Fractal

Ο Γεράσιμος Δενδρινός στο Εργαστήρι του συγγραφέα

 

Σχόλια σύνθεσης της συλλογής Άβατοι τόποι (.poema…) εκδόσεις, Κορώνη 2015. Σκέψεις για το εγχώριο λογοτεχνικό (sic) κατεστημένο. Απόπειρα για την άρση ενός πολύχρονου αδιεξόδου.

 

de1

 

Όσο και να φαίνεται περίεργο, δεν αισθάνομαι ποιητής. Ξεκίνησα ωστόσο, όπως πολλοί, με την ποίηση, πρωτοδημοσιεύοντας στο λογοτεχνικό περιοδικό, Το Παραμιλητό 1988-1996, ως ένας από τους συντάκτες του. Τα ποιήματα αυτά ήταν έμμετρα κατεβατά, σεντόνια ποίησης, στα οποία το θέμα καταποντίζονταν από την αυτόματη γραφή, αλλά κατά την ορμή της έκφρασης είχαν γλιστρήσει στο χαρτί κάποιοι καλοί στίχοι που άξιζαν να διασωθούν. Το πρώτο ποίημα στους Άβατους τόπους, «Η διαπίστωση πως υπάρχεις αθάνατος», γράφτηκε τότε και δημοσιεύτηκε στη φετινή έκδοση του (poema…) με ελάχιστες διορθώσεις. Επειδή όμως όλα τα ποιήματα εκείνης της εποχής γράφονταν εύκολα, δεν τα θεωρούσα Τέχνη. Η Τέχνη, κάτι που πιστεύω και σήμερα, όπως και πολλοί άλλωστε, έχει να κάνει με την αδιάλειπτη  επεξεργασία ενός κειμένου με σκοπό να αποκτήσει αυτό ένα ιδιαίτερο ύφος ώστε να ενταχθεί στο λογοτεχνικό πεδίο, γι’ αυτό και δεν μπήκα τότε στην ανάγκη να ξαναδώ πολλά από αυτά.

Στο μεταξύ, στο διάστημα 1987-1995, γράφτηκαν πολλά ποιήματα με άκρατο βερμπαλισμό, τα οποία ίσως κάποια στιγμή αντιμετωπιστούν πιο αυστηρά  ή  απορριφθούν. Η πεζογραφία, που απαιτούσε σκληρή δουλειά, με κέρδισε εξαρχής και παρέμεινα σε αυτή μέχρι το 2006, όταν εκδόθηκε και το τελευταίο μου βιβλίο, το μυθιστόρημα  Φραγή εισερχομένων κλήσεων  από το Μεταίχμιο, μια απόπειρα να καταγράψω τα είδη του έρωτα έχοντας ως φόντο ένα Λύκειο στους Αμπελόκηπους της Θεσσαλονίκης, βιβλίο για οποίο κόπιασα πολύ, αλλά με πολλές αδυναμίες στην αφήγηση, που χτυπήθηκε εν μέρει από τη γυναικεία κριτική της εποχής  –   η οποία, συμπεραίνοντας από τον στυγνό εαυτό της, δεν μπόρεσε να καταλάβει πώς μπορεί να υπάρχει μια ηρωίδα σαν την Αλεξάνδρα με ιδιαίτερο ψυχισμό, που τρέφει μια νεανική ερωτική εμμονή για κάποιον συνομήλικό της μέχρι τα 45 της χρόνια… Στη συνέχεια, πολλά προσωπικά γεγονότα έγιναν αιτία να μην μπορώ να εκδώσω άλλο βιβλίο.

