Fractal

Τα ίχνη της Κατοχής και των Δεκεμβριανών στην πόλη

Γράφει ο Μενέλαος Χαραλαμπίδης // *

 

Πηγή: tvxs.gr

172776-ntmitri_kesel_photographia_dekembriana_enthemata

 

Με αυτή τη φωτογραφία ο Ντμίτρι Κέσελ, ένας από τους σημαντικότερους φωτορεπόρτερ παγκοσμίως, αποτύπωσε για λογαριασμό του αμερικανικού περιοδικού Life μια από τις σφοδρότερες μάχες των Δεκεμβριανών: τη μάχη της Καισαριανής, στις 29 Δεκεμβρίου 1944. Η προσφυγική αυτή πολυκατοικία, που χτίστηκε τη δεκαετία του 1930 στη συμβολή των οδών Φώκαιας και Βρυούλων, με τις καταστροφές που υπέστη από βρετανικούς όλμους και άρματα μάχης, αποτελεί ένα από τα ελάχιστα ίχνη των Δεκεμβριανών που διασώζονται στην Αθήνα και μοναδική μαρτυρία του σφοδρού βομβαρδισμού της Καισαριανής από τους Βρετανούς.

Πριν λίγες ημέρες, σε μια βόλτα στην περιοχή, ανακάλυψα, προς μεγάλη μου έκπληξη, ότι τα ίχνη των βρετανικών όλμων, που είχαν «επιζήσει» για 70 χρόνια όπως ακριβώς φαίνονται στη φωτογραφία του Κέσελ, «διαγράφηκαν» από τους τοίχους της πολυκατοικίας. Ένας μεγάλος κάδος για τη συλλογή μπάζων και οι φρεσκοβαμμένοι τοίχοι δείχνουν ότι η επέμβαση έγινε πρόσφατα. Δεν γνωρίζω εάν το συγκεκριμένο κτίριο είναι χαρακτηρισμένο ως μνημείο από τις αρμόδιες υπηρεσίες. Αν δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο, τότε θα πρέπει να επανεξετάσουμε την πολιτική γύρω από το χαρακτηρισμό κτιρίων ως διατηρητέων. Βέβαια, καταλαβαίνω ότι ο χαρακτηρισμός ως διατηρητέου ενός κτιρίου-μνημείου των Δεκεμβριανών δεν είναι ανώδυνος, όπως ο αντίστοιχος των νεοκλασικών κτιρίων της Αθήνας.

Αθήνα: Το παρελθόν που χάνεται. Με αφορμή αυτό το γεγονός, ας μιλήσουμε για τη διαχείριση της μνήμης του πρόσφατου παρελθόντος στον δημόσιο χώρο. Περπατώντας στο Παρίσι, στο Άμστερνταμ και άλλες ευρωπαϊκές πόλεις, παρατηρούμε ότι, σε αντίθεση με την Αθήνα η οποία μάλιστα υπέστη μεγαλύτερα δεινά κατά τη διάρκεια της ναζιστικής Κατοχής, τα κτίρια και οι δρόμοι είναι γεμάτοι με μνημεία που υπενθυμίζουν στους πολίτες αλλά και στους επισκέπτες το κατοχικό παρελθόν. Οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες έχουν καταβάλει συστηματικές προσπάθειες, εδώ και δεκαετίες, για να αναδείξουν τον αντιφασιστικό τους αγώνα και συνεπώς να ενισχύσουν το κύρος τους στη μεταπολεμική Ευρώπη. Αντίθετα, στην Ελλάδα, λόγω των μεταπολεμικών εξελίξεων (Δεκεμβριανά, Εμφύλιος Πόλεμος, καθεστώς αποκλεισμού της Αριστεράς) η ανάδειξη, σε διεθνές επίπεδο, του αντιστασιακού αγώνα και των δεινών που υπέστη ο ελληνικός λαός από την Κατοχή δεν συντελέστηκε ποτέ. Σε μια αντικομμουνιστική, τουλάχιστον μέχρι το 1974, Ελλάδα, τα ίχνη της δράσης του ΕΑΜ, της μεγαλύτερης αντιστασιακής οργάνωσης, έπρεπε να διαγραφούν. Το ίδιο έγινε και με τα ίχνη εκείνων που συνεργάστηκαν πολιτικά και οικονομικά με τους κατακτητές. Το ένοχο παρελθόν των ανθρώπων που αποτέλεσαν στήριγμα των μεταπολεμικών κυβερνήσεων, έπρεπε να «κρυφτεί» πίσω από τη σιωπή για την περίοδο της Κατοχής και των Δεκεμβριανών.

