Fractal

Για μια ποίηση που αλλάζει, για ένα ποίημα που μετασχηματίζεται

Γράφει η Ασημίνα Ξηρογιάννη //

 

Χάρης Βλαβιανός «Διακοπές στην Πραγματικότητα», εκδ. Πατάκη,

 

 

α. Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΩΝ ΔΙΑΚΟΠΩΝ

 

O ποιητής που χάνεται μέσα στα μονοπάτια της μεταφοράς και κάνει τρόπο ζωής την προσωπική του ποιητική μυθολογία σηκώνει το βλέμμα του και ερμηνεύει τον έρωτα και τα μονοπάτια και τις διαδρομές της ψυχής πατώντας, όπως πάντα στα σκαλοπάτια του μοντέρνου τρόπου έκφρασης. Διακοπές σε κάτι πραγματικό και ρεαλιστικό ακούγεται σχήμα οξύμωρο όταν πρόκειται για ποιητή. Αλλά αυτή η παιγνιώδης αντιστροφή των πραγμάτων είναι που δίνει το στίγμα σε αυτό το ποιητικό τοπίο. Ο έρωτας και μια ρομαντική μελαγχολική αισθαντικότητα. Ωστόσο πιο ισορροπημένη και πιο πυκνή η εκφορά αυτής της αισθαντικότητας και περισσότερο συγκρατημένη η αίσθηση αυτού του γοητευτικού χάους που επιβάλλει τη δραματικότητά του συγκριτικά με τις προηγούμενες συλλογές.

Ο ποιητής των Διακοπών ωριμάζει μαζί με τους στίχους του όλο και πιο πολύ, με την έννοια ότι άλλη η προσέγγιση τώρα των ερειπίων, η τέχνη του ανανεώνεται, κάνει αληθινές διακοπές μετατρέποντας το πάθος σε ήρεμη δύναμη και σκηνοθετώντας την υποβλητικότητα που ο έρωτας επιβάλλει.

O ποιητής των Διακοπών περιδιαβαίνει στην χώρα των ιδεών κάνοντας πολλαπλούς συσχετισμούς ανάμεσα στη γλώσσα, την πραγματικότητα και την αλήθεια, ενθαρρύνοντας έναν άκρατο υποκειμενισμό αναφορικά με τον τρόπο θέασης των πραγμάτων. Όμως αυτός ο υποκειμενισμός συνιστά και την προσωπική του ιδιοπροσωπία.

O ποιητής των Διακοπών είναι ένας ζωντανός άνθρωπος που χτίζει μια προσωπική σχέση με κάθε δυνητικό αναγνώστη, έχοντας πάντα το μυαλό σε μια ανανεωτική τάση της ποιητικής γραφής.

Οι μεμονωμένες στιγμές στη ζωή του ποιητή -αναγνώστη δίνουν το στίγμα σε μια εύθραυστη πραγματικότητα που έχει όμως μια ποικιλομορφία. Ο ποιητής έχει ανάγκη να ζήσει στην πραγματικότητα, να ζήσει σε χρόνο ρεαλιστικό όπου θα έχει εξοριστεί η έννοια της μυθοπλασίας. Είναι μια ενδιαφέρουσα αντιστροφή κόσμων και ισορροπιών που περιβάλλεται με την στοχαστική διάθεση που της αξίζει.

Ο ποιητής των Διακοπών είναι αυτός που πετυχαίνει να υπερβεί τις επινοήσεις, συνεχίζοντας ωστόσο, ατέρμονα να επινοεί.

Ο ποιητής των Διακοπών μπορεί να ξεφύγει άραγε από το ποιητικό προφίλ που ο ίδιος επινόησε για τον εαυτό του;

Οι λέξεις και τα πράγματα του δημιουργού πώς συναντούν τις λέξεις και τα πράγματα του ήρωα ή του αφηγητή του ποιήματος; Η μυθοπλασία το πλάτος και το βάθος της, καθώς και οι επιμέρους ποιότητές της, όλα αυτά ναι, μπορούν να είναι το αντικείμενο του δημιουργού. Τι μπορεί όμως να συμβεί όταν οι όροι αντιστραφούν; Μπορούμε να χτίσουμε μια ”νέα πραγματικότητα” και να την ”κατοικίσουμε” σαν να είναι ”πραγματική”; Nαι, σαφώς μπορούμε! Αν βάλουμε τη σκέψη, την νόηση, την αντίληψη, το συναίσθημα σε έναν δρόμο που να παραπέμπει σε έναν νέο τρόπο αντίληψης των ήδη υπαρχόντων θεμάτων, σε μια στοχαστική πλατφόρμα που συνιστά κάτι ”διαφορετικό”, που καλεί σε νέα συμμετοχή, σε νέα αίσθηση, στο ξεδίπλωμα μιας λοξής ματιάς για τα πράγματα. Μιας ματιάς που δεν είναι ποιητική με την τρέχουσα έννοια του όρου. Εκεί όμως ακριβώς συνίσταται και η ιδιάζουσα ποιητικότητά της.

 

 

β. ΔΙΑΚΟΠΕΣ ΣΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ. ΕΝΑΣ ΑΛΛΟΣ ΟΡΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ. ΜΙΑ ΑΤΟΜΙΚΟΤΗΤΑ.

 

Αν κάποιος συγγραφέας κουραστεί από τη μυθοπλασία, δεν έχει και πολλές επιλογές, ειδικά αν μιλάμε για ποιητή. Βασικά έχει μόνο μία επιλογή: να επιστρέψει πάλι σε αυτήν. Αν κάποιος ποιητής έχει κουραστεί από την πολλή φαντασία, δεν έχει και πολλές επιλογές, ειδικά αν μιλάμε για ποιητή. Βασικά έχει μόνο μία επιλογή: να επιστρέψει πάλι σε αυτήν. Το θέμα είναι πάντα το πώς, όταν αναφερόμαστε στην τέχνη. Ο Χάρης Βλαβιανός μας προτείνει μια νέα επινόησή τους, ώστε να συμβάλλουν στην δημιουργία μιας ιδιαίτερης ποιητικής πραγματικότητας. Έχουμε ανάγκη να κατοικίσουμε μια ”άλλη” πραγματικότητα για να υπάρξουμε. Μια πραγματικότητα όμως που να θυμίζει το αληθινό. Ποιά είναι αλήθεια τα όρια ανάμεσα στο πλαστό και το επινοημένο; Υπάρχουν όρια διακριτά; O ποιητής μας απαντά πως όχι. Αυτά τα δύο συχνά συμπλέουν και συμπλέκονται, οπότε μοιραία εγκαθιδρύουν μια πραγματικότητα που χαρακτηρίζεται από το στοιχείο της αντίφασης, της αντιθετικότητας, της αλλοπρόσαλλης ροής και της αντεστραμμένης λογικής. To λοξό βλέμμα που είναι παρόν πάντα σε ό,τι αποκαλούμε ”ποίηση”. Μόνο που η ”ποίηση ” εδώ ορίζεται διαφορετικά από αυτό που συνήθως νοούμε ως τέτοια. Πρόκειται για μια ”ποίηση” που ευρηματικά σχεδιάζει την εικόνα του εαυτού της”, σχεδιάζει την εικόνα ενός ”ποιητικού Eγώ” που γίνεται αυτοαναφορικό από ανάγκη, για να μπορέσει να μιλήσει για κάτι άλλο, όπως θα σημείωνε και ο Φίλιπ Λάρκιν. Ενός ”ποιητικού Eγώ” που αδυνατεί να εγκλωβιστεί σε μόνο μία οπτική, σε μόνο μία πραγματικότητα, σε ένα μόνο πλαίσιο. Ίσως γιατί πλήττει. Ίσως γιατί η θλίψη του είναι διαρκής και έχει ανάγκη να την εξακτινώνει μέσω της γραφής .Μιας γραφής που συνεπάγεται ποιήματα που πάντα θα μας διαφεύγουν, αλλά θα είναι αιώνια παρόντα.