Ο τίτλος Άβατοι τόποι είναι μετάφραση στα ελληνικά της αντίστοιχης  λατινικής Invia loca, (αποτελούσε τότε και την όλη φιλοσοφία του περιοδικού Το Παραμιλητό), αλλά και χρησιμοποιήθηκε ως τίτλος σε κείμενο μεταφυσικό – υπερρεαλιστικό, στην πρώτη συλλογή διηγημάτων, Ένα πακέτο “Άρωμα”, Αθήνα, Ρόπτρον 1992 και Κέδρος 19953 (: μια καταγραφή ευτράπελων ιστοριών λαϊκής γειτονιάς της δεκαετίας του ’60, κάτι σαν τις ελληνικές ταινίες της εποχής, όπου κυριαρχούσε άπλετα η χαρμολύπη – τότε που οι άνθρωποι ήταν ακόμα αυθεντικοί  χαρακτήρες και δεν αλλοιώθηκαν, όπως σήμερα, από τη πλούσια γνώση και τα ΜΜΕ). Εκείνη την εποχή, στο τέλος της δεκαετίας του ’80 και αρχές του ’90, όταν πολλοί λογοτέχνες ήταν στο ξεκίνημά τους, η ευτέλεια στις εκδοτικές σχέσεις (ειδικά στους μικρούς εκδοτικούς οίκους που, ωςκαταχρεωμένοι, επιβίωναν με χρήματα του αφελούς, φιλόδοξου συγγραφέα, που την ίδια μέρα που καταβάλλονταν το ποσό, περίμενε στην πόρτα ο μεταφραστής ενός βιβλίου που θα έβγαινε στον ίδιο εκδοτικό οίκο για να το εισπράξει ως αμοιβή), ήταν μια πολυσχιδής πραγματικότητα μιζέριας, και αρκετοί συγγραφείς έδιναν την εντύπωση σ’ αυτούς τους μικροεκδότες πως ήταν τίποτε μετανάστες, παρατρεχάμενοι ή ψώνια, που χτυπούσαν μια μεγάλη δήθεν πόρτα για να δώσουν και να πάρουν ελεημοσύνη… Το κείμενο Invia loca είχε συμπεριληφθεί τότε στα Αδέσποτα κείμενα, ενσωματωμένα με άλλα στο τέλος του βιβλίου με αυτόν τον τίτλο, που όμως αφαιρέθηκε ως εντελώς σόλοικο στην έκδοση του Κέδρου το 1995. Η φράση Άβατοι τόποι αφορά και την κλήση από τον άνυδρο κόσμο που μας καλεί να τον περιγράψουμε, όπως συμβαίνει με κάθε μορφή τέχνης.

Σχεδόν όλα τα ποιήματα της συλλογής, εκτός από το πρώτο, γράφτηκαν το διάστημα 2012-2015. Όσο και να φαίνεται παράξενο, οι πρώτες γραφές των ποιημάτων εμφανίστηκαν ως φιγούρα στην αφιλόξενη αυλή του Facebook. Τα σχόλια των μυημένων φίλων, ειδικά των λογοτεχνών, που είχαν κληθεί στη διαδικτυακή αυτή αυλή, ήταν ευνοϊκά. Επί χρόνια είχα θητέψει και εξακολουθώ να θητεύω στην ποίηση μεγάλων δημιουργών, όπως είναι οι Τ.Σ. Έλιοτ, (ειδικά στα: Waste LandAriel poems και Ash Wednesday), Καβάφης, Καρυωτάκης, Σεφέρης, Ελύτης, Ασλάνογλου, Λειβαδίτης… Οι Έλιοτ και Σεφέρης τότε, όπως και τώρα,  εξακολουθούσαν να μου προσφέρουν μια λυτρωτική ανάσα στον σχηματισμό ποιημάτων. Θα ήταν εντελώς άδικο να μην αναφέρω και τις συλλογές, όπως την Διασπορά και Κλίμακα του λίθου, σε επανέκδοση του Καστανιώτη, Αθήνα 1977, του Έκτορα Κακναβάτου (1920-1910) και ειδικά το ποίημα «Quantum» της πρώτης συλλογής, που το θεωρώ επίτευγμα ποιητικής έκφρασης και το καλύτερο ποίημα που διάβασα ποτέ στην ελληνική γλώσσα.

