Fractal

Διήγημα: “Delivery boy”

 Του Νίκου Σαλτερή // *

 

 

f15

Κοίταξε ασυναίσθητα το ρολόι του, δέκα και είκοσι. Έσβησε το παπί, στερέωσε προσεχτικά  το σταντ στην άσφαλτο, άνοιξε το καπάκι, έβγαλε φρέντο καπουτσίνο και κρουασάν από την πράσινη θήκη και κοίταξε τη  σακούλα. Είχε ήδη μουσκέψει, αλλά δεν γινόταν διαφορετικά. Έριχνε καρεκλοπόδαρα από το πρωί, ό,τι σιχαινόταν περισσότερο. Το κρύο δεν τον πείραζε, πολύ νωρίς συνήθισε τους καύσωνες της Αθήνας, την βροχή δεν άντεχε. Μεγάλη ταλαιπωρία και, επιπλέον, επικίνδυνη. Πρόπερσι, με βροχή έφαγε εκείνη την σούρα. Στα καλά καθούμενα έσπασε το μπροστινό δεξιό φτερό, φλας και καθρέφτη κι από πάνω χτύπησε στον αγκώνα. Ευτυχώς που δεν έσπασε χέρι ή ώμο. Θα του στοίχιζε κάνα δυο μήνες εκτός δουλειάς και ποιος ξέρει πόσα έξοδα.

Καινούργιος πρωινός πελάτης δεν ήξερε το σπίτι. Κοίταξε άλλη μια φορά τον αριθμό, διάβασε και το κολλημένο στη σακούλα χαρτί. «Χρ. Σμύρνης, 22», εδώ ήταν.  Παλιά μονοκατοικία, ισόγειο και πρώτος, μικρή αυλή και κήπος με ανοιχτή θέση παρκαρίσματος, δύο κουδούνια στην καγκελόπορτα, το ‘να είχε όνομα τ’ άλλο όχι,  άντε να βγάλεις άκρη. Χτύπησε το πρώτο και περίμενε. Κρατούσε σκυμμένο το κεφάλι και η βροχή κυλούσε από την κουκούλα στο στήθος τους. Ξαναχτύπησε, τίποτα. Δοκίμασε το δεύτερο κουδούνι και λίγο πριν απελπιστεί και καλέσει το μαγαζί, μήπως είχε γίνει κάποιο λάθος, μια βραχνή φωνή ρώτησε ποιος είναι. «Από το Cafe-Time», απάντησε, «για την παραγγελία…». «Ελάτε από την πόρτα στα δεξιά. Στον πρώτο…», ακούστηκε και πάλι η φωνή, σίγουρα γυναικεία. Γιατί έχει κι άλλον όροφο, σκέφτηκε κι η εξώπορτα άνοιξε κάνοντας έναν ξερό, μεταλλικό θόρυβο.

Μπήκε στην αυλή. Μια γάτα, που είχε βρει καταφύγιο σ΄ ένα παλιό ταλαιπωρημένο σκυλόσπιτο, τον παρακολουθούσε χωρίς να κινείται. Απεριποίητες γλάστρες ένα γύρο, μια δίφορη λεμονιά φίσκα στον καρπό και το λουλούδια και μια καστανιά χωρίς φύλλα συμπλήρωναν το σκηνικό.  Ευτυχώς σκυλί δεν υπήρχε. Τα αγαπούσε, αλλά είχε πικρές εμπειρίες. Στη θέση παρκαρίσματος βρεχόταν ένα Peugeot κάμπριο, αυτά με τη σιδερένια οροφή που θέλουν να μοιάσουν με σπορ αυτοκίνητα. Στο πίσω τζάμι ένα αυτοκόλλητο «Baby on board», πρόδιδε πολλά για τους ενοίκους του πρώτου ορόφου, γιατί ήταν πια σίγουρος: το ισόγειο ήταν ακατοίκητο. Νέο ζευγάρι, σκέφτηκε. Μάλλον το μικρό προέκυψε από το πουθενά ή ακόμα δεν είχαν πάρει είδηση πως η ζωή τους άλλαξε για πάντα και τα ψέματα τελειώνουν κάπου εδώ.

Έφτασε μπρος στην παλιά τζαμένια πόρτα που οδηγούσε στον όροφο και πριν προλάβει να χτυπήσει το κουδούνι, ακούστηκε και πάλι ο μεταλλικός ήχος της κλειδαριάς.  Την έσπρωξε, άνοιξε και πριν μπει στην είσοδο έριξε μια τελευταία ματιά στη γάτα που ανταποκρίθηκε νιαουρίζοντας βαριεστημένα. Συμπαθούσε τις γάτες. Μοναχικές, δεν έκαναν ποτέ χατίρια κανενός, ζούσαν για τον εαυτό τους και ανεχόταν χάδια μόνο όταν τα ήθελαν.

