Fractal

Φόρος τιμής στους ηττημένους

Γράφει η Γεωργία Πούλου // *

 

dentritesΚάλλια Παπαδάκη «Δενδρίτες», εκδ. Πόλις

 

Όταν  τελείωσα τη μελέτη του ανά χείρας βιβλίου , της  Κάλλιας Παπαδάκη  με τον τίτλο «Δενδρίτες», αμέσως  διέγνωσα ότι η συγγραφέας παρά το νεαρό της ηλικίας της διαθέτει λογοτεχνικό ένστικτο, ωριμότητα, κοινωνική ευαισθησία και πολιτική σκέψη. Επιπλέον ήρθαν στο νου μου απόψεις στοχαστών, ικανές να ερμηνεύσουν το κοινωνικό γίγνεσθαι, αλλά αργότερα όλα σχετικοποιήθηκαν  ή πέρασαν στη λήθη  του χρόνου, μιας και το καταναλωτικό όνειρο μας συμπαρέσυρε όλους και εκεί που πιστέψαμε ότι όλα είναι για όλους, ένας δυνατός άνεμος φύσηξε, όλα ταρακουνήθηκαν και άλλο ένα  όνειρο διαλύθηκε. Απόψεις για την κοινωνία και το άτομο, τι συμβαίνει σήμερα στην εποχή της κρίσης, άρχισαν σιγά- σιγά να επανέρχονται με μεγαλύτερη επιμονή και σφοδρότητα. Η σκέψη του Γκέοργκ  Λούκατς ότι: «το κοινωνικό  είναι ορίζει τη συνείδηση των ανθρώπων» και όχι το αντίθετο είναι επίκαιρη όσο ποτέ άλλοτε. Ακόμα πως η ιστορία και η ζωή είναι ένα κουβάρι, από νήματα, όπου ποτέ κανείς δεν ξέρει, που διασταυρώνονται ή  δένονται κόμπο κάποιες ίνες, για να δώσουν μορφή στη μοίρα των ανθρώπων και στην ιστορία των χωρών. Ή ακόμη όπως και η Κάλλια Παπαδάκη  δήλωσε σε συνέντευξη της: «ότι τα οικονομικά, που η ίδια σπούδασε στις Η.Π.Α, ως κοινωνική επιστήμη, δεν μπορούν να προβλέψουν τα πράγματα, όμως μπορούν να τα ερμηνεύσουν».

Υπ’  αυτό το πρίσμα ιδωμένη η λογοτεχνία ως ένας τρόπος αναπαράστασης της κοινωνίας, συνιστά και έναν τρόπο ερμηνείας της. Η τέχνη και η ζωή σε μία σημαντική συνομιλία, όπου οι μυθιστορηματικές  φιγούρες ξεπηδούν μέσα από την πραγματική ζωή  και οι ζωές τους είναι άμεσα συνυφασμένες με το νήμα του διανυόμενου χρόνου, στο πλαίσιο μιας διάρκειας που τη συνδέει με το παρελθόν και ανοίγεται στο μέλλον.

Αφορμή για αυτές τις σκέψεις μου έδωσε το ανωτέρω βιβλίο με τον τίτλο «Δενδρίτες». Τί  είναι όμως οι «Δενδρίτες» και με την αρωγή του λεξικού είναι  η κοινή ονομασία για τους δενδρόμορφους, τρισδιάστατους σχηματισμούς, που παίρνουν οι κρύσταλλοι του χιονιού, αλλά και για τις συνάψεις των νευρώνων του εγκεφάλου που, εάν είναι ενεργοί κρατούν ή όχι τις μνήμες μας, μνήμη και λήθη  αυτά τα δύο πάνε πάντοτε μαζί.

Έτσι  η συγγραφέας με μαεστρία διαχέει τον τίτλο στο περιεχόμενο του μυθιστορήματος της, ώστε οι πολυδαίδαλοι σχηματισμοί της καθημερινής ζωής των προσώπων και της πόλης, του Κάμντεν, να συνιστούν τους «Δενδρίτες» της δικής τους ύπαρξης, στηριγμένης άλλοτε στη μνήμη κα άλλοτε στη λήθη.

