Fractal

«Δεν απελπίζεται η ζωή όσο υπάρχει, κι ας απελπίζεται ο άνθρωπος»

Γράφει η Ελένη Γαραντούδη //

 

Λίγες σκέψεις για το μυθιστόρημα της Ελένης Γκίκα «Η ωραία της νύχτας», εκδ. Διάπλαση

 

Πόσες φορές, ως θεατές ή αναγνώστες άγριων φονικών,  δεν νιώσαμε ‘θύτες’ αλλά και ‘θύματα’ μιας εμπορευματικής εκμετάλλευσης του θέματος της βίας και συγχρόνως την ανάγκη μας να αντισταθμίσουμε τη φρίκη με κάτι πιο ουσιαστικό κι ανθρώπινο; Παρακολουθώντας τα στερεότυπα και τα κλισέ των μέσων μαζικής επικοινωνίας για ένα κοινό που ‘διψάει για αίμα’, την επιπόλαιη αντιμετώπισή τους, την επιτηδευμένη θλίψη τους, την δήθεν αμήχανη στάση τους απέναντι στο αποτρόπαιο, πόσες φορές δεν αισθανθήκαμε ζωτική κι επείγουσα την ανάγκη να εμβαθύνουμε στην ανθρώπινη ψυχή με τον τρόπο που μόνο η λογοτεχνία μπορεί να πετύχει;

Αυτή την ανάγκη να υπερβούμε τους εύκολους χαρακτηρισμούς, την αδιέξοδη και ανέξοδη κριτική και καταδίκη, την αμηχανία μας εν τέλει απέναντι στο ‘διαφορετικό’, στον τρόμο και στη βία του, έρχεται να ικανοποιήσει στο ακέραιο η εν θερμώ γραπτή εμπλοκή με το δύσκολο θέμα των φόνων, μιας έμπειρης δημοσιογράφου και συγγραφέως, της Ελένης Γκίκα, που τολμά να καταπιαστεί με τις δραματικές ιστορίες ζωντανών και πεθαμένων ανθρώπων του τόπου της, χωρίς να βουλιάξει από το βάρος του εγχειρήματος, χαρίζοντάς μας ένα πολύτιμο μυθιστόρημα-μαρτυρία της σχέσης τόπου και τρόπου (1), αληθινής ζωής και λογοτεχνικής πραγματικότητας.

Αποκόμματα εφημερίδων, σπαράγματα θεατρικών και λογοτεχνικών έργων, φράσεις και σκέψεις που προσφέρουν ακριβό απόσταγμα σοφίας (2), μεθυστικό άρωμα πάθους (3), ισχυρή δόση αληθινής ζωής, ανεξάντλητη αγάπη για τον γενέθλιο τόπο (4), κήποι μυστικοί (5), φαγάκια των παιδικών χρόνων, μουσούντα, συνταγές, κοπανέλια, ξερολιθιές, η καθαρτήρια δύναμη της γραφής, η παντοδυναμία της θείας Πρόνοιας και της Χάριτος, όλα αυτά τα σπουδαία και τα ασήμαντα συνδιαλέγονται στο μυθιστόρημα της Ελένης Γκίκα, «Η ωραία της νύχτας» και συνδιαμορφώνουν ένα εξαιρετικό δείγμα λογοτεχνίας, όπου η φαντασία συμπλέκεται με την πραγματικότητα και την υπερβαίνει, καθώς δημιουργεί μια άλλη πραγματικότητα πιο ανθρώπινη, έναν κόσμο γεμάτο λουλούδια, ιαματικά φυτά και έλεος (6). Το νυχτολούλουδο ή η Μιράμπιλις Τζαλάπα ή «Η ωραία της νύχτας» αναλαμβάνει να κάνει το θαύμα του (7) και να αντικαταστήσει με το άρωμα και το συμβολισμό του τη δυσωδία της φρίκης, τον σκοτεινό κατακερματισμένο κόσμο των φονικών με τον γοητευτικό κόσμο των παιδικών παιγνιδιών, την κλονισμένη τάξη του κόσμου με την εμπιστοσύνη στη δύναμη (8) και στη μαγεία της ζωής.