Στο ”Φθινοπωρινό ρεφρέν”, ποίημα ποιητικής, ορόσημο στην τέχνη του, που προτάσσεται και σε αυτό το βιβλίο, μπορεί να μιλά για το ”φύλλο της πραγματικότητας/το εξαίσιο ποίημα του αληθινού”, όμως ο Βλαβιανός δημιουργεί μια ποίηση, που ακριβώς επειδή γνωρίζει την υφή της πραγματικότητας, κρίνει σκόπιμο να την υπερβεί ή να την αποδομήσει ή να την αναμείξει με το φύλλο της μυθοπλασίας. Αενάως ”παίζει” με τα δίπτυχα ”ρεαλισμός-φαντασία”, ”πραγματικότητα -μυθοπλασία”, δείχνοντας την χωρίς τέλος ρευστότητα των πραγμάτων και επικυρώνοντας την άρση κάθε απόλυτου.

Ο ποιητής δεν φοβάται να διευρύνει τα όρια της ποιητικής και να μας πει με τον τρόπο και το ύφος του τί άλλο μπορεί να νοείται και να είναι ”ποίηση”.

[…]

 

Πότε ένα γνώριμο, βροχερό τοπίο,

μια συγκεκριμένη σκηνογραφία,

μεταμορφώνεται σε νέα σκέψη;

Πότε ένας οικείος ήχος

(κουπιών που κόβουν το ποτάμι στα δύο),

συνθέτει στο νου μια ξένη μελωδία;

 

[…]

Δειλινό χωρίς ειδύλλιο”

 

Ποίηση είναι και το να διευρύνεις τα όρια ή το να είσαι ελαστικός με τα όρια, ποίηση είναι και ο στοχασμός ή ο αναστοχασμός πάνω στη μνήμη, την ανάμνηση, ο στοχασμός ή ο αναστοχασμός πάνω στην Ιδέα ή τη Λέξη, ποίηση είναι και η ανάπλαση, η μεταγραφή και το σχεδίασμα ενός ποιήματος. Ποίηση είναι και μια διάχυτη αίσθηση ή εικόνα που πασχίζει να ολοκληρωθεί, αλλά ποτέ δεν ολοκληρώνεται, ακριβώς, γιατί όλη η ομορφιά είναι στο απόσπασμα και στο σπάραγμα, ή σε ό, τι υπονοεί μια ρήξη. Ποίηση είναι και η επιθυμία του να γράψεις ένα ποίημα ή η νοσταλγία για τα ποιήματα που δεν έχεις γράψει ακόμα. Ο ποιητής παρατηρεί συνεχώς και αδιαλείπτως, αν και ξέρει ότι ποτέ καμία ερμηνεία δεν θα είναι αρκετή για τα πράγματα. Η σκηνοθεσία όμως μιας ερμηνείας που έχει μια μεταφυσική υφή μπορεί να συνθέτει ένα νέο είδος ποίησης. O Βλαβιανός ξέρει ότι ”ό,τι και να λεχθεί είναι ανεπαρκές”, η σιωπηλή προσδοκία της λέξης, της ερμηνείας, της Ιδέας όμως έχει τεράστια δύναμη στη συνείδηση του αναγνώστη, ο οποίος κάθε στιγμή σφυγμομετρά το τοπίο των ονείρων του ποιητή” και συλλέγει διάφορα ”από την αστραφτερή ροή των πραγμάτων”.

[…]

 

Ό,τι χάνεται

διασώζεται μέσα μας

ως αυτό που χάνεται.

 

[…]

 

Επομένως ο καθένας σβήνει πάντα μόνος του μέσα στο ένδοξο παρόν του

καθώς η μέρα οδεύει αργά, αδιάφορα προς το τέλος της

 

[…]

 

Η ποίηση του Χάρη Βλαβιανού αποκτά ιδιαίτερο νόημα όταν κανείς αναλογιστεί πάνω στο στοιχείο της ατομικότητας που τη διέπει. Συγκεντρώνει από μόνη της όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που την ορίζουν ,είναι μια ”διαρκής παρεκτροπή”. Η ίδια δίνει τα κλειδιά-οδηγούς για να την ξεκλειδώσει κανείς. Το έχουμε ξαναναφέρει άλλωστε αυτό, ο Χάρης Βλαβιανός συνεχώς άμεσα ή έμμεσα υπενθυμίζει τον τρόπο που επιθυμεί να διαβαστεί. Με πεζολογικά ποιήματα-δοκίμια μας εισάγει στους πυρήνες της ιστορίας που μας κοινωνεί κάθε φορά, δίνοντας στίγμα στους αποδέκτες του:

[…]

 

Όμως για μένα ατομικότητα σημαίνει οξυμένη αίσθηση του τρόπου με τον οποίο ο καθένας μας, μέσα σε μια διαρκή κίνηση, προσπαθεί ν’ αρμολογήσει σκέψεις και συναισθήματα.

[…]

 

Το ποίημα του Βερμέερ

 

Σε όλη την ποίηση του Βλαβιανού ”οι λέξεις σωπαίνουν διακριτικά.” Ακριβώς επειδή η στόφα του και η συγκρότησή του ως ποιητή είναι τέτοια που πιστεύει ότι οι λέξεις ”οφείλουν να σωπάσουν για να κρατήσουν τα προσχήματα”, διατηρώντας πάντα ακέραια την αίσθηση των πραγμάτων, καθώς και ζωντανή τη λάμψη των Ιδεών. Και οι λέξεις δεν σιωπούν από ”συγγραφική δειλία”. Αλλά εξαιτίας της ύπαρξης ενός πνευματώδους ενστίκτου που ζητά κάθε φορά να κρατά τις αποστάσεις του από την ανούσια αισθηματολογία και την πληκτική και χωρίς έμπνευση στιχοπλοκία.  Έχει καταφέρει να εδραιώσει στη συνείδηση του αναγνώστη ένα ξεχωριστό ύφος, αναγνωρίσιμο, έχοντας πάντα την επίγνωση ότι: ”Είναι δύσκολο ν’ αποφασίσει κανείς/αν κάτι είναι ποίηση ή όχι.. […] (Ζωή χαρισάμενη). Όμως το Νέο Ποίημά” του (σελ.75) με όλα τα χαρακτηριστικά που το διακρίνουν ή μάλλον με όλα τα χαρακτηριστικά που ΔΕΝ το διακρίνουν εκφράζει το Αναπάντεχο, έχει δρομολογήσει μια πορεία και ταξιδεύει μέσα στη νεοελληνική ποίηση και αποτελεί μια ειδική πρόταση ”για τάξη, ρυθμό και μορφή” και που έχει τον τρόπο του να ”εναντιώνεται στην ανυπαρξία”, αναπλάθοντας δημιουργικά το χάος, φλερτάροντας παράλληλα μαζί του, φέρνοντας πολλάκις τον αναγνώστη σε δημιουργική αμηχανία. Το Ποίημα, το συνολικό έργο τούτου του ποιητή ως ζωντανός οργανισμός παρουσιάζει μια κινητικότητα αναφορικά με τον τρόπο που λέει μια ιστορία, συνήθως αυτοβιογραφική.

