Fractal

Σχετικά με δύο ταινίες των αδελφών Νταρντέν: «Ροζέτα» και «Δύο ημέρες, μία νύχτα»

Γράφει η Μαρία Γαβαλά //

 

dardenne

 

Βλέποντας την τελευταία ταινία των αδελφών Νταρντέν «Δύο ημέρες, μία νύχτα», καθ’ όλη τη διάρκειά της, είναι αδύνατον να μην θυμηθείς, να μην αναπολήσεις, να μην έχεις τους συνειρμούς, να μην ανατρέξεις και να μην αναφερθείς, είτε βλέποντας την ταινία είτε γράφοντας για την ταινία, σε ένα από τα προγενέστερα έργα τους, τη «Ροζέτα» -1999.

 

Βεβαίως, στο κοινό κινηματογραφικό έργο τους, η συνάφεια, η αλληλεξάρτηση και οι επάλληλες αναφορές, από ταινία σε ταινία τους, είναι σύνηθες φαινόμενο και ένα από τα ενδιαφέροντα στοιχεία της δουλειάς τους που έχει να κάνει, κυρίως, με τη συνεχή αναζήτηση του ανθρώπινου και ηθικού στοιχείου μέσα στη συλλογική δυσλειτουργία και δυσανεξία των σύγχρονων κοινωνιών και πολιτικών συστημάτων. Στις αφηγήσεις τους πάλλεται πάντοτε η καρδιά της Ευρώπης, με κομβικό σημείο και φυσικό ντεκόρ, συνήθως, την πόλη Σερένγκ ή την ευρύτερη βιομηχανική ζώνη του γαλλόφωνου Βελγίου, όπου και ο γενέθλιος τόπος των δύο κινηματογραφιστών. Όμως, εν προκειμένω, η άμεση σχέση μεταξύ των δύο συγκεκριμένων ταινιών, κατά την άποψή μου, προχωρεί ακόμα πιο πέρα, έτσι που θα μπορούσες να μιλήσεις για αιτιώδη συνέχεια, για συναρμογή ή και για διαρκή συνομιλία ανάμεσα στα δύο κινηματογραφικά εγχειρήματα.

d1

Η Ροζέτα, μόλις εκδιωγμένη από την παλιά της εργασία, ψάχνει να βρει καινούρια. Και το κάνει με τόση απαιτητική εμμονή, με τέτοια οργή και σκληρότητα, που οι άλλοι, για να την απομακρύνουν, για να απαλλαγούν από την οχληρή παρουσία της, συχνά καταφεύγουν στη βία. Κάτι που φυσικά ανταποδίδει κι εκείνη με τη σειρά της, δημιουργώντας παντού μπελάδες. Η Ροζέτα, εισπράττοντας επώδυνα την άρνηση της κοινωνίας να της δώσει την ευκαιρία να αξιοποιηθεί ως ενεργητικός και χρήσιμος άνθρωπος, γίνεται πρόσωπο ενοχλητικό, ένα ταραχοποιό στοιχείο. Τόσο ως πολίτης, όσο και ως άτομο, είναι ενταγμένη στο δόγμα «δεν θα κολλήσω στο τέλμα, δεν θα εγκλωβιστώ στο αδιέξοδο, αρνούμαι να εξαφανιστώ». Αυτή ακριβώς είναι και η εντολή, αντί προσευχής, που δίνει στον εαυτό της λίγο προτού την πάρει ο ύπνος. Έξω απ’ το ταπεινό νυκτερινό κατάλυμά της μαίνεται ο πόλεμος της ανεργίας. Καιροφυλακτεί η άλλη όψη της ευημερίας του δυτικού κόσμου, η σκοτεινή. Άρα, δεν φτάνει να δίνει κανείς εντολές στον εαυτό του για να καταφέρει να ενσωματωθεί σε έναν κόσμο, ο οποίος δεν κινείται πάντα με γνώμονα το κοινωνικά σωστό και το ηθικά δίκαιο. Τούτες όμως οι εντολές είναι το απαραίτητο καύσιμο για να μην βουλιάξει στην παραίτηση και στον εν ζωή θάνατο.

