Fractal

Κριτική για το βιβλίο «Διδακτική της Λογοτεχνίας»

Γράφει η Γιούλη Χρονοπούλου // *

 

«Διδακτική της Λογοτεχνίας», Επιμ. Αγάθη Γεωργιάδου, Γεώργιος Δ. Μπίκος, Εκδόσεις Γρηγόρη

 

Το βιβλίο «Διδακτική της Λογοτεχνίας», που επιμελήθηκαν η Αγάθη Γεωργιάδου και ο Γιώργος Μπίκος, συνδυάζει την επιστημονική και θεωρητική επισκόπηση με την εφαρμοσμένη και ζώσα διδακτική πράξη, στοιχείο αναγκαίο για την επάρκεια ενός τέτοιου εγχειρήματος. H σύνδεση με τη θεωρία, η στήριξη σε αρχές, η ολιστική σύλληψη του φαινομένου της διδασκαλίας είναι απολύτως απαραίτητη για τον διδάσκοντα – εξίσου βεβαίως με τη δοκιμασία των ιδεών στη σχολική τάξη. Η διδασκαλία της Λογοτεχνίας, παρά την ελκυστικότητά της, είναι στην πραγματικότητα, μια δύσκολη υπόθεση, γιατί πρέπει να συνδυάσει πολλαπλούς στόχους και να συγκεράσει το σχολικό καθήκον και μάθημα με την καλλιέργεια μιας διαρκούς δημιουργικής σχέσης με το βιβλίο. Πρέπει να υπηρετήσει ποικίλους σκοπούς (αισθητικούς, γλωσσικούς, επικοινωνιακούς, αξιακούς), να αναπτύξει αναγνωστικές δεξιότητες, δυνατότητες προσωπικής πρόσληψης και βίωσης, αλλά με επιστημονικότητα και σεβασμό στο κείμενο. Γι’ αυτό και μια προσπάθεια σαν αυτήν, που υποδεικνύει, προτείνει στους εκπαιδευτικούς δοκιμασμένες αλλά διακριτές μεταξύ τους διδακτικές πρακτικές είναι δύσκολη, αφού απαιτεί ισορροπία, συντονισμό και υποταγή σε έναν κεντρικό άξονα. Το βιβλίο το καταφέρνει.

Το βιβλίο, λοιπόν, περιγράφει και προτείνει (νέες) διδακτικές μεθόδους, αναλύει και επεξηγεί διδακτικά μοντέλα και πρακτικές μάθησης παρακολουθώντας (αλλά όχι απλώς ακολουθώντας) τις εξελίξεις της διδακτικής, αλλά και τη χρήση των νέων τεχνολογιών (όπως ορίζει και ο τίτλος της σειράς), χωρίς ωστόσο μιαν άκριτη υποταγή σε οτιδήποτε καινούργιο, αφού το υιοθετεί με κριτική σκέψη και στοχαστική διάθεση.

Γιατί εντέλει η οποιαδήποτε επιλογή διδακτικής μεθόδου ή τεχνικής από πλευράς του εκπαιδευτικού πρέπει να προϋποθέτει έναν προσωπικό στοχασμό για τον στόχο που καλείται να υπηρετήσει, για την τάξη ή τους μαθητές που καλείται να διδάξει. Και το βιβλίο θεωρώ πως διακονεί αυτή τη λογική. Υπηρετεί το καινούργιο χωρίς να απαρνείται το δοκιμασμένο. Ενσωματώνει το νέο χωρίς αυταρέσκεια, προτείνει το διαφορετικό χωρίς αλαζονεία.

Πιο συγκεκριμένα, η διάταξη του βιβλίου έχει ως εξής:

Ο πρόλογος της κατεξοχήν αρμόδιας για το θέμα Τζίνας Καλογήρου δίνει το στίγμα της λογοτεχνίας ως μορφής τέχνης και τις απεριόριστες δυνατότητες που διανοίγει στον αναγνώστη η επαφή μαζί της.