Ένα πραγματικό περιστατικό, ο φόνος μιας γυναίκας στο Κορωπί από την εγγονή μιας ‘παλιάς’ φόνισσας, τον Αύγουστο του 2016, πυροδοτεί την άμεση συγγραφική αντίδραση μιας επιχείρησης διάσωσης ανθρώπων και γεγονότων, εικόνων και συναισθημάτων, βιωμάτων και ιστορικής μνήμης. Με την ορμή του ένθεου λόγου ζώντες και νεκροί γίνονται λογοτεχνικοί ήρωες κι έτσι κερδίζουν μια άλλη ζωή, πέρα από την ευτέλεια και τη θνητότητα, μια δεύτερη ευκαιρία να πουν την εκδοχή τους, να αφηγηθούν τα παθήματά τους και να κερδίσουν την συμπάθεια, αφού συμπάσχοντας μαζί τους ενισχύουμε ό,τι μας ενώνει με την κοινή ανθρώπινη μοίρα.

Το μυθιστόρημα εκτείνεται σε τρία μέρη και το κάθε μέρος οργανώνεται με επτά κεφάλαια. Σε κάθε κεφάλαιο υπάρχει η επαναλαμβανόμενη σειρά των τεσσάρων αφηγήσεων των γυναικών που μοιράζονται τους ρόλους και συμπληρώνει η μια την άλλη σε σχέση αλληλεπίδρασης που φτάνει μέχρι τη μεταμόρφωσή τους. Πρώτα υπάρχει κάθε φορά η αφήγηση της γιαγιάς-φόνισσας, που πριν μισό αιώνα είχε κάψει τον άντρα της, και η οποία από την αρχή παρουσιάζεται ως δηλωμένη λογοτεχνική κατασκευή, με τον τίτλο: Η ωραία της νύχτας (το μυθιστόρημα). Έπειτα ακολουθεί η αφήγηση της δημοσιογράφου-συγγραφέως η οποία, για λόγους που εξηγούνται στο έργο, αυτοπροσδιορίζεται ως «Η καταδικασμένη να εξιστορεί» και στη συνέχεια η αφήγηση της Φωτεινής, της «Μιράμπιλις Τζαλάπα», που μέσω της σχέσης της με τη συγγραφέα, και της ιδιαίτερης σχέσης της με τον κόσμο γενικότερα, φωτίζει τα σκοτεινά πώς και γιατί της ιστορίας, λειτουργώντας είτε ως alter ego της συγγραφέως είτε ως καταλύτης στον επαναπροσδιορισμό της θέσης της στον κόσμο ή ως «ο από μηχανής Θεός» που προτείνει, ως μόνη λύση του ανθρώπινου δράματος, την αποδοχή της μοίρας και την υπέρβασή της με το δρόμο της χριστιανικής αγάπης. Τον χορό των αφηγήσεων ολοκληρώνει κάθε φορά η αφήγηση της εγγονής της φόνισσας, που τιτλοφορείται «Το κορίτσι που το είπαν φόνισσα» όπως και η γιαγιά του, με φανερή την διαμεσολάβηση της συγγραφέως -και της Μιράμπιλις- ανάμεσα σε γιαγιά και εγγονή ώστε να αποκατασταθεί μια άλλη σχέση μεταξύ τους πέρα από το κακό, πιο κοντά στη φύση και πιο κοντά στη σωτηρία της ψυχής. Αξιοσημείωτο είναι πως ο δρόμος για τη σωτηρία περνά μέσα από τη δύναμη της προσευχής αλλά και της πίστης στη δύναμη της ανάγνωσης, στην ισχύ των γραπτών λέξεων, αφού έτσι μόνο οι ηρωίδες μεταμορφώνονται εσωτερικά και αλλάζει η ματιά τους στα πράγματα.

