Fractal

“Δεύτερος Χειμώνας” – Διήγημα του Δημήτρη Σωτάκη

 

dihg5

 

Ο δήμαρχος ήταν ένας άνθρωπος προσηνής και επιδείκνυε ωριμότητα κάθε φορά που ανέκυπτε ένα σοβαρό ζήτημα στην πόλη. Εκείνο το πρωί, όμως, ήταν προφανές ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Είχαμε μαζευτεί στη μεγάλη αίθουσα του παλιού Αρχοντικού, εκεί που φιλοξενούνταν κάποτε οι παραστάσεις του εθνικού θεάτρου, πρέπει να ήμασταν καμιά εκατοσταριά άτομα, όλοι διοικητικοί υπάλληλοι και εργαζόμενοι σε διάφορα πόστα του δήμου. Από το πρωί διακρίναμε μια ένταση, ένταση δηλαδή στην αρχή, γιατί αργότερα και μέχρι τη στιγμή που ο ίδιος ο δήμαρχος άνοιξε το στόμα του και μας ανακοίνωσε το πώς είχε η κατάσταση, επικράτησε ένα χάος, μια εσωτερική αλλόκοτη γκρίνια, τόσο ασαφής όσο και ανησυχητική, η οποία μας αποδιοργάνωσε, κάνοντας ακόμα δύσκολη και την απλή διαδικασία να κάτσουμε με μια σχετική τάξη στις ξεχαρβαλωμένες πολυθρόνες της αίθουσας.

 

hero2

 

Ο Ιούλιος παρέλαυνε ως ένας ανελέητος φονιάς, οι αντοχές μας είχαν συρρικνωθεί, οι περισσότεροι από εμάς περπατούσαμε με δυσκολία, αφού σε κάθε βήμα, ένα κύμα ανυπόφορης ζέστης, μιας πρωτόφαντης κάψας, έλιωνε τους ιστούς των ποδιών μας, ο ιδρώτας έσταζε από το λαιμό μου και οι ρυτίδες στο μέτωπό μου έμοιαζαν πια με μικροσκοπικούς πίδακες,  δε θυμόμουν να είχε πέσει τέτοιος ανείπωτος καύσωνας στην πόλη στο παρελθόν. Ωστόσο, κανείς δεν θα υποψιαζόταν αυτό που ακολούθησε το παράξενο πρωινό εκείνου του μακρινού πια έτους, που για πολλές γενιές θα έμενε ανεξίτηλο,  σε εμάς ως μια φρικτή πραγματικότητα και στους νεώτερους, σαν ένας μύθος που σημάδεψε τον τόπο μας.  Η αλήθεια ήταν ότι πριν ανοίξει το στόμα του ο δήμαρχος, όλο το προηγούμενο διάστημα δηλαδή, κάτι θα έπρεπε να είχαμε υποψιαστεί, βρισκόμασταν ήδη στο τέλος του μήνα και κάθε λεπτό που περνούσε ενίσχυε την ανομολόγητη αίσθησή μας ότι θα καούμε ζωντανοί από το λιοπύρι. Όμως, από την άλλη,  άνθρωποι ήμασταν, που να πάει το μυαλό μας σε κάτι τόσο εξωφρενικό.