Ένα μεγάλο μέρος της Τέχνης αφορά την καταγραφή της απώλειας, ο κοινός τόπος όλων των λογοτεχνών. Οι ατυχίες της ζωής, τα δεινά που δεν μπορεί να διευθετήσει η πάσχουσα ψυχή σε συνδυασμό με την παρατήρηση του κόσμου από έναν νου πάντα εναργή, δίνουν ρυθμό στη γλώσσα ώστε να δημιουργηθεί το ποίημα. Ο πόνος σπανίως είναι πεζός αλλά περιέχει μουσική. Και δεν είναι τυχαίο πως το τραγούδι δημιουργήθηκε από την ανάγκη έκφρασης κάποιου καημού. Επί χρόνια υπέφερα από ερωτικές απογοητεύσεις κι εμμονές με ανθρώπους, εντελώς διαφορετικούς και αδιάφορους προς μένα. Ήταν κάτι σαν τιμωρία, μια μοίρα για την οποία δεν πρέπει να παραπονιέμαι, αφού με αποζημίωσε με βιβλία. Τα ποιήματα όμως είναι πιο προσωπικά, είναι προσευχές προς τον ουρανό για ένα χέρι που ελπίζουμε να προβάλλει για μας κάποτε μέσα από τα σύννεφα. Αυτή την εντύπωση σχημάτισα σχετικά με το τι σημαίνει Δημιουργία, αλλά συνάμα και ωμή περιγραφή του κόσμου, όταν είδα για πρώτη φορά τις ταινίες του Κριστόφ Κισλόφσκι (ειδικά το φιλμ Μπλε και όλο τον Δεκάλογό του, που απαρτίζεται από ταινίες για την πολωνική τηλεόραση τη δεκαετία του 1980, έχοντας ως τίτλους καθεμία από τις Δέκα Εντολές) και τα τελευταία χρόνια τις ταινίες, Τρεις πίθηκοι (2008) και Κάποτε στην Ανατολία (2011) του πολυβραβευμένου Τούρκου σκηνοθέτη, Νουρί Μπιλγκέ Τζεϊλάν, (γεν.1964), έργα που σου μαθαίνουν πολλά για ποιητική αφηγηματική γραφή, αυτή της σιωπηρής ταπείνωσης και της απόλυτης ερημιάς του σύγχρονου κόσμου, που αναδεικνύεται σε χέρια ταλαντούχου σπουδαία τέχνη. Μακάρι να μπορούσα να γράψω μια τέτοια ιστορία.

 

de2

 

de3

 

