Fractal

Το χρήμα πάνω από τον άνθρωπο κι από την ίδια τη ζωή…

Γράφει η Έφη Κυριακάκη // *

 

✔  Βιβλία που διαβάστηκαν και συζητήθηκαν στον Λογοτεχνικό κύκλο Ηρακλείου

 

despoiΊβο Άντριτς, “Η Δεσποινίδα”, Εκδόσεις Καστανιώτη

Ο Ίβο Άντριτς γεννήθηκε στο Ντόλατς, κοντά στο Τράβνικ, στις 10 Οκτώβρη 1892, από καθολική οικογένεια Κροατών από το Σαράγεβο. Μετά το θάνατο του πατέρα του το 1984, σε ηλικία δύο ετών, η μητέρα του αδυνατώντας να τον μεγαλώσει επειδή ήταν πολύ φτωχή, τον εμπιστεύτηκε στη θεία του, αδελφή του πατέρα του, στο Βίσεγκραντ, στον ποταμό Δρίνο. Η θεία του τον φρόντιζε σαν παιδί της. Εκεί τελείωσε το δημοτικό και οι μνήμες αυτής της εποχής κυριαρχούν στο μυθιστόρημά του Το γεφύρι του Δρίνου. Επέστρεψε στο Σαράγεβο όπου πήγε στο γυμνάσιο. Τότε ξεκίνησε να γράφει ποιήματα.Ενώ ήταν ακόμα μαθητής έγινε μέλος της οργάνωσης Mlada Bosna (Βοσνιακή Νεολαία) και στήριζε τον αγώνα για ανεξαρτησία. Το 1912 χάρη σε μια υποτροφία, άρχισε να σπουδάζει στο πανεπιστήμιο του Ζάγκρεμπ. Τον επόμενο χρόνο πήγε στη Βιέννη, όπου παρακολούθησε μαθήματα ιστορίας, φιλοσοφίας και λογοτεχνίας. Όμως το κλίμα της Βιέννης έβλαψε την υγεία του δημιουργώντας προβλήματα με τους πνεύμονες που θα τον βασανίζουν σε όλη την πορεία της ζωής του. Έτσι αναγκάστηκε να διακόψει τις σπουδές του εκεί και να συνεχίσει στο τμήμα φιλοσοφίας του πανεπιστημίου της Κρακοβίας.

Στις 28 Ιουνίου 1914 μόλις ο Άντριτς έμαθε για τη δολοφονία του Αρχιδούκα της Αυστρίας Φερδινάνδου  από τον Σέρβο εθνικιστή Γκαβρίλο Πρίντσιπ, έφυγε από την Κρακοβία. Συνελήφθη όμως από την αυστριακή αστυνομία στο Σπλιτ, για την πολιτική του δράση και φυλακίστηκε αρχικά στο Σίμπενικ και αργότερα στο Μάριμπορ, όπου παρέμεινε φυλακισμένος μέχρι τον Μάρτιο του 1915. Πλούσια τα βιώματα εκείνης της περιόδου και ιδιαίτερης σημασίας η γνωριμία του με τους καθολικούς καλόγηρους των γύρω μοναστηριών. Το ταλέντο του μετέτρεψε τις μνήμες και τα βιώματα εκείνα στις θαυμάσιες αφηγήσεις που βρίσκουμε στο «Χρονικό του Τράβνικ».
Μετά την απελευθέρωση του και αφού παρέμεινε ένα διάστημα υπό περιορισμό, ο Άντριτς πήγε στο Ζάγκρεμπ, όπου ξεκίνησε να εκδίδει το λογοτεχνικό περιοδικό Λογοτεχνικός Νότος. Τότε εξέδωσε και την πρώτη του ποιητική συλλογή. Στο Ζάγκρεμπ τον βρήκε η κατάρρευση της Αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας και η δημιουργία του βασιλείου των Σέρβων, των Κροατών και των Σλοβένων. Το 1920 ξεκίνησε τη διπλωματική του καριέρα με τον διορισμό του στο Βατικανό. Ακολούθησαν αποστολές στο Βουκουρέστι και στην Τεργέστη και το 1923 έγινε υποπρόξενος στο Γκρατς. Εκεί συνέχισε τις πανεπιστημιακές σπουδές του, παρακολουθώντας μαθήματα σλαβολογίας, φιλοσοφίας, λογοτεχνίας και ιστορίας της Αυστρίας. Το 1924 ανακηρύσσεται σε διδάκτορα. Μετά από παραμονή δύο χρόνων στο Βελιγράδι, διορίστηκε υποπρόξενος πρώτα στη Μασσαλία το 1926 και έπειτα στη Μαδρίτη το 1928. Αργότερα μετατέθηκε στις Βρυξέλλες και έπειτα στη Γενεύη, όπου εκπροσώπησε τη Γιουγκοσλαβία στην κοινωνία των εθνών. Η κορύφωση της διπλωματικής του καριέρας ήλθε το 1933 με τον διορισμό του ως πρέσβη στο Βερολίνο. Προτού παραιτηθεί από τη θέση αυτή, το 1941 προσπάθησε να γλυτώσει από τη φυλακή πολλούς Πολωνούς διανοούμενους των οποίων η χώρα ήταν ήδη υπό γερμανική κατοχή, χωρίς όμως τη στήριξη της γιουγκοσλαβικής κυβέρνησης, που συχνά έβαζε εμπόδια στην προσπάθειά του αυτή.