Η δομή του μυθιστορήματος και η κατασκευή του προσομοιάζει στα φράκταλ και σε πίνακα του Πόλοκ που, όπως έχει παρατηρηθεί, «τα δημιουργήματά του αποκτούσαν φράκταλ δομή και θεωρείται σχεδόν αδύνατο να αναπαραχθούν από μιμητές, καθώς αντανακλούν την ιδιαίτερη εσωτερική δομή του Πόλοκ. Ο βαθμός πολυπλοκότητας μάλιστα των έργων του, που εμφανίζουν αυτή την ιδιαίτερη συμμετρία κλίμακος, μετράται με τη φράκταλ διάσταση (κατόπιν επεξεργασίας με υπολογιστή) η οποία αυξάνει συνεχώς από κάθε έργο του στο επόμενο, αντικατοπτρίζοντας την ίδια την εξέλιξη του καλλιτέχνη.» (Α9) Η όλη σύνθεση αντανακλά την ιδιαίτερη εσωτερική δομή της δημιουργού της και αντικατοπτρίζει την εξελικτική πορεία της ίδιας από την ταραχή στη γαλήνη, από την δυσάρεστη έκπληξη προς την αποδοχή του πεπρωμένου και την αυτογνωσία.

 

Ελένη Γκίκα

 

Είναι εντυπωσιακό το πόσο αποτελεσματικά χρησιμοποιείται το εκφραστικό μέσον της ερώτησης και της επανάληψης στο μυθιστόρημα. Οι ερωτήσεις απανωτές, άλλες ρητορικές κι άλλες στοχευμένες να καταρρίψουν τις βεβαιότητές μας και να καλλιεργήσουν εκείνο το κλίμα, όπου ο νους μπορεί να συλλάβει το αδιανόητο, η καρδιά μας να αποδεχτεί το τερατώδες και το θαυμαστό. Το σχήμα της επανάληψης λειτουργεί κι αυτό σε πολλά επίπεδα. Κυριαρχεί η επανάληψη των φόνων, ως η επανάληψη της αιώνιας στιγμής (10). Επίσης λειτουργεί με τα επαναλαμβανόμενα μοτίβα όπως η μοίρα των γυναικών και η κακοποίησή τους, η βαριά σκιά του τόπου και των ανθρώπων του, όπως και η φύση που όλα τα γιατρεύει, η αναζήτηση ενός τρόπου ζωής «όπως των πετεινών του ουρανού, το δικαίωμα στη γαλήνη, η λογοτεχνία ως καθαρτήριο των κολασμένων, η τέχνη της γραφής που όλα τα μεταμορφώνει, δημιουργώντας τον επί της γης Παράδεισο. Έχω την αίσθηση ότι η επανάληψη των ίδιων φράσεων από την αφήγηση της μιας γυναίκας στην αφήγηση της άλλης λειτουργεί ως προσευχή, όπως το «ελέησόν με, Κύριε» ή ως ξόρκι, για να απομακρύνει το κακό, να γλυκάνει και να ενώσει με τους κυματισμούς των λέξεων τις ψυχές των ηρωίδων  (11).

Κυρίαρχο ρόλο στο μυθιστορηματικό σύμπαν της «Ωραίας της νύχτας» παίζουν η αγάπη και το ερωτικό πάθος (12), τα λουλούδια και ο τόπος. Τα λουλούδια κουκουλώνουν το μαύρο ριζικό (13) που ο τόπος γεννά. Σαν την τρελή ροδιά του Ελύτη μάχονται τη συννεφιά του κόσμου. Και φυσικά πρωταγωνιστεί το Κορωπί ως τόπος παράφορος κι αλλόκοτος, με την αρχαία ψυχή του, πλούσιος σε ιστορία και πάθος (14). Οι σελίδες που αναφέρονται στη γενέθλια γη πιστοποιούν μια μοναδική σχέση του τόπου και της συγγραφέως και χαρίζουν, με τη λογοτεχνική επεξεργασία της σχέσης, βάθεμα της ματιάς μας μαζί με συγκίνηση.