Πέρα από τα ποιητικά έργα που διάβασα και στα οποία ακόμα ανατρέχω, αυτό που με επηρέασε ακόμα βαθιά, είναι η θέα της Στέγης του κόσμου, το υψίπεδο του Θιβέτ που επισκέφτηκα τον Ιούλιο του 2008, με τα υπέροχα τοπία και τους ανθρώπους του, όπου το Ντάρμα,  (η διδασκαλία του Βούδα), έχει νοτίσει τα πάντα. Ως δυτικός έτρεφα πάντα δυσπιστία για τα μέρη αυτά. Ωστόσο, αντικρίζοντας εκείνο τον κόσμο και τις παραδόσεις του, τον λαό με τα καλοσυνάτα χαρακτηριστικά που πάντα χαμογελάει, πλήρη συμπόνιας και ταπείνωσης μέσα στη φτώχεια του, δεν μπόρεσα να μείνω ασυγκίνητος. Εμείς εδώ επιβάλλουμε το Εγώμας σε κάθε σχέση κι εκδήλωση της ζωής, έχοντας τη Τέχνη για καμάρι. Στο Θιβέτ, όπου η αναπνοή και το βάδισμα αποβαίνουν ιδιαίτερα δύσκολα επειδή το οξυγόνο είναι ελάχιστο, στο μέρος όπου κυριαρχεί το δόγμα του μεγάλου Γκαουτάμα, [1] Ο Νους Κατανικά Τον Θάνατο, μεταμορφώνεσαι και αρχίζεις να πετάς από μέσα σου κάθε αρνητισμό και υπερηφάνεια. Όταν βλέπεις τις μεγάλες αίθουσες των μοναστηριών, όπου φωτίζονται από τις λάμπες λίπους μπροστά σε επιχρυσωμένα, μεγάλα αγάλματα του Βούδα, τις ψαλμωδίες, την αγάπη που σου δείχνουν οι πάντες, τα ψάρια των λιμνών και των ποταμών που έρχονται προς σε σένα γιατί έμαθαν πως στον ιερό τους τόπο δεν υπάρχουν εχθροί, τα όρνεα κατά την ουράνια ταφή των νεκρών να υποκλίνονται στους Λάμα για την τροφή που τους χάρισαν, το τάισμα μέσα στο σούρουπο, παρέα με τον τριαντάχρονο Τούλκου, [2] Λινγκ Πο, της λεοπάρδαλης του χιονιού, που μας πλησίασε ήρεμη για ένα κομμάτι κρέας από γιακ, [3] τις απάτητες χιονισμένες κορφές, τα κρυστάλλινα νερά των ποταμών, το βαθύ μπλε του ουρανού, τους αιώνιους παγετώνες στις κορυφές των βουνών, την Ποτάλα, [4] το ανάκτορο της Λάσα, κατοικία των κατά καιρούς Δαλάι Λάμα, τις στέπες και τα γραφικά μοναστήρια, όπως το Ντρεπούνγκ [5], όπου εκεί ένας ημίτυφλος σκύλος, ο Κχαν, φύλακας και παραστάτης μου, αποδείχθηκε τελικά και σωτήρας μου, αφού ένας γηραιός Λάμα μου αποκάλυψε πως η εμμονή του ζώου να πηδάει επάνω μου και να τοποθετεί με στοργή το κεφάλι στους μηρούς μου ήταν η απόδειξη πως έπασχα, όπως κι επιβεβαιώθηκε μετά, από σοβαρό πρόβλημα στον προστάτη. Η σκηνή με τη Θιβετιανή νεαρή γυναίκα, που θήλαζε μαζί με το μωρό της το νεογέννητο γιακ επειδή η μητέρα του γκρεμίστηκε γλιστρώντας από ψηλό βράχο, μου δίδαξε τη φιλοσοφία των απλοϊκών ανθρώπων να ζουν αρμονικά με τη φύση, χωρίς να ξεχωρίζουν τους ανθρώπους από τα ζώα. Μιλάω ως νεοφώτιστος, κάτι που παραξενεύει τους λογοκρατούμενους αναγνώστες που μειδιούν ειρωνικά σε ό,τι δεν κατανοούν, αλλά η επίσκεψή μου εκεί ήταν αιτία ν’ αλλάξει έκτοτε εντελώς η οπτική μου για την ποιότητα και τον πολιτισμό του Δυτικού Ανθρώπου, γνήσιο απόγονο και αποδέκτη των αξιών του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού, που ένα μέρος του το οφείλει όπως διατείνεται στον Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό, του οποίου οι αξίες ευτελίστηκαν από την έλευση του Μεγάλου Ναπολέοντος που στέφτηκε αυτοκράτορας πατώντας στις στάχτες της Γαλλικής Επανάστασης.

 

de4

 