Η εισαγωγή του Γιώργου Μπίκου, διευθυντή της σειράς, εξετάζει τη θέση της Λογοτεχνίας ως μαθήματος στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και την ιδιαιτερότητά της, καταλήγοντας σε έναν προβληματισμό (επιστημονικό και φιλοσοφικό θα έλεγα) για το μάθημα, την παιδαγωγική του αξία, τους στόχους και τους τρόπους του, την αλληλεπίδραση των ενεργών υποκειμένων με το αντικείμενο.

Το κυρίως μέρος του βιβλίου φιλοδοξεί να ενώσει ακριβώς τις δύο πλευρές της Λογοτεχνίας: το μάθημα με την τέχνη, αλλά και τη θεωρία με την πρακτική.

Το εκτενές πρώτο μέρος από την επίτιμη σχολική σύμβουλο Αγάθη Γεωργιάδου και τον εκπαιδευτικό Στάθη Λεουτσάκο, αναφέρεται στη θεωρία και τη μεθοδολογία της διδασκαλίας της Λογοτεχνίας, και αποβλέπει στο να εφοδιάσει τον εκπαιδευτικό με την κατάλληλη υποδομή, ώστε να εντάξει με επάρκεια τα προτεινόμενα εργαλεία της διδασκαλίας, που επίσης αναλυτικά αναφέρονται. Ο στόχος είναι μια δημιουργική, αλλά και κριτική σχέση των μαθητών με τη Λογοτεχνία. Διατρέχει με πληρότητα τις βασικές θεωρίες της λογοτεχνίας, που διένυσαν την πορεία από τον συγγραφέα (ιστορικοφιλολογική μέθοδος) στο κείμενο (φορμαλισμός, δομισμός, νέα κριτική, σημειολογία), για να οδηγηθούν στον αναγνώστη (αναγνωστικές θεωρίες), με τη δυναμική που δημιουργούν στην παιδαγωγική τους διάσταση. Εν συνεχεία παραθέτει στοιχεία της αφηγηματολογίας (την εστίαση, τους τρόπους, το χρόνο), και περνά στη διδακτική αξιοποίηση των θεωριών, ιδίως των βιωματικών και κριτικών προσεγγίσεων, καθώς και στις μεθόδους και πρακτικές της εργασίας μέσα στην τάξη, κυρίως συνεργατικής μάθησης, και, τέλος, στη χρήση των νέων τεχνολογιών με αναφορά στα κυριότερα ψηφιακά εργαλεία.

Το βιβλίο καταπιάνεται με όσα μπορούν να συνοδεύσουν τη διδασκαλία της Λογοτεχνίας και στοχεύουν στη δημιουργικότητα και την εμβάθυνση, την πρόκληση συσχετίσεων και την ενεργητική μαθητική συμμετοχή, τη βιωματική τελικά μάθηση, που είναι και το ζητούμενο, εφόσον πρόκειται για εκείνη τη μορφή μάθησης που εμπλέκει ενεργά τον εκπαιδευόμενο, στηρίζεται και στο δικό του εμπειρικό και αξιακό φορτίο και τον κινητοποιεί ποικιλοτρόπως, οδηγώντας φυσικά τόσο στην αφομοίωση της γνώσης όσο και στη βίωση μιας εσώτερης εμπειρίας. Έτσι, το βιβλίο καταγίνεται με την αξιοποίηση ποικίλων μορφών τέχνης στη διδασκαλία της Λογοτεχνίας, π.χ. με την εικόνα (στατική και κινούμενη, εικαστικά, κινηματογράφος, κόμικς, κλπ., που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ευρέως είτε στο στάδιο της αφόρμησης είτε στο στάδιο της επεξεργασίας ως στοιχείο συσχέτισης περιεχομένου, μορφής, ρεύματος, συμβόλων, κλπ.), με θεατρικές τεχνικές (που επίσης αξιοποιούνται για τη διερεύνηση χαρακτήρων και καταστάσεων και τη διείσδυση στην ιστορία), με στρατηγικές και πρακτικές κριτικού γραμματισμού (που παραμένει βασικός στόχος) και βέβαια με τη δημιουργική γραφή, οργανικά δεμένη με τη Λογοτεχνία και αποδεδειγμένα αποτελεσματική (τουλάχιστον με την έννοια της κινητοποίησης) στην εκπαιδευτική χρήση της, που δεν είναι η παραγωγή συγγραφέων. Οι συγγραφείς του βιβλίου διεισδύουν στους τρόπους αξιοποίησης αυτών των στοιχείων και προτείνουν πλήθος τεχνικών τόσο σε θεωρητικό όσο και σε πρακτικό επίπεδο.