Η στενή, μαρμάρινη σκάλα και η σιδερένια κουπαστή πρόδιδαν κατασκευή του ΄70. Δυο απλίκες φώτιζαν το χώρο. Άρχισε να ανεβαίνει, μετρώντας ταυτόχρονα τα σκαλοπάτια, όπως είχε συνήθειο να κάνει. Ένα, δυο…, εφτά,… δώδεκα, εικοσιένα, είκοσι δύο, είκοσι τρία,…., είκοσι οκτώ, αυτά τα παλιά ψηλοτάβανα  σπίτια είχαν απαιτήσεις. Στο κεφαλόσκαλο βρέθηκε και πάλι μπρος σε μια κλειστή, ξύλινη πόρτα. Περίμενε για λίγο μήπως ανοίξουν, απελπίστηκε,  χτύπησε το κουδούνι. «Ανοίγω. Ένα λεπτό παρακαλώ…», ακούστηκε και πάλι η φωνή. Ωραία φωνή, σχεδόν κοριτσιού λίγο πριν γίνει γυναίκα και στο βάθος ένα μωρό να κλαίει.

Πέρασαν δύο λεφτά. Τίποτα. Κοίταξε και πάλι το ρολόι του. Σχεδόν δέκα και μισή, άλλες δύο τρεις τέτοιες περιπτώσεις να του κλήρωναν σήμερα, τα ‘πιάσε τα λεφτά του. Άσε που θα γινόταν και τα νεύρα του σμπαράλια. Ξαναχτύπησε επίμονα το κουδούνι. Καμιά απάντηση. Δεν του έφτανε η βροχή… Πρέπει να πέρασε ακόμα ένα ολόκληρο λεπτό, πριν ακουστεί το κλειδί να γυρίζει στην κλειδαριά κι ένας ξανθός καταρράκτης να φανεί στο άνοιγμα της πόρτας.

Την γνώρισε αμέσως. Ξεροκατάπιε και έτεινε την σακούλα: «Η παραγγελία σας», ψέλλισε. Την πήρε και προσπάθησε να του χαμογελάσει. Εκτιμούσε πάντα ένα χαμόγελο ευγένειας, όταν σπάνια συναντιόταν μαζί του – έξι ώρες δουλειά το πρωί στο σαντουϊτσάδικο και άλλες τόσες το βράδυ στο Ιταλικό-, αλλά δεν ήταν αυτό που επιθυμούσε από την αναπάντεχη συνάντηση μαζί της. Τη συνάντηση με την Γαζέλα, όπως την είχαν βαφτίσει στη Σχολή.

«Δυο λεφτά να σας φέρω τα χρήματα», τον παρακάλεσε ευγενικά, σφίγγοντας τη ζώνη στο λευκό μπουρνούζι που φορούσε. Κούνησε καταφατικά το κεφάλι και έμεινε εκεί να την περιμένει, ενώ το νερό της βροχής κυλούσε από το αδιάβροχό στο πλατύσκαλο. Πρέπει να βγήκε βιαστικά από το μπάνιο, σκέφτηκε. Τα μαλλιά της έσταζαν ακόμα και τα μάγουλά της είχαν το κόκκινο που παίρνει η λευκή επιδερμίδα στην επαφή της με το καυτό νερό. Εξ ου και η καθυστέρηση…

Το όνομά της δεν το ‘μαθε ποτέ. Εξάλλου, κανείς από την παρέα του, τα βλαχάκια, δεν είχε τολμήσει να την πλησιάσει, πολύ περισσότερο να της απευθύνει το λόγο. Πάντα απόμακρη,  αριστοκράτισσα, με το δικό της σπορ αυτοκίνητο και τότε, ντύσιμο στην πένα, περπατούσε στο προαύλιο και τους διαδρόμους της σχολής και πίσω της στήλη άλατος τα αρσενικά να την χαζεύουν και οι συμφοιτήτριες κρυφά να της ρίχνουν βλέμματα ζήλιας και μίσους. Κάποια στιγμή, μάλιστα, άκουσε κάποιες να σχολιάζουν πως, αν της έπεφτε κάτω η μύτη, δεν θα έσκυβε να την πιάσει. Παρεξηγήθηκε, λες και τον αφορούσε, λες κι ήταν κοπέλα του, αλλά δεν ζήτησε το λόγο. Εξάλλου, τι της ήταν αυτός; Τίποτα.