Στις μεγάλες προσφορές κι ωφέλειες που αποκομίζουμε από το βιβλίο της Γκίκα, κατά την αξιολογική μου κρίση πρώτη και καλύτερη είναι η συναναστροφή μας με αυτή τη θετική ηρωίδα, με μια αληθινή γυναίκα της προσφοράς, τη θαυμαστή Μιράμπιλις Τζαλάπα, (νυχτολούλουδο), τη Φωτεινή πλευρά της ζωής (15). Με την φιλοσοφία της, με το μοναδικό της κήπο, με το μαγικό τετράδιο των συνταγών της, με τα θεραπευτικά βότανα της, παρηγορεί και θεραπεύει, ξορκίζει το κακό και δίνει άλλο νόημα, πλουτίζει κι ομορφαίνει τη ζωή. Ως εκ τούτου θεωρώ ότι θα μπορούσαν να διαβάσουν το βιβλίο – υπό τον όρο ότι θα καταλάβαιναν πως σε ένα μυθιστόρημα οι ήρωες και οι ηρωίδες είναι προϊόν συμπλοκής πραγματικών και μυθοπλαστικών στοιχείων κι αυτό το πάντρεμα δηλώνεται ξεκάθαρα από τη συγγραφέα από την αρχή μέχρι το τέλος- και να ευεργετηθούν από τον παρηγορητικό λόγο του ακόμα και οι εν ζωή εμπλεκόμενοι της ιστορίας, χωρίς τον κίνδυνο να πληγωθούν ή να θιγούν από τη μυθιστορηματική διαπραγμάτευση της οικογενειακής τραγωδίας. Κι αυτό είναι αξιοθαύμαστο, καθώς συμβαίνει σε ένα βιβλίο που με τόλμη και γενναιότητα καταπιάνεται με ένα βαρύ θέμα και καταφέρνει τελικά να υμνεί τη δύναμη της ζωής, με όλα τα παράδοξά της (Α16). Κι ακόμα αποδεικνύει έμπρακτα τη δύναμη της λογοτεχνίας να προτείνει λύσεις στους γρίφους και στα αινίγματα της ζωής. Η ιαματική λειτουργία της λογοτεχνίας, ως αποδοχή της τραγικής μοίρας, καθιστά την «Ωραία της νύχτας» ένα υπαρξιακό-φιλοσοφικό, συμβολικό μυθιστόρημα, που πλουτίζει τη βιβλιοθήκη μας και τις ψυχές μας.  (17).

 

 

Αποσπάσματα από το μυθιστόρημα:

 

1 «Ο τόπος είναι τρόπος. […] Ο τρόπος μου. Κι οφείλω πια να τον ψάξω. Αν θέλω να συνεχίσω ν’ αντέχω και να ζω. Δεν υπάρχει χειρότερο απ’ το να σε μετρούν με τους επιζώντες. Ή μάλλον υπάρχει. Να γεννήθηκες για να εξιστορείς. Να είσαι εκείνη που οφείλει να γράψει την ιστορία. Δεν έχεις άλλον τρόπο, δεν ξέρεις άλλη ζωή, δεν έχει καμιά άλλη επιλογή.»

2 «Στα μεγάλα μόνοι μας φθάνουμε. Κι ό,τι θα μάθουμε αχρησιμοποίητο κι άχρηστο για τους άλλους, δική μας δουλειά και ο προσωπικός γρίφος αλλά και η λύση του, δεν αφορά κανέναν άλλον, ακόμα κι όταν αυτός ο άλλος μας αφορά. Ακόμα κι όταν ο άλλος είναι η ίδια μας η ζωή.»

3 «Τουλάχιστον εκείνος το άξιζε; Άξιζε όλο αυτό το φονικό; »

Αλλά το φονικό αξίζει  κι ανήκει σ΄ εκείνη που το διέπραξε, σκέφτομαι. Το πάθος είναι του υποκειμένου. Το αντικείμενο είναι άνευ αξίας, παίρνει ό,τι αξία έχουν τα μάτια που τον έκαναν «τα πάντα», δίχως αυτές τις γυναίκες θα ήταν ο Κανένας. Εκείνες τον έκαναν την αιτία και την εστία της πυρκαϊάς».

4 «Το μεγάλο και το ακατανόητο το ζεις. Φραγκοδίφραγκα θα είναι πάντοτε εκείνα που γράφω. Καταλαβαίνω καλύτερα τη σιωπή. Είναι η μόνη παράφορα εύγλωττη, η μόνη αξιοπρεπής. Αλλ’ άνοιξε ο χρόνος κι έχουν γίνει κουβάρι ό,τι θυμάμαι, ό,τι συμβαίνει κι εκείνο που κρύβεται αινιγματικά μια ζωή. Τον πονάω τον τόπο μου. Είμαι ο τόπος. Ξερολιθιά στις ξερολιθιές.»

5 «…έχει Ουράνιους κήπους και τεράστιους τοίχους, η αυλή δε γίνεται αμέσως από τον έξω κόσμο ορατή.»

