Fractal

Επειδή, είμαστε το παρελθόν μας

Γράφει η Νάντια Τράτα // *

 

«Δεξαμενές» της Νίνας Ρίζου, Εκδ. Γιαλός

 

«Εκεί που αναρωτιέσαι για πράγματα που πρώτη φορά αντικρίζεις

για πράγματα χιλιοειπωμένα που έχουνε πια περάσει

για πράγματα που ξαφνιάζουν κι ας γίνονται κάθε μέρα

για πράγματα που έλεγες δεν θα συμβούν ποτέ……………..

εκεί απάνω σε βρίσκει η ποίηση.».

Τίτος Πατρίκιος

 

 

Η Νίνα Ρίζου ήρθε αθόρυβα και έφυγε νωρίς. Ψυχή τρυφερή, νοσταλγική, άφησε ένα ποιητικό αποτύπωμα γεμάτο ευαισθησία στο σύγχρονο λογοτεχνικό σύμπαν. Με το έργο της «Δεξαμενές», μία συλλογή διηγημάτων που ισορροπούν μεταξύ του πραγματικού και του φανταστικού, μεταξύ του τώρα και του «μια φορά και έναν καιρό», ξεδιπλώνει μία ευαισθησία και μία νοσταλγική διάθεση με τρόπο χαριτωμένο και ελκυστικό αλλά, ταυτόχρονα, βαθιά θλιμμένο. Αφήνει ως παρακαταθήκη μία ωδή στη μνήμη, τόσο τη δική της όσο και την άλλη, αυτή που ξυπνά μέσα στον καθένα από μας διαβάζοντας το τελευταίο έργο της.

 

Η συγγραφέας γυρίζει πίσω, σε τόπους και χρόνους, καταβυθίζεται εντός της και βγαίνει ξανά στην επιφάνεια καταγράφοντας τις μνήμες των παιδικών της χρόνων, επισκέπτεται μέρη αγαπημένα, υπαρκτά ή μη, με ήρωες πρόσωπα που μπαινοβγαίνουν στις ιστορίες έως ότου πετάξουν σε τόπους μυστηριακούς, σε τόπους όπου μόνο όσοι αφουγκράζονται τις σιωπές μπορούν να φθάσουν. Σε ένα βιβλιαράκι τόσο δα, η συγγραφέας καταθέτει την ψυχή της, η πένα της αποθέτει πάνω στο χαρτί ψιθύρους μνήμης, εικόνες ξεθωριασμένες, άλλες αγαπημένες, άλλες  σαστισμένες, αισθήματα αγάπης αλλά και αισθήματα απωθητικά για όλα όσα έζησε, ονειρεύτηκε, σκέφθηκε, ένιωσε. Ο τίτλος του βιβλίου «Δεξαμενές» σωστά επιλεγμένος μια και κάθε ιστορία της λειτουργεί ως δεξαμενή, ικανή να χωρέσει πλήθος γεγονότων, τα οποία με συγγραφική οικονομία συμπυκνώνει σε κάθε διήγημά της. Μόνο τα απαραίτητα αφήνει να ξεπροβάλλουν, πίσω τους όμως κρύβει με τέχνη περισσή σχεδόν όλη της τη ζωή, όση πρόφθασε…….

 

Τα δώδεκα διηγήματά της έχουν ένα τίτλο που ξεκινά με γράμμα μικρό ενώ η πρώτη σελίδα βρίσκεται τοποθετημένη σε θέση αριστερή, ακριβώς πίσω από τον τίτλο. Η επανάστασή της βελούδινη, στέκεται ενάντια στο συνηθισμένο, που θέλει τους τίτλους να έρχονται και να επιβάλλονται με γράμμα κεφαλαίο, αλλά με ευγένεια, με γλυκύτητα, σχεδόν με αιδώ, θα έλεγε κανείς.  Η γλώσσα της εξόχως ζωντανή, με τη χρήση ντοπιολαλιάς σκόρπια μέσα στα κείμενα, μετατρέπει τα διηγήματα σε ποίηση πεζού λόγου. Οι εικόνες ολοζώντανες, παραστατικές, περνούν μπροστά μας  σαν ξάφνιασμα, σαν όνειρο που βλέπει κανείς με ανοιχτά μάτια, φαντασία και πραγματικότητα, εαυτός και όνειρο όλα πιασμένα χέρι-χέρι. Η συγγραφέας ανοίγει αθέατους φεγγίτες μέσα στις δεξαμενές της και φέρνει σελίδες της ελληνικής ζωής αλλοτινών δεκαετιών στο ημίφως μίας προσωπικής εξομολόγησης.