Ελλείψεις και αποσιωπήσεις. Η αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης το 1982 (ουσιαστικά του εαμικού της σκέλους που δεν είχε αναγνωριστεί έως τότε), από την πρώτη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ οδήγησε στη δημιουργία κάποιων μνημείων· ωστόσο αυτά είναι ελάχιστα, χαρακτηρίζονται από ελλείψεις και αφορούν μόνο την περίοδο της Κατοχής. Για παράδειγμα η μεγαλύτερη αντιστασιακή διαδήλωση που έγινε στην Ελλάδα και μια από τις μεγαλύτερες πανευρωπαϊκά, στις 22 Ιουλίου 1943, αποτυπώνεται στον δημόσιο χώρο με μια μικρή πλάκα στο κτίριο της Τράπεζας της Ελλάδος, στη συμβολή των οδών Πανεπιστημίου και Ομήρου. Πέρα από το γεγονός ότι η πλάκα βρίσκεται σε σημείο όπου δύσκολα γίνεται αντιληπτή, σ’ αυτή αναφέρονται τα ονόματα τριών μόνο από τους τουλάχιστον εννέα διαδηλωτές που έχασαν τη ζωή τους από τα πυρά Γερμανών στρατιωτών και Ελλήνων αστυφυλάκων. Στον κορυφαίο τόπο μαρτυρίου, του Σκοπευτηρίου της Καισαριανής, το μνημείο που δημιουργήθηκε το 2005, έξι ολόκληρες δεκαετίες μετά το τέλος της Κατοχής, έχει συνδεθεί στον δημόσιο λόγο με την εκτέλεση των 200 κομμουνιστών την Πρωτομαγιά του 1944. Όμως κατά τη διάρκεια της Κατοχής στο Σκοπευτήριο εκτελέστηκαν συνολικά 645 αντιστασιακοί, κομμουνιστές και μη. Τα ονόματα των υπολοίπων 445, αν και γνωστά, παραμένουν στη λήθη.

Οι παραλείψεις αυτές δεν αποτελούν το μόνο πρόβλημα στο ζήτημα της μνήμης μας για το πρόσφατο παρελθόν και κυρίως της ηθικής υποχρέωσης που έχουμε απέναντι σε αυτούς που έχασαν τη ζωή τους λόγω των απάνθρωπων συνεπειών της Κατοχής ή μαχόμενοι για την ελευθερία. Στην Αθήνα, την πόλη όπου σημειώθηκε η μεγαλύτερη ανθρωπιστική κρίση κατά τη διάρκεια του πολέμου, δεν υπάρχει κάποιο μνημονικό ίχνος για τους 45.000 περίπου νεκρούς από την πείνα, κατά τη διάρκεια του κατοχικού λιμού, τον χειμώνα 1941-1942. Επίσης, δεν υπάρχει μνημείο για τους Εβραίους της Αθήνας που οδηγήθηκαν προς εξόντωση στα γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης ή γ τους Έλληνες ομήρους που στάλθηκαν προς καταναγκαστική εργασία στα γερμανικά εργοστάσια και έχασαν τη ζωή τους εκεί. Επίσης λείπει μια ενότητα μνημείων που θα μπορούσε ν’ αναδείξει τη μαζική τρομοκρατία των κατοχικών μπλόκων. Αναφερόμενος μόνο στα μεγαλύτερα από αυτά επισημαίνω ότι σε Καλογρέζα, Γούβα, Περιστέρι, Βύρωνα, Δουργούτι (Νέος Κόσμος), Κατσιπόδι (Δάφνη), Νέα Σμύρνη, Κοκκινιά και Καλλιθέα, τα ελληνικά Σώματα Ασφαλείας, υπό την εποπτεία Γερμανών, συνέλαβαν περίπου 10.500 και εκτέλεσαν επιτόπου περίπου 450 άτομα.