Αφού σιγουρευτήκαμε ότι δεν απουσίαζε κανείς, ο κύριος Δ., δεξί χέρι του δημάρχου έκανε μια κάπως δυσνόητη εισαγωγή «περί έκτακτης ανάγκης και ιστορικών στιγμών», μέχρι που πήρε το λόγο ο δήμαρχος και ξεκαθάρισε η υπόθεση. Φορούσε τα γυαλιά του της πρεσβυωπίας και αφού ξερόβηξε, πλησίασε το μικρόφωνο και μίλησε «Μου ήρθε πριν δύο ώρες με φαξ το παρακάτω μήνυμα, το οποίο πιστεύω ότι αφορά όλους μας, ξέρω ότι θα απορήσετε, κάποιοι ίσως φανούν κάπως δύσπιστοι, αλλά το φαξ εστάλη από το υπουργείο, η είδηση είναι εξακριβωμένη και δυστυχώς…δυστυχώς λέω, σχετίζεται με τον νομό μας και μόνο…». Μερικοί σηκωθήκαμε όρθιοι ενστικτωδώς, κοιτάγαμε ο ένας τον άλλον θορυβημένοι, αν κι ακόμα δεν είχαμε ακούσει ουσιαστικά τίποτα. Ο δήμαρχος συνέχισε χωρίς να ενοχλείται από την έντασή μας « Σύμφωνα, λοιπόν, με επίσημες πηγές και ύστερα από παρατηρήσεις των ειδικών…ο χειμώνας δεν προβλέπεται να έρθει φέτος…ναι, έτσι ακριβώς όπως το ακούτε, μην αρχίσετε τις περίεργες ερωτήσεις, ο χειμώνας-ξαναλέω-δε θα έρθει φέτος, αυτό που ζούμε τώρα, και ξέρω ότι είναι ένα εφιαλτικό παραλήρημα, θα συνεχιστεί χωρίς έλεος…» «Μα τι πράγματα είναι αυτά;», ξεστόμισε με σεμνή οργή ένας από τις μπροστινές θέσεις, οι υπόλοιποι έμοιαζαν να ζητούν εξηγήσεις, ένα ενοχλητικό μουρμουρητό απλώθηκε στην ιστορική αίθουσα. «Κύριοι!…κύριοι!…», συνέχισε ο δήμαρχος «Λέτε ότι και εγώ δεν έχω ενοχληθεί από όλο αυτό;…κάντε λίγη ησυχία σας παρακαλώ, το κείμενο που μας έστειλαν είναι ξεκάθαρο, δε θα συζητήσουμε τώρα περί της αξιοπιστίας του, το ζήτημα είναι ότι τα νέα δεν είναι καθόλου καλά για τον τόπο. Ήδη εμείς έχουμε υποφέρει από αυτόν τον καύσωνα, πόσο μάλλον οι ηλικιωμένοι μας και οι άρρωστοι». Επικράτησε μεγάλη αναστάτωση, πολλοί ζητούσαν εξηγήσεις ξανά και ξανά, τι ήταν αυτό το κομμάτι χαρτί στα χέρια του δημάρχου που όριζε το μέλλον μας; Κι όσο κυλούσαν τα λεπτά, η δυσαρέσκεια γινόταν όλο και μεγαλύτερη, μερικοί πλησίασαν σχεδόν απειλητικά το τραπέζι του δημάρχου, ο βοηθός του και διάφοροι ψυχραιμότεροι τους εμπόδισαν, άλλοι φώναζαν και εγκαλούσαν τους πιο ζωηρούς στην τάξη. Όμως, η κατάσταση χειροτέρεψε και σαν να μην έφτανε αυτό, από τα ανοιχτά παράθυρα παρεισέφρησε ένα καυτό κύμα φωτός, τόσο βασανιστικό, σαν ένα δείγμα του κακού μέλλοντος, σα να μας χτυπούσε ο ήλιος με τα όπλα του, άμοιρες μαριονέτες, που κόντευαν να πιαστούν στα χέρια σε μια θλιβερή αίθουσα συνεδριάσεων. Δυσκολευόμασταν ακόμα και να ανασάνουμε, αυτοί που κάθονταν πίσω μου, γονάτισαν στο βρώμικο δάπεδο, έλυσαν τις γραβάτες τους, τα σώματά τους υγρά και πυρωμένα, κάθε ώρα και ένα βήμα προς τη συμφορά. «Σας παρακαλώ, σας παρακαλώ!», προσπαθούσε μάταια ο δήμαρχος να επαναφέρει μια στοιχειώδη ισορροπία, μα τίποτα δεν άλλαζε, κι όμως εκείνος συνέχιζε να διαβάζει κάποια συμπληρωματικά στοιχεία εν μέσω αυτής της σύγχυσης «Δεν προβλέπεται πτώση της θερμοκρασίας για τους επόμενους μήνες, οι ηλιακές ακτίνες σταδιακά θα διαγράψουν μια σταθερή πορεία προς τη χωμάτινη επιφάνεια, με τελικό αποτέλεσμα την απόλυτη ξηρασία. Η δορυφορική απεικόνιση προβάλλει τις πραγματικές συνθήκες με απόλυτη ακρίβεια, δε θα υπάρξει παρέκκλιση από αυτή την πρόβλεψη».