Μετά την παραίτησή του επέστρεψε στο Βελιγράδι και τον Νοέμβριο του 1941 αποσύρθηκε από το διπλωματικό σώμα και αρνήθηκε να λάβει τη σύνταξη. Αρνήθηκε να υπογράψει το κάλεσμα για καταδίκη της αντίστασης στις δυνάμεις κατοχής, όπως και να δημοσιεύσει οποιοδήποτε έργο του «ενώ υπάρχει κόσμος που υποφέρει και πεθαίνει». Μετά τον πόλεμο εξελέγη βουλευτής της Βοσνίας- Ερζεγοβίνης και πρόεδρος της Ένωσης Γιουγκοσλάβων Συγγραφέων και του συλλόγου για την πολιτιστική συνεργασία με την ΕΣΣΔ. Εξέδωσε πολλά έργα του και έδωσε πολλές διαλέξεις. Όραμά του ήταν η εξαφάνιση των διαφορών ανάμεσα στους ανθρώπους και η παγκόσμια συναδέλφωση. Το 1961 βραβεύτηκε με το Νόμπελ λογοτεχνίας «για την επική δύναμη των λογοτεχνικών του θεμάτων και τον τρόπο που απεικονίζει την ανθρώπινη μοίρα, αντλώντας υλικό από την ιστορία της πατρίδας του». Τα χρήματα του βραβείου Νόμπελ τα δώρισε για να βελτιωθούν οι βιβλιοθήκες της Βοσνίας- Ερζεγοβίνης.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του και μετά το θάνατο της γυναίκας του το 1968, η κατάσταση της υγείας του είχε επιδεινωθεί και παρέμενε μεγάλα χρονικά διαστήματα στο νοσοκομείο. Πέθανε στο Βελιγράδι στις 13 Μαρτίου 1975. Έργα του είναι: Η Βοσνιακή τριλογία, που γράφτηκε στη διάρκεια του πολέμου και εκδόθηκε το 1945 και αποτελείται από: Το χρονικό του Τράβνικ, Το γεφύρι του Δρίνου και Η Δεσποινίδα. Άλλα έργα είναι: Ταραγμένοι καιροί, Η δίψα, Το σπίτι στην άκρη της πόλης, Η καταραμένη αυλή, Ο θάνατος στον τεκέ του Σινάν, Τα σημάδια κ.ά. Επίσης η νουβέλα του Μπουφέ Τιτανικός έγινε ταινία το 1979 σε σκηνοθεσία Εμίρ Κουστουρίτσα.
Μετά τον θάνατό του και σύμφωνα με την επιθυμία του συγγραφέα, συστήθηκε το Ίδρυμα Άντριτς που λειτουργεί και σήμερα σαν μουσείο και έκανε σειρά επανεκδόσεων των έργων του. Στην αντιουμανιστική, όμως, εποχή μας οι ακραίοι, οι φανατικοί του τόπου -Βόσνιοι μουσουλμάνοι, Κροάτες καθολικοί και Σέρβοι ορθόδοξοι- δεν του συγχωρούν τις θέσεις και τη στάση του που οι ίδιοι αδυνατούν να κατανοήσουν. Τον αμφισβητούν, καταστρέφοντας ακόμη και τα σύμβολα που συντηρούν τη μνήμη του. Ασελγούν καθημερινά πάνω στην προτομή του, τη στημένη στο εμβληματικό γεφύρι του Δρίνου.

Η Δεσποινίδα είναι το τρίτο μυθιστόρημα της Βοσνιακής τριλογίας με το οποίο ο Άντριτς ολοκληρώνει την καταγραφή των ιστορικών γεγονότων της πατρίδας του από το 1500 έως το 1935. Το μυθιστόρημα αναφέρεται στη ζωή της Δεσποινίδας Ράικα Ραντάκοβιτς στη Βοσνία, την περίοδο πριν, κατά την διάρκεια και μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στα ταραγμένα χρόνια αυτής της πολύπαθης, πολυπολιτισμικής περιοχής, η οποία μέσα σε μια γενιά πέρασε από τη σουλτανική κατοχή στην Αυστριακή και τέλος στη Σερβική. Ο χώρος και τα ιστορικά γεγονότα διαμορφώνουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο εξελίσσεται η ιστορία και ενδιαφέρουν έντονα τον συγγραφέα, όμως το επίκεντρο γι’ αυτόν είναι ο άνθρωπος.