Στους Άβατους τόπους υπάρχουν διάχυτα η φθορά και ο θάνατος. Η κατάθλιψη που πέρασα και περνάω ακόμα, (αν και ανέκαθεν υπήρξα φυσιογνωμία που το χιούμορ το είχα διαθέσιμο), οι εύθραυστες ανθρώπινες σχέσεις, η απάτη του διαδικτύου, η ασθένειά μου και μάλιστα η επταετή άνοια της μητέρας που με καθήλωσε σπίτι, (ειδικά εκείνο το  νυχτερινό της παραμιλητό της στο δωμάτιο με τις βυζαντινές εικόνες που βρίσκει ο ήλιος κάθε πρωί), με έκαναν πιο εκλεκτικό στις επιλογές μου. Η ύφεση στην κοινωνικοπολιτική ζωή έχει άμεση επίπτωση και στην παραγωγή της Τέχνης. Οι αμφίρροπες επαφές με λογοτέχνες που το Εγώ τους έχει γίνει πια κατεστημένο, (άκρον άωτον της αυτοπροβολής ανθρώπων που επιδιώκουν θρόνους και αυλή), η προσκόλλησή τους σε δημοσιογράφους του Τύπου, η αγωνιώδης μανία για καθιέρωση, όλα αυτά με αφήνουν ολότελα αδιάφορο. Οι λογοτεχνικοί φίλοι που σε επισκέπτονται συχνά σπίτι για να καλύψουν τις κενές τους ώρες και σου λένε θετικά για το βιβλίο σου ενώ αρνητικά σε άλλους, (έστω και αν είναι οι ίδιοι που θέλουν να το παρουσιάσουν στο κοινό), είναι σαν το ξερό χώμα που χαράσσει με το κάρο ο ξεπεσμένος γυρολόγος που πουλάει σκάρτα πράγματα. Άνθρωποι των οποίων το οικογενειακό περιβάλλον (ένα αναμφισβήτητα καθεστώς αξίας που τους τοποθέτησε σε σημαντικές θέσεις πολιτικού ή εκπαιδευτικού χώρου), τους παρείχε παιδεία με σπουδές στο εξωτερικό είναι αυτοί που έχουν σήμερα πρόσβαση στα ΜΜΕ, απομυζώντας με γνώμονα το αλισβερίσι των δημοσίων σχέσεων στον ήδη χορταριασμένο βράχο της παρέας των μικροεκδοτών-λογοτεχνών ως νεοφερμένες πεταλίδες με καλλιτεχνικό έργο. (Οι πάντες γίνανε πια μια παρέα ποιότητας, που η συλλογισμένη πόζα με ποτό και τσιγάρο των δια της βίας επωνύμων κατάντησε άγαλμα ματαιοδοξίας, που στέκεται πάντα στα ίδια καφέ του αθηναϊκού κέντρου τα χαμένα πρωινά του Σαββάτου, στα μπαρ και στα εκάστοτε βιβλιοπωλεία των φαντασμαγορικών παρουσιάσεων). Υπερήλικες συγγραφείς και όχι λογοτέχνες με πολλά βιβλία γραμμένα στο ίδιο ανεπαρκές ύφος, με δεσπόζουσες φράσεις του τύπου υποκ+ρήμα+αντικ., στα κείμενά τους, δεν βρίσκουν ευκαιρία να παραπονιούνται πως το έργο τους δεν έχει αναγνωριστεί ακόμα και βραβευτεί, αν και τα θέματά τους είναι τόσο αυτονόητα, σφραγισμένα από επαρχιώτικο μικροαστισμό με έρωτες της μιας δραχμής, και προπάντων αφελή με προβλέψιμο τέλος, που ούτε και ο πιο αδαής έφηβος δεν θα τολμούσε να γράψει. Κακότροποι ποιητές μεγάλης ηλικίας, με ταλέντο στην αρχή της καριέρας τους και με ρηχό και ασήμαντο στη συνέχεια, αιωνίως προκλητικοί κι ανερμάτιστοι, βραβεύονται ως επίτιμοι διδάκτορες ανωτάτης εκπαίδευσης από πρυτανική ηγεσία για την οποία υπάρχει υποψία σκανδάλου, σχετιζόμενου με τουαλέτες και καζανάκια. Μεγάλοι σε ηλικία επίσης καθηγητές της λογοτεχνίας εμφανίζουν στις επιφυλλίδες πρωτοεμφανιζόμενους ποιητές ωςσπουδαίους τεχνίτες, με αποτέλεσμα να βλέπεις έκτοτε αυτούς τους νεαρούς ποιητές στο διαδίκτυο ή στον έντυπο Τύπο, φωτογραφιζόμενους προφίλ σε βαρυσήμαντη πόζα, με γυαλιά και μούσι, απαραίτητα ψιμύθια τεχνίτη με επαρχιωτική ψύχωση, υποτελούς όμως σε κάθε γερασμένη και αυθαίρετη αυθεντία, που ταλαιπώρησε εδώ και χρόνια τον φοιτητόκοσμο με μαζοχισμό και χαιρεκακία. Άνθρωποι με αλλεπάλληλα και σκόπιμα πλησιάσματα ανθρώπων της φήμης, αποτυχημένοι λογοτέχνες και ειδικευμένοι στη συμπεριφορά επιθετικού θηλυκού τσιτάχ που του κλέψανε λαθροθήρες τα παιδιά του, χωρίς καμία γνώση ξένης γλώσσας εμφανίζονται ως φιλόδοξοι μεταφραστές. Ποιητές του προκλητικού και ακατέργαστου βερμπαλισμού που δεν τους ξέρει κανείς στη χώρα τους, μεταφράζονται λόγω των γνωριμιών στα εβραϊκά… και καμαρώνουν γι’ αυτό με φωτογραφίες στο διαδίκτυο, ενώ άλλοι, χαμένοι σε μια γλώσσα που ψάχνει να βρει το θέμα της σε σελίδες επί σελίδων, κουτουλώντας από στίχο σε στίχο, μιλώντας ως προφήτες του Έθνους που σιτίζεται πια λόγω ύφεσης στην Αρχιεπισκοπή Πειραιά, εκδίδουν και νέο πολυσέλιδο τόμο σε νέο εκδότη που πριν τους χλεύαζε, με χρηματοδότη αυτή τη φορά προπατζή  λαμόγιο. Παλαίμαχοι επίσης πεζογράφοι με δύο τρία βιβλία τον χρόνο, που ο μιλημένος Τύπος εγκωμιάζει λόγω γνωριμιών ως σημαντικά γεγονότα της χρονιάς, (μεταποιημένες συνήθως ιστορίες και ερωτικά τετράγωνα), αφιερώνοντας σελίδες επί σελίδων, (άσχετα αν το θέμα είναι τραγελαφικά αστείο με μπόλικα στοιχεία θρίλερ παρμένα από την μεσονύχτια τιβί και με σεξίστικη γλώσσα του συρμού, μήπως και πετύχουν το πολυπόθητο best seller), απευθύνονται σε αφελείς αναγνώστες, που διαβάζουν λίγο πριν τον ύπνο με αναμμένο το λαμπατέρ ή κάνουν ηλιοθεραπεία σε πλαζ, έχοντας εκτός από τον σκύλο τους κι ένα τυχαίο βιβλίο για συντροφιά. Αλλά το πιο ανώδυνο με μπόλικο όμως χιούμορ, ας το αφήσουμε για το τέλος, στην πλέον συμπλεγματική αυλή του Facebook: εδώ υπάρχουν μερικοί/ές που, λοξοδρομώντας κάποια στιγμή από το πολιτιστικό καραβάνι τους, φορτωμένο με λογοτεχνικά ονόματα-αξίες που άλλοι καθόρισαν, θέλουν να σε κάνουν φίλο τους, ακούς στο τηλέφωνο ευνοϊκά σχόλια για σένα, (πως είσαι χαρισματικός τάχα) κάνεις το λάθος να τους στείλεις το βιβλίο σου, κι επειδή συχνά εκφράζεις στο προφίλ σου απόψεις για νοοτροπίες ανθρώπων, που καταγίνονται με την τέχνη από σπόντα, σε μπλοκάρουν ως τιμωρία, γιατί σου διέφυγε παντελώς πως ο χώρος της λογοτεχνίας είναι τόπος προβολής γι’ αυτούς – άνθρωποι ακατάλληλοι και παντελώς άσχετοι για πράματα ιερά, για τα οποία κάποιος ίσως κατέθεσε και καταθέτει καθημερινά αίμα και ψυχή.