Τότε ακούστηκε μια κραυγή από τα πίσω καθίσματα, όλοι γύρισαν το κεφάλι τους, ήταν μια γυναίκα, την ξέραμε, δούλευε στο τμήμα της αποδελτίωσης, καμιά πενηνταριά χρονών, κανείς δεν κατάλαβε τι είχε συμβεί, η κραυγή έσκισε τον αέρα, μοιραία έπεσε η προσοχή πάνω της. «Δε θα γίνει, δε θα γίνει», ούρλιαζε και με ένα σάλτο βρέθηκε μακρύτερα από όλους μας, κοντά στην πύλη της αίθουσας. Τότε άρχισε να σκίζει με μανία τα ρούχα της, πρώτα ένα γαλάζιο φόρεμα, το κατέστρεψε ουρλιάζοντας, κάτι έλεγε μέσα απ’ τα δόντια της για μια παλιά ιστορία, κάποιοι που κάηκαν από την κακιά ζέστη, «Ξέρω, ξέρω, δε θα γίνει», ακουγόταν σαν ένα βουβό συριστικό τροπάριο που έβγαινε απ’ τα χείλη της και πια είχε μείνει με τα λευκά της εσώρουχα, ήταν όμορφη, μέχρι που άρχισε να χτυπιέται σαν δαιμονισμένη, ποια ήταν αυτή η γυναίκα που διαλυόταν μπροστά στα ανήμπορα μάτια μας, ξέσκισε τα εσώρουχα, και μετά το ίδιο της το δέρμα, έμπηγε τα νύχια στην αθώα της σάρκα, πληγές ολόκληρες έγινε η κοιλιά της και οι μηροί, και σε λίγο με εκείνα τα μαχαίρια που είχε για χέρια, δεν έμεινε τίποτα από εκείνη τη γυναίκα, παρά μια λίμνη αίματος να θυμίζει την ύπαρξή της. Και όταν πια νεκρή και παρελθούσα, είχε φύγει από κοντά μας, από τα παράθυρα έφτασε μια δροσιά, ένας λυτρωτικός αέρας που γέμισε τα πνευμόνια μας με μια αναπάντεχη ζωή, κι έτσι σωθήκαμε από το τέλος μας, με μια γυναίκα ήρωα μπροστά στα μάτια μας, που με τη μαρτυρική της αυτή θυσία, επανέφερε τον χειμώνα στις φτωχές καρδιές μας.

                                                                                                                       

 

sotakis_dim* Ο Δημητρης Σωτάκης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1973. Έχει εκδώσει τα μυθιστορήματα Το Σπίτι, Η πράσινη Πόρτα, Η παραφωνία, Ο άνθρωπος καλαμπόκι, Το θαύμα της αναπνοής, Ο θάνατος των Ανθρώπων, Η ανάσταση του Μάικλ Τζάκσον, 2014. Το βιβλίο του «Το Θαύμα της Αναπνοής (εκδόσεις Κέδρος) κατέκτησε το βραβείο Athens Prize for Literature και ήταν υποψήφιο για το Ευρωπαϊκό Αριστείο Λογοτεχνίας. Κυκλοφορεί σε Γαλλία, Τουρκία, Σερβία, Ιταλία, Σκόπια και Ταϊβάν. Πρόσφατο μυθιστόρημά του «Η ιστορία ενός σούπερ μάρκετ» (Κέδρος, 2015)

 

Δημοσιεύθηκε στο Έθνος της Κυριακής με τον γενικό τίτλο «Ο ήρωας του Καλοκαιριού».

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top