Το σημαντικό για τον Άντριτς είναι η ζωή και τα πάθη του απλού ανθρώπου, ανεξάρτητα από την εθνική συνείδηση και τη θρησκεία. Η φιλαργυρία, η έλλειψη αξιών, η σκληρότητα, η ανάλγητη καρδιά, ο εγωισμός, η εκδίκηση, η απληστία είναι οι έννοιες που καταπιάνεται, μέσα από το χαρακτήρα της ηρωίδας του, σαν απόρροια μιας κοινωνίας που βάζει το χρήμα πάνω από τον άνθρωπο και πάνω από την ίδια τη ζωή. Ο συγγραφέας διεισδύοντας στον ψυχισμό της ηρωίδας του, καταφέρνει να δημιουργήσει έναν πολύ δυνατό και μοναδικό χαρακτήρα που σίγουρα αποτυπώνεται στη μνήμη του αναγνώστη και παίρνει επάξια μια θέση ανάμεσα στους λογοτεχνικούς ήρωες που δύσκολα ξεχνιούνται. Η γλώσσα του είναι απλή και λιτή, με περιγραφές ζωντανές και έντονες, τόσο των ιστορικών γεγονότων και των κοινωνικών αντιφάσεων, όσο και των χαρακτήρων που σκιαγραφεί σε βάθος με ένα ρεαλισμό που καθηλώνει. Το βιβλίο αποτελείται από οκτώ πυκνογραμμένα κεφάλαια, όπου ο συγγραφέας ψυχογραφώντας την ηρωίδα και εξιστορώντας τη ζωή της με φόντο τα ιστορικά, πολιτικά και κοινωνικά δρώμενα, ήθη και έθιμα της εποχής, χωρίς ιδιαίτερα μεγάλη πλοκή, καταφέρνει να δημιουργήσει ένα έξοχο μυθιστόρημα.
Η ιστορία ξεκινά το Φλεβάρη του 1935 στο Βελιγράδι. Ένας ταχυδρόμος βρήκε τυχαία το πτώμα μιας γυναίκας μέσα στο σπίτι της. Ήταν μια ανύπαντρη μεγαλοκοπέλα που ζούσε μόνη της 15 χρόνια και όλοι την έλεγαν ιδιότροπη και τσιγκούνα. Η αστυνομία απέδωσε τον θάνατό της σε παθολογικά αίτια, αφού υπέφερε χρόνια από καρδιακή πάθηση και κανείς ξανά δεν ασχολήθηκε μαζί της. Το όνομά της ήταν Ράικα Ραντάκοβιτς. Αυτή είναι η Δεσποινίδα, ο θάνατος της οποίας δεν άγγιξε και δεν ενδιέφερε κανέναν, γι’ αυτό και ο συγγραφέας μας τον γνωστοποιεί από την αρχή. Η ζωή της όμως και η πραγματική αιτία θανάτου της έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον και τη μαθαίνουμε καρέ- καρέ στα επόμενα κεφάλαια.

Ο πραγματικός χρόνος της ιστορίας είναι η τελευταία μέρα της ζωής της, οι λίγες στιγμές από το σούρουπο ώσπου να πέσει η νύχτα, μέσα στο σκοτεινό, υγρό και παγωμένο δωμάτιό της. Είναι ψηλή ξερακιανή γύρω στα πενήντα, με πρόσωπο κιτρινωπό, αυλακωμένο από πολλές βαθιές ρυτίδες και βλέμμα σκοτεινό που αντικατοπτρίζει την ψυχή της. Μοναδική της θεότητα είναι η οικονομία. Στη μέση του δωματίου ο συγγραφέας τοποθετεί αριστοτεχνικά την κρεμάστρα με το πολυφορεμένο μακρύ μαύρο χειμωνιάτικο παλτό της και την αφήνει εκεί μέχρι το τέλος του βιβλίου να στέκεται σαν ψηλός ακέφαλος άνθρωπος. Καθισμένη λοιπόν κοντά στο παράθυρο, στο μισοσκόταδο, με χέρια μπλαβισμένα από το κρύο, χείλη πανιασμένα και μύτη κατακόκκινη, αφού τη ζέσταινε εκείνη η φτυαριά του κάρβουνου που δεν έριξε στη σόμπα και τη γλύτωσε, μπαλώνοντας τις τρύπιες κάλτσες, περνάει μπροστά από τα μάτια της ολόκληρη η ζωή της. Ο συγγραφέας με έξοχο τρόπο συνδέει το παρόν με το παρελθόν κρατώντας το ενδιαφέρον του αναγνώστη αμείωτο.

