Fractal

Στην πόλη των ανέμων του προηγούμενου αιώνα, των γκάγκστερ και της ποτοαπαγόρευσης

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

Σικάγο. David Mamet, Μετάφραση: Νίκος Α. Μάντης. Εκδόσεις Μεταίχμιο. 2018. Αθήνα

 

Ο Ντέιβιντ Μάμετ (David Mamet, Σικάγο 1947- ), είναι ένας από τους μεγαλύτερους εν ζωή  θεατρικούς συγγραφείς της Αμερικής, γνωστός εδώ και καιρό για κάποια βιβλία του μέσα στα οποία  αναφέρεται για την απύθμενη  σκληρότητα του κόσμου, όπως τα ‘American Buffalo’ (1975) και ‘Glengarry Glen Ross’ (1984). Ως δραματουργός, επόμενο είναι να είναι γνωστότερος κυρίως για αυτό που λένε οι χαρακτήρες των διαφόρων κειμένων του. Στη χώρα μας οι περισσότεροι ίσως να μην έδωσαν σημασία ότι το κινηματογραφικό έργο ‘Οι Αδιάφθοροι’ (The Untouchables), μια αμερικανική ταινία παραγωγής 1987, σε σκηνοθεσία του Μπράιαν Ντε Πάλμα, ήταν βασισμένη  σε σενάριο του Ντέιβιντ Μάμετ, όπου πρωταγωνιστούσαν οι Κέβιν Κόστνερ, Σον Κόνερι, Τσαρλς Μάρτιν Σμιθ,  Άντι Γκαρσία και Ρόμπερτ Ντε Νίρο.  Το τελευταίο αυτό μυθιστόρημα του Μάμετ, είναι το τέταρτό του, και το πρώτο του για πάνω από μια δεκαετία. Αυτό είναι κατά κάποιο τρόπο αξιοσημείωτο, επειδή ο συγγραφέας του φαίνεται τόσο παραγωγικός σε κάθε άλλη κατηγορία που ασχολήθηκε.

 

 

Το ‘Σικάγο’ είναι ένα περίεργο βιβλίο, με το μεγαλύτερο μέρος του να είναι χαλαρό, απύθμενα καθημερινό, αδιάφορο για κάποιους και πλημμυρισμένο από άσκοπους και πλατειασμένους διαλόγους. Εκεί, ένας δημοσιογράφος που ασχολείται με την αστυνομική στήλη για λογαριασμό της  Chicago Tribune, επιδιώκει να ανακαλύψει ποιος σκότωσε τη φίλη του και γιατί το έκανε. Είναι ένα μυθιστόρημα όπου ο αφηγητής μεταξύ των άλλων δραματικών γεγονότων μας αφηγείται και μερικά ενδιαφέροντα πράγματα, όπως για παράδειγμα πως να διαχειριστείς ένα σοβαρό πορνείο, ή ακόμα τι συμβαίνει με τα λουλούδια σε μια κηδεία μετά την ταφή του θύματος. Τίποτα από αυτά, ωστόσο, δεν μας λένε για τους χαρακτήρες, οι περισσότεροι από τους οποίους μιλάνε σαν αδιάφορες κούκλες, χωρίς διακριτές τουτέστιν ή ξεχωριστές προσωπικότητες. Όσο για τις γυναίκες, ελάχιστες υπάρχουν σε πρώτη γραμμή, ή ελάχιστα επηρεάζουν την όλη υπόθεση του βιβλίου, εκτός ίσως της διαχειρίστριας ενός αξιοσέβαστου πορνείου.

 

 