 

Το ποίημα αρχίζει

να εξιστορεί τον εαυτό του

τη στιγμή που τα όνειρα ξεθωριάζουν και σβήνουν,

τη στιγμή που με μάτια ακόμη κλειστά

πιάνεις να μετρήσεις

τους κόμπους στην κλωστή

(ψηλαφώντας τους αργά αργά)

και αναρωτιέσαι

αν εσύ είσαι αυτός

που με τόση επιμονή

(έστω τέχνη)

κατάφερες να δέσεις τις συγκεκριμένες λέξεις

γύρω από το νήμα της ιστορίας.

(La gloria de la lingua)

 

Το Ποίημα των Διακοπών είναι μια διάχυτη αίσθηση, μια ανοιχτή πρόκληση, μια γοητευτική αντιστροφή.

 

 

Χάρης Βλαβιανός

 

 

 

γ. Η ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ ΜΕΣΑ ΣΤΙΣ ΔΙΑΚΟΠΕΣ

 

Είναι εντοπισμένο ήδη το ότι, διατρέχοντας κανείς την ποίηση του Βλαβιανού, δεν μπορεί να μην έρθει αντιμέτωπος με την θλίψη της. Το ποίημα είναι σαφώς θλιμμένο, αλλά έχει και την τρομερή ικανότητα να καταργεί αυτόματα αυτήν την θλίψη, πριν ο αναγνώστης πνιγεί στα νερά της. Διασώζεται ο έρωτας με ό, τι αυτός κουβαλά, ή συνεπάγεται, αφού διαγράψει στη συνείδηση του αναγνώστη όσους κύκλους κι αν χρειαστεί για να εδραιωθεί. Η ομορφιά ποτέ δεν χάνεται, η γλώσσα του έρωτα θριαμβεύει, είτε μέσα από ένα είδος «διανοητικής μεταφοράς»-ας μου επιτραπεί η εισαγωγή του όρου-είτε μέσα από μια ιδιαίτερη αφήγηση της σημειολογίας του.

 

[…]

 

Ν’ αναλώνεσαι για ένα ακυρωμένο πρόσωπο

είναι ένδειξη ενοχής ή απελπισίας;

Έχεις δίκαιο: είμαι ένας ακρωτηριασμένος

που εξακολουθεί να του πονάει το κομμένο του χέρι.

Γράφω τη γλώσσα του έρωτα σημαίνει λοιπόν

μαθαίνω όχι την ιστορία αυτής της γλώσσας

αλλά την αρχαιολογία της σιωπής της.

Το ποίημα

(η συγκεκριμένη μεταφορά)

δεν μας αφορά πλέον.

Η ομολογία αρκεί.

Επιλέγοντας τα σημεία

ενός λόγου νεκρικού σε καταργώ.

Συνεχίζεις να υπάρχεις επομένως.

 

Με τα μάτια σου και μια μεταφορά [β’ σχεδίασμα, είκοσι χρόνια αργότερα]

 

Στο ποίημα ”…Επειδή σήμερα χιονίζει στην κόλαση” το τέλος μιας ιστορίας δίνεται μέσα από το ρυθμικό παιχνίδισμα ανάμεσα σε ένα «αφού » και ένα «γιατί» Ένας ειρωνικός απολογισμός μιας αποτυχίας

 

Αφού είναι Μάιος

γιατί τα δέντρα γύρω μου είναι γυμνά;

Αφού δεν μπορείς να ζήσεις χωρίς εμένα

γιατί δεν ξεφορτώνεσαι τον άλλον για αλλαγή;

Αφού φροντίζεις οι στίχοι σου να ομοιοκαταληκτούν

γιατί οι λέξεις σου ηχούν παράφωνα στ’ αυτιά μου;

 

[…]

 

Διαβάζοντας τις Διακοπές συχνά νιώθουμε την συνύπαρξη δύο πραγματικοτήτων, μιας υπαρκτής και μιας επινοημένης «για τις ανάγκες μιας μεταφοράς». Το βλέμμα να απλώνεται πότε στη μία πότε στην άλλη πραγματικότητα και ο ποιητής να «παίζει» με την ευάλωτη μεταξύ τους σχέση. Οι όμορφες ποιητικές σελίδες ή οι πετυχημένες μεταφορές απαλύνουν άραγε τη θλίψη του έρωτα ή την επιτείνουν; Ναι, μπορεί να έχουν τη δύναμη να την απαλύνουν. Μπορεί οι λέξεις να διασώσουν μέσα σου αυτό που χάθηκε ή να το ξαναζωντανέψουν δίνοντας του μια άλλη υπόσταση ή έστω διάσταση. Ο ποιητής αναφέρει σχετικά στο ποίημα ποιητικής «Les Plus belles pages.» Τα περισσότερα ποιήματά του, αν αναλογιστεί κανείς το σύνολο του έργο του, είναι ποιήματα ποιητικής μέσα από τα οποία αναδύεται η αίσθηση που έχει ο Βλαβιανός για την Ποίηση και γίνεται αντιληπτό πώς αυτός τοποθετείται απέναντι σε αυτό το μυστήριο, για το οποίο πολλοί ορισμοί εδόθησαν, αλλά θέλει πολλοί συζήτηση για το πού βρίσκεται η αλήθεια των πραγμάτων. Ένα από τα ποιήματα που μιλούν για το grand finale του έρωτα είναι το λεγόμενο «ΔΟΚΙΜΙΟ ΠΕΡΙ ΕΥΤΥΧΙΑΣ» Με τη λέξη «δοκίμιο» πάλι δίνει ένα στίγμα για τη δουλειά του. Ποιήματα μικρά δοκίμια για πράγματα και έννοιες. Σε ελεύθερο στίχο και με τρόπο άναρχο και με αντιποιητικούς -με την τρέχουσα έννοια -όρους στήνει τοπία με αέρα ποιητικό. Στο εν λόγω ποίημα αφηγείται μια σκηνή λίγο πριν το επικείμενο τέλος μιας ερωτικής σχέσης. Με αμεσότητα και κατάλληλα επιλεγμένες εικόνες δίνει την αίσθηση ότι τίποτα δεν μπορεί να γυρίσει πίσω το ποτάμι του χωρισμού, αφού η ευτυχία βρίσκεται ήδη πολύ μακριά. Αλλά και τα δύο πρόσωπα του ποιήματος βρίσκονται ήδη πολύ μακριά το ένα από την καρδιά του άλλου, αφημένα να βουλιάζουν σε ένα αδιάφορο παρόν. Να χαρακτηρίσω το σκηνικό ως σκηνικό μιας σιωπηλής παρακμής, ξεθωριασμένο και εμποτισμένο με πολλή μοναξιά. Διαβρωμένο σχεδόν. Σε αντίθεση με το σκηνικό που συναντάμε στο ποίημα «Νεκρή φύση με μήλα και κάστανα», που αποπνέει ένα όμορφο νοσταλγικό άρωμα, με έναν έρωτα να κρατεί καλά, αρκεί να κλείσεις τα μάτια, να φανταστείς τη σκηνή, και να μπεις μέσα στο τοπίο με ευγενικές χειρονομίες και λεπτά αισθήματα. Εδώ νιώθεις ότι κάτι λάμπει μέσα στο σκοτάδι και η θλίψη τούτη δεν σε ενοχλεί, ούτε απειλεί τον ζωτικό σου χώρο, αλλά σου κρατά συντροφιά.