Η Ράικα γεννήθηκε στο Σαράγιεβο. Ήταν ένα σοβαρό, χαρούμενο, συνεσταλμένο και έξυπνο παιδί, αν και για την ίδια η παιδική ηλικία έχει σβήσει απ’ τη μνήμη της σαν να μην υπήρξε ποτέ. Η ζωή της ξεκινά στα δεκαπέντε της χρόνια. Τότε συνέβη το μοιραίο γεγονός που έμελλε να την μεταμορφώσει σ’ ένα σκληρό, άσπλαχνο και φιλάργυρο πλάσμα. Ο θάνατος του πατέρα της. Η Ράικα τον αγαπούσε και τον θαύμαζε. Η μορφή του ήταν παντοδύναμη και κυρίαρχη πάνω της. Πλούσιος μεγαλέμπορος, περήφανος που στα μάτια της είχε ένα ιδιαίτερο μεγαλείο ισάξιο των Ολυμπίων θεών. Αυτός ο άνθρωπος που έκανε όλες του τις δουλειές με τιμιότητα και καλοσύνη, χρεωκόπησε, αρρώστησε και λίγο πριν πεθάνει της έδωσε μια συμβουλή. Μέσα στη συντριβή του, απαξιώνει και ισοπεδώνει ανθρώπινες αξίες και ιδανικά.

Ο κάθε άνθρωπος που δεν καταφέρνει να ζυγίζει σωστά αυτά που παίρνει και αυτά που δίνει, έτσι κατά πως το ζητάει η ζωή, αυτός είναι καταδικασμένος στην καταστροφή απαρχής…. Μονάχα η οικονομία που θα κάνεις εξαρτάται από σένα. Σ’ αυτό δεν θ’ αφήσεις να σε κατευθύνει ο οίκτος για κανέναν, ούτε για τον ίδιο τον εαυτό σου. Είναι ανάγκη να θάψεις βαθιά μέσα σου την ευγένεια, την μεγαθυμία και την ευσπλαχνία. Οι άνθρωποι είναι καλοί και τίμιοι μ’ όσους δεν τους ζητούν και μ’ εκείνους που δεν εξαρτώνται απ’ αυτούς, έτσι και βρεθείς όμως στην ανάγκη και δεθείς μαζί τους, τότε όλα τελειώνουν. Θεός και ψυχή, συγγένεια και φιλία, σεβασμός και τιμιότητα, όλα. Τούτο μονάχα να θυμάσαι. Οι ευαισθησίες και οι ευσυνειδησίες είναι οι αδυναμίες μας και αυτές είναι που ψάχνουν ν’ ανακαλύψουν και παραμονεύουν να βρουν όλοι γύρω μας. (σελ. 23)

 
Η κοπελίτσα Ράικα ορκίστηκε εκεί στο νεκροκρέβατο του πατέρα της ότι θα κάνει οικονομίες σκληρά και αδίστακτα και δεν θα επιτρέψει ποτέ στον εαυτό της να πέσει θύμα των αδυναμιών της. Από εκείνη τη στιγμή άλλαξε η ζωή της. Μια δεύτερη καρδιά φύτρωσε μέσα της. Εγκατέλειψε το παρθεναγωγείο και άρχισε να μαθαίνει τη δουλειά του εμπορίου. Έγινε αντικοινωνική και ακατάδεχτη. Η μητέρα της ήταν ένα αδύναμο πλάσμα στο σώμα και στο πνεύμα και η Ράικα ανέλαβε την οικονομία του σπιτιού. Απέλυσε χωρίς οίκτο τους υπηρέτες, απαγόρευσε τις πολλές επισκέψεις φίλων και συγγενών γιατί «ο καφές και η ζάχαρη κόστιζαν», έδιωξε σιγά- σιγά τους ζητιάνους κόντρα στις συνήθειες τις εποχής, που θεωρούσαν την ελεημοσύνη θεάρεστη πράξη. Η τσιγγουνιά της μετέτρεψε το πάλαι ποτέ αρχοντόσπιτο σε μίζερο και παγερό που οι άνθρωποι το προσπερνούσαν. Όταν ενηλικιώθηκε ανέλαβε όλες τις δουλειές του πατέρα της, κατάφερε να πληρώσει όλα τα χρέη του και να σταθεί με δύναμη και τόλμη στον ανδροκρατούμενο κόσμο του εμπορίου. Η Ράικα δεν έμοιαζε με τους νέους της εποχής της, δεν γελούσε, δεν διασκέδαζε, δεν νοιαζόταν για την εμφάνισή της αφού η ομορφιά ήταν σπατάλη και της έφερνε αποστροφή. Ο μόνος άνθρωπος που μπορούσε να την κάνει να γελάει και να έχει μια μικρή επαφή με τον έξω κόσμο ήταν ο θείος Βλάντο, αδελφός της μητέρας της. Θαύμαζε την ομορφιά του, το γέλιο του, την δίψα του για ζωή, αλλά δεν του συγχωρούσε την υπερβολική απλοχεριά και σπατάλη. Μετά τον θάνατό του, στα είκοσι τρία του χρόνια από φυματίωση πνιγμένος στα χρέη, η Ράικα απομονώθηκε εντελώς. Μόνο δούλευε και αύξαινε το κεφάλαιό της. Το 1906 εκμεταλλεύτηκε την κοινωνική κατάσταση στο Σαράγεβο. Σ’ ένα συνονθύλευμα ανθρώπων με διαφορετικές εθνότητες, θρησκείες και επαγγελματικές τάξεις όπου συγκρούονταν διαφορετικοί πολιτισμοί και αντιλήψεις, η ανάγκη του εύκολου χρήματος ήταν μεγάλη. Το δάνειο ήταν η λύση. Η Ράικα με συμβουλάτορα και συνεργάτη τον εβραίο Ράφο ασκεί δράση σκληρού τοκογλύφου.