Η πολυετή άσκηση της γλώσσας τελικά δεν μας έχει σμιλεύσει τόσο, ώστε να γίνουμε καλύτεροι χαρακτήρες, ως κρίνοντες και ως κρινόμενοι. Παρ’ όλ’ αυτά, εξακολουθώ να πιστεύω πως στη χώρα μας εξακολουθεί και γράφεται καλή ποίηση και πεζογραφία. Η τελευταία έχει πάρει μάλιστα ποικίλες αποχρώσεις- διαφοροποιήσεις, τόσο στο σύντομο διήγημα όσο και στο μυθιστόρημα, αλλά το κακό είναι πως η πληθώρα των βιβλίων πεζογραφίας που εκδίδονται γίνεται αιτία να χαθεί ένα καλό βιβλίο επειδή δεν έτυχε να διαβαστεί ή να πέσει σε κάποια κλικαδόρικη και μικρόψυχη λογοτεχνική μέγγενη ή ανάπηρη κριτική που δεν διάβασε προσεχτικά το βιβλίο, αλλά αντέγραψε τις ήδη υπάρχουσες. (Όποιος κριτικός θεωρεί ένα βιβλίο καλό, σύμπασα η ομάδα το αποκαλεί κι αυτή καλό, και, αν θεωρηθεί κακό, τότε το είναι κακό. Σπανίως κανείς κριτικός διαφοροποιείται από τη γενική εντύπωση – χώρια που οι φιλίες, ακόμα και οι λυκοφιλίες, παίζουν κι αυτές τον ρόλο τους στη δημοσιευμένη άποψη για ένα βιβλίο. Η χειρότερη όμως κριτική που μπορεί να κάνει κανείς για ένα βιβλίο είναι η μεσοβέζικη, και ακόμα πιο τραγικό και απαράδεκτο είναι να βλέπεις σοβαρούς κριτικούς να γράφουν υμνητικές εισαγωγές σε ασήμαντα έργα χωρίς χρώμα γραφής, ανούσιας και φτηνής θεματικής, εξαιτίας και μόνο μιας φιλίας που εγκαινιάστηκε κάποτε μ’ ένα τυχαίο συναπάντημα σε ψαροταβέρνα και συνεχίστηκε ή σε πολυήμερες διακοπές σε νησί). Ωστόσο, η μοίρα της ποίησης στη χώρα μας είναι ακόμη πιο ζοφερή και τελεσίδικη: η σπουδαία γραφή της συχνά πάει χαμένη. Και κάτι ακόμα, της στιγμής, που ίσως υποκρύπτει μια κοινή υπόνοια: τα σπουδαία έργα είναι ίσως αυτά που δεν πρόκειται να δημοσιευτούν ποτέ.

