Fractal

Αφήγημα σε συνέχειες: 47 εβδομάδες: “11η εβδομάδα: δεν μίλησαν καθόλου”

Της Μαρίας Λαμπρέ // *

 

 

 

Η Άλεξ έχει 47 εβδομάδες για να καταφέρει κάτι που θα βάλει σε δοκιμασία το σώμα και το μυαλό της. Έχει 47 εβδομάδες για να προετοιμαστεί κατάλληλα και παράλληλα να ξαναβρεί τη ζωή της. Αποφασισμένη να αλλάξει, αρχίζει να βλέπει την αξία της διαδρομής αντί της στιγμιαίας ικανοποίησης που πάντοτε ένιωθε με την επίτευξη ενός στόχου.

Μαζεύτηκε πάλι στη καθημερινή της ρουτίνα. Σπίτι, γραφείο, παιδί, τρέξιμο. Δεν είχε χρόνο για τίποτε άλλο. Έπρεπε επιτέλους να αφήσει λίγο χώρο στον εαυτό της για να χωνέψει τις αλλαγές στη ζωή της. Αν εξακολουθούσε να κρατά λίστες υποχρεώσεων όπως παλιά θα είχε σβήσει ήδη πάνω από τις μισές γραμμές με ένα «οκ». Τώρα απλά ζει. Η καθημερινότητα της είναι έντονη αλλά δεν νιώθει πίεση να κάνει τα πάντα και καλύτερα από τον καθένα. Αφήνει το σπίτι ασκούπιστο για να πάει βόλτα. Κάνει διάλειμμα στη δουλειά για φαγητό, όταν κάνει κέφι τρέχει όταν όχι κάθεται στον σαλόνι και χαζεύει κάποια από τις φωτογραφικές συλλογές που έχει με τοπία ή βλέπει μια ανοησία στην τηλεόραση.

«Ελεύθερη, επιτέλους ελεύθερη» ήθελε να φωνάξει. Εντάξει σχεδόν, έχει ακόμα αρκετό δρόμο να κάνει για να χαλαρώσει εντελώς. Να απομακρύνει από της ζωή της τα καθημερινά «πρέπει» και την τελειοθηρία. Αυτό που την κάνει να αγανακτεί κατά καιρούς είναι η κατάσταση στο γραφείο αλλά πολύ περισσότερο το γεγονός ότι δεν είναι συνεπής στις αρχές τις. Όταν δεν είχε πλέον τίποτα άλλο να πάρει ή τίποτα άλλο να δώσει (ή ακόμα χειρότερα όταν πιεζόταν να δώσει τα πάντα) έπρεπε να φύγει. Είτε αυτό ήταν θέση, ή σχέση, ή εταιρία. Σαν κάτι να περίμενε κάτι που δεν ερχόταν αλλά ήταν σίγουρη ότι θα φτάσει. Καλό θα ήταν να βάλει έστω ένα χρονικό ορίζοντα, πόσα φλου πια.