Κανένα μνημείο δεν υπάρχει για τους εκτελεσμένους από την Ειδική Ασφάλεια: τους τουλάχιστον 40 αντιστασιακούς που βρήκαν φρικτό θάνατο από βασανιστήρια χωροφυλάκων στα κρατητήρια της οδού Ελπίδος στην πλατεία Βικτωρίας, τους 18 κομμουνιστές κρατούμενους που εκτελέστηκαν στις 22 Απριλίου 1944 στο προαύλιο της Σχολής Χωροφυλακής, τους τουλάχιστον 156 αντιστασιακούς που οι άνδρες της Χωροφυλακής, σε στενή συνεργασία με τις γερμανικές αρχές Κατοχής, βασάνισαν και εκτέλεσαν σε διάφορες περιοχές της Αθήνας. Δεν υπάρχει μνημείο για τους νεκρούς της διαδήλωσης της 5ης Μαρτίου 1943, που πέτυχε τη μεγαλύτερη πολιτική νίκη του ελληνικού αντιστασιακού κινήματος: τη ματαίωση της πολιτικής επιστράτευσης που απειλούσε δεκάδες χιλιάδες Έλληνες με καταναγκαστική εργασία σε γερμανικά εργοστάσια. Επίσης, δεν έχουν αναδειχθεί ως τόποι μνήμης οι χώροι φυλάκισης και βασανισμού χιλιάδων Ελλήνων πολιτών. Το στρατόπεδο Χαϊδαρίου, οι στρατώνες στο Γουδί, το κτίριο των γερμανικών υπηρεσιών ασφαλείας της οδού Μέρλιν στο Κολωνάκι, της περίφημης Κομαντατούρας (γερμανικό φρουραρχείο) στην οδό Κοραή ή ο χώρος που βρίσκονταν το Ορφανοτροφείο Χατζηκώνστα στην οδό Πειραιώς. Ο κατάλογος της λήθης είναι μακρύς, και για λόγους οικονομίας θα σταματήσω εδώ.

Για να διεκδικήσουμε όμως το δικαίωμα στη μνήμη, δεν αρκούν μόνο τα μνημεία. Το μνημείο είναι ένα σύμβολο που πίσω του κρύβει ιστορίες. Ιστορίες απλών ανθρώπων που έγιναν αγωνιστές μέσα στη δίνη της πρωτόγνωρης εμπειρίας που έζησαν στα χρόνια της Κατοχής. Για να αποκτήσει νόημα το μήνυμα που «μεταφέρει», το μνημείο πρέπει να έχει μια δημιουργική και αμφίδρομη σχέση με τους παραλήπτες του. Συνεπώς, το μνημείο και ο λόγος γύρω από αυτό, πρέπει να ενταχθεί με δημιουργικό τρόπο στην καθημερινότητα των πολιτών, να γίνει ζωντανό κομμάτι της ιστορίας της πόλης, να υπάρχει τόσο για να μας θυμίζει, όσο και για να μας κάνει να κατανοούμε το παρελθόν — και μέσα από αυτό το παρόν. Όταν ένα μνημείο αποξενώνεται από το παρόν μετατρέπεται σε απολίθωμα του παρελθόντος. Είναι κάτι που δεν αξίζει ούτε σ’ εμάς, ούτε σε όσους πολέμησαν μέσα και έξω από την πολυκατοικία της οδού Βρυούλων στην Καισαριανή.

 

*Ο Μενέλαος Χαραλαμπίδης είναι οικονομολόγος, δρ ιστορίας του Παν. Αθηνών και συγγραφέας των βιβλίων Η εμπειρία της Κατοχής και της Αντίστασης στην Αθήνα (2012) και Δεκεμβριανά 1944. Η μάχη της Αθήνας (2014), που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια.

 

Ετικέτες: ,
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top