Η χρήση των ΤΠΕ παρουσιάζεται αρκετά αναλυτικά και μεθοδικά, ώστε να μην τρομάζει τον αμύητο, αντίθετα να τον καθησυχάζει και τελικά να τον μυεί. Η πρόταση για τη χρήση των ΤΠΕ, πάντως, γίνεται ώστε να υπάρξει  οργανική και όχι εξωτερική ένταξή τους στο μάθημα, που πρέπει να εκσυγχρονίζεται, και να εκμεταλλεύεται τις νέες δυνατότητες, οι οποίες ασφαλώς διανοίγουν νέους δρόμους επικοινωνίας και πρόσληψης. Ωστόσο, είναι προφανές ότι αυτό δεν μπορεί να είναι αυτοσκοπός, και το βιβλίο πράγματι αποφεύγει αυτή την παγίδα.

Η όλη ανάπτυξη και καταγραφή είναι εξαιρετικά οργανωμένη, ταξινομημένη, σαφής, κατανοητή, βοηθητική. Την ίδια ώρα υπογραμμίζεται ότι καμιά προσέγγιση δεν αποτελεί πανάκεια για τη διδασκαλία της Λογοτεχνίας, καθώς αφενός όλες μπορούν να έχουν το ρόλο τους αφετέρου κάθε επιλογή εντέλει διυλίζεται από τις ιδιαιτερότητες τόσο του κειμένου όσο και της τάξης, που θα καταλήξει στη μία μοναδική διδασκαλία.

Επιπλέον, καθώς η Λογοτεχνία έχει την ιδιαιτερότητα, όπως είπαμε, να είναι και τέχνη (εκτός από μάθημα), που πάντως στο σχολείο προσφέρεται διαμεσολαβημένη από τον εκπαιδευτικό, στοχεύει και στην πρόκληση αισθητικής συγκίνησης, η οποία από την άλλη δεν μπορεί να εκβιαστεί, αφού μ’ έναν τρόπο προϋποθέτει για να βιωθεί και έναν βαθμό ωρίμανσης από την πλευρά του δέκτη, ο οποίος προσλαμβάνει το έργο με τον δικό του κόσμο, περισσότερο ή λιγότερο πλούσιο, περισσότερο ή λιγότερο ωραίο, ωρίμανση στην οποίαν, βέβαια, συμβάλλει και το σχολείο, επιδιώκοντας να καταστήσει τον μαθητή ικανό να απολαμβάνει, όπως έλεγε και ο Σερζ Ντουμπρόφκι. Εδώ υπάρχει μια δυσκολία ακριβώς στη σύνδεση ενός εξεταζόμενου αντικειμένου που υπάγεται στον σχολικό χαρακτήρα με μιαν έντεχνη αναπαράσταση και μετάπλαση της πραγματικότητας, που κατατείνει και στην αισθητική απόλαυση. Ο μαθητής πρέπει να γνωρίσει αλλά και να αγαπήσει τη Λογοτεχνία. Μέσα από τη διαρκή και ποικίλη επικοινωνία του με τα κείμενα να βρει ενδιαφέρον για τη συνέχιση της επαφής του μαζί τους.