Στους Άβατους τόπους υπάρχει διάχυτο παράπονο και ίσως μια κρυφή ελπίδα πως κάποτε οι της γης συντετριμμένοι βρουν δικαιοσύνη. Αυτό, για πολλούς, θεωρείται πως είναι ένας νέος τρόπος ναρκισσισμού. Η δική μου όμως θέση απέναντι στην ποίηση είναι ξεκάθαρη: Δεν μπορείς να καυχιέσαι για ένα βιβλίο ποίησης που εκδόθηκε μετά από έργα πεζογραφίας, τη στιγμή που υπάρχουν τόσοι και τόσοι ποιητές που προηγήθηκαν και αφιέρωσαν μια ολόκληρη ζωή μόνο σ’ αυτήν.

Πάντως, αυτό που θέλω να πιστεύω είναι πως η ανάγνωση και μόνο της συλλογής Άβατοι τόποι αποδεικνύει γραφή που δεν βερμπαλίζει, κρύβοντας έτσι αδυναμίες και λέγοντας ψέματα που ίσως να επιτρέπονται στη σύγχρονη ποιητική παραγωγή, αλλά αποτελεί έκφραση που αποβλέπει στην προσωπική αλήθεια, καθήκον κάθε τεχνίτη. Τελειώνοντας, ας κλείσω το κείμενο αυτό με έναν από τους Αφορισμούς μου, για τους οποίους οφείλω πολλά εκτός από την Ιερή Μοναξιά, στον Όσκαρ Ουάιλιντ, Τάσο Λειβαδίτη και στην πολύχρονη ενασχόλησή μου με τα Βουδιστικά Κείμενα και κάθε είδους Ιερά Βιβλία: Ο αληθινός ποιητής ανοίγει καθημερινά λάκκους για να ενταφιάσει τον εγωισμό και τις κατά κόσμο νίκες του. Είναι σαν την ασάλευτη θάλασσα με κάτασπρους, μαρμάρινους σταυρούς, σπαρμένους στην επιφάνεια της για πολλά μίλια.

