Fractal

Διήγημα: “Δίδυμος Πόλεμος”

 Του Κωνσταντίνου Καραγιαννόπουλου //

 

1aa

 

Λίγο προτού πεθάνει η Στέλλα, ήθελε να ακούσει το πρώτο κελάηδισμα των πουλιών το χάραμα. Στο Λυκαβηττό. Εκεί που, για πρώτη φορά και τελευταία, γνώρισε τον έρωτα.

Η Στέλλα ήταν πουτάνα. Πουτάνα πρώτης κλάσης. Σπουδαγμένη. Πανεπιστήμια και φιλοσοφίες. Αλλά τι να τα κάνεις αυτά, έλεγε, το χρήμα θέλει σάρκα. Και στην μέση ήταν κι ο Γιωργάκης της. Ιατρική ήθελε ο Γιωργάκης. Φροντιστήρια. Ξένες γλώσσες. Τα ποδόσφαιρά του ο Γιωργάκης. Και τα χαρτζιλίκια για τα σκυλάδικα. Που να βρεθούν όλα αυτά τα φράγκα με τον Επίκουρο και τον Βοήθιο; Κι όσες σκάλες κι αν σφουγγάρισε τα πρώτα χρόνια, πάλι δε φτάναν να τα βγάλουν πέρα δυο στόματα. Έτσι μπήκε στο μπουρδέλο της Φιόνας. Της έδωσε ένα μικρό δωματιάκι. Κι η πελατεία -έτσι για δοκιμαστικό στην αρχή- ήταν κάτι γερόντια, που στα μισά βλέπαν τον Άγιο Πέτρο να τους κλείνει το μάτι συνωμοτικά. Όλα τα άντεχε. Μόνο εκείνη την γεύση του σπέρματος τους, που είχε κάτι από την ξινίλα της σήψης. Δεν το μπορούσε. Αλλά σαν είδε ότι δε την έπαιρνε, σκεφτόταν το υπέροχο χαμόγελο του γιου της. Κι όλα μύριζαν γιασεμί. Έχεις μυρίσει ποτέ σου γιασεμί, με ρωτούσε. Κι εγώ, κατακόκκινος από ντροπή, άλλαζα κουβέντα.

Για την Στέλλα ο έρωτας (το σεξ δηλαδή…) ήταν θέμα τακτικής. Να, κάτι σα το παιχνίδι με τις ναυμαχίες. Εκείνο το επιτραπέζιο ντε. Όσο πιο προσεχτικά παρατηρούσες τον πελάτη. Όσο καλύτερα τον ψυχολογούσες. Τόσο πιο γρήγορα τελείωνε το θέμα κι έπεφτε το παραδάκι και ξεμπέρδευες. Α, δεν ήθελε να το παινευτεί αλλά… σ’ αυτό -ειδικά- ήταν μανούλα! Τι να το κάνεις, όμως; Ήταν τσιγκούνα η αφεντικίνα κι όταν την παράταγε ο γκόμενος, για κανα πιπίνι, έκανε κι έναν μήνα να τις πληρώσει. Με τα πολλά και με τα λίγα, αφού απέκτησε μια κάποια σταθερή πελατεία, δίνει σάλτο και πιάνει μια γκαρσονιέρα σε καλή περιοχή. Καλός κόσμος. Οικογενειάρχες που οι γυναίκες τους το ‘ριχναν στην εκκλησία και την αποχή. Οικογενειάρχες που, κάθε τόσο, θέλανε να θυμούνται τα εφηβικά τους χρόνια. Έφηβοι που ψάχναν τα πρώτα τους γαμήσια. Ιεράρχες της Εκκλησίας που -όπως κι ο άγιος της Αρλέτας- ψάχναν να χτίσουν Παράδεισο. Πολιτικοί που δοκίμαζαν την εξουσία τους πρώτα στο πουλί τους- γι’ αυτό άλλωστε φτάσαμε εδώ που φτάσαμε. Μωρέ ναι, ούτε το πουλί τους δε μπορούσαν να κάνουν καλά… πόσο μάλιστα τους δουνουτούδες! Μα το καλύτερο. Η ύψιστη μορφή του ανθρώπινου κολαστηρίου. Κάτι μοναχικά γεροντοπαλίκαρα, που το παίζανε ποιητάδες. Όχι πες εσύ ρε χαμίνι, που διαβάζεις πολύ, μπορείς να γράψεις ποίηση χωρίς να έχεις νοιώσει αγάπη;