Καθώς το βιβλίο ανοίγει, βρίσκουμε τον Μάικ Χοτζ και τον Κλέμεντ Πάρλοου, κάπου έξω από την πόλη, να εμπλέκονται, μεταξύ των άλλων, και σε μια λογοτεχνική συζήτηση. Και οι δύο άνδρες είχαν δύσκολες και  σύνθετες ζωές, αν και αμφοτέρων η ηλικία κυμαίνεται περί τα τριάντα χρόνια. Ο Πάρλοου ήταν στην Ιαπωνία ως δημοσιογράφος κατά τη διάρκεια του καταστροφικού σεισμού του 1924, ενώ ο Χοτζ  ήταν πιλότος κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου στη γηραιά ήπειρο. Τώρα και οι δύο εργάζονται για λογαριασμό των  Chicago Tribune. Το ιστορικό του δεύτερου ήταν, σημειωτέον, λίαν βεβαρυμμένο. Ο συγγραφέας μας δίνει το στίγμα του κάπως μελαγχολικά: ‘…Η θλίψη που ένοιωθε δεν ήταν εκείνη του πολέμου. Οι φίλοι του ήταν νεκροί και δεν υπήρχε χρόνος για πένθος. Είχε αντιληφθεί την απώλειά τους ως μέρος ενός κύκλου. Ο κύκλος περιείχε το σοκ, τη στεναχώρια, την οργή και τη φιλοσοφία. Η διαδικασία συνεχιζόταν καθώς κάποιος το ‘ξεπερνούσε’ και το πέρασμα του χρόνου αναλωνόταν στο να σώσει κανείς τη δική του ζωή, μετριάζοντας την πικρία από τον θάνατο των συντρόφων του, έναν θάνατο που όσο περνούσε ο καιρός μετατρεπόταν σε ανάμνηση…’!

 

Βρισκόμαστε στη δεκαετία του 1920, και η γνωστή απαγόρευση του αλκοόλ βρίσκεται  σε πλήρη ισχύ. Αυτό είναι το Σικάγο του αδίστακτου Αλ Καπόνε, ένας κόσμος κακοποιών, σοφών, σκληρών, των ευρωπαίων μεταναστών στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού, και όλων των άλλων γνωστών και αγνώστων που εργάζονταν και κινητοποιούνταν καθημερινά, με νόμιμες ή παράνομες δραστηριότητες,  στον συγκεκριμένο χώρο εκείνη την εποχή. Η δράση ξεκινάει γρήγορα στο μυθιστόρημα μετά την γνωριμία του αναγνώστη με τους βασικούς χαρακτήρες, δηλαδή τους Χοτζ  και Πάρλοου. Ο Τζάκι Ουάις,  ιδιοκτήτης ενός κλαμπ,  είναι νεκρός, κι’ όπως το θέτει ο Μάικ, πέθανε από μια ‘σπασμένη καρδιά’, δηλαδή του σαραβάλιασαν την καρδιά με ένα 45τάρι. Ο Χοτζ προσπαθεί με κάθε τρόπο να  μάθει περισσότερα για τον Ουάις,   ενώ ταυτόχρονα κυνηγάει ένα αγνό κορίτσι Ιρλανδικής καταγωγής με τον οποίο είναι πολύ ερωτευμένος. Η Άννι Γουόλς, εργάζεται σε ένα  ανθοπωλείο που προμηθεύει  λουλούδια για λογαριασμό του Ουάις. Δύσκολα μπορεί κάποιος στην αρχή να παρακολουθήσει την αφήγηση επειδή ο συγγραφέας ανοίγει ταυτόχρονα πολλά μέτωπα, ένα χαρακτηριστικό άλλωστε γνώρισμα και άλλων έργων του Μάμετ. Λίγο μετά τον θάνατο του Ουάις,   ο Χοτζ και η Άννι ολοκληρώνουν τη σχέση τους, αλλά εκείνη τη στιγμή, εμφανίζεται στην πόρτα του διαμερίσματος ένας μασκοφόρος ο οποίος πυροβολεί την Άννι αφήνοντάς την νεκρή και τον Χοτζ αναίσθητο και με πολλαπλά σωματικά τραύματα.

 

 

Η ιστορία πλέον προχωρά με κατακλυσμιαίο ρυθμό. Μεγάλες ιδέες και πολυποίκιλα θέματα αναλύονται, ξεδιπλώνονται και υφαίνονται μέσα στην αφήγηση. Η θλίψη, η ενοχή και η πολεμική ιστορία του Χοτζ,  όλα συναποτελούν και σχηματίζουν ένα σημαντικό και διαστρωματικό  κείμενο. Η επιθυμία του πρωταγωνιστή για αλήθεια, τιμωρία και παρηγοριά, είναι τα κύρια κίνητρα του. Η κάθε σελίδα βρίσκεται πλημμυρισμένη από απέραντη συγκίνηση. ‘…Η δύναμη  είναι δύναμη. Όσοι λένε άλλα δεν έχουν ιδέα τι είναι δύναμη. Η γνώση. Η γνώση είναι αυτό που μπορεί να σε σκοτώσει’, λέει κάπου ο συγγραφέας, μέσω ενός προσώπου στο μυθιστόρημα.