 

[…] Κι αν τύχει να πέσεις πάνω στη λέξη Herz

φρόντισε η φωνή σου να ραγίσει στη σωστή νότα:

 

φαντάσου ότι είμαστε δύο ρομαντικές ψυχές

που ζούνε γύρω στα 1827

κι ότι ένας από τους δύο μας πάσχει

από μια ανείπωτη, ανίατη ασθένεια.

 

Κανείς δεν θα μπορέσει να εκτιμήσει το σθένος μας.

Την απερίγραπτη ομορφιά μας.

 

Υπάρχει μια «ρομαντική μελαγχολική αισθαντικότητα.» Υπάρχει ένας ρομαντισμός μέσα στις Διακοπές διάχυτος και μοντέρνος. Ένας μοντέρνος ρομαντισμός ,επειδή επιμένει στο αντισυμβατικό κοίταγμα, που όμως έχει το χάρισμα να μην ξεπέφτει στη φθήνια του εκκεντρικού, αλλά να διατηρεί τις ισορροπίες όσον αφορά την διαπλοκή των πραγμάτων, χαρίζοντας μας μια αδόκιμη ποίηση με την έννοια αυτού που υποστηρίζουμε σε όλο το δοκίμιο, ότι δηλαδή δεν συναντάται σε άλλους δημιουργούς συχνά, γι’ αυτό και αποτελεί από μόνη της ένα ιδιάζον ρεύμα μέσα στο ελληνικό ποιητικό τοπίο. Για να μιλήσει για τον έρωτα -και όχι μόνο – ο ποιητής πλάθει μια δική του γλώσσα-ιδιωτική-που αποτελεί μια διαρκή παρεκτροπή αναφορικά με το κοίταγμα του έρωτα. Δικά του βιώματα -αφού το συνηθίζει να αντλεί από τη δεξαμενή των δικών του βιωμάτων-ενσωματώνονται μέσα στο γενικότερο ποιητικό του τοπίο και αποτελούν θεμελιώδες μέρος του, αφού αποκτούν ποιητικότητα και παραπέμπουν σε αυτήν την ιδιαίτερη ποιητική για την οποία μιλάμε από την αρχή τούτου του βιβλίου.

Το βίωμα και το ποίημα συνδιαλέγονται μέσα στο έργο του Χάρη Βλαβιανού. Τα ποιήματα ποιητικής που δημιουργεί αποτελούν μια αισθητική γραμμή (διακριτικό γνώρισμα του ποιητή) που συνταιριάζεται απόλυτα με μια πολιτική ερμηνείας των πραγμάτων με έναν ανορθόδοξο ή αντεστραμμένο τρόπο.

 

Ίσως είναι ο τρόπος

πού χαϊδεύεις τα γράμματα που κάνεις το ”η”

ν’ ακούγεται σαν ”ε”

και το ”ρ” να καθυστερεί στη γλώσσα σαν ν’ αναδύεται αργά μέσα

από ένα σονέτο του Ρίλκε.

 

[…] (LIEBE)

 

H ποιητική του έρωτα στις Διακοπές ανιχνεύεται με ποικίλους τρόπους. Κυρίαρχη συχνά η αφή, αίσθηση κλειδί που δίνει απαντήσεις ακόμα κι όταν «οι λέξεις σωπαίνουν διακριτικά», για να «κρατήσουν τα προσχήματα». Ο έρωτας μπορεί να μείνει επ’ αόριστον άγραφο ποίημα, αλλά εκεί εν τέλει συνίσταται η ομορφιά του. Άλλωστε ίσως καμία μεταφορά δεν μπορεί να αποδώσει με επιτυχία τη νοσταλγία για έναν χαμένο έρωτα ή την προσμονή για έναν μελλοντικό. Ποιήματα που δεν φοβούνται στην αφετηρία τους και καθιερώνονται στη συνείδηση του αναγνώστη ως σκηνικά έρωτα που φιλτράρονται από το στοχασμό και τις αισθήσεις του ποιητή, o oποίος εύγλωττα «προσθέτει στην ιδέα της τάξης την ιδέα της ομορφιάς.»

 

 

Το ποίημα του σώματός σου,

των χεριών μου πάνω στο σώμα σου

(καθώς ψηλαφίζουν με αδημονία στο σκοτάδι τα μαλλιά,

τα ζυγωματικά, τον λαιμό, την καμπύλη του στήθους,

κατηφορίζοντας αργά προς την κοιλιά, το εσωτερικό των μηρών,

καθυστερώντας στα χείλη του αιδοίου, προτού επιστρέψουν πάλι στο πρόσωπο

για να ενωθούν με τα δικά σου)

άγραφο.

(Άγραφο)

 

 

***

 

 

Το ένα χέρι αγγίζει απαλά το άλλο

 

[…]

 

Έλα ας κλείσουμε για λίγο τα μάτια’

ας αφήσουμε τον αγαπημένο σου Καετάνο Βελόσο

να μας νανουρίσει με την απαλή φωνή του.

Να ονειρευτούμε μαζί το όνειρο που δεν θα ζήσουμε.

 

(Νοσταλγώντας το αύριο)

 

[…]

Οι δικές μου λέξεις

προϋποθέτουν τις δικές σου.