Τέλος πάντων. Δόξα να’ χει η Παναγιά! Καλοπιάστηκε. Αγόρασε δικό της διαμέρισμα στους Αμπελόκηπους. Και τι διαμέρισμα. Διαμερισματάρα παρακαλώ! Κι ο Γιωργάκης μέχρι και ταξίδια στο εξωτερικό έκανε. Φαντάσου, ε. Έξι μήνες είχε κάνει το μουνί της πατσαβούρι κι ο Γιωργάκης πήγε πρώτο ταξίδι Βαρκελώνη. Που εκείνη μέχρι τον Πειραιά είχε πάει κι είπε: “Θε μου να’ σαι καλά που μ’ αξίωσες κι είδα -στη ζωή μου- θάλασσα”. Δε παραπονιέται, όμως. Είναι περήφανη που το ρουμπίνι της έκανε ζωή χαρισάμενη. Χαλάλι του ρε! Κοτζάμ επιστήμονα τον έφτιαξε!

Το θέμα ήταν αλλού. Ο Γιωργάκης δεν είχε ιδέα για το τι δουλειά κάνει η μαμάκα του. Όταν -καμιά φορά στο Δημοτικό- ρώταγε η δασκάλα τα παιδάκια τι δουλειά κάνει η μαμά τους, ο Γιωργάκης έλεγε με καμάρι: “Εμένα η μαμά μου είναι Νυχτόβια”. Τώρα πως του’ χε κολλήσει αυτό, ποτέ της δε το ‘μαθε. Και μέχρι το Γυμνάσιο πίστευε, ο Γιωργάκης, πως το Νυχτόβιος είναι επάγγελμα. Στην εφηβεία του κάπως έπρεπε να δικαιολογήσει το παράξενο ωράριό της. Κι από Νυχτόβια έγινε Νυχτοφύλακας. Παράξενο επάγγελμα για γυναίκα… αλλά το πίστεψε. Κι έτσι τα χρόνια κύλησαν, για εκείνον τουλάχιστον, ήρεμα.

Ποτέ δε μάθαμε ποιος ήταν ο πατέρας του Γιωργάκη. Ποτέ της δε μίλησε γι’ αυτόν. Το μόνο που της είχε ξεφύγει μια φορά ήταν μιαν ακατανόητη -για μένα τότε- φράση: “Δε φοβόμουν τον θάνατο, την απουσία του φοβόμουν. Μη τύχει και γίνει καρκίνος στην ψυχή μου και στην αγάπη μου για τον Γιώργο”. Αυτό είχε πει και για το πρώτο της φιλί στο Λυκαβηττό. Μα σαν κοίταζες βαθιά στα μάτια της, ο πόνος έπηζε το βλέμμα. Υπήρχαν στιγμές που φαινόταν ξαφνικά να γερνά σαράντα χρόνια και αστραπιαία να επανέρχεται ξανά η ζωηράδα και το σκέρτσο της.

Πολλές φορές την πετύχαινα στο μαγαζί εκείνου του τυπά, που τον φάγανε οι ανταγωνιστές και το πάθος του για την τραγουδιάρα. Πάντα με μάλωνε. Μωρό παιδί, έλεγε, τι ήθελα σ’ εκείνα τα μέρη. Γελούσε με την καρδιά της όταν τις διηγιόμουν το κόλπο με το οποίο κατάφερνα να μπω μέσα. Δυστυχώς το ύψος μου, από τότε, δε με βοηθούσε να ξεγελάσω τους Κέρβερους του φέις κοντρόλ- έτσι, πλησίαζα μεσήλικα ζευγάρια και το ‘παιζα μέλος της οικογένειας Χωραφά. Γελούσε και μου ‘ριχνε κι από μια μπάτσα… για να μη ξεχνιόμαστε! Πολλά χρόνια μετά την ίδια μπάτσα θα ‘τρωγα κι από τον Δάσκαλο, για το μπλέξιμό μου με τις ουσίες. Τελικά, οι φύλακες άγγελοι με μια μπάτσα χαράζουν στην ψυχή σου την σωτηρία.