Τα τελευταία χρόνια, είναι η αλήθεια, χάρη και στα ανανεωμένα προγράμματα σπουδών, η Λογοτεχνία πέρασε, όπως είπαμε, στην επικράτεια του αναγνώστη, στον οποίον δίνει χώρο, δίνει δικαιώματα ερμηνείας και πρόσληψης, δίνει ευκαιρίες αναδημιουργίας, αξιοποιώντας τις διαφορετικές εμπειρίες, αναγνωστικές κλίσεις και κώδικες επικοινωνίας κάθε μαθητή (και ενδεχομένως κάθε εκπαιδευτικού). Η αναγνωστική προσέγγιση βοηθά στην ανάδυση του υποκειμένου, αναζητώντας όχι τόσο «τι σημαίνει το κείμενο» όσο «τι σημαίνει για μένα το κείμενο», το οποίο, κατά μια έννοια δεν υπάρχει για να εξεταστεί, αλλά για να ξαναζήσει. Ασφαλώς, απελευθερώνει από τον ασφυκτικό κλοιό της μιας μοναδικής ερμηνείας, αυτής του δασκάλου της τάξης ή των (μεγάλων) δασκάλων του λόγου.

Ταυτόχρονα τα νέα προγράμματα στρέφονται στις δεξιότητες, στις δραστηριότητες και όχι πια στις ερωτήσεις: τι μπορεί δηλαδή να κάνει ο μαθητής και όχι τι μπορεί να λέει. Μάλιστα προκρίνει δραστηριότητες δημιουργικής γραφής και αναγνωστικής ανταπόκρισης για την παραγωγή λόγου, όπως ακριβώς κάνει και το βιβλίο, ενθαρρύνοντας την προσωπική συμμετοχή του μαθητή, την πρόσκτηση προσωπικού νοήματος, τη δημιουργική και κριτική αντίστοιχα συνομιλία του με το κείμενο (αφού η δημιουργική γραφή είναι περισσότερο δημιουργική δραστηριότητα, ενώ η αναγνωστική ανταπόκριση περισσότερο κριτική, καθώς πρόκειται για τη θέση, τη στάση του μαθητή απέναντι σε όσα προβάλλονται στο κείμενο). Η Λογοτεχνία προσφέρεται κατεξοχήν γι’ αυτή τη σύζευξη της δημιουργικής με την κριτική σκέψη.

Τέτοιες είναι και οι δραστηριότητες του βιβλίου, που περιλαμβάνει 23 διδακτικές (εφαρμοσμένες) προτάσεις εμπλουτισμένης διδασκαλίας λογοτεχνικών κειμένων (13 για το Γυμνάσιο, 10 για το Λύκειο), προσφέροντας έτσι μια μεγάλη γκάμα ιδεών και οδηγιών, εξαιρετικά βοηθητικών για τον εκπαιδευτικό, που έχει τη δυνατότητα να μεταφυτεύσει αυτόν τον σπόρο, για να καρπίσει πολλαπλασιασμένος και διαφοροποιημένος (δίνοντας ξεχωριστές ποικιλίες) στην εκάστοτε σχολική τάξη.

Οι προτάσεις που παρατίθενται περιλαμβάνουν ποιήματα (8 στο Γυμνάσιο/6 στο Λύκειο), πεζά (5/3) και ένα θεατρικό, εκ των οποίων 3 κείμενα (2/1) ανήκουν στην ξένη λογοτεχνία, και έχουν εκπονηθεί από 9 εκπαιδευτικούς: Αγάθη Γεωργιάδου, Στάθης Λεουτσάκος, Στέλλα Νάκη, Βασιλική Δεμερτζή, Εριέττα Δεληγιάννη, Μαρίλη Δουζίνα, Μυρτώ – Μαρία Μαλάμου, Ρούλα Μουντάνου, Αθηνά Ψαροπούλου.