Γύρισε κρατώντας χαρτονόμισμα. Έβαλε το χέρι του στη μέση να βγάλει τα ρέστα από τη ζώνη – πορτοφόλι αλλά εκείνη, με μια βεβιασμένη κίνηση του δεξιού της χεριού, τον απέτρεψε. «Είμαστε, εντάξει», είπε «… και συγνώμη για την καθυστέρηση. Το μωρό βλέπετε…». Τότε συνειδητοποίησε ότι το μικρό έκλαιγε και πάλι, αλλά εκείνος δεν το άκουγε. «Ευχαριστώ», ψιθύρισε και συνεχίζοντας να την κοιτά έκανε πίσω για να φύγει. Το πέλμα του δεξιού του ποδιού βρέθηκε στο κενό και για μια στιγμή έχασε την ισορροπία του. «Προσέξτε!», τον προειδοποίησε εκείνη, τείνοντας ασυναίσθητα προς το μέρος του το χέρι. «Αυτή η σκάλα είναι επικίνδυνη.. κι εγώ δεν την έχω συνηθίσει ακόμα». Η κίνηση χαλάρωσε και πάλι τη ζώνη και το μπουρνούζι άνοιξε αποκαλύπτοντας το κοίλο ανάμεσα στα στήθη. Με το δεξί της χέρι έπιασε τα δυο πέτα του ρούχου και το έκλεισε στο στήθος. Την ευχαρίστησε κι έφυγε χωρίς να πουν τίποτε άλλο.

Δύο χρόνια παρακολούθησε τη σχολή κι αυτά με το ζόρι. Στο μέσα του δεύτερου πέθανε ξαφνικά ο παππούς του κι έτσι αναγκάστηκε να διακόψει. Οι γονείς του είχαν χαθεί πολύ νωρίς, τους ακολούθησε κι η γιαγιά του, δεν είχε άλλους συγγενείς στο χωρίο, ξέμεινε, λοιπόν, στη Αθήνα. Να επιστρέψει να κάνε τι; Κλήρο δεν είχαν, σιδεράς ο παππούς, από αγροτικές δουλειές δεν σκάμπαζε, ευτυχώς που ‘χε καβατζώσει το παπάκι κι μετέτρεψε το ντελίβερι που συμπλήρωνε τα λεφτά του παππού – έφταναν ίσα ίσα για το νοίκι και το φαγητό στη Λέσχη – σε επάγγελμα. Κι από τότε είχαν περάσει ήδη έξι χρόνια.

Στην αρχή πίστευε ότι θα κατάφερνε να συνεχίσει τις σπουδές του, έστω μετ’ εμποδίων, έστω με πολλές δυσκολίες. Βασανίστηκε κάνα δυο χρόνια, ζήτημα είναι να πέρασε πέντε μαθήματα, στο τέλος απελπίστηκε και τα παράτησε. Φοιτητής ήταν πια μόνο για τη γιαγιά που του νοίκιαζε την γκαρσονιέρα. Εκείνος δεν ήξερε, αν ήταν ντιλιβεράς που εγκατέλειψε  τις σπουδές του ή ντιλιβεράς που κάποτε φοίτησε για λίγο στο Πανεπιστήμιο. Βέβαια, το τι πίστευε αυτός, δεν είχε την παραμικρή σημασία. Σημασία έχει αυτό που μας συμβαίνει και όχι αυτό που μας συνέβη ή θα μπορούσε να μας συμβεί, σκεφτόταν, χωρίς να έχει κάποιον να μοιραστεί τις σκέψεις του. Στη δουλειά οι συζητήσεις αφορούσαν παπάκια, ομάδες και πουρμπουάρ, άντε και κάποια φανταστικά ή πραγματικά κατορθώματα με γκόμενες. Στο σπίτι με τη σπιτονοικοκυρά του μιλούσαν για μικροζημιές που έπρεπε να αποκατασταθούν – έπιαναν τα χέρια του και η γιαγιά τον έστελνε και στις φίλες της για ένα χαρτζιλίκι – και για τα  ψώνια που είχε ανάγκη και της τα έκανε πλέον αποκλειστικά εκείνος, γιατί οι ρευματισμοί δεν της επέτρεπαν πολλές μετακινήσεις. Φίλους δεν είχε, τα βλαχάκια σκόρπισαν, άλλα στάθηκαν τυχερότερα απ’ αυτόν και τέλειωσαν τη σχολή, άλλα γύρισαν πίσω στα χωρία τους.

