Fractal

To «Δεν έχω τίποτα» του Έντουαρτν Μποντ στο Θέατρο του Νέου Κόσμου

Γράφει η Αντιγόνη Καράλη //

 

Den_eho_tipota_3

 

Χώρος λιτός. Δράση οριακή, ακραία. Λόγος κοφτός, σκληρός, εξομολογητικός. Χιούμορ. Πολύ χιούμορ. Πώς αλλιώς; Τρία πρόσωπα. Δύο άντρες. Μία γυναίκα. Δύο καρέκλες. Ένα δωμάτιο. Κάπου, κάποτε. Πριν, τώρα ή μετά; Χρόνος άχρονος. Ένας κόσμος σε καταστολή. Η συνείδηση διαμελισμένη, η μνήμη σβησμένη, η επαφή απούσα. Άνθρωποι πέφτουν από τις γέφυρες, άνθρωποι κρατούν μαχαίρια σαν κεριά. Μοναξιά. Σιωπή. Γέλιο τρελό στο «Δεν έχω τίποτα»(«Have I none»), το μονόπρακτο  του διεθνούς φήμης Βρετανού συγγραφέα Έντουαρντ Μποντ που παρουσιάζεται στο «Θέατρο του Νέου Κόσμου», σε σκηνοθεσία Δημήτρη Μυλωνά, από την εταιρεία θεάτρου «Εν Δράση». Γραμμένο το  2000  αναφέρεται, με πολύ χιούμορ, σε μια κοινωνία του μέλλοντος σαν κλεφτή ματιά στη νοητή συνέχεια της σημερινής κοινωνίας.

 

Η Σάρα είναι παντρεμένη με τον Τζαμς ο οποίος εργάζεται στην υπηρεσία περιπολίας. Ένας άντρας εμφανίζεται στο σπίτι τους για να ισχυριστεί ότι είναι ο αδερφός της Σάρας. Aπρόσκλητος, θα διεκδικήσει το χώρο του, θα καθίσει σε μία από τις δύο  καρέκλες του σπιτιού και θα αποκαλύψει μια φωτογραφία και μαζί όλες τις μνήμες που αποτυπώνονται πάνω της. Η τάξη πραγμάτων διαταράσσεται. Οι έννοιες της βίας, της εξουσίας και της ανθρωπιάς αναδύονται προκλητικά μέσα από τον αιχμηρό και λιτό λόγο του συγγραφέα σε ένα σκηνικό έντασης και αμηχανίας, μία σκοτεινή αλλά και καυστικά χιουμοριστική ματιά στο πιθανό μέλλον της ανθρωπότητας.

Το μιλένιουμ, ο  αιώνας αλλάζει και «μαζί φέρνει για τους πολλούς την αίσθηση (ή ψευδαίσθηση;) μιας ακόμα μεγαλύτερης ευμάρειας που θα οδηγήσει στην ευτυχία. Ακολουθούν Ολυμπιακοί Αγώνες και ποδόσφαιρα στην Πορτογαλία, δάκρυα απέναντι σε μετάλλια που ανεβοκατεβαίνουν και επιβραβεύουν την εφήμερη εθνική ανάταση, γρήγορα αυτοκίνητα και διακοποδάνεια» σημειώνει  ο σκηνοθέτης. «Σε αυτό το 2000 του κορεσμού, ο Μποντ εμπνέεται μια μελλοντική κοινωνία 77 χρόνια μετά όπου τα μέλη της πονώντας από τις συνέπειες των πρότερών τους επιλογών, καταφεύγουν σε ένα νέο μοντέλο διαβίωσης: ζουν στα ίδια σπίτια, τρώνε το ίδιο φαγητό, φοράνε τα ίδια ρούχα, στα τμήματα της πόλης που δεν έχουν αναμορφωθεί κυκλοφορούν υπηρεσίες καταστολής, το παρελθόν έχει καταργηθεί, ο κόσμος αυτοκτονεί μαζικά χωρίς λόγο. Είναι οι ίδιοι οι πολίτες που επιλέγουν την ομοιογενοποίηση, την πειθαρχία, τη λιτότητα, την τάξη για να μπορέσουν να ξεφύγουν από μια ζωή όπου αν και είχαν τα πάντα, δεν τους αρκούσε τίποτα» εξηγεί  ο ίδιος.

Δεκαπέντε χρόνια μετά την ημερομηνία γραφής του έργου από τον Μποντ, «είμαστε σε μια πραγματικότητα όπου η λιτότητα, η πειθαρχία, οι αυτοκτονίες δεν είναι επιλογή αλλά αποτέλεσμα πολιτικών πρακτικών. Περνάμε σε ένα σύστημα διαβίωσης με κοινό, ανεξαρτήτως ειδικών συνθηκών, οικονομικό μοντέλο, η δύναμη της παγκοσμιοποίησης επιβάλει, ντύσιμο, τροφή, διασκέδαση και τελικά οι όποιες παρεκλίνουσες τάσεις δέχονται κριτική, καταστολή, συμμόρφωση» σύμφωνα με τον Δ. Μυλωνά.