Όλες οι προτάσεις ακολουθούν την ίδια δομή, δηλαδή εισαγωγικό σημείωμα στο κείμενο (για τα πραγματολογικά στοιχεία του κειμένου), σκοποί – στόχοι της διδασκαλίας, θεωρητικό πλαίσιο, μεθοδολογική προσέγγιση με προτεινόμενο χρόνο, ερμηνευτικά σχόλια, διδακτική πορεία με δραστηριότητες, προτάσεις προέκτασης.

 

 

Ακολουθείται συνήθως η πορεία πριν, κατά, μετά την ανάγνωση (αφόρμηση, προσέγγιση – ερμηνεία, πρόσληψη).

Οι πρακτικές που αναπτύσσονται στο βιβλίο εντάσσονται στις κατηγορίες της βιωματικής, ενεργητικής μάθησης, εφαρμόζουν συχνά ομαδοσυνεργατικές τεχνικές και ανταποκρίνονται στις σύγχρονες αναζητήσεις της παιδαγωγικής και της διδακτικής, ενώ, όντας εφαρμοσμένες, έχουν το εχέγγυο της λειτουργικότητας και της αποτελεσματικότητας, χωρίς να χάνουν τη δύναμη της επαφής με το λογοτεχνικό γεγονός και της άντλησης αισθητικής απόλαυσης.

Εφαρμόζονται πολλές δραστηριότητες, που αξιοποιούν τις τεχνικές που αναφέρθηκαν παραπάνω και έχουν αναπτυχθεί θεωρητικά: χρήση τέχνης (εικαστικών, μουσικής, βίντεο, κινηματογράφου, θεατρικών τεχνικών, δημιουργικής γραφής), ανακάλυψη προσωπικού νοήματος, κριτικός γραμματισμός, συνεργατικές τεχνικές, αλλά και ατομικές, ανακαλυπτική μάθηση, ακόμη και ανεστραμμένη τάξη, αλλά όχι πλήρης εγκατάλειψη της μετωπικής, αλλά με ενεργοποίηση/ συμμετοχή των μαθητών, παραγωγή και από πλευράς μαθητών νέων δημιουργημάτων (ζωγραφική, οπτική αφήγηση, δραματοποίηση, κλπ.), χρήση ΤΠΕ, αλλά και ερμηνευτική μέθοδος, κειμενοκεντρική προσέγγιση, με σταθερή την προσπάθεια και την έγνοια για τη διανοητική και συναισθηματική κινητοποίηση των μαθητών. Η θεωρία της πολλαπλής νοημοσύνης, που εξετάζεται και θεωρητικά με αναφορά στις διάφορες πτυχές της, επίσης λαμβάνεται υπόψη και το γεγονός ότι δεν υπάρχει ένας τρόπος να μαθαίνει κάποιος υπολογίζεται στις δραστηριότητες.

Γενικότερα, η παρουσίαση των συγκεκριμένων διδακτικών πρακτικών αποτελεί εφαρμογή της θεωρητικής ανάλυσης που προηγήθηκε. Τα δύο μέρη βρίσκονται σε οργανική σχέση και το ένα υποστηρίζει το άλλο.

Οι προτάσεις είναι όλες ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες και οδηγούν στην καλλιέργεια της σχέσης με τη Λογοτεχνία.

Το γεγονός ότι διαπνέονται από παρόμοιο πνεύμα και τοποθετούνται με έναν τρόπο σε έναν ευρύτερο κανόνα, είναι ένα στοιχείο που υπηρετεί τη λογική ενότητα και διευκολύνει τον αναγνώστη, χωρίς φυσικά να εμποδίζει την ποικιλία των πρακτικών, που πράγματι είναι εξαιρετικά πλούσια. Δεν πρόκειται δηλαδή για συμπίλημα, για αθροιστική παράθεση διαφόρων διδακτικών εκδοχών. Πρόκειται για μια ομοιογενή, συγκροτημένη πρόταση, για μια ενιαία αντίληψη σχετικά με τη διδασκαλία της Λογοτεχνίας.