6 «Θα ’χει και ξέφωτα, πουλάκι μου, παρακάτω, […] ξέφωτο θα γίνει με τον καιρό και η φυλακή.»

7 «Μιράμπιλις θέλω να γίνω, χρόνος και τόπος και μνήμη και λησμονιά. Αποδοχή και συγχώρεση, να πλημμυρίσει με Φως και Καλοσύνη η καρδιά.»

8 «Η ζωή είναι αυταξία, σκέφτομαι και προσπαθώ να με πείσω. Είναι ένα θαύμα αφ’ εαυτού της για όλους μας η ζωή. Κι έχει γυρίσματα, ποτέ δεν ξέρεις τι σου επιφυλάσσει παρακάτω η ζωή. Μπορεί να μην είναι μόνη της, μπορεί ν’ αγαπήθηκε και ν’ αγάπησε, μπορεί να γαλήνεψε και να πλήρωσε, μπορεί αφού προσευχήθηκε και μεταμελήθηκε να έχει πια συγχωρεθεί»

9 «Ο Πόλοκ που αγάπησα και τα φράκταλς του, τα δανεικά λόγια η δανεική ζωή.»

10 «Υπάρχουν ανοιχτές στιγμές στη ζωή; ένα απειροελάχιστο του χρόνου όπου μας καρφώνεται εκείνη η ιδέα, η ικανή να μας αλλάξει διαδρομή; Τι μπορεί να συμβεί στο κεφάλι μας σε μια τοσοδούλα στιγμή;»

11 « Ό,τι μεγάλο βρίσκεται εκεί, στο απαλό, επαναλαμβανόμενο, σχεδόν σίγουρο καθημερινό.»

«Μ’ έναν τρόπο απολύτως γεωμετρικό και επαναλαμβανόμενο, υπενθυμίζοντας ότι είναι το ελάχιστο ένα σύμπαν ολόκληρο, κι είναι το σύμπαν ο κόκκος της άμμου που υπάρχει στο στρίφωμα του φουστανιού της Μαντάμ Μποβαρί!

«Φράκταλ το λένε», της έλεγα όποτε είχα κέφι, «κουβέντα να γίνεται, Φωτεινή, όλα είναι σε όλους και σ’ όλα, είμαστε όλοι ένα μικρό κομματάκι όμοιο στο άπειρο σύμπαν κι είμαστε και φτιαγμένοι με τη σειρά μας από μικρά άπειρα κομματάκια.»

Και «…η ζωή αρέσκεται στις επαναλήψεις», της λέει κάτι μέσα της και απορεί πού το ξέρει, αλλά το βρίσκει ανακουφιστικό σήμερα , σαν να σηκώνει κάπως από πάνω της το μεγάλο φορτίο της μέρας.»

12  «…πάθος είναι εκείνη η μορφή του έρωτα η οποία αρνείται το άμεσο, αποφεύγει το προσεχές, επιθυμεί την απόσταση και την εφευρίσκει εν ανάγκη, για να φουντώνει περισσότερο και να εξάπτεται»

«Στις καρδιές μας πεθαίνουν οι άνθρωποι, και μικρή σημασία έχει πια αν ζουν.

Και στην ψυχή μας, επίσης, μπορεί και να ζήσουν για πάντα. Για πάντα.»

Και «Δεν είναι κι εύκολο να είσαι ο εαυτός σου. Όπως δεν είναι εύκολη η αγάπη. Ο έρωτας σου παντού μπορεί να σε οδηγήσει, ακόμα και στη φυλακή και στην παραφορά.»

13  «Και δεν με ξεγελούσαν εμένα οι τριανταφυλλιές και οι γαριφαλιές τους. Πίσω απ’ τα λουλούδια κάθε γυναίκα ξέρει και κουκουλώνει ένα μαύρο ριζικό. Κι είχανε τότε τόσα λουλούδια οι αυλές!»