 

[Πέντε ποιήματα για την αστική ευαισθησία]

 

Ακόμα κι έρωτας που τελείωσε αλλά κατόρθωσε να μετατραπεί σε φιλία δίνεται με τρόπο πνευματώδη στο ποίημα «Σχεδόν». Ακόμα κι αν χαθούν λέξεις μπορεί να μείνει κάλλιστα η μουσική της συνομιλίας ή αλλιώς ένα ποίημα που μετεωρίζεται ανάμεσα σ’ ό, τι έχει φύγει και σε ό, τι έχει έρθει. Στην ποίηση του Βλαβιανού η γλώσσα δεν μπαίνει μέσα του για να του υπαγορεύσει το ποίημα. Είναι η σκέψη που ρίχνει τα χαρτιά και ξεκινάει το παιχνίδι με τον ίδιο τον δημιουργό και μετά με τον αναγνώστη. Ο έρωτάς του έτσι δεν μπορεί να σφύζει από λυρισμό. Ο έρωτάς του δεν μπορεί να μεταμορφωθεί σε λυρικό ποίημα, είναι η αλήθεια. Μεταμορφώνεται όμως σε ένα ποίημα που έχει τη δύναμη να υπερβαίνει το λυρισμό, έχοντας μια ιδιόμορφη δριμύτητα. Δεν έχει φωτογένεια, αλλά φλερτάρει με το φως, ενώ παράλληλα παίζει με τις σκιές.

 

ΧΑΡΤΟΚΟΠΤΗΣ

 

[”χαρισμένο από τον P.B.]

 

Τόσα χρόνια κλειδωμένος στο συρτάρι του γραφείου

ανάμεσα σε συνδετήρες,

φακέλους, κουμπιά

κι ακόμη μυρίζει πορτοκάλι.

 

Δώρο δικό σου στη γιορτή μου.

Τι παράξενο.

Το μόνο που μας ενώνει πια

ένα αντικείμενο που σχεδιάστηκε

να κόβει.

 

Το «Broken text» είναι ένα ποίημα που συνδιαλέγεται με ποίημα της Κάρολ Ανν Ντάφυ, ένα ποίημα με σύγχρονη σημειολογία και αναφορές, λειτουργικό, αφού αναδεικνύει την φύση του έρωτα. Η αλληλογραφία των σύγχρονων εραστών γίνεται μέσω του κινητού, τα μηνύματα στέλνονται βροχή, τα φιλιά δεκάδες μικρά «χ», λαχταρούν να βρουν τον προορισμό τους, η απόσταση «εκμηδενίζεται» μέσω της οθόνης του κινητού που λάμπει μέσα στο σκοτάδι και επικυρώνει τον έρωτα.

 

Φροντίζω το κινητό τώρα

σαν πληγωμένο πουλί.

 

Διαβάζω πάλι και πάλι τα μηνύματά μας,

το πρώτο, το δεύτερο, το τρίτο…

 

Όλα αποθηκευμένα, κρυμμένα καλά,

στην καρδιά της συσκευής.

 

[…] [ΒRΟΚΕΝ ΤΕΧΤ /παραλλαγή]

 

Ψάχνει ο ποιητής μας να βρει τo ύφος του, τα όρια του, μια καθαρότητα αναζητά στη γλώσσα και τη γραφή του, μια συνέπεια ίσως ικανή να εναντιωθεί στο χάος. Μια διαρκής αναζήτηση ενός πραγματικού τρόπου εκδήλωσης και της ονειροπόλησης ακόμα, ή μιας πραγματικότητας ποιητικής, που άλλοτε θα συνδιαλέγεται με την μυθοπλασία, άλλοτε θα την υποσκάπτει ή θα την περιφρονεί. Παραθέτω, κλείνοντας αυτό το κεφάλαιο, το ποίημα Επιστολή που έχει μότο τις λέξεις του Τσέσλαφ Μίλος ενός ποιητή που ο Βλαβιανός έχει μελετήσει, μεταφράσει και αγαπά πολύ: «Να βρω τον τόπο μου σε μια πρόταση, συμπαγή, σαν να είχε σφυρηλατηθεί σε μέταλλο. Όχι για να γοητεύσω. Όχι για να κερδίσω την υστεροφημία. Μια ακατανόμαστη ανάγκη για τάξη, ρυθμό, μορφή’ τρεις λέξεις που εναντιώνονται στο χάος και την ανυπαρξία» Τσέσλαφ Μίλος

 

Κουραστήκαμε πια με τον θάνατο

και τη σκοτεινή του λάμψη.

Αποστηθίσαμε όλους τους πεισιθάνατους στίχους

των αυτόχειρων ποιητών- Καρυωτάκης, Τσέλαν, Σέξτον, Μπέρρυμαν… Μάθαμε απ’ έξω το ”Death k Co” της Πλαθ.

Γράψε επιτέλους για κάτι άλλο.

Για μια συνηθισμένη μέρα,

την επιθυμία για τάξη, γαλήνη.

 

Γράψε γι αυτές τις στιγμές

που οι πέτρινες γέφυρες της φιλίας

μοιάζουν πιο ανθεκτικές

από τον φθόνο και τη μνησικακία.

 

Γράψε για την αγάπη,

για το ηλικιωμένο ζευγάρι

που περπατά χέρι χέρι στην προκυμαία,

για τα μακρόσυρτα καλοκαιρινά απογεύματα

που μπορούν ακόμη να υπνωτίζουν, για τα ευθυτενή κυπαρίσσια του κήπου σου που αψηφούν τα υπόγεια ρεύματα της τέχνης.

Γράψε για την ανεξάντλητη αντοχή του φωτός.

 

[ΕΠΙΣΤΟΛΗ]

 

 

  

 

 

δ. Η ΕΠΙΦΑΝΕΙΑ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ Ή ΣΚΗΝΙΚΟ ΣΤΗ ΒΡΑΖΙΛΙΑ

 

Όλα μοιάζουν ήσυχα και επίπεδα. Σαν η ηρεμία να είναι νόμος. Φαίνεται να μην μιλά για πράγματα σημαντικά, σαν να «χαζεύει» απλά το τοπίο και να παρατηρεί, θέλοντας να πάρει μαζί του και τον αναγνώστη στο σκηνικό. Φαίνεται σαν να ‘ναι μια «perfect day», όμως όχι. Υπάρχει κάτι πιο βαθύ από την επιφάνεια των πραγμάτων. Ένα πίσω κείμενο, κάτι που σου γυρεύει επίμονα να το ξεκλειδώσεις. Το θέμα είναι ότι τα νερά ταράζονται στο τέλος του ποιήματος (10.), η κορύφωση έρχεται με την σκηνή ενός αποχωρισμού, που πάντα κάτι σημαίνει και πάντα επεξηγεί όλα τα προηγούμενα ή τα φωτίζει

 

10

 

Επιβιβάζομαι στο μικρό πλοιάριο.

Καθώς αρχίζει να απομακρύνεται από την προκυμαία

εκείνη λύνει το μαντήλι από τα μαλλιά της

και το πετάει με ορμή στη θάλασσα.

«Ξέχασέ με» φωνάζει,

«μόνο έτσι θα με θυμάσαι όταν θα ‘σαι μακριά μου.»

(Το ποίημα ξέρει ήδη πού κρύβεσαι και σε αλυσοδένει εκεί’

για πάντα.)