Πέρα από τον Χοτζ, υπάρχουν και δραστηριοποιούνται πολλοί άλλοι άνθρωποι και κάποιες φωνές βρίσκουν το δρόμο τους στην ιστορία η οποία  κατά περιόδους δείχνει αρκετά περίπλοκη και πλατειασμένη, δικαιολογημένα και αδικαιολόγητα. Καθώς όλο και περισσότερα γεγονότα  συσσωρεύονται, ο Χοτζ  αρχίζει να σκέφτεται έναν καινούργιο τρόπο μέσω των θανάτων να δει την αλήθεια. Η τοποθεσία είναι το κλειδί σε αυτό το μυθιστόρημα, ένα βιβλίο που δανείζεται το όνομά του από την πόλη στην οποία κατοικούν οι χαρακτήρες του μυθιστορήματος. Ο Μάμετ, γνωρίζει πολύ καλά το Σικάγο και τους ανθρώπους του και χρησιμοποιεί όλες τις παραμέτρους που αφορούν την πόλη με άψογο τρόπο. Ο τόνος και η γενικότερη διάθεση συνδέονται άρρηκτα με την  καθημερινότητα των μεγάλων πόλεων και την ποτοαπαγόρευση στις αρχές του εικοστού αιώνα. Κάποιοι είπαν ότι το βιβλίο ετούτο έγινε αφού ο Μάμετ πήρε μια ζωγραφιά του Έντουαρντ Χόπερ, και την τύλιξε στη συνέχεια με μερικά μυθιστορήματα του Τζων Στάινμπεκ και του Έρνεστ Χέμινγουεϊ,  ενώ ένας περιπλανώμενος Ρέιμοντ Τσάντλερ,  σε τακτά χρονικά διαστήματα προτείνει και τροποποιεί, τρυπώντας τον διάλογο ώστε να αποκτήσει τα χαρακτηριστικά ενός λογοτεχνικού νουάρ, παρά το γεγονός ότι σε αρκετά σημεία ο αναγνώστης μπερδεύεται με αυτό που λαμβάνει χώρα, αλλά και γοητεύεται ταυτόχρονα.

 

David Mamet

 

Θα μπορούσαμε εν κατακλείδει να πούμε ότι ένας μεγάλος βάρδος  επιστρέφει στο προσκήνιο, αυτή τη φορά με ένα μυθιστόρημα αφιερωμένο στην εποχή των μεγάλων αφεντικών και των γκάνγκστερ στην αγαπημένη του πόλη των ανέμων, το Σικάγο, με έξυπνους και επιμελημένους θεατρικούς διαλόγους ενσωματωμένους στη συμβατική πεζογραφία. Εκεί κρέμεται μετέωρο ένα από τα πολλά μυστήρια, το μεγαλύτερο από τα οποία είναι η ταυτότητα εκείνου που σκότωσε τη φίλη του Μάικ, την  Άννι Γουόλς. Του Μάικ, ο οποίος ήταν  ένας πρώην μαχητής στη Γαλλία, ο οποίος σκότωνε από ψηλά χωρίς να βλέπει τι διαδραματιζόταν κάτω στη γη που έπαιρνε φωτιά. Πολλές εθνικές ομάδες μεταναστών έρχονται στην αφήγηση, οι περισσότεροι των οποίων εμπίπτουν στην κατηγορία των παράνομων και κακών, εκτός ίσως της αποθανούσης  Άννι. Μια υποβλητική και εντυπωσιακή επιστροφή του Μάμετ, σε τελική ανάλυση, την οποία οι φίλοι και οι παθιασμένοι αναγνώστες του Μάμετ, σίγουρα  θα καλωσορίσουν. Το κατά πόσο όμως θα ενθουσιάσει τους άλλους αναγνώστες, εξαρτάται από τη διάθεση τους να εμφιλοχωρήσουν σε γνωστές και άγνωστες λεπτομέρειες και πιθανά γεγονότα που διαδραματίστηκαν στην πόλη των ανέμων ένα αιώνα πριν!

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top