Τώρα αυτό που την απασχολούσε ήταν το διαφημιστικό που είχε μπροστά της. Μια gloss μπλε σελίδα χαρτί την είχε βάλει σε προβληματισμό. Κοίτα να δεις πως γίνεσαι άνω-κάτω με κάτι τόσο απλό. Ήταν το διαφημιστικό φυλλάδιο μιας σχολής surf. Ήρθε στο γραφείο της με ένα φάκελο και μόνο το μικρό της όνομα επάνω με την ένδειξη «προσωπικό». Ήξερε ότι το είχε στείλει ο Κώστας. Εκτός από μια μισάωρη τυπική συνάντηση το Φεβρουάριο είχαν σταματήσει να βρίσκονται από τον περασμένο Σεπτέμβριο τότε που η Άλεξ αισθάνθηκε ότι η κατάσταση είχε ξεφύγει από τον έλεγχο της. Ένα από τα ελάχιστα που γνώριζε ο Κώστας για αυτή ήταν η εταιρία που εργαζόταν. Όταν κάποια στιγμή είχαν βγει μαζί, σταμάτησε με το αυτοκίνητο για να πάρει το μπουφάν που είχε ξεχάσει. Μόνο τα μικρά τους ονόματα και το παρελθόν τους, μόνο αυτά είχαν συζητήσει. Κάθε που χώριζαν κανόνιζαν την επόμενη συνάντηση και ήταν πάντα συνεπείς. Τα σημεία που βρίσκονταν ήταν κάθε φορά κάτι διαφορετικό. Σε μουσεία, θερινούς κινηματογράφους, διασταυρώσεις οδών με ονόματα ηθοποιών, παγκάκια σε πλατείες και πλατφόρμες του μετρό. Στην αρχή ξεκίνησε σαν πλάκα με τον καιρό εξελίχθηκε σαν παιχνίδι, μιας και έκαναν την επιλογή εναλλάξ. Κάποια στιγμή ήθελε να βάλει σημάδια σε ένα χάρτη και να δει τι σχηματίζεται. Παρακολουθούσαν τις ταινίες, έκαναν το γύρω των μουσείων και κάθονταν αρκετή ώρα στο παγκάκι που είχαν επιλέξει, μετά περπατούσαν χωρίς προορισμό καταλήγοντας σε μια μπάρα να ακούν από βαριά λαϊκά μέχρι metal ανάλογα το χώρο που βρισκόταν μπροστά τους. Μετά από κάθε συνάντηση δεν ήθελε να μιλάει για μια μέρα τουλάχιστον. Αισθανόταν ότι τις είχαν τελειώσει οι λέξεις. Ήταν ξεχωριστή εμπειρία ακόμα και για αυτήν που η συζήτηση ήταν μέρος της δουλειάς της. Κάποια στιγμή στο πικ του καλοκαιριού, ο Κώστας όρισε σαν σημείο συνάντησης μια παραλία. Εκείνη τη μέρα ήταν σαν να είχε συνωμοτήσει το σύμπαν να μην πάει. Έφυγε απ ευθείας από το γραφείο χωρίς να προλάβει να αλλάξει, οπότε όταν έφθασε στην παραλία με μιάμιση ώρα καθυστέρηση, αποτελούσε μια προφανή παραφωνία. Αμάνικο πουκάμισο, πένσιλ φούστα και ψηλοτάκουνες γόβες που είχε πετάξει όπως-όπως κάπου μέσα στο αυτοκίνητο. Έτρεξε ξυπόλυτη έως το σημείο της αμμουδιάς που είχαν πει να βρεθούν. Πλησιάζοντας είδε με ανακούφιση ότι την περίμενε ακόμα. Σταμάτησε να τρέχει και στάθηκε για να τον παρατηρήσει. Καθόταν στην άκρη της αμμουδιάς με τα πόδια του μέσα στο νερό. Παρατηρούσε τα σερφ που πηγαινοέρχονταν. Φορούσε βερμούδα και ένα λευκό μακό. Στηριζόταν στα χέρια πίσω του και το ελαφρό αεράκι έπαιζε με τα μαλλιά του που είχαν μακρύνει αρκετά από τότε που τον γνώρισε. Σαν να την ένιωσε γύρισε το κεφάλι και την είδε. Χαμογέλασαν και οι δυο και ο χρόνος δεν είχε πλέον σημασία. Γονάτισε δίπλα του, του χάιδεψε το μάγουλο και τον φίλησε στην άκρη των χειλιών του. Ήταν το πρώτο τους φιλί, κάτι σαν χαιρετισμός. Εκείνη τη βραδιά δεν μίλησαν καθόλου.

 

 

* Η Μαρία Λαμπρέ, είναι γεννημένη στον Πειραιά, οικονομολόγος. Οι αριθμοί μεταμορφώνονται κάθε μέρα σε γράμματα που προσπαθούν να βρούν το χώρο τους ανάμεσα σε υπολογιστικά φύλλα και οικονομικές αναλύσεις

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top