 

Τόπος: Ilhabela, Sao Sebastiano, Χρόνος: Φεβρουάριος 2005

 

Έτσι σημειώνεται στο τέλος του ποιήματος. Ας κρατήσουμε την συμβολική (σχεδόν κινηματογραφική) κίνηση της γυναίκας που λύνει το μαντήλι της και το πετά με ορμή στη θάλασσα. Η ύπαρξη του έρωτα και η ταυτόχρονη ακύρωσή του συχνά μέσα στο έργο του ποιητή που εξετάζουμε. Ο ποιητής νιώθει αρκετά άβολα μέσα σε ένα «ανοίκειο σκηνικό», πριν να το διασχίσει τουλάχιστον. Μέσα στο δωμάτιό του ο κόσμος τού μοιάζει ακατανόητος, όταν όμως βγει έξω, όλα αποκτούν όνομα και σχήμα: «βλέπει τρεις -τέσσερις λόφους, μια παραλία με φοινικόδεντρα κι ένα σύννεφο σε σχήμα αλιγάτορα» Η αντίθεση είναι εύγλωττη: Από τη μία «όλοι» -το «εγώ» από την άλλη. Μοναχική φύση, απόμακρη κάπως. Διαχωρίζει πρόσωπα και διαθέσεις. Όλοι αναμένουν το επικείμενο καρναβάλι, σήμα κατατεθέν της κουλτούρας του τόπου. Εκείνος πάλι, ετοιμάζεται να αφεθεί αδιαμαρτύρητα στα πεπειραμένα χέρια μιας μιγάδας-ερωμένης, που θα του χαρίσει αισθησιασμό και θα τον σαγηνεύσει με το ερωτικό της σώμα, της σφιχτοδεμένης mulata της δεύτερης ενότητας, ίσως, η οποία γδύνεται με αβίαστες κινήσεις ανυποψίαστη για τις λάγνες διαθέσεις και το «φιλήδονο κεντρί» του παρατηρητικού αφηγητή. Αυτός, ο ”greco” αφηγητής μας, εμπλέκεται μοιραία με ανθρώπους που δοκιμάζουν ποικιλοτρόπως τις αντοχές του (τον φλύαρο μπάρμαν που τον κερνά εξωτικά ποτά, την ντόπια mulata, τον Ζουάου, τον νεαρό τυμπανιστή, στην ενότητα 3, τον Βραζιλιάνο δικηγόρο, στην ενότητα 4, τον Ζουακίμ στην ενότητα 5). Ο αφηγητής «παρέα» με ανθρώπους άλλης κοπής, άλλης νοοτροπίας, μας βάζει μέσα στην εμπειρία του με αμεσότητα και με την προσφορά εύστοχων εικόνων ,χαρακτηριστικών του χωροχρόνου τον οποίο επιλέγει να πλαισιώσει την ποιητική του αφήγηση. Υπάρχει μια υποβλητικότητα, μια θεατρικότητα (μικροί-κοφτοί διάλογοι), μια σκηνοθεσία. Και να μην ξεχνάμε το βιογραφικό στοιχείο που πάντα είναι η μαγιά του έργου του. Σε ποιά από τις επισκέψεις του στη Βραζιλία γνώρισε τον Βραζιλιάνο δικηγόρο γερμανικής καταγωγής; ‘H μήπως δεν συναντήθηκαν μόνο μια φορά: «Τo Ολοκαύτωμα ήταν μια /κοσμική διευθέτηση του κάρμα», του είπε ο δικηγόρος και εκείνος ένιωσε αποστροφή: «Από ποιον κύκλο του inferno ξετρύπωσε αυτό το αηδιαστικό verme;» Όσο για τον ντόπιο Ζουακίμ με τον ετοιμοθάνατο πατέρα, δεν μπορείς να μην τον συμπαθήσεις, μόνο και μόνο για την ατάκα: «O Θεός πάντως είναι μια υπεραπλούστευση» Με αυτήν κλείνει ο σύντομος, αλλά απολαυστικός τους διάλογος, σαν μέρος από μαύρη κωμωδία. Ο άθεος ποιητής μας (που θεωρεί προβλέψιμη τη φράση: «Jesus salva») δεν ”μπορεί να πει με βεβαιότητα «αν τελικά πιστεύει στην άλλη ζωή», απαντώντας σε σχετική ερώτηση του Ζουακίμ που ο θάνατος τού ‘χει ήδη χτυπήσει την πόρτα. Υπάρχει άραγε άλλη ζωή για να πάει ο ετοιμοθάνατος πατέρας ή θα τον χάσει για πάντα; Μια ανάμνηση της ευτυχίας που κάποτε είχε το δισύλλαβο όνομα: «εσύ». Η ποίηση ως αφήγηση εδώ, μελαγχολική στη βάση της. Με αμφίθυμες όμως επιμέρους διαθέσεις, με μια κρυφή νοσηρότητα, με πάθη παράνομα να υποβόσκουν (γέροι κυνηγούν μικρά κορίτσια), με υγρά αργόσυρτα απογεύματα, μια ειρωνεία για το εγχειρίδιο του Δαλάι Λάμα «η Τέχνη της ευτυχίας». Ο αφηγητής νιώθει ευτυχία όταν ανακαλύπτει στη βιβλιοθήκη του γραφείου με τα ελάχιστα βιβλία του έναν τόμο με τα διηγήματα του Τσέχωφ. «Συνειδητοποιώ ξαφνικά πόσο ευτυχισμένος είμαι/που γνωρίζω ότι ο άνθρωπος αυτός έχει υπάρξει», γράφει. Τo μικρό αυτό οδοιπορικό είναι μια πικρή ιστορία αποκοπής, αποχωρισμού, αλλοτρίωσης (το εγώ- οι άλλοι). Κανένας τόπος δεν είναι δικός μας αν η καρδιά μας δεν είναι εκεί. Αν δεν νιώθουμε τις ρίζες μας εκεί, αν ήμαστε μεταξύ πολλών πραγμάτων και γλωσσών. Ο Βλαβιανός με τις διάφορες γλώσσες και πατρίδες. Φυσικό που βάζει μέσα στα κείμενά του πάντα λέξεις που παραπέμπουν σε κάτι άλλο, στις άλλες του καταβολές, και δίνουν χρώμα και ύφος ανάλογο (εδώ από mulata, inferno, guarana στα supermac, bossa nova, palavra, senhor και άλλα). Σκέφτεται ποικιλοτρόπως, αλλά «δακρύζει σε μία γλώσσα μόνο», όπως έχει ο ίδιος δηλώσει. Η φυγή είναι η μόνη σωστή πρακτική, αλλά με μια μυστική διάθεση επιστροφής, όπως ο δολοφόνος επιστρέφει πάντα στον τόπο του εγκλήματος. Ο ποιητής δεν αποκόπτει τις επαφές του με τη Βραζιλία ,την άλλη του πατρίδα, αφού και κει υπάρχουν άνθρωποι δικοί του πάντα να τον περιμένουν, τα αδέρφια του.