 

Στο πρώτο διήγημα «σίσσυ», η ηρωίδα χρησιμοποιεί τη χορταρένια σκούπα της ταγμένη σε ένα και μόνο σκοπό : να σκουπίσει την αυλή έως ότου χαθεί και ο τελευταίος κόκκος χώματος, μία αποστολή τόσο μάταιη όσο και το βασανιστήριο του Σισύφου (παρήχηση μεταξύ των ονομάτων «σίσσυ» και «Σίσυφος»), ενώ αναπολεί μία άλλη ζωή, ένα άλλο μέλλον, έναν απαγορευμένο έρωτα, βιώνοντας όμως ένα ξεκάθαρα σκληρό παρόν.

Στο διήγημα «νίκο βάντζος», η μορφή του πάππου, με τις κινήσεις του «που υποσημείωναν τρυφερά τις αναμνήσεις που εγκαθιστούσε στο μυαλό μου» γίνεται οδηγός για ένα ταξίδι μακρινό, εκεί που υψώνεται κανείς ελεύθερος «σα να ήξερε το δρόμο με μια γνώση μυστική». Α, και με τα κομπολόγια που συλλέγει πλέον ως φόρο τιμής.

Στο διήγημα «έλλη», είναι η «μεγάλη Μητέρα», η γιαγιά με το μαύρο μαντήλι, που με περισσή αγάπη μιλούσε στη μικρή εγγονή της το «ελάκι» και που μαζί με τις ιστορίες για τη φύση και τα λουλούδια έμπλεκε και μυστικά για την ίδια τη ζωή.

Στο διήγημα «ντάτσας» ο πάππος αγαπάει την εγγονή πιότερο και από τις κόρες του, αυτές που τις πάντρεψε κόντρα στις επιθυμίες τους. Και σαν φθάνει η μέρα που η κουρευτική μηχανή του, η «ψιλή», βρίσκεται γεμάτη με τα μαλλιά της Βάγιας, η εγγονή, μεγαλωμένη πια, γεμίζει με μια «αφηρημάδα» κάθε φορά που τον βλέπει.

Στο διήγημα «βάγια» η ηρωίδα, μοναχοκόρη, ήταν η ωραιότερη του χωριού. Μόνο που την ανάγκασαν, αφού την κούρεψαν με την «ψιλή», να παντρευτεί τον Τάσο, ψυχογιό της οικογένειάς της. Αυτή όμως τον Αριστείδη αγαπούσε, τον πιο όμορφο, ο οποίος, μετά το γάμο της Βάγιας παντρεύτηκε και αυτός. Ώσπου  μια μέρα παρατάει την οικογένειά του και κλέβει την Βάγια. Μα η ιστορία δεν έχει ευχάριστο τέλος, ο Αριστείδης  χτυπά αλύπητα την άμοιρη Βάγια, τη φυλακίζει σχεδόν. Σταμάτησε να τη χτυπά μόνο όταν βρήκε άλλη γυναίκα. Και η αφηγήτρια θυμάται με θλίψη την ηρωίδα που έφθασε να χάσει τα λογικά της όταν με τη βία παντρεύτηκε, αυτή που όταν ήταν μωρό κλαψιάρικο η αφηγήτρια, την κράταγε για να μπορεί να εργαστεί η μητέρα του μωρού.

Στο διήγημα «ξωθιές», περιγράφεται παραστατικά σε τρεις μόνο σελίδες η καθημερινή ζωή των ανθρώπων, με τα παρανόμια τους, τα φτωχικά τους ρούχα, τους χορούς, τους έρωτές τους, το παιδικό παιχνίδι της ηχώς στο πηγάδι, εικόνες φευγάτες, όπως και τα κορίτσια του χωριού που ενώ κάποτε βιάζονταν να μεγαλώσουν, τώρα όλες βρίσκονται αλλού, μακριά, ούτε καν νεκροταφείο δεν υπάρχει πια, ερημιά γύρω, παντού.

Στο διήγημα «σύλλας» όλη η ιστορία του θείου περνά από μπροστά μας. Αγάπησε ο Σύλλας την Ελευθερία, μα άλλη παντρεύτηκε, κατά πώς του έδωσε εντολή ο πατέρας του. Και έζησε μια ζωή μαζί της, παραδόθηκε στη μοίρα του και στο ποτό. Και έτσι παραδομένος γνώρισε και το θάνατο.

Στο διήγημα «γυναίκες» οι μαυροφορεμένες γυναίκες του χωριού είναι οι πρωταγωνίστριες της μικρής ιστορίας, με τις αγάπες τους, τα μίση τους, τις συνήθειές τους με τα παιδιά και τους άντρες τους. Σε αυτές ανήκουν η Βάγια και η μητέρα της αφηγήτριας, η μία έμεινε στο χωριό, η άλλη έφυγε. Και όποτε γυρίζει, παίρνει ξανά τη θέση της ανάμεσα στις υπόλοιπες. Σα να μην έλειψε ποτέ.