*

 

Σχεδόν τρία χρόνια κράτησε η φιλία μου μαζί της. Και δίπλα της μαθήτευσα. Το σώμα σου, έλεγε, είναι ο ναός σου. Να το σέβεσαι. Και να το σέβεται κι αυτός που θα πλαγιάζει μαζί σου. Ή μάλλον όχι μόνο να το σέβεται. Εικονοστάσι να το κάνει. Το σώμα σου, χαμίνι, δεν είναι κοπριά και κάτουρο. Ούτε φυλακή κι αλυσίδα. Το σώμα σου είναι το μέσον για να ατενίζεις τα μάτια του Θεού. Τ’ ακούς; Και το φιλί. Αχ, το φιλί δεν θα το δίνεις από δω κι από κει. Το φιλί μόνο σ’ έναν θα το χαρίσεις. Σ’ εκείνον που η καρδιά σου θα προστάξει. Να την ακούσεις. Αλάνθαστος οδηγός είναι η καρδιά. Κι όταν ο καιρός περάσει. Και το σώμα κοπάσει τους κραδασμούς, μη φοβηθείς. Τότε θα σημάνει η ώρα να χρωματίσεις την ψυχούλα σου μ’ εκείνο το λουλακί της αγάπης. Της αγάπης που δε θα τη σβήνει ούτε ο χρόνος ούτε η απόσταση ούτε οι χαραμάδες του κόσμου. Να το θυμάσαι αυτό, χαμίνι. Κι εγώ πάντα το θυμόμουν κι ένα δάκρυ ερχόταν να στάξει, κάθε που πλάγιαζα με γκόμενο. Ά ρε Στέλλα. Τόσος δα είναι ο κόσμος κι άπειρη η δίψα μας για κείνον.

Εν το μεταξύ, μπήκε στην Ιατρική ο Γιωργάκης. Καλός φοιτητής, μα και λίγο μαλάκας. Δεν είχε πολλές παρέες και μόνο στα κομπιούτερ ψαχούλευε για τσόντες. Την κωλοκαθήστρα είχε βγάλει κι είχε ξεζουμιστεί να τον παίζει, μετά από κάθε κεφάλαιο Γενικής Παθολογίας. Και δώσε η Στέλλα να προσπαθεί να τον αποσπάσει από εκείνο το διαολομηχάνημα, μα εκείνος τίποτα. Τον πήγε σε ψυχίατρο, μπας κι έχει το παιδί κατάθλιψη. Τίποτα δεν είχε το παιδί. Απλώς ήταν μπούφος. Κι εκείνη να μαραζώνει και να σκέφτεται τι μέλλον θα’ χει το μαλακομπουκαλάκι της.

*

 Τώρα που γράφω ετούτες τις γραμμές, έχω δίπλα μου το δώρο που μου’ χε κάνει κάτι Χριστούγεννα. Κι αν δε κάνω λάθος ήτανε λίγες μέρες προτού πεθάνει η κολλητή μου. Η φιλοσοφία στο Μπουντουάρ, του Μαρκήσιου Ντε Σαντ. Και για αφιέρωση, με τα καλλιγραφικά της γράμματα, έναν στίχο του Πεσσόα: “Υπάρχω μόνο μεταμφιεσμένος”. Αυτό μας έδενε με την Στέλλα. Κι οι δυο μας μια ζωή να κοιτάμε τον κόσμο από την σκηνή. Σ’ ένα έργο κομμένο και ραμμένο στα μέτρα ενός συστήματος, που μας έπινε το αίμα.