14 «Η περιοχή μου είναι μια παράφορη κι αλλόκοτη περιοχή. Με  πηγάδια, λάμιες, νεράιδες, σπηλιές, ξωκλήσια,  αρχαία μονοπάτια, ο Σφηττός, αγιογραφίες Κόντογλου, καμαρόσπιτα που γίνονται πανεπιστημιακή διατριβή και θυμίζουν νησί, φαντάσματα, ιστορίες, μύθοι, θρύλοι, μυστικά που τα κρύβει όλος ο κόσμος, αρχαιολογικά ευρήματα σε κάθε βήμα, αυτοθυσίες και εγκλήματα πάθους, όλα, όλα μαζί. Άντε να εξηγήσεις σε φίλο σου Κερκυραίο ότι εδώ έχουμε ακόμα εγκλήματα πάθους, ναι, ακόμα, σ’ αυτήν εδώ την εποχή.»

«Όπου κι αν έχω πάει, ο δικός μου ο τόπος με κυνηγά. Απολογούμαι γι’ αυτόν, παθιάζομαι μαζί του, είμαι χώμα απ’ το χώμα του και νερό απ’ τα πηγάδια του, κουβαλάω τη βαριά σκιά της συκιάς και της προδοτικής κουτσουπιάς. […] Εδώ γεννήθηκε ο πάππος κι ο προπάππος μου, εδώ ο πατέρας μου, εδώ κηδεύτηκε η μάνα μου, γι’ αυτό το εδώ γράφω και ξαναγράφω, ακόμα κι όταν γίνεται μακριά. Απομακρύνεται ποτέ, αλήθεια, ο τόπος σου;»

15 «Η Φωτεινή πιάνει το βλέμμα μου κι έτσι θα επικοινωνούμε σε όλη τη συνέχεια, με τη σκέψη, σαν του Στάμπλετον τον «παράξενο Τζον». Εξάλλου δεν μ’ αφορούσαν ποτέ των ανθρώπων τα λόγια, κάτι άλλο δικό τους έφτανε και μ’ έγδερνε ή με χάιδευε, κι εκείνο εκεί ερχόταν αλλιώς, σαν νυχτολούλουδο, από κοντά μα ωστόσο ταυτοχρόνως και μακριά.»

16 «Δίχως τον φόνο  δεν θα ήμουν τώρα σ’ αυτή την αυλή, δίχως φωτιά δεν είχα ποτέ δροσιστεί, δίχως την κόλασή μου δεν είχα μπει στον παράδεισο, και ξαφνικά ήμουν ελεύθερη μέσα στη φυλακή, ήμουν γαλήνια με τέτοια μαύρη ψυχή, ήμουν παντού κι ας μετρούσα τρία επί τέσσερα βήματα στο κελί…»

«Δεν απελπίζεται η ζωή όσο υπάρχει, κι ας απελπίζεται ο άνθρωπος»

«Η ευτυχία, και να το ξέρεις, είναι απόφαση», την ακούω να λέει, «δεν έχει σχέση με κανένα εξωτερικό περιστατικό»..

17 «Αν δεν έγραφα, το ξέρω, θα είχα στα σίγουρα τρελαθεί, οι πολλές ζωές των ηρώων είναι μια απεγνωσμένη προσπάθεια να σβήσεις ή να μερώσεις τη δική σου ζωή. Με αστάθμητο παράγοντα, βέβαια, το να ταυτίζεσαι εσύ, καλή ώρα με μια φόνισσα-φάντασμα, αλλά μήπως με φαντάσματα δεν πορεύτηκες στη ζωή; »

«Άμα θέλω, βάζω τελεία και παύλα: στο μαρτύριό σου, στην αναμονή, στη ζωή. Θέλω  σε καταδικάζω, θέλω σε αθωώνω, μέχρι την κομβική στιγμή που θα σε δω να σκιρτάς, που ευλογημένη θα νιώσω πως ήρθες επιτέλους, έχεις στο απεγνωσμένο μου κάλεσμα τελικά ανταποκριθεί.»

«…οι λέξεις είναι η μόνη αλήθεια, κι αν είναι να βρω μια άκρη, μεσ’ από το γιώτα, το λάμδα, το χι και το ωμέγα θα τη βρω, ιερογλυφικά που είναι αφ’ εαυτού τους δυσανάγνωστα, ακόμα κι όταν νομίζεις ότι γνωρίζεις το αλφάβητο καλά.

Στους συνδυασμούς κρύβεται η λύση, κι αυτοί είναι άπειροι.»

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top