Στο διήγημα «πέτρες», ποίηση και πεζός λόγος μαζί, όνειρο και πραγματικότητα, «οι ψυχές φτιάχνονται από τις αναμνήσεις», δεσμοί αδιατάρακτοι με την γη του καθενός, με τη ρίζα του.

Στο διήγημα «τέξας», αναμνήσεις από παιγνίδια παιδικά, γόνατα γρατζουνισμένα και καρούμπαλα. Να και η μορφή του θείου Αντώνη, αγρότης που αγαπούσε τη γη και χόρευε με πόδια γυμνά στα πανηγύρια. Μόνο που δεν ήξερε τι του επιφύλασσε η ζωή και η Σίσσυ.

Στο διήγημα «αλεπού»  η συγγραφέας μεγαλώνει. Νόμιζε, λέει, πως  «με το τέλειωμα των παιδικών μου χρόνων είχε πάψει η μαγεμένη ζωή», εκεί πάνω στην οροσειρά της Πίνδου. Ώσπου μια μέρα στον κήπο της κάνει την εμφάνισή της η βασίλισσα που «ήρθε για μένα», «αυτήν έχω για φίλη».

Στο τελευταίο διήγημα «πειρατής» κυρίαρχο στοιχείο της πόλης, της μυθιστορίας, της  ηρωίδας είναι το νερό. Το νερό της βροχής, το νερό της θάλασσας, το νερό που παγιδεύεται στις άκρες των ματιών μας. Και «πειρατής»  ο όμορφος μελαχρινός ένοικος  του ισογείου που καταπλέει και κλέβει την καρδιά της έφηβης, πλέον, ηρωίδας.

 

Νίνα Ρίζου

 

Η Νίνα Ρϊζου μέσα στις «Δεξαμενές» της κουβαλά έναν πλούτο στιγμών, σκέψεων, συναισθημάτων. Γιατί η ίδια το γνωρίζει πια καλά και παίρνει στοργικά από το χέρι τον αναγνώστη, μας οδηγεί να κατανοήσουμε ότι καθώς βαδίζουμε στο δρόμο της ζωής μας, όλα όσα θυμόμαστε, όλα όσα ξέρουμε, όλα όσα έχουμε ζήσει, αυτά είναι που  προσδιορίζουν το ποιοι είμαστε αληθινά. Αυτά μας ακολουθούν σαν ίσκιος, σα συντροφιά ή σαν αλυσίδα βαριά. Κάθε στιγμή στεκόμαστε στο σημείο λήξης της πορείας μας σε εκείνη ακριβώς τη χαραμάδα του χρόνου. Το τώρα είναι άμεσα, αδιατάρακτα δεμένο με το τότε. Συχνά αγγίζει και το μετά. Είμαστε το παρελθόν μας, τόσο το ατομικό, ξεχωριστό, δικό μας παρελθόν, όσο, δυστυχώς, και όσων βαδίζουν μαζί μας. Ξεφεύγουμε άραγε ποτέ από αυτό; Ίσως ναι, ίσως όχι. Εξαρτάται……..

 

Η Νίνα κατάφερε να αγγίξει υψηλούς πνευματικούς ορίζοντες με μία ιδιαίτερη λογοτεχνική χάρη. Βάδισε ανάλαφρα με μία διάθεση ποιητική, έζησε σεμνά και πέταξε….. Είναι βέβαιο ότι είχε πολλά ακόμη να προσφέρει. Όσοι τη γνώρισαν, αισθάνονται δίκαια τυχεροί. Όσοι δεν προφθάσαμε, ονειρευόμαστε μέσα από τα βιβλία της. Και αν, τέλος, υπήρχε ένας τρόπος να ξαναδεί κανείς το παρελθόν, θα μπορούσε να ξεκινήσει από τα λιγότερο προφανή.

 

 

«Κάθε αναγνώστης, ουσιαστικά, βρίσκει τον εαυτό του (σε ένα βιβλίο). Η δουλειά του συγγραφέα δεν είναι τίποτε περισσότερο από ένα είδος οπτικού μέσου, το οποίο κάνει εφικτό στον αναγνώστη να διακρίνει αυτό που, χωρίς το συγκεκριμένο βιβλίο, πιθανόν δεν θα είχε ποτέ δει από μόνος του.». Marcel Proust

 

 

 

* Νάντια Τράτα, Οκτ. 2018 (www.nadiatrata.blogspot.gr)

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top