Η Ροζέτα είναι μια παρορμητική και αφτιασίδωτη κοπέλα, λίγο μετά την εφηβεία, με έντονα κατηγορηματικό-προστακτικό βλέμμα και αεικίνητο-ακαταπόνητο σώμα, προορισμένο να παλεύει ακολουθώντας ζωώδεις κανόνες, εκείνους ενός αγριμιού, διεκδικώντας με αυτό τον τρόπο την επιβίωσή της και την κοινωνική της ενσωμάτωση. Ανήκοντας σε ένα είδος περιθωρίου, κόρη απόντα πατέρα και αλκοολικής μητέρας, μένει σε τροχόσπιτο, σε καταυλισμό απόρων, στις παρυφές της πόλης, κάπου ανάμεσα σε έναν αυτοκινητόδρομο, ένα δάσος κι ένα ποτάμι. Σε αυτά τα κατατόπια, σε απόκεντρα σημεία, έχει τη συνήθεια να θάβει (ή να ξεχώνει) τα εμβληματικά αξεσουάρ της– έναν ιδιότυπο προσωπικό εξοπλισμό, αυτοσχέδιο τις περισσότερες φορές, που συγχρόνως είναι και το διακριτό όριο μεταξύ των δύο κόσμων στους οποίους κινείται–, σε διάφορες κρύπτες που της προσφέρουν γενναιόδωρα το χώμα και το νερό, ενόσω η κοινωνία αρνείται να της αναγνωρίσει το δικαίωμα στα πλέον ουσιώδη προς το ζην αξιοπρεπώς. Παράλληλα διαθέτει και μια ολόκληρη σειρά μυστικών κωδίκων – τόσο αντικείμενα, ευτελή μεν αλλά με ιδιάζουσα λειτουργικότητα, όσο και ένα σύνολο χειρονομιών, πολλές φορές με τελετουργική σημασία.

Για να υπάρξει ως αυτόβουλο, αυτοσυντήρητο, ελεύθερο άτομο, το οποίο επιπλέον έχει να σηκώσει στους ώμους του και μια μάνα ερείπιο ή τα βάρη ενός κακέκτυπου οικογένειας που ζει όπως-όπως, εν πολλοίς σε ζωώδη κατάσταση, η Ροζέτα αναγκάζεται να είναι κάτι ανάμεσα σε θηρίο και κορίτσι. Ανάμεσα σε άνθρωπο και σκυλί. Θύμα όσο και θύτης, πάει κόντρα στη φωτεινή πλευρά του εαυτού της, ακυρώνει τη συνθήκη φιλίας και εμπιστοσύνης, προδίδει τον μοναδικό άνθρωπο που δείχνει να ενδιαφέρεται για το άτομό της, τον συμπαθή και καλόπιστο Ρικέ, εφαρμόζει ανελέητα – με τη σειρά της – την αρχή τού «ο θάνατός σου, η ζωή μου» και «ο σώζων εαυτόν σωθήτω», και κλυδωνίζεται μεταξύ μιας σχεδόν ενστικτώδους παραβίασης των νόμων της ηθικής, από τη μια, και της ντροπής ή των ενοχών της απ’ την άλλη.

Η Ροζέτα, στις ξέφρενες διαδρομές της μες στη φύση αλλά και στο αστικό τοπίο, ξεφεύγει, απομακρύνεται, απ’ το βλέμμα του θεατή, θυμίζοντας βέλος που εκτοξεύεται έτσι ώστε να βρει αλάθητα το κέντρο του στόχου. Και κατόπιν επιστρέφει, σε μετωπική σχέση προς τον θεατή αυτή τη φορά, για να μεταφέρει τα συνήθως δυσάρεστα μαντάτα, αλλά με τέτοια πείσμονα, αιχμηρή και απτόητη διάθεση, ώστε ποτέ δεν δίνει την εντύπωση της ολωσδιόλου ηττημένης.