Το μυθιστόρημα της Κάλλιας Παπαδάκη  εκτείνεται σε (χιχ) κεφάλαια και όλα  συνοδεύονται από στίχους του ποιητή Ουόλτ Ουίτμαν από τα χαϊκού  του Νικ Βιρτζίλιο, που λειτουργούν υποβλητικά καθώς η ποίηση και ο πεζός λόγος συνομιλούν αντιστικτικά  και ο ποιητικός στοχαστικός λόγος συναντά αυτόν της λογοτεχνίας, Παράλληλα η σκηνοθετική δράση αναπαριστά τόπους,  εποχές, αποχρώσεις της καθημερινής ζωής μέχρι και υπαρξιακές αγωνίες.

Η συγγραφέας έγραψε ένα κοινωνικό μυθιστόρημα για το πώς αλέθονται οι ζωές των ανθρώπων στο μύλο των καιρών και των αδυσώπητων αλλαγών. Ειδικότερα  Ο φακός της Κάλλιας εστιάζει στη μικρή πόλη του Κάμντεν του Νιού –Τζέρσεϊ  κοντά στην πολυάνθρωπη Νέα Υόρκη, εδώ όπου το Αμερικανικό όνειρο των αρχών του 20ουαιώνα έγινε πόλος έλξης πολλών ανθρώπων. Εδώ θα φθάσουν διωγμένοι από τη φτώχεια Έλληνες και Ιταλοί, για να αδράξουν τις ευκαιρίες που προσφέρει αυτό το όνειρο και όπου δυνητικά όλοι έχουν θέση, αλλά το όνειρο αυτό όλο και ξεθωριάζει.

Κάλλια Παπαδάκη

Κάλλια Παπαδάκη

Εδώ θα φθάσει από τη μακρινή Νίσυρο  ο Αντώνης  Καμπάνης το 1920 και θα  συνεργαστεί με τον μικροαπατεώνα Ιταλό, Τόνυ Μέκκα την εποχή της ποτοαπαγόρευσης, στη διακίνηση της παράνομης γκράπας .Διωγμένος από εκεί θα σταθεί στα πόδια του ανοίγοντας ένα τσαγκαράδικο, θα ερωτευθεί και θα παντρευτεί την αλκοολική Ραλλού. Ο γιός τους Μπέιζελ Καμπάνης   με τις ακυρωμένες επιθυμίες του, θα κάνει οικογένεια με τη Σούζαν και την κόρη της, Λητώ, θα ανοίξουν εστιατόριο, αλλά η αλλαγή των συνθηκών θα φέρει και τη διάλυση της οικογένειας. Συγχρόνως η ορφανή Πορτορικανή  Μίνι, φίλη της Λητώς με τον χαμένο στα ναρκωτικά αδελφό της,Πητ θα  μείνει μόνη σε  αναζητήση νέας οικογένειας. Ο δε Τόνυ Μέκκα, ο νεκροθάφτης, ονειρεύεται να γίνει δήμαρχος συνεργαζόμενος  με τη Μαφία.

«Το Αμερικανικό όνειρο ήταν και είναι πάνω απ’ όλα γλώσσα κοινή, που γλύκανε τους θεούς και κοίμιζε τους δαίμονες και φίλευε με δώρα και πεσκέσια όλα τα μπάσταρδα παραπαίδια του», σημειώνει η συγγραφέας στο βιβλίο της.

