Fractal

Πέντε ποιήματα από τη συλλογή “Δεσμώτες”

Του Κωνσταντίνου Κ. Χατούπη //

 

poetry__

 

Από τη συλλογή “Δεσμώτες”, Αθήνα 2-15, ISBN: 978-618-82241-1-7, σελ. 38

 

 

Στάθι καὶ οἴκτιρον . . . .

Ἐλάχιστε δειλέ μου φίλε, ἐσὺ ποὺ εἶδες μὲ ἀπόγνωση τὸ φῶς τοῦ ἄλλου νὰ λιποψυχῇ κι ἕνας κόσμος νὰ σειέται καὶ νὰ βασιλεύῃ, μὲ τί ἡδονὴ θὰ νιώσῃς πὼς ἡ σκιὰ τοῦ γυμνωμένου δάσους δὲ θὰ σκεπάσῃ τὸ δικό σου σπίτι γιατὶ τὸ δάσος εἶναι ἀκόμη μακριά.

Τὴν ἑπομένη ἀκολούθαγες πρόσωπα χαλασμένα καὶ κόσμους ἀδιάφορους σὲ μιὰ νεκροπομπὴ ποὺ σοῦ ’δειχνε τοῦ μνήματος τ’ ἀνοιχτὸ στόμα. Κι ὁ φόβος τῆς λησμονιᾶς κουρέλιαζε τὸν νοῦ σου. Μὰ ὅταν τοῦτος ὁ ἀνόσιος ὄχλος πέρναγε δίπλα ἀπὸ τὰ μνήματα καὶ οἱ ἀπομέσα γίνονταν ἕνα μὲ τοὺς ἀπέξω, ἐσὺ εὔκολα τοὺς ξεχώρισες. Κι ἔτσι ἀνακουφίστηκες κι ἀποκαρώθηκες στὴ λήθη τοῦ δικοῦ σου θανάτου· καὶ ξεχαστήκανε οἱ τάφοι μονομιᾶς.

Φεύγοντας ἀπ’ τὸ ξόδι χτύπησες ξύλο τρεῖς φορὲς καὶ τράβηξες, γοργά, γιὰ τὴν παράδεισο μὴ θέλοντας νὰ περάσῃς ἀπ’ τὶς ἀνεξιχνίαστες δημοσιὲς τοῦ σκοταδιοῦ. Πῆγες γιὰ νάβρῃς τὴν ἀγάπη σου, νὰ παίξῃς μὲ τὶς πολύχρωμες βοές, ν’ ἀκούσῃς πουλιὰ ποὺ κελαϊδᾶνε· ὁ ζέφυρος θὰ σήκωνε εὐωδερὲς ὀσμὲς παιδιῶν καὶ ἐφήβων τούτη τὴν ἀληθινὴ ἡμέρα. Ὅμως σὰ ζύγωσες χάθηκε στὸ ἀέρι ἡ μιλιά: εἶδες παντοῦ φυτεμένες λεμονιὲς καὶ κυπαρίσσια κι ἄκουσες τὰ πάντα νὰ βουβαίνονται· κι ἐκείνα τὰ πουλιὰ ποὺ γύρεψαν νὰ σοῦ τραγουδήσουν κι οἱ πολύχρωμες βοὲς κι ὁ ζέφυρος. Ὅλα γινήκανε μιὰ ἀφουσιά.

Ἐλάχιστε δειλέ μου φίλε, στάσου καὶ δάκρυσε τώρα ποὺ βρίσκεσαι στὸ ἀκρογιάλι μόνος σου, κοιτάζοντας τὴν κοιμισμένη θάλασσα ποὺ λάτρεψες τὰ καλοκαίρια καὶ τὰ μαλάματα τοῦ ἥλιου τὰ πολλὰ ποὺ πλούτιζαν τὴν ὥρα σου· στάσου καὶ δάκρυσε γιατὶ σὲ λίγο θ’ ἀγκαλιάσῃς τὴν ἀράγιστη γαλήνη τοῦ νεροῦ κι ὁλάκερο τὸ φῶς θὰ κυλήσῃ ἀπ’ τὰ μάτια σου.