*

 Τον τελευταίο χρόνο δε συναντιόμασταν συχνά. Τότε είχα αρχίσει να’ χω τις πρώτες μου ανησυχίες περί αριστεράς. Κι η Έλλη με ταξίδευε σ’ έναν κόσμο στον οποίο τα ονόματα, Μαρξ κι Έγκελς, ακούγονταν σαν το τραγούδι των Σειρήνων. Έκανα όνειρα για ένα μέλλον χωρίς τάξεις, προκαταλήψεις, μίσος και ανταγωνισμούς. Ένα μέλλον που θα πρόσφερε στον κόσμο την ελπίδα μιας ακερμάτιστης ύπαρξης. Βέβαια, δε πέρασε και πολύς καιρός που βλαστήμησα και τα όνειρα και τα κεφάλαια και τα προλεταριάτα. Σιχάθηκα τον άνθρωπο και το μυαλό του το κλούβιο που δεν έλεγε να μάθει, όλους αυτούς τους αιώνες που περιδρόμιαζε την φύση, τι πα να πει ΖΩΗ. Από την Βίβλο ίσα με τώρα τα ίδια λάθη τα ίδια σκατά. Δηλαδή, τι περιμένουμε -ρε φίλε;

Το τηλεφώνημα έπεσε μεσημέρι. Η φωνή της ήταν ήρεμη. Ήρεμη όπως πάντα. Με ρώτησε τα νέα μου. Αν τελείωσα εκείνο το μυθιστόρημα, που πάλευα με το ορφανό. Κι αν είχα πρόθεση να πω στην θεία μου πως ήθελα να γίνω ηθοποιός. Ανησυχεί που πηδιέμαι μ’ όποιο αγόρι μου καυλώσει. Και που ακόμα δεν έχω νοιώσει τις πεταλούδες στο στομάχι. Εγώ της είπα πως πέρυσι τις ένοιωσα. Και τις ένοιωσα για τα καλά. Μια βδομάδα έμεινα στο νοσοκομείο με την γαστρεντερίτιδα που μ’ είχε πιάσει. Αχ, πότε θα ‘βαζα μυαλό. Τι πρόγραμμα είχα για το απόγευμα; Τίποτα της απάντησα και μου πρότεινε να συναντηθούμε στο Μεταξουργείο. Σ’ εκείνο το πουστάδικο που κάνει νόστιμες κρέπες. Το κλείσαμε.

Πρώτη φορά που έφτασε νωρίτερα στο ραντεβού. Έπρεπε να το’ χα καταλάβει. Καθόταν έξω στην γωνία αριστερά. Μπροστά της ένας απείραχτος καφές. Δε με κατάλαβε. Κι όταν ξεκίνησα να της λέω το ψέμα που’ χα πει στην θεία μου, για να το σκάσω, τότε μόνο, επανήλθε στην πραγματικότητα. Δεν είπαμε πολλά. Ο Γιώργος πήρε το πτυχίο του με άριστα. Κι ένας από τους πελάτες της κανόνισε να ξεκινήσει το αγροτικό του, πριν ακόμη ορκιστεί. Ήρθε η στιγμή να μάθει την αλήθεια.

Πάγωσα. Στ’ αλήθεια πάγωσα με τις τελευταίες της λέξεις. Δε ξέρω τι με είχε τρομάξει περισσότερο, η φυσικότητα με την οποία μου πέταξε την κεραμίδα ή την αντίδραση του τσόγλανου του Γιώργου, όταν θα μάθαινε πως η μανουλίτσα του ήταν πουτάνα. Πως τα εφηβικά του ταξιδάκια στο εξωτερικό (για το πράκτις στις γλώσσες), τα ποδόσφαιρα και τα ποτά στα καταγώγια που σύχναζε στο πρώτο έτος, ακόμα ακόμα και το ίντερνετ για να κατεβάζει τσόντες και να παίζει το ατροφικό του πουλάκι, της κόστιζε το ξεπούλημα της τρύπας από την οποία προήλθε ο ίδιος. Χρειάστηκαν μερικά λεπτά για να μπορέσω να της κεκεδίσω το: “Μωωωωρρήηη!!! Είσαι τρελήηηηη;;;;”.