Η δεσποινίδα άρχισε να νοιώθει τη γλύκα που δίνει “ο παράς που κλωσάει” σ’ ανθρώπους σαν ελόγου της, αυτό το ψυχρό δηλ. μεθύσι που ζεσταίνει κρυφά και ευφραίνει τους τσιφούτηδες μέσα στα υγρά τους μαγαζιά πιο πολύ και από τον ήλιο και πιο όμορφα κι από την άνοιξη… Εκεί βαθιά κάτω από την ανοιχτή και βουερή επιφάνεια της καθημερινής ζωής, όπου οι άνθρωποι ζουν, ξοδεύουν, διασκεδάζουν και σκορπούν, υπάρχει ο λεπτός και αόρατος, ο σκληρός και ατσάλινος ιστός του κόσμου της τοκογλυφίας, η άφωνη και ανώνυμη αλλά κραταιή οργάνωση εκείνων που στη ζωή τους άφησαν στην άκρη το περιττό και το δευτερεύον και βρήκαν το δρόμο που οδηγεί σ’ αυτό που κατά τη γνώμη τους, είναι το καίριο και το σημαντικό για την κοινωνική ζωή. Είναι ο κόσμος αυτών που το μοναδικό πάθος τους το ικανοποιούν σε βάρος των αμέτρητων μικρών και μεγάλων παθών και των αδήριτων αναγκών όλων των άλλων ανθρώπων. (σελ. 56)

Το 1912 κατά την διάρκεια των βαλκανικών πολέμων, μέσα στην κρίση και την παραζάλη που επικρατούν γύρω της, η Ράικα βγαίνει πάλι κερδισμένη. Το όνειρό της είναι να καταφέρει ν’ αποκτήσει «ένα εκατομμύριο» για να εκδικηθεί και ν’ αποκαταστήσει τον πατέρα της, να εκπληρώσει την τελευταία του θέληση, έτσι όπως η ίδια την καταλάβαινε. Την αλήθεια όμως ο συγγραφέας μας την δίνει μέσα από τα λόγια του Βέσο, έμπιστο του πατέρα της.

Κρύβεσαι συνέχεια πίσω από την ευχή του πατέρα σου, που δεν είναι ευχή αλλά κατάρα. Ο μακαρίτης ο αφέντης ποτέ δεν θα σ’ άφηνε να τα κάνεις αυτά και ούτε μπορούσε αυτό να είναι επιθυμία και σκοπός του. Εσύ γλυκάθηκες στον παρά, σε τύλιξε, σε σκλάβωσε το χρήμα αλλά να θυμάσαι πως τα λεφτά δεν είναι το παν. (σελ. 73)

Γι’ αυτήν όμως υπήρχαν δύο «κόσμοι». Αυτός με τους ανθρώπους και τη ζωή τους, τα ένστικτα, τις σκέψεις, τις πίστεις, τις επιδιώξεις και τις ατέλειωτες ανάγκες τους, που την απωθούσε. Και ο άλλος, ο δικός της, ο κόσμος του χρήματος, του κέρδους και της οικονομίας όπου ανήκε ολόψυχα και ζούσε πραγματικά. Έτσι περνούσαν τα χρόνια και η όψη της σκλήραινε. Απέρριπτε τις κουβέντες για γάμο, απομάκρυνε όλους τους συγγενείς, έκοψε τις φιλανθρωπίες και απομονώθηκε με την δύστυχη μάνα της που υπέμενε χωρίς να παραπονιέται με ένα κλάμα που δεν στέρευε ποτέ.