  

 

Pieta

Ἡμέρα ἦταν σκυθρωπὴ κι ὁ οὐρανὸς μιὰ λασπουριὰ ἀπέραντη. Ἀπὸ κάτω ἁπλώνονταν ὁ κάμπος πλημμυρισμένος ἀπὸ χαράκια, ἀσφοδέλους καὶ λιόδεντρα. Στὸ βάθος ξεχώριζε ὁ λόφος· ἀπὸ μακριά του ἄκουγες μιὰν ἀκαθόριστη βοὴ καὶ μόλις καὶ μετὰ βίας ἔβλεπες μιὰ σύναξη ἀγέλης. Μὰ ὅσο τὸν πλησίαζες διέκρινες, ὅλο καὶ πιὸ καθαρά, παχυμουλαράτους ἀρκουδόγυφτους, λογχοφόρους, μπασιμπουζούκηδες καὶ μιμάδες νὰ φτύνουν καὶ νὰ βλαστημᾶνε κοιτῶντας τὸν οὐρανό.

Αὐτὰ στὶς πλαγιὲς τοῦ λόφου, γιατὶ στὴν κορφὴ τὸ τοπίο ἄλλαζε: τρεῖς μαυροφορεμένες κάθονταν πάνω στὰ γόνατά τους καὶ σκίζανε τὰ στήθια τους καὶ σέρναν τὰ μαλλιά τους ἢ ἔριχναν τὰ χέρια τους κατὰ τὸν οὐρανὸ καὶ ὠρύονταν τρομαχτικὰ γιὰ τὸν ἄγουρο ποὺ στέκονταν λίγο πιὸ ψηλὰ σὲ σχῆμα σταυροῦ.

Αἴφνης, μεγάλη ἀντάρα βασίλεψε στὸ στερέωμα· τότε ὅλοι φοβήθηκαν σφόδρα κι ἔκαναν νὰ φύγουν. Ὅμως ἡ τρίτη μαυροφορεμένη, ἡ νεότερη, ἔτρεξε κοντὰ στὸν νέο πού ’χε στὸ μεταξὺ πέσει στὸ χῶμα.

Κι ἀπὸ μακριὰ εἶχε μιὰν ὄψη γλυκιὰ σὰν ἄστρο καθὼς τὸν ξάπλωνε στὰ γόνατά της· κι ἀπὸ κοντὰ μιὰν ὄψη κοριτσιοῦ σὰν κρίνο σὰν τοῦ ’λεγε μὲ ἠρεμία· «Τώρα ποὺ κείτεσαι στὸν κόρφο μου γαλήνιος κι ἕτοιμος νὰ μὲ θανατώσῃς μὲς στὸ φῶς, τώρα ποὺ κινᾶς νὰ πᾷς γιὰ μακρινὸ ταξίδι, ἄκουσε τὴν κόρη σου ποὺ σοῦ μηνᾶ ὅτι δὲν θὰ βρεθῇ κανένας Κύριος γιὰ νὰ μᾶς θυμηθῇ. Γιέ μου, εὐχαρίστησε γιὰ ὅσα εἶδες κι ἄκουσες κι ὕστερα φύγε· φύγε, τὶ αὔριο δὲ θά ’σαι νέος πιά . . . . »

 

 

Plaudite, amici, comedia finita est!

Μὲ τὸ πρῶτο φῶς δακρύσαμε ἀντικρίζοντας ὅλα ὅσα μᾶς ἔκρυβε, μέχρι τότε, τὸ σκοτάδι. Μὰ ὅσο ὡρίμαζε ἡ μέρα τὸ φῶς τῆς χαρᾶς σκέπαζε τὰ δάκρυα ἐνῷ ἐμεῖς, μ’ ὅλη μας τὴ δύναμη, δινόμασταν μόνο σὲ ἀπολαύσεις καὶ γιορτές. Καὶ κάθε τόσο ἔσταζε τῆς ζωῆς τὸ φιλὶ στὰ σωθικά (καὶ κάθε τόσο φάνταζε ὁ θάνατος σκέψη μακρινή).