Βγήκε στην αυλή κι η γάτα στη θέση της τον παρατηρούσε και πάλι. « Ίσως δεν προσπάθησα αρκετά με τη σχολή», μουρμούρισε και έβαλε μπρος τα παπάκι. Ίσως πρέπει να γυρίσω κι εγώ πίσω, σκέφτηκε. Τα χρόνια περνούν τι κάνω μόνος στην Αθήνα;

Τις επόμενες μέρες πέρασε από το σπίτι της πολλές φορές. Κάποιες χωρίς να είναι στο δρομολόγιό του. Και τα βράδια, μετά τη μιάμιση – δύο που γυρνούσε από τη δουλειά στο Ιταλικό, σταματούσε για λίγο το παπάκι, αλλά δεν είδε καμιά κίνηση. Εκτός από το Peugeot που ήταν πάντα στη θέση του στον πάρκινγκ και κάποια μισοανοιγμένα παράθυρα που μαρτυρούσαν ανθρώπινη παρουσία, νέκρα. Παραγγελία για «Χρυσοστόμου Σμύρνης, 22» πήρε τη δέκατη μέρα μετά την πρώτη τους συνάντηση, Σάββατο πρωί, ηλιόλουστο αλλά κρύο. Η μέρα και το περιεχόμενό της παραγγελίας – δύο καφέδες και δυο κρουασάν σοκολάτας – δεν ήταν καλό σημάδια, αλλά ήλπιζε να του ανοίξει εκείνη την πόρτα.

Του άνοιξε ένας άντρας γύρω στα σαράντα που είχε αρχίσει να γκριζάρει στους κροτάφους. Πήρε τη σακούλα και του έδωσε αμέσως τα χρήματα. Το μωρό δεν ακουγόταν, κάποια στιγμή αισθάνθηκε περισσότερο παρά είδε μια σκιά στο βάθος του διαμερίσματος να κινείται προς το καθιστικό. Μάλλον ένιωσε την παρουσία της, την παρουσία ενός άλλου  ανθρώπου στο χώρο, παρά την είδε πραγματικά. Έδωσε τα ρέστα κι ο άντρας του επέστρεψε ένα μέρος τους. Ευχαρίστησε κι έφυγε.

Βγαίνοντας και πάλι στον κήπο, η γάτα ήρθε και τρίφτηκε στα πόδια του. Δεν φορούσε λουρί. Έσκυψε, την χάιδεψε και εκείνη το δέχτηκε γουργουρίζοντας. Κοίταξε ένα γύρω και την πήρε στην αγκαλιά του. Δεν έκανε καμιά προσπάθεια να πηδήξει μακριά και να φύγει. Έριξε ένα ακόμα βλέμμα γύρω και χωρίς να σκεφτεί τίποτα, άνοιξε το μπουφάν του και την έχωσε στο κόρφο του. Το μικρόσωμο ζώο δεν αντέδρασε, αντίθετα βολεύτηκε μια χαρά στη νέα του θέση. Σχεδόν έτρεξε προς το παπάκι, έβαλε μπροστά, καβάλησε και έφυγε βιαστικά οδηγώντας με το ένα χέρι και χωρίς να κοιτάξει πίσω.

Την πήγε απευθείας σπίτι. Ευτυχώς στο ψυγείο είχε λίγο γάλα. Της έβαλε σ’ ένα μπολ και η γάτα άρχισε να πίνει λαίμαργα. Έκλεισε την πόρτα πίσω του και γύρισε στη δουλειά. Σχολώντας έπρεπε να της πάρει τουαλέτα, άμμο και ξηρή τροφή. Ήταν ωραία γάτα. Κανελιά με λευκές ρίγες και πράσινα μάτια. Κι ήξερε μάλλον πώς θα την ονομάσει.

 

 

* Ο Νίκος Σαλτερής γεννήθηκε το 1956. Σπούδασε παιδαγωγικά και πολιτικές επιστήμες και είναι επίτιμος Σχολικός Σύμβουλος Δ.Ε. Έχει δημοσιεύσει μυθιστορήματα, διηγήματα, παιδικά και εφηβικά αφηγήματα, βιβλία για την εκπαίδευση και δεκάδες επιστημονικά άρθρα. Το έργο του βρίσκεται στην ιστοσελίδα www.nsalteri.gr 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top