 

 

 

ε. ΠΡΟΣΩΠΑ /ΠΡΟΣΩΠΕΙΑ ΟΙ ΖΩΕΣ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ

 

Ποιήματα βιογραφίες. Ποιήματα που αφηγούνται αλλόκοτες ιστορίες ζωής και θανάτου, βασισμένες στην αληθινή βιογραφία των προσώπων στα οποία αναφέρονται. Αυτά τα ‘’ανοιχτά ποιήματα‘’ όντως ‘’κρύβουν κάποιο ταλέντο’’ αφού εισάγουν τον αναγνώστη σε εμπειρίες και υποβλητικά σκηνικά με τρόπο που πολλές φορές σου δημιουργεί την αίσθηση ότι κοιτάς από την κλειδαρότρυπα. Άλλοτε πάλι νιώθεις ότι η ποιητική κωδικοποίηση των έργων και ημερών τους σε ξενίζει αρχικά, όμως, παράλληλα σου διεγείρει τη νόηση με τρόπο επίμονο και ουσιαστικό, παίζοντας συνάμα με το αναπόφευκτο και το φιλοπερίεργον που μοιραία διακατέχει την ανθρώπινη φύση. Στους ανθρώπους αρέσει να κοιτούν τις ζωές των άλλων, ίσως γιατί λαμβάνουν σήματα και ερμηνείες αναφορικά με γεγονότα της δικής τους ζωής. Βιογραφίες με λογοτεχνικό φόρεμα. Βιογραφίες με δοσμένες με την πύκνωση και την αφαιρετικότητα που απαιτεί η ποίηση και η λειτουργία της στην ανθρώπινη συνείδηση δικαιολογεί. Αυτές, έτσι όπως σου προσφέρονται, σε κάνουν να σκεφτείς ότι το ποίημα δεν χρειάζεται να είναι πάντα μια ατέρμονη μεταφορά, ή μία μεταφορά για τη μεταφορά, δηλαδή ένας γελοίος και άστοχος αυτοσκοπός. Ο Βλαβιανός μας αποδεικνύει κάθε φορά πως το ποίημα μπορεί να είναι πολλά πράγματα μαζί, ή να εμφανίζει διάφορα πρόσωπα και εκδοχές, αρκεί να φτάνει ως τον αναγνώστη και κάτι να έχει να του πει, να ”περνάει” σε αυτόν. Οπότε, στην περίπτωση που εξετάζουμε, το ποίημα μπορεί να είναι και αυτό: δηλαδή να είναι ένα πεζό ,συνοπτικό ,δοκίμιο, που σου απλώνει τολμηρά το χέρι για να σε οδηγήσει σε ξένες ζωές, στις ζωές σημαντικών προσώπων, ζωγράφων, συγγραφέων, οι οποίοι έχουν αφήσει το στίγμα τους μέσα στους αιώνες με την ουσιαστική προσφορά τους στην τέχνη. Το ιδιάζον ποίημα του Βλαβιανού θέλει να σε πάρει μαζί του, να σε βάλει να διατρέξεις τις ζωές των διάσημων άλλων και να σου απαντήσει ενδεχομένως σε μυστικά ή να σε βάλει στη διαδικασία να αναβιώσεις δικές σου μύχιες σκέψεις, όνειρα ή αυταπάτες. Επεισόδια, στιγμιότυπα, που φωτίζουν την προσωπικότητα των προσώπων, πασπαλισμένα με πολύ προσωπική σκέψη και βλέμμα στιβαρό. Γιατί αυτά τα δύο στοιχεία χαρακτηρίζουν τη δουλειά του ποιητή. Τα πρόσωπα και τα πράγματα έρχονται πάντα δεύτερα. Την πρώτη θέση κατέχει η σκέψη για αυτά. Η σκέψη πάντα χρωματίζει ανάλογα την λέξη, την πράξη, την μεταφορά. Ποιητής που αναφέρεται διεξοδικά και την δική του ζωή, καταφεύγοντας στον αυτοβιογραφισμό ως μέσο πλήρωσης της λογοτεχνικής πράξης. Η αυτοαναφορικότητα είναι άλλωστε κατεξοχήν (μετα)μοντέρνο χαρακτηριστικό. Και το στοιχείο του (μετα)μοντερνισμού εντοπίζεται κατά κόρον, όπως έχουμε πει στο έργο που εξετάζουμε. Με τα «Πρόσωπα /Προσωπεία» εξελίσσει και την τάση του να «σχετίζεται» στα έργα του με άλλους δημιουργούς. Βρίσκεται σε έναν συνεχή και ατέρμονο διακειμενικό διάλογο (ίσως οίστρος είναι η πιο σωστή λέξη). Για μια ακόμα φορά εδώ ο πλουραλισμός και ο κοσμοπολιτισμός στην ανάγνωση και στην γραφή επιβεβαιώνεται. Στις ωραία σκηνοθετημένες «Λευκές Νύχτες του Τολστόι», του ιδιόρρυθμου και μυστικοπαθή, μια νοσηρότητα πλανάται στον αέρα, που τον αληθινό έρωτα ακυρώνει. Ξεχωριστά δωμάτια, ξεχωριστά ημερολόγια, στην ουσία ξεχωριστές ζωές. Ο συγγραφέας τύραννος και δυνάστης για την γυναίκα, πηγή έμπνευσης για άλλους, αγαπητός στον λαό που το αναγνωρίζει καλοσύνη. Ένα άρρωστο σκηνικό και δεν είναι το μόνο. Αυτό συχνά αποτελεί κοινό στοιχείο των ποιημάτων της ενότητας «Πρόσωπα/ προσωπεία» που σε αυτό το κεφάλαιο εξετάζουμε. Κάτι αφύσικο, μοιραίο, σάπιο ή εκφυλισμένο. Και ο Τολστόι και ο ζωγράφος Πάουλ Κλέε και ο Γέητς και ο Προυστ και άλλα πρόσωπα –ήρωες των εν λόγω ποιημάτων ‘’έχουν πάρει τον τρόπο του τραγικού‘’ γράφοντας το καθένα τη δική του πικρή συνήθως ιστορία και δημιουργώντας εύλογα ερωτήματα αναφορικά με την αξία και το νόημα της δημιουργίας, καθώς και την αλληλεπίδραση ζωής-δημιουργίας και όχι μόνο. «Τα λόγια που αναγράφονται στην επιτύμβια στήλη /στο κοιμητήριο Schlosshalde στη Βέρνη, είναι δικά του: ‘’Δεν θα γίνω κατανοητός σ’ αυτόν τον κόσμο,/γιατί νιώθω το ίδιο άνετα με τους νεκρούς/όσο και μ’ αυτούς που δεν έχουν γεννηθεί ακόμη-/πλησίασα λίγο πιο κοντά στην καρδιά της δημιουργίας, /όμως βρίσκομαι πολύ μακριά της.» Όταν ρωτήθηκε γιατί ζωγραφίζει, απάντησε: «Για να ζήσω δύο τρεις μέρες ακόμη/μετά το θάνατό μου». (ΠΑΟΥΛ ΚΛΕΕ: «NΕΚΡΗ ΦΥΣΗ ΚΑΤΑ ΜΗΚΟΣ»). Ενώ στο ποίημα «Ο Κάτουλλος στην Καλλιδρομίου» κάνει λόγο για «ανοιχτά ποιήματα», ένας όρος-κλειδί, με τον οποίο, όπως έχουμε ήδη επισημάνει και αλλού, μπορούμε κάλλιστα να ερμηνεύσουμε το έργο του Βλαβιανού. Κάποιοι ίσως πουν πως για να διαβάσεις ένα κομμάτι της ποίηση του Βλαβιανού πρέπει να γνωρίζεις, πρόσωπα, πράγματα και καταστάσεις. Να ξέρεις Ιστορία ή ακόμα και Ιστορία της Λογοτεχνίας. Ίσως να έχουν δίκαιο, αλλά όχι απόλυτο. Ναι, και εδώ, όπως συνηθίζει, «μαζεύει παράδοση» και οι ποικιλότροπες αναφορές κατακλύζουν ή και βομβαρδίζουν τον αναγνώστη, έλκοντάς τον συνάμα όμως στον πυρήνα του ποιήματος, στο φως. Γιατί επιμελημένα δίνεται ένα κέντρο, μια διάρκεια. Πολεμάται η ακινησία. Η δύναμη είναι κεντρομόλος του ποιήματος. Τα ποιήματα εμφανίζονται ως ολότητες, οπότε και κάτι να μην γνωρίζει κανείς, προκύπτει επιτυχώς απ’ τα συμφραζόμενα. Το νόημα υπάρχει. Είναι παρόν, σου δίνονται στοιχεία να το ξεκλειδώσεις. Το νόημα υπάρχει, ναι. Ακόμα, κι όταν το νόημα είναι η εκκρεμότητα ή ένα ποίημα που η ομορφιά του έγκειται στο να μένει ανοικτό, ή ακόμα ένα ποίημα που παντρεύει το ιλαρό με το τραγικό, το γέλιο με το φόβο, και έχει την δύναμη να μιλά για προσδοκίες που διαρκώς διαψεύδονται. Η ιστορία του ερωτομανούς, λάγνου, οργίλου, αλλά και ξεροκέφαλου Γέητς ξεδιπλώνεται στις νεράιδες του Γέητς. Η ζωή του ομοφυλόφιλου, ασθματικού, θηλυπρεπούς και εκκεντρικού Προυστ ανιχνεύεται στο ποίημα «Αναζητώντας τον χαμένο Μαρσέλ» με αμεσότητα και χρονολογική προσήλωση στα γεγονότα. (Ημερολόγιο). Η θλιβερή ιστορία της συγγραφέως Τζορτζ Έλιοτ δίνεται στους αναγνώστες με σωστή οικονομία. Συχνά παίρνει αφορμή από ένα μόνο γεγονός της βιογραφίας κάποιου. Μια και μόνη λεπτομέρεια –ιστορική ή μη- αποκτά ένα ειδικό βάρος και αναπτύσσεται σε ολόκληρο ποίημα. Ο Λούκα Σινιορέλλι που ζωγράφιζε όλη νύχτα τον νεκρό γιο του και πετούσε στη φωτιά κάθε σχέδιο που ολοκλήρωνε. Τo ποίημα με τίτλο «Και ο νεκρός έχει σκιά» αποτελεί έξυπνο σχόλιο πάνω στη φύση και την υφή του θανάτου. Διαθέτει μια μεταφυσική χροιά όπως πολλά ποιήματα του Βλαβιανού, άλλωστε. Υποτάσσεται όντως ο θάνατος; Υπάρχει ζωή μετά θάνατον ή μήπως έχει ο άνθρωπος την ανάγκη να πιστέψει ότι υπάρχει για να αντέξει τη ζωή του μετά την απώλεια αγαπημένου προσώπου;