*

Την άλλη μέρα με είχε τραπέζι στο σπίτι. Πήγα από νωρίς να μου εξηγήσει ο Γιώργος κάτι στην Βιολογία για μια εργασία μου. Αφού τελείωσε το ιδιαίτερο. Ο Γιωργάκης, προς μεγάλη μου έκπληξη, είχε καταλάβει με την μια την διαφορά ενδελέχειας και εντελέχειας… καθώς και την βασική φιλοσοφία του rock n’ roll. Εγώ πάλι σίγουρα θα μηδενιζόμουν στην εργασία μου. Καθίσαμε στο τραπέζι. Η Στέλλα είπε την προσευχή κι ο Γιωργάκης προσπαθούσε να ξεκουμπώσει το φερμουάρ του παντελονιού μου κάτω από το τραπέζι. Φάγαμε πλουσιοπάροχα. Μετά η Στέλλα πήγε τα πιάτα στον νεροχύτη κι επέστρεψε με τρεις μπύρες.

Πριν καν προλάβει η καταπιόνα μου να στείλει την γουλιά της μπύρας στο στομάχι. Το ξεφούρνισε. Με την μια. Χωρίς προκαταρκτικά. Το πρώτο λεπτό δεν έγινε τίποτα. Ούτε το δεύτερο. Ούτε καν το τρίτο. Τότε, για μιαν ακόμη φορά, αναρωτήθηκα για το πνευματικό επίπεδο ετούτου του μόγγολου. Ώσπου ένα θραύσμα, από το τασάκι που εκτόξευσε ο Γιώργος στο τοίχο, με πήρε πλάι στο αριστερό μου μάτι. Από τότε φέρω το σημάδι εκείνης της μέρας. Ένα ακόμα σημάδι να μου θυμίζει τα όσα ήθελα να ξεχάσω. Πρώτη φορά βλέπαμε και οι δύο τον Γιώργο σε τέτοια κατάσταση. Το τρομαχτικό σ’ αυτόν δεν ήταν το μπινελίκι και οι βίαιες κινήσεις του. Αλλά τα μάτια. Τα μάτια του πρόδιδαν αίμα. Ανησύχησα για την Στέλλα. Εκείνη δε μιλούσε καθόλου και δεχόταν τη μια προσβολή μετά την άλλη. Ο Γιώργος όλο και την πλησίαζε. Εκείνη τίποτα. Μούγκα. Τότε στο άσχετο μου ‘ρθε στο μυαλό η σκηνή με την Μερκούρη: “Στέλλα φύγε. Κρατάω μαχαίρι”. Και προς στιγμήν μπέρδεψα την μια Στέλλα με την άλλη. Ενστικτωδώς μπαίνω μπροστά της. Εκείνος τρομάζει με το απότομο της κίνησής μου και πισωπατά. Τότε γυρίζω και της λέω: “Μου’ χεις εμπιστοσύνη;”. Εκείνη σαστίζει αλλά αμέσως απαντά πως ναι. “Τότε φύγε κι άσε με μιαν ώρα μαζί του”. Διστάζει μα στο τέλος φεύγει.

