Fractal

Ο αιώνιος χορός της μαμάς

Γράφει η Ελένη Γκίκα //

 

Ρούλα Γεωργακοπούλου «Δέντρα, πολλά δέντρα», εκδ. Πόλις, σελ. 74

 

«Αν δεν με αποκαταστήσεις μπροστά τους, να το ξέρεις, δεν έχεις να πας πουθενά».

Από μαμά ορφανεύουμε εμείς τα κορίτσια, κι ας λατρεύουμε μια ζωή τον μπαμπά. Άλλα και όλοι, φαντάζομαι, και τ’ αγόρια, τότε ορφανεύουνε, όταν πεθάνει πια η μαμά.

Αν και πολλές φορές η ζωή που αρέσκεται σε πρόβες τζενεράλε, μας αφήνει βασανιστικά κάπως να βιώσουμε την ευκαιρία να γίνουμε εμείς «η μαμά της μαμάς».

Αλλά υπάρχει και η απείρως οδυνηρότερη εμπειρία: το χρονικό διάστημα όπου δεν μπορείς να είσαι ούτε η κόρη αλλά ούτε και η μαμά: «Ρωτούσε διαρκώς, και με απίστευτη αγωνία “εγώ ποια είμαι;” Κάποιον που δεν φαινόταν μέσα στο δωμάτιο».

Τότε προσεύχεσαι ακόμα κι εσύ η άπιστη με απίστευτη φλόγα, κρυφά: «Πιστεύω εις ένα παλτό αστρακάν, πατέρα παντοκράτορα, ποιητή ουρανού και γης. Διέταζα τα άδεια ρεγκλάν μανίκια να με αγκαλιάσουν. Τον πελώριο γιακά να αναδιπλωθεί και να πάρει τα χαρακτηριστικά του προσώπου της. Μόνον μ’ αυτόν τον τρόπο η μαμά μου έπαιρνε παράταση και εγώ συνέχιζα τη ζωή μου, όπως έκανε εκείνη ακόμη καλύτερα».

Το έζησα το γεγονός ιντερνετικά. Θυμάμαι σα νάταν χθες πριν από ένα; περίπου ή ίσως παραπάνω χρόνο την Ρούλα Γεωργακοπούλου να ανακοινώνει πως χάνει για πάντα πια τη μαμά. Έπρεπε αμέσως και από εκείνη ακριβώς την στιγμή να το καταλάβω, πως δεν αντέχεται ο θάνατος παρά μόνο αν αναλάβεις να σώσεις για πάντα εσύ- το- παιδάκι- της, τη δική σου μαμά.

Κι αυτό έκανε. Γρήγορα, ποιητικά, θεατρικά, θρηνητικά, τρυφερά, χορευτικά, ειρωνικά με όλο αυτό το κοριτσίστικο φλέγμα που ταιριάζει ακριβώς στη δική της μαμά:

«Πόσο τρομακτική είναι η μαμά μου όταν χορεύει!», γράφει. «Χορεύει μόνον με τα αδέλφια της, γιατί κανένας άλλος στον κόσμο, ούτε ο μπαμπάς μου ούτε οι γυναίκες τους ξέρουν χορό. Φοράει ένα αχνοπράσινο βραδινό με ίνες από άγριο μετάξι που της έχει ράψει η θεία μου και χαράζει νοητές γραμμές στο πάτωμα με τα τακούνια της, σαν να λέει και στις τρεις μας ώς εδώ και μη παρέκει».

Το αποτέλεσμα, ένα βιβλίο σαν άλεφ: η ζωή και ο θάνατος, το κέφι, το παιχνίδι, το αστείο κι ενίοτε απροσπέλαστο πρόσωπο μιας καθ’ όλα αξιολάτρευτης μαμάς. Οι συγγενείς, η εποχή, οι εφημερίδες του παππού, τα ξέφωτα και τα κομποδέματα. Όλα μαζί. Στην δική της ατμόσφαιρα και το ύφος. Ακολουθώντας τον ομφάλιο λώρο της αφηγηματικής μνήμης, τον μόνο σταθερό. Σε μια μπεν χούρ αποκαλυπτική, λυτρωτική κι αναστάσιμη συνεδρία. Εξάλλου εκεί είναι ο κόμπος, της το έχει ήδη πει ως χρησμό κάποτε ο νεκρός ψυχοθεραπευτής: «Συνήθως οι γυναίκες παντρεύονται τον πατέρα τους. Εσείς παντρευτήκατε τη μητέρα σας».

 

Ρούλα Γεωργακοπούλου

 

Οφείλω να πω ότι είμαι κι εγώ από τα παιδιά που παντρεύομαι τη μαμά μου. Όπως κάθε παιδάκι που με λαχτάρα και πόνο θα φτάσει να πει «Μαμά, με θέλεις για μαμά σου;» κάποια στιγμή. Λίγο εκδικητικά κάπως, για να της δείξει πόσο παρά πάνω ήθελε κάποτε να την αγαπά, αλλά και με την μέγιστη απόγνωση, ας γίνει κάτι, φτάνει να μη χαθεί αυτή η σχέση.

Ε λοιπόν αυτό το κάνει η Ρούλα Γεωργακοπούλου και το κάνει καλά. Κοριτσίστικα, αστεία και τρυφερά, διόλου θρηνητικά, δεν θα ταίριαζε άλλωστε σε μια τόσο ιδιαίτερη μαμά. Και το είπε κατά πώς τους αρμόζει: «Δέντρα, πολλά δέντρα», τι να μας πούνε όταν μιλάμε για σχέσεις με ρίζες, τα φιλιά, ακόμα κι όταν είναι πολλά.

Μαγικό βιβλίο με χίλια κλειδιά ακριβώς σαν τη μαμά.

 

Δημοσιεύθηκε στον Φιλελεύθερο.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top