Οι εν λόγω προσεγγίσεις ανοίγουν τον κόσμο του μαθήματος, ανοίγουν τις πόρτες της τάξης,  φέρνουν έναν δημιουργικό άνεμο βιωματικότητας και συνεργατικότητας. Δημιουργούν τους όρους της έμπνευσης για τους εκπαιδευτικούς, που είναι η στοιχειώδης προϋπόθεση για την πρόκληση έμπνευσης στους μαθητές. Ενεργοποιούν με τέτοιον τρόπο τα παιδιά, ώστε να απελευθερώσουν τις δυνάμεις, το ταλέντο και τη φαντασία τους.

Γενικά, θεωρώ ότι το βιβλίο πετυχαίνει (τόσο σε επίπεδο θεωρίας όσο και πρακτικής)  μια ιδανική σύζευξη του παραδοσιακού με το σύγχρονο, από το οποίο λείπει η επιδεικτική αυταρέσκεια και η μονομερής (ή και μονότονη) εμμονή στο καινούργιο. Ενυπάρχει η αντίληψη ότι η βιωματική, ελεύθερη, ανεμπόδιστη πρόσληψη της λογοτεχνίας δεν μπορεί να συγκρούεται με τον κόσμο του κειμένου κι ακόμη με τις συνθήκες που το γέννησαν. Θα έλεγα ότι με έναν ευφυή και έντεχνο τρόπο, με έναν δημιουργικό εκλεκτικισμό, συνδυάζεται το νεωτερικό με το μετανεωτερικό παράδειγμα, παρά την επικράτηση του δεύτερου. Αυτό σημαίνει ότι η επιλογή πολλών οπτικών δεν γέρνει προς την αυθαιρεσία, το δικαίωμα του αναγνώστη δεν ακυρώνει το δικαίωμα του συγγραφέα και του κειμένου, η κοινότητα μάθησης δεν καταργεί τη διδακτική μέθοδο, η συνεργατική άσκηση δεν αποδυναμώνει την ατομική εργασία, η διαφοροποίηση δεν αναιρεί την ισότητα στην παρεχόμενη γνώση, η ανοιχτή εκδοχή δεν αθετεί την αντικειμενικότητα, η πολλαπλότητα των ερμηνειών δεν καταλύει τη συγκρότηση.

Το βιβλίο, λοιπόν, ανταποκρίνεται στην ανάγκη μας να εμπνεύσουμε τους εφήβους και να τους εμφυσήσουμε την αγάπη για τη Λογοτεχνία και το διάβασμα, βρίσκεται σε αντιστοιχία με τα σύγχρονα προτάγματα της διδακτικής ως κοινωνικής πρακτικής, έχει όχι μόνο την πρόθεση μα και τη δύναμη να αποτελέσει οδηγό και εμπνευστή για τον ανήσυχο εκπαιδευτικό, αλλά έχει και την ικανότητα να ωθήσει όσους δεν έχουν ακόμα τολμήσει, επιτρέποντας επιπλέον στον προσεκτικό αναγνώστη του να στοχαστεί πάνω στη δουλειά του, να προβληματιστεί για τη δική του λειτουργία ως αναγνώστη και ερμηνευτή της λογοτεχνίας. Έχει την ορμή να μεταδώσει την ενεργητικότητα και τη ζωντάνια που χρειάζεται το σχολείο, να καταστήσει τη Λογοτεχνία μάθημα με δυναμική προοπτική. Έχει, τέλος, τη δυνατότητα, όπως άλλωστε και η ίδια η λογοτεχνία, να απελευθερώσει κατά έναν τρόπο αξίες ή αλήθειες που μπορούν να μεταφερθούν στην πραγματική εμπειρία, χωρίς φυσικά να την υποκαθιστά.

 

 

* Η Γιούλη Χρονοπούλου είναι Δρ. φιλολογίας, Σχολική Σύμβουλος φιλολόγων

 

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top