Ο κόσμος στην αρχή την έβλεπε σαν αλλόκοτο και αφύσικο παιδί-τέρας και αργότερα σαν δεσποινίδα-τοκογλύφο, ένα πλάσμα δίχως καρδιά και αξιοπρέπεια, μια εξαίρεση για τον γυναικείο πληθυσμό της πόλης, κάτι σαν μοντέρνα μάγισσα, την ονόμασε «Σάιλοκ με φούστα». (σελ 72)

Κανείς δεν την φώναζε με τ’ όνομά της. Όλοι την αποκαλούσαν Δεσποινίδα. Εκείνη αδιαφορούσε. Ήταν αφιερωμένη ολόκληρη στις δουλειές γύρω από τα λεφτά. Μοναδική της έξοδος που δεν είχε σχέση με τα λεφτά ήταν η κυριακάτικη επίσκεψη της μόνη, χωρίς τη μητέρα της, στον τάφο του πατέρα της. Εκεί μακριά απ’ όλο τον κόσμο, με τρυφερότητα, συζητά βουβά για το κάθε τι που έκανε. Αυτό της δίνει δύναμη και τη γεμίζει περιφρόνηση για τον άδικο κόσμο που σκοτώνει τους τίμιους και προσκυνά τους σκληρούς. Δεν μπορούσε όμως να καταλάβει ότι αυτή η περιφρόνηση την είχε οδηγήσει σ’ ένα κόσμο χειρότερο, χωρίς ανθρωπιά, όπου η ίδια αποτελούσε το πιο απεχθές κομμάτι του.

1914. Ο συγγραφέας μας βάζει με απλό και ρεαλιστικό τρόπο στο κλίμα του Α΄ παγκοσμίου πολέμου από την δολοφονία του διαδόχου Φραγκίσκου Φερδινάνδου στη Βοσνία, τις πολιτικές εξελίξεις, την αθλιότητα του πολέμου έως την απελευθέρωση και τη δημιουργία του πρώτου ανεξάρτητου κράτους.
Η Ράικα δεν καταλαβαίνει τίποτα απ’ όλα αυτά. Οι λέξεις πατρίδα, πόλεμος, ανθρώπινος πόνος, είναι γι’ αυτήν άγνωστες. Μέσα στην πείνα, την εξαθλίωση και τον θάνατο βρίσκει τρόπους να κάνει δουλειές προς το συμφέρον της. Χαίρεται μάλιστα, που οι άνθρωποι ζουν σε μια «αναγκαστική οικονομία» και ακολουθούν τον δρόμο της.
Αν η λέξη «ευτυχία»  είχε κάποια σημασία στη ζωή της, θα μπορούσε να πει κανείς πως την περίοδο αυτή ήταν τρισευτυχισμένη, όπως τρισευτυχισμένος είναι ο τυφλοπόντικας που σκάβει το λαγούμι του στο σκοτάδι και στη σιωπή της αφράτης γης όπου υπάρχει γι αυτόν άφθονη τροφή ενώ λείπουν οι κίνδυνοι και τα εμπόδια. (σελ. 107)
 
Με την απελευθέρωση, ωστόσο, η ευτυχία της χάθηκε. Ο λαός ξεσηκώθηκε και απαιτούσε την τιμωρία των μαυραγοριτών και αυτών που πλούτισαν στον πόλεμο. Η ώρα της εκδίκησης, της αποκατάστασης της αδικίας, είχε έλθει. Ο Ράφο τρελάθηκε. Η Δεσποινίδα μπήκε στο στόχαστρο. Ένοιωθε το μίσος, την απέχθεια και την κατακραυγή του κόσμου. Ο φόβος την έκλεισε στο σπίτι. Έπαψε να πηγαίνει ακόμα και στο νεκροταφείο.

