Γεράσιμος Δενδρινός: Τέσσερα ποιήματα
ΠΕΖΟΔΡΟΜΙΟ ΣΤΗ ΣΤΑΔΙΟΥ
Τα πόδια τους πέφτουν καμιά φορά βαριά
και τα καρότσια των μικροπωλητών χαράσσουν
το σώμα μου με γραμμές ευθείες, τεθλασμένες,
που συναντιούνται πιο πάνω, για να χαθούν ξανά.
Είναι το πεζοδρόμιο της Σταδίου που μιλά
Τα πόδια μου σκύβουν να προσκυνήσουν τα μεγάλα κτήρια,
προσέχοντας μην τρίξουν οι βιτρίνες και σπάσουν
καθώς θα γέρνουν προς τα κάτω
και χυθεί το εμπόρευμα επάνω μου,
ένας όγκος από χώματα ρούχα και γυαλιά
θα καλύψει την επιφάνεια,
τ’ αυτοκίνητα θα κορνάρουν επίμονα στη λεωφόρο,
το πλήθος θα σταθεί για να δει,
οι αστυνομικοί θα σπεύσουν, όπως πάντα, τελευταίοι
θα πάρουν κατάθεση, θα διαλύσουν τους περίεργους,
ο ιδιοκτήτης θα κοιτάξει να περιμαζέψει έντρομος
ό,τι απόμεινε ακόμα ανέπαφο
στο υπόγειο του μαγαζιού,
που κατέφυγαν οι υπάλληλοι εγκλωβισμένοι.
Ήρθε η πυροσβεστική, έβγαλαν πρώτα τα κορίτσια έξω,
λέκιασαν με δάκρυα οι στολές, κατέφτασαν οι δημοσιογράφοι,
το γεγονός σίγουρα θα γίνει την επομένη πρωτοσέλιδο,
εγώ όμως παρέμεινα ακίνητο, σοβαρό,
ξέχασα τον όγκο που βαστούσα για ώρες,
το σώμα μου ύστερα από μέρες καθαρίστηκε,
πέρασε ελεύθερα και πάλι ο κόσμος,
η κυκλοφορία αποκαταστάθηκε,
μια μικρή, πιέζοντας τη μύτη της πάνω στη νέα βιτρίνα,
ικετεύει τη μητέρα της να πάνε μέσα,
αυτό το φουστάνι την συγκινεί πολύ,
έτσι όπως πέφτει πίσω ωραία ο φιόγκος,
θα κάνει όλα τα κορίτσια να ζηλέψουν,
ίσως ψωνίσουν λουστρίνια, τσάντα με χοντρό λουρί,
κι αποδειχθεί επιτέλους έμμεσα ο σύζυγος και πατέρας
μποναμάς για τη μικρή χριστουγεννιάτικος,
και πάψουν πια τα κουτσομπολιά στη γειτονιά περί τραχύτητας
και φανερωθούν του φορτηγατζή πτυχές ευαίσθητες
όχι μόνο αβέρτα γλέντια, Χριστούς και Παναγίες,
αλλά τραγούδια λαϊκά, που ακούγονται τα βράδια
σε πολυτάραχη γειτονιά,
από τ’ ανοιχτό παράθυρό μπαινοβγαίνοντας η μουσική,
καταλήγει απέναντι στης χήρας το δωμάτιο,
που έχει εκατοντάδες όνειρα στο ενεργητικό της.
Είναι το πεζοδρόμιο της Σταδίου που μιλά
Στο σώμα μου τα βράδια περπατούν κατσαρίδες,
η ζέστη της μέρας κρατεί τα έντομα στα έγκατα,
βγαίνουν απ’ τους υπόνομους σέρνοντας τα τριχωτά τους πόδια,
με τις κεραίες ψηλαφώντας τα κράσπεδα,
ψάχνουν για υπολείμματα τροφής,
κρύβονται στις ρυτίδες του μπετόν, στα ουζερί, στις στάσεις,
έξω από τα σινεμά αποφεύγουν να περάσουν,
οι φωταψίες είναι εμπόδιο και προδοσία,
μόλις το έργο τελειώσει και βγει ο συρφετός,
λιώνουν όλες τους κάτω απ’ τα βήματα των θεατών,
ο θάνατος πέφτει ακαριαίος,
δεν θα ξανανέβουν στο άγαλμα του Κολοκοτρώνη,
διατρέχοντας το κρύο σώμα του πάνω-κάτω,
ένα ζευγάρι όμως ξένων, περνώντας από εκεί,
μέσα στα φύλλα των ψηλών θάμνων θα κρυφτεί αθέατο,
ενώ στα σκαλοπάτια της Παλιάς Βουλής, κάποιος μεθυσμένος,
βλέπει μπροστά του να ζωντανεύουν και να χάνονται,
ερωτικά σώματα και συμπλέγματα
που είχε κάποτε ποθήσει.