 

d2

 

d3

 

Έχοντας ως ερμηνεύτρια την Εμιλί Ντεκέν – ένα εντελώς άγνωστο έως τότε κινηματογραφικό πρόσωπο που σημαδεύει την οθόνη σαν κομήτης ή σαν θραύσμα από ηφαιστειογενές πέτρωμα –, διαθέτοντας ένα μεστό σενάριο με πολλαπλές και «δίπολες» σημασίες, απόλυτα οργανωμένο και ισορροπημένο μέχρι την παραμικρή λεπτομέρεια, χωρίς ίχνος σχηματικότητας ή απλουστευτικών λύσεων, και με μια κινηματογράφηση που κόβει την ανάσα –κάτι μεταξύ άγριου καλπασμού και καταδίωξης, με την κάμερα στο χέρι να ακολουθεί την ηρωίδα κατά πόδας, καδράροντας επίμονα την πλάτη και το σβέρκο της, τα δύο σημεία του ανθρώπινου σώματος που μπορούν να σηκώσουν υπέρογκα βάρη ή να προβάλλουν αντίσταση –, οι αδελφοί Νταρντέν έφτιαξαν μια από τις καλύτερες ταινίες τους, μια ελεγεία της ανοχύρωτης και πληγωμένης νιότης μες στην αναλγησία της κυρίαρχης τάξης πραγμάτων, μια ταινία στεγνή από μουσική και δάκρυα – κι αυτά τα ελάχιστα που θα χυθούν, θα είναι για λόγους ντροπής.

«Δεν πρέπει να κλαις» είναι και η εντολή της Σαντρά προς τον εαυτό της, δεκαπέντε χρόνια μετά, στο «Δύο ημέρες, μία νύχτα». Η Σαντρά φοβάται, βλέπει εφιάλτες, παθαίνει κρίσεις άγχους. Εκείνο που την τρομάζει, κυρίως, είναι πως δεν θα μπορέσει να αποδείξει ότι είναι ικανή να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες, και να υπερπηδήσει τα εμπόδια στη ζωή της. Δεν θέλει όμως και να καταρρεύσει, ούτε να εμφανίζεται ως θύμα που αναζητά τη συμπόνια των συνανθρώπων της. Έχει φτάσει στα όρια ελλείμματος, τόσο ενέργειας όσο και λόγου. Κάνει τις ίδιες κινήσεις, την ίδια επίσκεψη από σπίτι σε σπίτι, από πόρτα σε πόρτα, προφέροντας τις ίδιες πάντα λέξεις, λες κι έχει αποστηθίσει ποιηματάκι. Ο κίνδυνος είναι ορατός: η εντολή προς τον εαυτό, από σάλπισμα εμψύχωσης υπάρχει φόβος να μετατραπεί σε μηχανικό τραύλισμα, σε σύμπτωμα κατατονίας, και η έκκληση προς τους άλλους για βοήθεια, να ξεπέσει σε μονότονο, αντιπαθές, οχληρό, τροπάριο επαιτείας.

 

d4

 