 

ΚΑΙ Ο ΝΕΚΡΟΣ ΕΧΕΙ ΣΚΙΑ

 

[όπως το αφηγείται η Ξένια στην Πτώση της Ρώμης:

Οδηγός για ταξιδιώτες]

Υπάρχουν τρεις τρόποι

να υποτάξεις το θάνατο.

Ο Λούκα Σινιορέλλι

-αυτός που το 1499

διακόσμησε

αράσσοντας σε ειδικά χάλκινα μετάλλια

σκηνές από την Κωμωδία του Δάντη-

επέλεξε τον τρίτο.

Ενώ δούλευε περασμένα μεσάνυχτα στο εργαστήριό του

δύο φίλοι εισέβαλαν ξαφνικά

κουβαλώντας στα χέρια τον νεκρό γιο του

που λίγο πριν είχε σκοτωθεί

σε συμπλοκή ανάμεσα σε αντιμαχόμενες πολιτικές παρατάξεις.

Εκείνος απόθεσε το άψυχο σώμα

σ’ έναν μακρύ πάγκο,

κάθισε πλάι του

κι άρχισε να το ζωγραφίζει όλη νύχτα,

πετώντας στη φωτιά

κάθε σχέδιο που ολοκλήρωνε

Από κείνο το βράδυ

όλοι οι άγγελοι στους πίνακές του

είχαν το ίδιο πρόσωπο.

 

Όλα τα ποιήματα της ενότητας, με, πεζολογικό χαρακτήρα δοσμένα με αλήθεια στα πλαίσια ενός κόσμου ετερόκλητου που ζει μέσα στην συνείδηση του ποιητή. Οι άλλοι, οι διακειμενικοί, οι άλλοι πάντα, δεν είναι ξένοι. Είναι συνοδοιπόροι του στο λογοτεχνικό ταξίδι του. Γράφει γι’ αυτούς, αφηγείται τις ιστορίες τους, επαναλαμβάνει τα τσιτάτα τους, δανείζεται τις εικόνες τους, τους βάζει λόγια στο στόμα, τολμά να μην είναι μόνος, αλλά να κουβαλά στους ώμους του άπειρες ιστορίες και τοποθετεί τον εαυτό του στη χορεία των διακειμενικών άλλων και του κόσμου τους. Πάγια τακτική του αυτή η αλληλεπίδραση. Πιθανόν να είναι μια εμμονή να αφυπνίζει κάθε φορά την ναρκωμένη φαντασία όλων και να δημιουργεί συνθέσεις που υπερβαίνουν την φόρμα και την τακτική ενός ‘’παραδοσιακού’’, ή έστω πιο κανονικού στις κοινές συνειδήσεις ποιήματος, ακριβώς επειδή ούτε το ένα, ούτε το άλλο του λένε και πολλά πράγματα σε έναν κόσμο που εξελίσσεται. Κι όταν ο κόσμος αλλάζει, η ποίηση δεν μπορεί και δεν πρέπει να μένει ίδια κι απαράλλαχτη. Αναπόφευκτα μετασχηματίζεται ίσως, αποκτά νέα στοιχεία, άλλο εύρος, νέο ύφος, νέο πρόσωπο.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top