Η κατακραυγή εναντίον της ήταν τόση, που ήταν υποχρεωμένη να ντρέπεται, χωρίς και η ίδια να ξέρει το γιατί, αφού η συνείδησή της, ποτέ δεν τη βρήκε ένοχη. Ποτέ, ούτε και για το παραμικρό. (σελ.137)

 
Νοιώθει για πρώτη φορά ότι υπάρχει κάποια δύναμη μεγαλύτερη από το χρήμα, που υπερβαίνει τη θέλησή της να την πολεμήσει. Η σκέψη πως είναι υποχρεωμένη να μένει άπρακτη και να τρώει από τα έτοιμα, την αναγκάζει να φύγει με την ταλαίπωρη μάννα της για το Βελιγράδι. Να ξεχάσει και να ξεχαστεί. Αρχικά έμειναν στο σπίτι του θείου της, όπου τους υποδέχτηκαν πολύ εγκάρδια. Ωστόσο η κοινωνική ζωή, η σπατάλη σε χρήμα, σε λόγια και σε γέλια, οι ανούσιες συναναστροφές με τους νέους που ανεχόταν εκεί, την ανάγκασαν ν’ αγοράσει ένα σπίτι και να βρει τους δικούς της ρυθμούς. Σ’ αυτήν την πρωτεύουσα ενός κράτους χωρίς συγκεκριμένα σύνορα, ούτε δημόσια τάξη, ούτε τελικό όνομα, όπου οι άνθρωποι νομίζουν ότι μπορούν να πετύχουν τα πάντα δίχως όρια και φραγμούς, η δεσποινίδα, σαν τον τυφλοπόντικα, ξετρυπώνει τα «γραφεία συναλλαγών» και ξεκινά εκ νέου το κυνήγι του χρήματος.

Η Ράικα δεν είχε ποτέ φίλους. Αφ’ ενός γιατί δεν εμπιστευόταν κανέναν και αφ’ ετέρου διότι θεωρούσε οποιαδήποτε απασχόληση που δεν επέφερε χρηματικό κέρδος, σπατάλη χρόνου. Όσο για τον έρωτα, η τσιγκουνιά της δεν της επέτρεπε να είναι γενναιόδωρη ούτε με τον ίδιο τον εαυτό της. Ωστόσο στο σπίτι του θείου της γνώρισε τη Γιοβάνκα, στο πρόσωπο της οποίας ο συγγραφέας δημιουργεί έναν ακόμα αξιοπρόσεκτο χαρακτήρα. Έναν τύπο πλούσιας γυναίκας, που μη έχοντας προσωπική ζωή, κολλάει σαν βδέλλα στις ζωές των άλλων, βοηθώντας τους δήθεν όταν έχουν ανάγκη και κακολογώντας τους όταν πια παύουν να τη χρειάζονται. Μέσω αυτής της γυναίκας, η Ράικα γνώρισε τον Ράτκο Ράτκοβιτς. 
Η άκαρδη και ανέραστη Δεσποινίδα, γοητεύτηκε από αυτόν τον άνδρα, γιατί στο πρόσωπό του είδε τον αγαπημένο της θείο Βλάντο να ζωντανεύει, μέσα όμως στα μέτρα τα δικά της. Εδώ κάνει την υπέρβαση τόσο στα συναισθήματα, όσο και στην τσιγκουνιά της. Εκείνη που μετρούσε τις μπουκιές της μάνας της και έτρεμε το χέρι της όταν της έκοβε το ψωμί, προσφέρει σ’ αυτόν τον άντρα, με την καρδιά της, τόσα όσα δεν είχε διαθέσει σε κανέναν, ούτε καν στον ίδιο της τον εαυτό. Όταν συνειδητοποιεί ότι αυτός την εξαπάτησε και την εκμεταλλεύτηκε, καταρρέει. Σ’ αυτό το σημείο ο συγγραφέας μας παρουσιάζει μια συγκλονιστική εικόνα. Την μικροκαμωμένη γριούλα μάνα, καθισμένη στο πάτωμα, να κρατάει στοργικά στην αγκαλιά της τη ψηλή και γεροδεμένη κόρη της και να την παρηγορεί ήσυχα και τρυφερά.

[…]λίκνιζε η μητέρα στην αγκαλιά της τη μεγάλη κόρη της ανάλαφρα, επιδέξια, λες και μέχρι χθες ακόμα δεν έκανε τίποτ’ άλλο απ’ αυτό, λες και δεν ζούσε εδώ και τριάντα χρόνια κάπου εκεί πολύ – πολύ κοντά της, λαχταρώντας τόσα και τόσα μα πάνω απ’ όλα έναν τρυφερό λόγο και ένα καθαρό βλέμμα. (σελ. 208)

Ίσως εδώ η αξιολύπητη και ανήμπορη Δεσποινίδα να προκαλεί ένα ίχνος συμπάθειας στον αναγνώστη. Όταν όμως συνέρχεται και σπρώχνει μακριά τη δύστυχη μάννα, ξαναγίνεται η σκληρή τοκογλύφος με καρδιά από πέτρα. Μια καρδιά, για την οποία η ίδια αδιαφορούσε και θύμωνε, αφού ήταν άρρωστη και της έφερνε έξοδα. Την περιφρόνησή της για την μητέρα της, η Ράικα δεν την έδειχνε μόνο όσο εκείνη ζούσε, αλλά και μετά τον θάνατό της. Στην κηδεία της δεν πρόσφερε ούτε καφέ και μετά πούλησε τα βιβλία και τις γλάστρες της, πέταξε τα λουλούδια της, έβγαλε τα στρωσίδια, σταμάτησε το μεγάλο ρολόι του τοίχου, κατέβασε όλες τις φωτογραφίες εκτός από εκείνη του πατέρα της, εξαφάνισε ακόμα και τον γάτο της, τον «χαραμοφάη».