*

 Δε μπορώ να θυμηθώ ποια ήταν τα τελευταία του λόγια. Μονάχα το αίμα που έτρεχε από την μύτη του θυμάμαι και τον οξύ πόνο του χεριού μου από την μπουνιά που τον σώριασε. Αν κι ήταν δυο μέτρα παλικάρι, τον είχα. Του τραβάω τα μαλλιά να τον σηκώσω πάνω. Εκείνος βογκάει ελαφριά. Τον λυπήθηκα για λίγο. Μπήκα για μερικά νανοσκεκόντ στην θέση του. Αλλά μετά πάλι ο θυμός με κυρίευσε. Του σβουρίζω μια χαστούκα και του λέω: “Ρε αρχίδι δεν έχεις λίγη τσίπα πάνω σου; Την μάνα σου ρε; Αυτήν μονάχα έχεις στη ζωή. Αυτή σου ‘δωσε την πρώτη σου πνοή”. Ναι, είπε, γιατί το βρακί της ήξερε να το δίνει αλλού. Του τραβάω άλλη μια και τον ακουμπώ στον τοίχο. Δε μπορούσα να σκεφτώ τίποτα. Δεν ήθελα να παρηγορήσω αυτό το απόβρασμα. Το μόνο που ήθελα ήταν να το εξαφανίσω από προσώπου γης. Αν δε μπεις στην θέση του άλλου, λέω, δε μπορείς να καταλάβεις τα βάσανά του. Συμφωνείς; Δε μιλάει. Φοβάται. Τον ξεβρακώνω με την μια. Πριν καν το εσώρουχό του ακουμπήσει το πάτωμα η ψωλή του ήταν ήδη σηκωμένη. Σου αρέσει, ε; Του λέω ειρωνικά. Τότε μόνο άρχισε να τρέμει. Και συνεχίζω: “Τώρα καλό μου σκυλάκι, θα πάρεις ένα μάθημα· τι πα να πει πεζοδρόμιο”. Παίρνω στα χέρια μου τα αρχίδια του και τα πιέζω τόσο, που νόμισα πως του τα’ χα λιανίσει. Ο Γιώργος ουρλιάζει. Εκλιπαρεί να τον αφήσω. Έχω δίκιο. Είναι μαλάκας. Έχω δίκιο. Εγώ, όμως, εκεί. “Τώρα μωρό μου, τώρα, σιγά σιγά θα γυρίσεις από την άλλη. Έεετσιιι μπράβο το καλό παιδί. Για κοίτα τον τοίχο. Τον βλέπεις; Τι χρώμα έχει; Άααασσπροοοο…. έτσι μπράβο. Και ξέρεις, κουταβάκι μου ατίθασο, τι είναι το λευκό; Είναι και δεν είναι χρώμα. Έτσι είναι κι ο έρωτας. Έχει και δεν έχει αγάπη. Και τώρα θα δεις πως είναι να μην έχεις αγάπη”.

Δε μπορούσα να πιστέψω πως εγώ, ένα δεκαπεντάχρονο τσογλανάκι, κατάφερα τόσο καλά να ξυλοφορτώσω έναν μαντράχαλο. Βασικά, εκείνες οι στιγμές μονάχα ως αποσπάσματα ενός φριχτού εφιάλτη έρχονται στο νου μου. Σαν τα καρέ του σινεμά. Εγώ να του δαγκώνω το αφτί για να ματώσει. Να του χώνω στον κώλο ό, τι πιο μακρουλό και χοντρό έβρισκα μπροστά μου. Την καυλωμένη πούτσα του Γιώργου. (Πόσες φορές -άραγε- να ‘χυσε, μέσα στους πόνους και τα βασανιστήρια που του ‘κανα;). Τις πληγές στην κωλοτρυπίδα του. Το λαχανιτό μου, που σιγά- σιγά, συντονίστηκε με το δικό του. Την ηδονή. Ναι. Την ηδονή, που αισθανόμουν, με κάθε κίνησή μου να τον πληγώσω. Είχα καυλώσει κι εγώ. Δεν μπορούσα, όμως, να σκεφτώ. Ήμουν παρασυρμένος από ένα άγριο κύμα σκοτεινών ενστίκτων. Ρουφούσα με όλες μου τις αισθήσεις την γλύκα της υπεροχής μου. Ή μήπως της ίδιας μου της βίας; Μέχρι και σήμερα, δε μπόρεσα να το καταλάβω. Απολάμβανα ό, τι μπορούσε να μου χαρίσει ο καρπός του μαρτυρίου του. Τα δόντια μου. Αχ, τα δόντια μου πως σκίζαν το πετσάκι της ψωλής του. Το αίμα του αναμεμειγμένο με σπέρμα. Με το σπέρμα και των δυο μας. Τον έβαλα να με μαλακόσει. Κι άλλο κι άλλο κι άλλο. Είχαμε φτιάξει το δικό μας έμβρυο. Κυοφορούσαμε κι οι δυο μας μια μπάλα- βόμβα έτοιμη να γκρεμίσει συθέμελα το Σύμπαν. Μίσος. Μισούσαμε τα πάντα. Ο καθένας για τους δικούς του λόγους. Έκλαιγε σα μωρό παιδί. Μέσα στον σαματά υπήρχαν στιγμές, που προσπαθούσε να μ’ αγκαλιάσει. Τότε εγώ του ‘δινα μια κλωτσιά και σωριάζονταν στο πάτωμα μ’ έναν ξερό γδούπο. Κανένα συναίσθημα δεν ένοιωθα μέσα μου, παρά εκείνο το μίσος που είχε χάσει τον στόχο του. Ο Γιώργος όμως; Δε με ‘νοιαζε. Ο Γιώργος πια δεν αντιπροσώπευε παρά το ίδιο το παράφορο μίσος μου. Του ‘δωσε μορφή. Την μορφή του.