Δύο γενιές Ελλήνων αρχικά, Πορτορικανών και Μεξικανών αργότερα  βιώνουν την άνοδο και την πτώση  του Αμερικανικού ονείρου, τη ματαίωση της ζωής και τη διάψευση των προσδοκιών τους για μια καλύτερη ζωή. Το όνειρο αυτό επισκέπτονταν τον ύπνο των ανθρώπων κατά δόσεις και μετά εξανεμίζονταν, αφήνοντας ένα αίσθημα  ήττας, αυτοακύρωσης, διάψευσης και κατάρρευσης των ελπίδων. Άλλωστε τι υπαινίσσεται το όνομα της Λητώς: «Λητώ 68, Καμπάνης, Μύλερ», το συνοδευτικό 68 δεν μπορεί παρά να τονίζει το ακυρωμένο όραμα μιας αλλαγής που δεν ήρθε ποτέ. Φαίνεται πως τα οράματα, η ελπίδα και η προσπάθεια από μόνες τους δεν αρκούν, το όνειρο είναι ταξικό, γι’ αυτό και οι πόρτες του ανοίγουν και κλείνουν ερμητικά για τους πολλούς.

Η οικονομία και η εποχή συμπαρέσυραν ζωές και όνειρα και έτσι η πόλη του Κάμντεν αποκτά συμβολισμό, αφού το μέρος συνυποδηλώνει το όλον, το ατομικό συναντά το συλλογικό, το προσωπικό το ανθρώπινο.

Στην περιφέρεια του βιβλίου κινείται η ιστορία, η οποία χύνεται μέσα στις σελίδες του, το κραχ του 1929 η ύφεση, τα ναρκωτικά, η Μαφία, ο ρατσισμός η δράση της Κου Κλουξ Κλαν με το κυνήγι του άλλου, του διαφορετικού, η πολιτική διαφθορά, ο Β’ παγκόσμιος πόλεμος, η άνοδος της τιμής του πετρελαίου, να το οδοιπορικό της Αμερικανικής ιστορίας από το 1920 μέχρι το 1982. Ενώ αχνοφαίνεται και η Ελληνική ιστορία ως πληροφορία για τους Έλληνες μετανάστες. Παράλληλα σκιαγραφούνται οι διαλυμένες σχέσεις, ο θεσμός του γάμου, η ατομική και κοινωνική μοναξιά, η απουσία της αγάπης, το άνευρο και αδιάφορο εκπαιδευτικό σύστημα, η συντηρητική ηθική της επαρχιακής πόλης, η φθορά και η πτώση της πόλης συμπαρασύρει και τους κατοίκους της.

Η συγγραφέας Κάλια Παπαδάκη, χειρίζεται επιδέξια το υλικό της, το οργανώνει στέρεα με σκηνοθετική μαεστρία, ενώ το προσωπικό της ύφος διαφαίνεται στον χειρισμό του αφηγηματικού χρόνου, το παιχνίδι παρόντος, παρελθόντος, ο μακροπερίοδος λόγος, η ασθμαίνουσα γραφή, η αμεσότητα και η γλαφυρότητα.
Το τέλος του βιβλίου με το λευκό χιόνι να εισβάλλει στο δωμάτιο και να καλύπτει τα πάντα, λειτουργεί ως το λευκό σεντόνι του θανάτου, που όλα τα σβήνει και τα σκεπάζει χωρίς να αφήσει κανένα ίχνος, όπως συναινεί και η εξαιρετικής ομορφιάς εικόνα του επιλόγου ( από το Μουσείο χιονονιφάδας Μπέντλεϊ ). Άραγε χάνονται τα αποτυπώματα των ανθρώπων χωρίς όνειρα;

Τελειώνοντας βρήκα το βιβλίο επίκαιρο ως ένα φόρο τιμής στους απανταχού  κατατρεγμένους και ηττημένους αυτού του κόσμου και η νότα αισιοδοξίας που λανθάνει στο μυθιστόρημα προέρχεται από την παρακάτω παραστατική περιγραφή: «και όσο το ολόγιομο φεγγάρι πάντα προβάλλει στον ουρανό, ως υπόλευκο μηδενικό, κρεμασμένο πάνω από το κεφάλι των ανθρώπων σαν δαμόκλειος σπάθη, τόσο και η ζωή θα συνεχίζει το ρυθμό της».

 

* Η Γεωργία Πούλου είναι φιλόλογος.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top