Σ’ ολόκληρο το σπίτι δεν απέμεινε πια ουτ’ ένα από τα περιττά μικροπράγματα, που τραβούν κι αναλώνουν την προσοχή μας κι όταν μας λείπουν, οι περισσότεροι άνθρωποι τη ζωή, δεν τη λογαριάζουν για ζωή. Ούτε χρώματα, λοιπόν, ούτε ήχοι και ούτε ίχνος από αναθυμήματα και αναπολήσεις και από τέρψεις που στοιχίζουν ακριβά. Τώρα έπειτ’ από τόσα χρόνια κι από πολύχρονες ανοχές και αβαρίες, η Δεσποινίδα ένιωσε πραγματικά λυτρωμένη απ’ όλα, μέσα σ’ ένα σπίτι που ανταποκρινόταν απόλυτα στις εσώτερες επιθυμίες και τις ανάγκες της. Επιτέλους ελεύθερη και μόνη. (σελ. 217)

Έτσι έζησε δέκα χρόνια ώσπου ήλθε το οικονομικό κραχ του 1930. Έβγαλε όλα τα λεφτά της από τις τράπεζες και τα φύλαγε στο σπίτι της. Ο φόβος όμως μήπως τα χάσει από φωτιά ή από κλέφτες, δεν την άφηνε να ησυχάσει. Έβαλε σιδερένια κάγκελα στα παράθυρα και με το πάθος του φιλάργυρου, τα έκρυβε συνεχώς σε διαφορετικά σημεία. Μέσα σ’ αυτή τη φυλακή, κάθε μέρα τα άπλωνε, τα μετρούσε και τα ξαναφύλαγε σαν ερωτικά γράμματα.

Το θέαμα αυτής της ασυνήθιστης έκθεσης, αυτού του τοπίου που η Δεσποινίδα απολάμβανε την κάθε μέρα, ήταν γι’ αυτήν ένα “παράθυρο στον κόσμο”, η συντροφιά και το ανάγνωσμά της, η πίστη και η οικογένειά της, η τροφή και η διασκέδασή της. Αυτή ήταν η έμμονη ιδέα που την βασάνιζε και η έγνοια της ζωής της. Η Δεσποινίδα ζει πλάι σ’ αυτόν τον θησαυρό, έτοιμη για όλα, και κοιμάται μ’ ανοιχτά τα μάτια της σαν τον δράκο του παραμυθιού. (σελ.225)

Το τραγικό της τέλος καθρεφτίζει τη ματαιότητα της ζωής της. Παγιδευμένη από την ίδια της τη μανία, βρίσκει το θάνατο από το πολυφορεμένο μαύρο παλτό της, που τη σκέπαζε μια ζωή σαν σκιά και που τώρα μεταμορφώνεται σε φανταστικό κλέφτη. Ειρωνεία η τελευταία της σκέψη: «χρυσάφι θα’ δινε για μια ανάσα».

Tο μυθιστόρημα αυτό του Άντριτς είναι επίκαιρο και διαχρονικό, αν σκεφτούμε ότι σε δύσκολους καιρούς κρίσης πόσοι αθέατοι τοκογλύφοι δρουν και πλουτίζουν σαν την Δεσποινίδα αλλά και πόσοι διεθνείς χρηματιστηριακοί οργανισμοί απομυζούν λαούς ολόκληρους. Ας σκεφτούμε ότι στην εποχή μας η μεγαλύτερη πηγή πλούτου είναι ο θάνατος, ηθικός και πραγματικός -εμπόριο όπλων, πόλεμοι, ναρκωτικά, εμπόριο ανθρώπων. Θα κλείσω με τη φράση του σέρβου ποιητή που υπάρχει στην αρχή του βιβλίου.

«Καταραμένο είναι και θα είναι παντοτινά το χρήμα που δεν ξοδεύεται για το καλό των ανθρώπων».        

 

*  Η Έφη Κυριακάκη είναι πτυχιούχος της Ανωτέρας Σχολής Τουριστικών Επαγγελμά
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top