Σκηνικό αποκάλυψης, επί σκηνής. Βρισκόμαστε στο δυστοπικό 2077: το παρελθόν έχει καταργηθεί και μαζί κάθετί που απειλεί να ξυπνήσει μνήμες. Η μαζική κατανάλωση έχει αντικατασταθεί από ένα βίο λιτό, απόλυτα υποταγμένο στους κρατικούς κανονισμούς. Μαζικές αυτοκτονίες, κύματα προσφύγων από τα ερείπια των παλιών πόλεων και στρατιώτες περιπολούν τους δρόμους, ελέγχοντας από τη σωματική επαφή μέχρι τη διάταξη των επίπλων στα σπίτια. «Στο εγγύς μέλλον έχει τυποποιηθεί η ζωή των ανθρώπων. Τρώνε όλοι το ίδιο φαγητό και ζούνε σε πανομοιότυπα πενιχρά δωμάτια όπου αντιστοιχεί μία καρέκλα στον καθένα και ένα κοινό τραπέζι» λέει ο Βασίλης Κουκαλάνι, που πρωταγωνιστεί στην παράσταση. «Από τον ακραίο φόβο έχουν δεχτεί την ριζική αφαίρεση κάθε ατομικότητας που ήταν η πηγή κάθε σύγκρουσης. Αλλά ησυχία παρ’ όλα αυτά δεν βρίσκουν. Το να καθίσεις στην καρέκλα του άλλου αποτελεί έγκλημα και μέσα στις φαινομενικά ακρωτηριασμένες ψυχές των ηρώων γίνεται μια πανωλεθρία συναισθημάτων, επιθυμιών και μνήμης», τονίζει ο ηθοποιός. Το έργο
του Μποντ μοιάζει να «ακροβατεί μεταξύ σύγχρονης τραγωδίας και ξερής, αδίστακτης μαύρης κωμωδίας. Ό, τι πρέπει δηλαδή για να πάει κανείς και τα δυο αυτά στοιχεία στα άκρα και να τους προσδώσει και την διάσταση του παράλογου μελλοντικού ή δυστοπικού δράματος» αναφέρει.

Η δυστοπία μοιάζει να είναι το αντίθετο της ουτοπίας, κατέχει δηλαδή όλες τις θετικές, μάλλον τέλειες ιδιότητες τις ιδανικής κοινωνίας από την ανάποδη. «Είναι μια απόλυτα εφιαλτική και τυραννική απεικόνιση μιας εποχής του μέλλοντος…» υπογραμμίζει ο Β. Κουκαλάνι. «Ο μόνος τρόπος να δει κανείς αυτό το κείμενο αισιόδοξα είναι να συνειδητοποιήσει πως ο συγγραφέας ερμηνεύει απόλυτα το παρόν μέσα από την απεικόνιση του ζοφερού αυτού μέλλοντος. Κάθε αισιόδοξη προσέγγιση ή κατάληξη δεν έχει να κάνει με κάποιο happy end ή παραμύθι, αλλά στην απόλυτη πίστη του ανθρώπου στις δυνατότητες του». Πάνω σε αυτό ο Δ. Μυλωνάς  διευκρινίζει: «Ο Μποντ κι εμείς μαζί θα φωνάξουμε ενάντια σε μία πραγματικότητα όπου το διαφορετικό ονομάζεται γραφικό και επικίνδυνο, θα αναζητήσουμε, μέσα από το ρηξικέλευθο αυτό μονόπρακτο, να αποδομήσουμε και ίσως και να συγκρουστούμε με τα συστατικά μιας ζωής-συνταγής που “κάνει καλό” ακριβώς γιατί διαλύει το κοινωνικό ιστό και το άτομο».

 

Η ταυτότητα της παράστασης

«Δεν έχω τίποτα» του  Έντουαρντ Μποντ. Μετάφραση: Δημήτρης Μυλωνάς, Άννα Ελεφάντη. Σκηνοθεσία: Δημήτρης Μυλωνάς. Σκηνικά-κοστούμια: Δήμητρα Λιάκουρα. Φωτισμοί: Χριστίνα Θανάσουλα. Μουσική: Παύλος Κατσιβέλης. Επιμέλεια κίνησης –χορογραφίες: Νατάσα Σαραντοπούλου. Παίζουν:  Άννα Ελεφάντη, Πάρης Θωμόπουλος, Βασίλης Κουκαλάνι. Θέατρο του Νέου Κόσμου (Αντισθένους 7 & Θαρύπου, τηλ. 210 9212900).

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top