνοδεύεται από ‘απο-ιεροποίηση’ και γιατί, συνεπώς, η έκθεση του Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου στα μίντια οδήγησε στην ‘επικοινωνιακή εκκοσμίκευση’ της Εκκλησίας και όχι στη θρησκευτική αναγέννησή της.

Κατ’ αρχάς, κάθε ‘κρατική εκκλησία’, άρα και η Ορθόδοξη Ελληνική Εκκλησία, είναι ευάλωτη στην εκκοσμίκευση, όπως σημειώσαμε στα παραπάνω (βλ. Casanova 1994a: 24). Ο Casanova εξηγεί γιατί εκκλησίες που δεν αποδέχονται τον χωρισμό τους από το κράτος χάνουν σε απήχηση μέσα στην εκκοσμικευμένη κοινωνία, ενώ αντιθέτως οι αποσυνδεδεμένες από το κράτος εκκλησίες είναι καλύτερα σε θέση να επιβιώσουν των διεργασιών κοινωνικής αποδιαφοροποίησης, π.χ. προσλαμβάνοντας τη μορφή ‘κινημάτων αφύπνισης’ ,που συμπληρώνουν τα νοηματικά κενά του σύγχρονου κόσμου (στο ίδιο).

Πέραν, ωστόσο, της πραγματικότητα της ‘κρατικής εκκλησίας’ που δημιουργεί προϋποθέσεις υποχώρησης της πνευματικής της απήχησης στην κοινωνία, η υποχώρηση της πίστης γίνεται εντονότερη στην περίπτωση της Ορθόδοξης Εκκλησίας επί Χριστοδούλου, καθώς τότε η μετάδοση του θρησκευτικού μηνύματος (από τηλεοράσεως, με τις τηλεοπτικές κάμερες μέσα στους ναούς, κλπ) γινόταν σε ένα πλαίσιο ‘δομικά διαφορετικό’ από εκείνο της Εκκλησίας (Δεμερτζής 2002: 164). Από το πλαίσιο αυτό αφενός μεν έλειπε η απαιτούμενη θρησκευτική ‘ιερότητα’ (στο ίδιο), ενώ αφετέρου το ‘δομικά διαφορετικό’ αυτό πλαίσιο, συγκεράζοντας στοιχεία μιας ‘θεσμοποιημένης θρησκείας’ με εκείνα μιας ‘λαϊκής θρησκείας’, στοιχεία του θρησκευτικού δόγματος με τη μαγεία (‘θαύματα’) και το new age, μετέτρεπε τη θρησκεία σε μια ‘θρησκεία κοινότοπη’ (banal religion) (Hjarvard 2008: 12, 14-5). Ο λόγος του Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου και η στάση του απέναντι στα ΜΜΕ βοηθούσε, ώστε η Ορθόδοξη Εκκλησία να αποκτήσει χαρακτηριστικά μιας ‘κοινότοπης’ εκκλησίας. Οι κοινότοπες θρησκείες και εκκλησίες δεν είναι ασήμαντες –εδώ η έννοια ‘banal’ δεν ταυτίζεται με κάτι υποδεέστερης σημασίας, όπως επισημαίνει ο Hjarvard–, όμως ‘βρίσκονται σε απόσταση από τα θρησκευτικά κείμενα και τους θρησκευτικούς θεσμούς’ (στο ίδιο, 15). Επομένως, η προσπάθεια του Χριστοδούλου να αποκτήσει επιπλέον ορατότητα η Εκκλησία εμπεριείχε αφ’ εαυτής μια αντίφαση: αυτό που έπρεπε να γίνει ορατό (η Εκκλησία), μετατρεπόταν προηγουμένως σε ‘κοινότοπο’. Με τον τρόπο, όμως, αυτό η Εκκλησία δεν αποκτούσε επιπλέον ορατότητα στην κοινωνία, αλλά μάλλον προσαρμοζόταν η ίδια στις (συγκυριακά μεταβαλλόμενες) προσλαμβάνουσες της κοινωνίας.

 

«Eπί Χριστοδούλου οι συγκρούσεις μεταξύ της Εκκλησίας και του κράτους/κυβερνητικής εξουσίας έλαβαν τα χαρακτηριστικά μετωπικών αντιπαραθέσεων, με αποκορύφωμα το ζήτημα των ταυτοτήτων. Τότε η Εκκλησία επιδίωξε την ανοικτή πολιτικοποίησή της και τη μαζική κινητοποίηση των πιστών της υπέρ των θέσεών της. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, όμως, η Εκκλησία επί Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου μετατράπηκε από έναν μη- διαιρετικό σε έναν συγκρουσιακό θεσμό.»

 

«Το γεγονός ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία, εκτός από ‘κρατική’ και ‘δημόσια’ που ήταν ήδη, έγινε και μια εκκλησία της δημοσιότητας, δεν αποτελεί μια ιδιαιτερότητα της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η ολοένα και αυξανόμενη παρουσία των θρησκειών στα μίντια και η προσαρμογή τους στις φόρμες και την τεχνολογία των μίντια είναι φαινόμενα που έχουν επισημανθεί στη διεθνή βιβλιογραφία»

 

«Η φράση του ‘σας πάω’ ή ‘το να είσαι χριστιανός είναι in’, όπως και η έκκλησή του ‘ελάτε στην Εκκλησία όπως είστε’, που απηύθυνε προς τους νέους λίγο καιρό μετά την εκλογή του, περιγράφουν ακριβώς το εγχείρημα διεύρυνσης της ορατότητας της Εκκλησίας σε εκείνες ιδίως τις ηλικιακές ομάδες που η διείσδυσή της παρουσιαζόταν χαμηλή και η επιρροή της ήταν περιορισμένη»

 

* Η Βασιλική Γεωργιάδου είναι καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Η μελέτη της σε μορφή PDF στην ιστοσελίδα του academia.edu

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top