Ἔτσι φτάσαμε στὸ μεσημέρι. Τὴν ὥρα ὅμως ποὺ ὁ ἥλιος ἔλαμπε ζεστὸς στὸ πρόσωπο, ὁ μικρότερος ἀπὸ ἐμᾶς ἔχασε τὸ φῶς του καὶ σὲ λίγο τὰ μάτια του στριφογύριζαν σβησμένα μέσα στὸ σκοτάδι. Μὲ ἄκρα θλίψη καὶ ὀδύνη τὸν κατευοδώσαμε σπάζοντας ἀρίφνητους κρατῆρες, νερὸ γεμάτους, πότε στὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ, πότε στὸν δρόμο, πότε στὸ μνῆμα. Καὶ φύγαμε ἀπ’ τὸ μνῆμα μένοντας ἥσυχοι, πιά, πὼς ὁ δαίμων τοῦ θανάτου σκιάχτηκε μιὰ γιὰ πάντα. Στὸ μεταξὺ ξορίσαμε ὅλη τὴ μαυρίλα πού ’χε ὁ λογισμός.

Ἔτσι φτάσαμε στὸ βράδυ. Κι ἦταν νύχτα, μεσάνυχτα καὶ μιὰ θεοσκοτεινιὰ φοβερὴ ὅταν ἀκούστηκε ἀπ’ τὴν αὐλὴ ἀχὸς περίεργος καὶ δυνατὸς νὰ πλησιάζῃ ἀργὰ τὴν πόρτα. Κι ὅπως ἤμασταν μέσα στὸν ὕπνο, στὸ πόδι σηκωθήκαμε κι ἀλαφιασμένοι ἀναρωτηθήκαμε μὴν ἦταν ὁ ἀγέρας ἢ ἡ βροχὴ πού ’δερνε τὸ σπίτι. Οὔτε ὁ ἀγέρας ἤτανε, ὅμως, οὔτε ἡ βροχή· ὁ δαίμων τοῦ θανάτου ἤτανε πού ’σερνε τὰ βήματά του περνῶντας τὴν αὐλόπορτα.

Μὲ τὸ πρῶτο φῶς δὲ βρέθηκε οὔτ’ ἕνας ἀπὸ ἐμᾶς γιὰ νὰ σπάσῃ τούς, γεμάτους νερό, κρατῆρες.

 

 

Ὁ γέρος

Ἡμέρα ἤτανε στὰ τελευταῖα της κι ἡ γῆς μόλις ποὺ ἄντεχε νὰ κουβαλῇ αὐτὸ το ἀνθρωπάκι, τὴν ὥρα ποὺ ἔσερνε τὰ θλιβερὰ γεράματά του στῆς ἐκκλησίας τὸν περίβολο.

Ἀκουμπισμένος στὸ κηρύκειο πρόκαμε νὰ φτάσῃ ὣς τὶς θύρες τοῦ ναοῦ· σπρώχνοντάς τις ἀνοίχτηκε μπροστά του κόσμος ἔρημος, καθὼς ὁ νοῦς του: Ἡσυχία πλάκωνε τὸν χῶρο καὶ μόνο ἄπ’ τ’ ἄδυτο ἀκούγονταν, χαμηλοφώνως, Κυριελεησάρια, ἐνῷ τὰ ξεθωριασμένα πρόσωπα τῶν Ἁγίων μόλις πού ’φεγγαν μέσα σὲ μιὰ ἀτμοσφαῖρα πνιγμένη ἀπ’ τὸ λιβάνι. Μὰ τίποτ’ ἀπ’ αὐτὰ δὲν τὸν συνέπαιρνε, πάρεξ ὁ στοχασμὸς γιὰ τῆς ζωῆς του τὸ τρυφερὸ δέντρο ποὺ κάποτ’ ἦταν . . . .

Στὰ χνάρια τοῦ Ἅδη πατῶντας ἔφερε, μὲ κόπο, τὸ κουφάρι του στὸ Ἅγιο βῆμα· κι ἔπεσε πάνω σ’ ἕνα νεωκόρο, θηλυκρατή, τὴν ὥρα ποὺ ἔσβηνε τὰ κεριὰ κι ἔβαζε τὸ χέρι του βαθιὰ μὲς στὸ παγκάρι. Μὰ καθὼς τὸν ῥώταγε ποῦ βρίσκεται ἡ εἰκόνα τῆς βυζοκρατοῦσας, τοῦ καντηλιοῦ τὸ φῶς τσιτσίρισε κι ἔδειξε ἡ θεϊκὴ μορφή. Μετὰ ἀπὸ λίγο τοὺς ἔτρωγε τὸ σκότος τῆς ἀβύσσου.