Είναι το πεζοδρόμιο της Σταδίου που μιλά
Το μεσημέρι που τ’ αυτοκίνητα σχηματίζουν
στα φανάρια ουρές ατέλειωτες,
εγώ καυχιέμαι πως αυτά είναι τα μαλλιά μου,
χρώματα λογής-λογής λάμπουν στον ήλιο,
απ’ την Ομόνοια μέχρι το Σύνταγμα ανεβαίνοντας,
χιλιάδες αναθυμιάσεις αναπνέω κατσουφιάζοντας,
τα σωθικά μου τα νιώθω καπνισμένα,
το βράδυ μετά τις δώδεκα, τύποι μοναχικοί,
ενώ αρχίζουν την ανάβαση,
δέχομαι τα πατήματά τους σαν φιλιά πάνω στο στόμα,
οι πόθοι τους ακούγονται βαθιά μου,
όλη τους η διαδρομή ερωτικοί χτύποι που τους νιώθω,
ενώ βαδίζουν, οι σκιές τους αναστενάζουν,
χάνονται υπόγειοι,
τη στιγμή που κάποιο τροχοφόρο στρίβει τη γωνία
κι ακούγονται γέλια τρυφερά στο βάθος,
είναι οι άνθρωποι που πίνουν τη νύχτα σαν μεθυστικό ποτό,
κάτω απ’ τα αμυδρά φώτα του μικρού κήπου,
τα μάτια τους φαίνονται κομμένα απ’ την αγρύπνια,
και όταν κάνουν να πουν μια λέξη,
ένα πέπλο πέφτει βαρύ και τους σκεπάζει.
[1982]
ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2016
Η Δύση ανέκαθεν μου ήταν αποτρόπαια
και μόνο η Ανατολή ξεκάθαρη πατρίδα,
χρόνια μελετώ της δεύτερης τα τρόπαια,
αδιαφορώντας για της πρώτης τα στολίδια.
Τα πρωινά πλάι σε μεγάλα ποτάμια βάδιζα,
θαυμάζοντας ίσαμε τη νύχτα το ρείθρο του νερού,
σε θίνες ιερές χάθηκα, σε αστείρευτα πηγάδια,
νιώθοντας την πνοή ενός κόσμου αληθινού.
Κι αν κατοικώ σε χώρα με ζιζάνια και κούφια λόγια
ανθρώπων που κόβουν με την απάτη τον καιρό,
αδιαφορώ παντελώς γι’ αυτής της γης τα ζοφερά σκοτάδια,
ποτέ δεν είχαν σχέση με τον δικό μου ουρανό.
ΛΙΜΝΗ ΑΡΑΛΗ
Σήμερα τα νερά με οδηγούν πίσω στην πατρίδα
με τις φωτιές να καίουν ακόμη
απ’ την εποχή που έφυγες,
όταν σαστισμένοι αγναντεύαμε στα παράθυρα
μάταια τη στοργή εκείνη.
Αντικρίζοντας τόσες φορές στην έρημο
ντροπές και αδικίες,
αψιμαχίες και άταφους νεκρούς,
προτίμησα να καταλήξω εδώ.
Πλάι στις κυματιστές καλαμιές
απ’ την απαλή πνοή του ανέμου,
τις καμήλες καθισμένες μέσα στη σκιά
των σκουριασμένων πλοίων
με άφαντη την αρχαία τους λάμψη,
γονατιστός επί της αλμυρής γης
ψιθυρίζω και πάλι την προσευχή μου.
ΧΑΝΟΝΤΑΣ
Άκουσε, σε παρακαλώ, και τούτο,
σαν μνήμη πρωινή ή απόδειπνο:
«Απέμεινε για σένα αυτή η μουσική της θλίψης,
μια δέηση ως τα πέρατα του κόσμου,
για να μπορείς ν’ αντέξεις τον θόρυβο της κτίσης,
την αδυσώπητη μανία του καιρού».
Όποτε ο αέρας χτυπάει την πόρτα
και στην αυλή μαζεύονται πουλιά,
θαρρείς πως σου θυμίζουν την αγάπη
που χάθηκε για πάντα.
Η στοργή όμως που χάρισες απλόχερα
στο άλσος των ελαφιών,
στο άγονο έδαφος της ερήμου,
αυτή υπάρχει σαν την παγωμένη πάχνη,
που λιώνει ακαριαία στη θέρμη του ήλιου-
βάλσαμο για όλες τις φυλές της άμμου,
που δεν γνώρισαν ποτέ κανένα διαβάτη
μήτε Θεού πρόσωπο.