*

Έξω είχε αρχίσει να ψιχαλίζει. Σούρουπο. Γκρίζος ουρανός με κάτι ροζ ανταύγειες στο βάθος βάθος. Ο δρόμος φίσκα ερημιά. Ούτε γαύγισμα σκύλου δεν ακούγονταν. Περπάτησα προς μια τυχαία κατεύθυνση, όταν τα μάτια μου στράβωσαν από τα φώτα ενός μπαρ. Ψαχούλεψα στις τσέπες μου. Είχα κάτι ψηλά. Ό, τι έπρεπε για δυο -τουλάχιστον- μπύρες. Ο μπάρμαν με κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω και μετά από λίγο μου βάρεσε το μπουκάλι στο τραπέζι. Το μέρος ήταν βρώμικο. Σύντομα θα γινόμουν κι εγώ μέρος του ντεκόρ του. Ήπια τις δυο μπύρες και η τρίτη κερασμένη από το αφεντικό. Κατέβασα και την άλλη. Άφησα τα ψηλά στην χούφτα του χοντρού και βγήκα. Το φεγγάρι τσάκιζε τα πνευμόνια μου. Κάτι μέσα μου πάλευε με το ίδιο το κορμί μου. Ήθελα να ξεσκιστώ ολόκληρος. Να απελευθερωθώ. Δίπλα μου μια βιτρίνα με ακριβά κοσμήματα. Εκεί το είδα. Κάτω από το ασημί φωτάκι τ’ ουρανού.

 Μια βαθιά ρυτίδα στα μάτια μου. Ξαφνικά είχα μεγαλώσει. Ήμουν πια άντρας. Το όνειρό μου είχε γίνει πραγματικότητα κι εγώ ήμουν πλέον τόσο δυστυχισμένος.

*

Κάθε μεσημέρι η ίδια πάντα διαδικασία. Αυτή η χοντρή φάλαινα κάθεται απέναντι μου, περιμένοντας να γυαλίσω το πιάτο. Αν τύχει μια μέρα να μην έχω όρεξη δείχνει κατανόηση, γι’ αυτό μ’ αφήνει τέσσερις μέρες νηστικό, για να το χορτάσω την πέμπτη. Πρωί απόγευμα βόλτα στο προαύλιο και μετά τηλεόραση ώσπου να αποχαυνωθώ. Βιβλία δεν επιτρέπονται. Ό, τι διάβασα διάβασα. Δε θα μου χρησιμεύσουν πια.

Από το δίπλα δωμάτιο ακούγεται μουσική. Κάτι μου θυμίζει. Κάτι απαλό και συνάμα τόσο μελαγχολικό. Σίγουρα Χατζιδάκις. Θυμάμαι την πρώτη φορά που άκουσα τις μελωδίες του, ήταν στο σπίτι της θείας μου. Τότε που μ’ είχε κρατήσει, για να μην με ψάχνουν στα παγκάκια. Δε ξέρω γιατί, αλλά όταν τις ακούω, το μυαλό μου γεμίζει άγρια φύση. Οι ειδικοί λένε πως η φωνή της μάνας, για τα πιτσιρίκια, είναι πολύ σημαντική. Πως μέχρι τα τέσσερα τους χρόνια οι σκέψεις τους έχουν τη φωνή της. Εγώ όταν γεννήθηκα το πρώτο πράγμα που άκουσα ήταν οι σειρήνες των μπατσικών και φρεναρίσματα οχημάτων. Στο δρόμο με βρήκαν. Πεταμένο. Αρκετό καιρό μετά ήρθε ταπεινή να με πάρει φασκιωμένο στην αγκαλιά της. Με γύρισε σπίτι. Αλλά εγώ πάντα τους δρόμους είχα για σπίτι μου. Και οι σκέψεις μου ανακατωμένες πάντα. Ουρλιάζοντας. Τσιρίζοντας. Βογκώντας. Στα ντεσιμπέλ μιας εν εξελίξει αποσύνθεσης.