Καθὼς τὰ βήματά του σβῆναν, κρέμασε τὴν κεφαλή, π’ ἄλλοτε τὴν στεφάνωνε ἡ πλούσια κόμη, κι εἶπε: «Πανάθεμά σε· γιά δὲ μοῦ ’δωσες τὴ φώτιση καὶ τὸ κουράγιο νὰ τελειώσω πριχοῦ μὲ βρῇ τὸ γῆρας τῆς ἡμέρας;»

 

 

Invidia

Τὸ πρῶτο φέγγος τῆς μέρας φανέρωσε ἕνα τόπο μαντρογυρισμένο ἀπὸ ὀρεινοὺς ὄγκους μαστιγωμένους ἀπ’ τὸ ἀγέρι. Στὸ βάθος ἕνα μικρὸ κομμάτι πελάγους ξεπετιόνταν πίσω ἀπὸ τοὺς ὀρεινοὺς ὄγκους· στὴ μέση τοῦ τοπίου, στὰ πλάγια, ἕνα χωριὸ ἀπὸ μερικὰ παλιὰ μονόσπιτα.

Ναί, μερικὰ παλιὰ μονόσπιτα· μὰ στὴν πλατεῖα τοῦ χωριοῦ ὑψώνονταν κι ἁπλώνονταν σὰν τὸ θεριὸ τὸ μέγαρο τοῦ τόπου αὐτοῦ μέσα σὲ ἕνα πλοῦτο ποὺ δὲν τὸν εἶχαν δεῖ ὅλοι οἱ αἰῶνες. Ἔτσι, ἐπίσημο κι ὡραῖο ὅπως ἦταν τὸ τρώγαμε ὁλημερὶς τῆς μέρας μὲ τὰ μάτια μας κι αὐτὸ μὲ τὴ σειρά του μᾶς ἔτρωγε τὴν ψυχὴ μὲ ἐκεῖνο τό· «γιατί αὐτοὶ κι ὄχι ἐμεῖς;».

Ἐπειδὴ λοιπὸν εἴχαμε σκάσει μὲ αὐτὴ τὴν ἱστορία καὶ μιᾶς καὶ φέτο τὰ πουλιὰ μᾶς ἔφεραν νωρίτερα τὴν Ἄνοιξη καὶ τὸν κακὸ χειμῶνα δὲ γνωρίσαμε, βαλθήκαμε ἀπ’ τὸ πρωῒ νὰ χτίζουμε τὸν οἶκο μας ψηλό, μ’ ὀνειρεμένες κάμαρες γεμᾶτες παραθύρια.

Πάνω στὸ τελείωμα, θά ’ταν δὲ θά ’ταν λιόγερμα, στὰ παραθύρια βγήκαμε νὰ καμαρώσουμε. Καὶ μὲ τὸ κίνημα τῆς κεφαλῆς ξανοίγαμε πλαγιὲς μ’ ἐλιὲς ἐδῶ κι ἐκεῖ καὶ ῥιζιμιὰ χαράκια καὶ τῆς θαλάσσης τὴν ἀγρύπνια στὸ βάθος νὰ βογκᾷ. Καὶ μὲ τὸ κίνημα τῆς κεφαλῆς γυρεύαμε νὰ δοῦμε πόσο βαθιὰ στὸ μάτι εἴχαμε μπεῖ τῶν ἄλλων!

Ὅμως, κάποτε τὸ βλέμμα μας ἀγρίεψε συναντῶντας ἕναν μαυροφορεμένο γέροντα, δρεπανηφόρο, νὰ πλησιάζῃ ἀπὸ μακριά.

Τότε, οἱ πιὸ ἀνέγνωροι ἀπὸ μᾶς κάναν’ νὰ καρφώσουν τὸν ἴσκιο του στὸν τοῖχο. Ἀλλὰ ἐμεῖς οἱ ὑπόλοιποι νοήσαμε· καὶ τρέξαμε ἴδια δειλοὶ κι ἀλαλιασμένοι νὰ κρυφτοῦμε γνωρίζοντας πὼς δὲν θὰ ἔχουμε κανένα γλιτωμό· φέτο, ποὺ τὰ πουλιὰ μᾶς γέλασαν καὶ φέρανε νωρίτερα τὴν Ἄνοιξη.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top