 

Οκτώβριος 2015

 

de5

Ο Γεράσιμος Δενδρινός (1955), σπούδασε Ελληνική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έχει εκδώσει: 1) Ένα πακέτο Άρωμα, διηγήματα, Ρόπτρον 1992 και Κέδρος 1995³, 2) Χαιρετίσματα από το νότο, μυθιστόρημα, Οδυσσέας 1994³ και Κέδρος 2003, στο οποίο βασίστηκε το σενάριο της ταινίας του Δημήτρη Μακρή, Χαιρέτα μας τον πλάτανο, που διαγωνίστηκε το 2004 στο 54ο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, 3) Ματίας ντελ Ρίος – Ημερολόγια, ταξιδιωτικό κείμενο, Οδυσσέας 1995 και Κέδρος 2006, 4) Απέραντες συνοικίες, μυθιστόρημα, Κέδρος 2001, 5)  Άλκης, νουβέλα, Μεταίχμιο 2003, 6) Φραγή εισερχομένων κλήσεων, μυθιστόρημα, Μεταίχμιο 2006 και 7) Άβατοι Τόποι, ποιήματα, (.poema..) εκδόσεις, Κορώνη 2015. Από το 2004 είναι μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Συγγραφέων.

 

____________

[1] Ο Φωτισμένος, που πέτυχε με τη συνεχή άσκηση του Διαλογισμού την πολυπόθητη απελευθέρωση από τα εγκόσμια και δεν θα μετενσαρκωθεί ξανά στη γενιά των ανθρώπων.

[2] Ο Τούλκου (επίσης tülkutrulku) είναι ορισμός για την μετενσάρκωση ενός βουδιστή Λάμα στον θιβετιανό βουδισμό.

[3] Δασύτριχο βοοειδές των Ιμαλάϊων που παρέχει γάλα, τυρί, δέρμα, κρέας και τ’ απορρίμματά του ως καύσιμη ύλη για τους κατοίκους του Θιβέτ.

[4] Το σημαντικότερο δείγμα της θιβετιανής αρχιτεκτονικής είναι το παλάτι της Ποτάλα στην πρωτεύουσα Λάσα, με ύψος 117 μέτρα και πλάτος 360. Πρότερη κατοικία και έδρα του Δαλάι Λάμα, περιλαμβάνει περισσότερα από 1000 δωμάτια, ενώ έχει δεκατρείς ορόφους. Διακρίνεται στο νοτιότερο Λευκό Παλάτι, που σήμερα εξυπηρετεί διοικητικές δραστηριότητες και το εσωτερικό Κόκκινο Διαμέρισμα, όπου βρίσκεται η αίθουσα συγκέντρωσης των Λάμα, ναοί και μία τεράστια βιβλιοθήκη βουδιστικών κειμένων.

[5] Το Ντρεπούνγκ, 5 χλμ. από τη Λάσα, υπήρξε παλιά το πλουσιότερο μοναστήρι στο Θιβέτ, με 6.000 Λάμα.  Ένα μεγάλο μέρος καταστράφηκε το 1959 από τους Κινέζους, αλλά οι Λάμα από το 1966 και μετά επέστρεψαν, οι τοίχοι χτίστηκαν ξανά και βάφτηκαν με έντονο κόκκινο και κίτρινο χρώμα. Τα αγάλματα – εικόνες είναι στολισμένα με όλα τα πετράδια του κόσμου που ξεχωρίζουν τα λαμπερά τυρκουάζ. Άγριοι και βάρβαροι θεοί ορθώνονται παντού. Σε κάθε ναό ή βιβλιοθήκη οι τοίχοι είναι καλυμμένοι με παλιές γραφές. Στα πόδια των αγαλμάτων υπάρχουν πάντα προσφορές των πιστών: λουλούδια πολύχρωμα, νομίσματα, ρύζι και καρποί.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top