Αν τώρα το πετάξω στην μούρη της. Λες να κερδίσω μια μέρα ακόμα μπόνους;

*

Χαμίνι μου, Ρουμπίνι μου, άγγελέ μου,

Ο χρόνος έχει πια παγώσει. Από τότε που σε πήρανε στην κλινική ζω σαν πεθαμένη. Θέλω να με πιστέψεις. Προσπάθησα να τους σταματήσω. Όμως, η θεία σου επέμενε. Και ξέρεις πόσο είχε τρομάξει, την τελευταία φορά που έφυγες από το σπίτι της. Άλλωστε, εκεί θα σε προσέξουν καλύτερα. Οι γιατροί ξέρουν τι κάνουν. Να τους ακούς. 

Διάβασα το τελευταίο γράμμα, που μου ‘στειλες. Γιατί τόσος θυμός μαζί μου; Αφού σου εξήγησα. Ο πατέρας σου δε σε ήθελε. Κι όταν του’ πα πως θα σε μεγαλώσω μόνη μου, δε με πίστεψε. Φοβήθηκε μη τον κυνηγήσω αργότερα για λεφτά. Όσο για το επάγγελμά μου. Αναλογίσου μόνο πόσα πράγματα έκανες, ξοδεύοντας τα χρήματα, που μου παρείχε αυτό το επάγγελμα. Ό, τι κι αν μου λες, εγώ σε λατρεύω. Είσαι ο μόνος λόγος, για τον οποίο ζω. Σύντομα -στο υπόσχομαι- θα είμαστε και πάλι μαζί.

 

Η μανούλα σου,

Στέλλα.

*

Σήμερα ο γιατρός ήταν πολύ παράξενος. Μου έκανε δυο και τρεις φορές την ίδια ερώτηση και πάντα περίμενε απάντηση. Λες και θ’ άλλαζε κάτι μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. Μέχρι κι η φάλαινα ήταν τρυφερή. Μάλιστα, μου επέτρεψε να φάω όσο εγώ ήθελα και μου ‘φερε δώρο λαμπατέρ. Το πρόγραμμα μπορεί να σπάσει. Δε θα γίνει, ρε αδερφέ, και η συντέλεια του κόσμου! Όχι, να πω τι τραβάει η όρεξή μου και θα το’ χω. Δεν είμαι δα και φυλακισμένος.

Φοβάμαι. Αισθάνομαι τόσο μόνος.

*

Η Στέλλα είναι άρρωστη. Καρκίνος στους λεμφαδένες. Επιθετικός. Ελπίδες μηδαμινές. Το κατάφερε ο μαλάκας και της έγινε καρκίνος. Καρκίνος κι ο Γιωργάκης της, που δε πάτησε το πόδι του ούτε μια φορά. Αρρώστια η αγάπη.

Εγώ ακόμα στην κλινική. Πως να το σκάσω; Θέλω να την δω- ρε πούστη μου!

*

Σήμερα φασολάδα. Σιχαίνομαι και μόνο που το βλέπω. Ούτε τηλέφωνο δε μ’ αφήνουν να την πάρω.

*

Πέθανε κι εγώ δε μπόρεσα να νοιώσω ούτε μια στάλα θλίψη. Κενό. Στην ψυχή και στον νου μου. Μια πόρνη πέθανε. Η γη γυρίζει γύρω από τον ήλιο και γύρω από τον άξονά της. Στο προαύλιο όλοι χαμογελάνε με την χημική χαρά τους να τονίζει το χαός που με κυκλώνει. Αυτό το μπαστάρδι, που έφερνε σπίτι, έρχεται και μου κάνει κήρυγμα. Έτσι μου ‘ρχεται να χώσω την μούρη του στον μπιντέ. Μου το παίζει κι επαναστάτης. Την φάλαινα δε την ξανάδα. Πάντως το πρόγραμμα τηρείται αυστηρώς.

Απόψε δεν έφαγα την κομπόστα μου. Έτσι, θα κοιμηθώ δίχως να δω την τσόντα που παίζει κάθε βράδυ στις δύο.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top