Η ηρωίδα του «Δυο ημέρες, μια νύχτα» είναι πλέον μεστωμένη γυναίκα, παντρεμένη και μητέρα δύο παιδιών. Καθόλου ασουλούπωτη και χειμαρρώδης, όπως η Ροζέτα, αντιθέτως δειλιασμένη και αμήχανη, αλλά με την ομορφιά και τη γοητεία της (διαμέσου της σταρ και πολύ ικανής ηθοποιού Μαριόν Κοτιγιάρ) να διασώζεται αλώβητη, παρόλη την ψυχολογική και συναισθηματική της κατάρρευση (πρώτα η κρίση κατάθλιψης, κατόπιν η απομάκρυνσή της από τη δουλειά). Από κει και πέρα όμως τα εμφανέστατα κοινά σημεία με τη Ροζέτα είναι πολλά. Η Σαντρά, πρόσωπο εξίσου οχληρό με τη Ροζέτα, «μπελαλίδικο» και κινηματογραφημένο με την πλάτη γυρισμένη στον θεατή, όπως ακριβώς και η Ροζέτα, μια ηρωίδα διαδρομών, όπως και η ομόλογός της, θα μπορούσε θαυμάσια να είναι η συνέχεια και η εξέλιξη της Ροζέτας ή η Ροζέτα θα μπορούσε, εξίσου πολύ φυσικά, να έχει δώσει τη σκυτάλη στη Σαντρά. Και τα δύο πρόσωπα έχουν μείνει χωρίς δουλειά, και τα δύο περιθωριοποιούνται χωρίς τη θέλησή τους σε έναν κόσμο ανεργίας και φτώχειας για τους πολλούς, κέρδους για τους λίγους, και τα δύο αρνούνται να υποταχτούν, να σιγήσουν και να μετατραπούν σε σώματα «απόντα» που περικλείουν βαλτωμένες ψυχές. Και τα δύο συντηρούνται, στην κυριολεξία, με ψίχουλα και φάρμακα: γκόφρες, ψωμί με ζάχαρη, ένα αυγό, για τη Ροζέτα – αντικαταθλιπτικά με τη χούφτα, για τη Σαντρά. Και οι δύο ηρωίδες καταναλώνουν μεγάλες ποσότητες νερού, σαν φυτά που αγωνίζονται να μην ξεραθούν. Η Ροζέτα όμως κόβει την ταπεινή φέτα ψωμιού σε γεωμετρικές φέτες και συμμετρικά τετραγωνάκια, προτού τη φάει, και η Σαντρά οργανώνει με σχολική ακρίβεια και νοικοκυροσύνη τις επισκέψεις της (σαν να έχει χαράξει την πορεία της πάνω σε καντριγιέ χαρτί) από σπίτι σε σπίτι, από κατώφλι σε κατώφλι, προκειμένου να απαγγείλει το στεγνό ποιηματάκι της με τη μονολεκτική επωδό: «αλληλεγγύη». Τι ζητάνε από την κοινωνία, απ’ την οποία δεν θέλουν να αποκοπούν εντελώς, παλεύοντας να κρατηθούν με νύχια και με δόντια, οι δύο ηρωίδες; Αλληλεγγύη. Και δεν επαιτούν. Το απαιτούν. Μια θέση ανειδίκευτου βοηθού (τελευταίας σειράς) για τη Ροζέτα, μια θέση χαμηλόμισθης εργάτριας σε εργοστάσιο φωτοβολταϊκών για τη Σαντρά. Και οι δύο όμως περιπτώσεις διεκδίκησης προ-απαιτούν μια βαριά θυσία. Το «πτώμα» του Ρικέ στην περίπτωση της Ροζέτας, την απώλεια του πριμ των 1.000 ευρώ για τους συναδέλφους της Σαντρά, ενός μαγικού ποσού που θα μπορούσε να καλύψει κάποιες απ’ τις ρωγμές του κόσμου τους ή της ύπαρξής τους, προκειμένου η ζωή τους να γίνει περισσότερο υποφερτή. Τι μετράει περισσότερο; Η ανόρθωση μιας καταποντισμένης ύπαρξης ή τα χίλια ευρώ και οι τρύπες που θα κλείσουν, μέσω αυτών των χρημάτων; Όταν η Ροζέτα καταφέρνει να βουλώσει, με χαρτί υγείας, τις χαραμάδες στο παράθυρο του τροχόσπιτού της, για να μην κρυώνει, ο θεατής επιδοκιμάζει την επινοητικότητά της. Άρα, με την ίδια διάθεση παραδοχής του δικαίου και σωστού, θα ταχθεί με το μέρος των μεροκαματιάρηδων συναδέλφων της Σαντρά, ενώ δεν θα διστάσει ταυτοχρόνως να πάρει και το μέρος της ίδιας της Σαντρά. Το δίκιο των πολλών δεν ακυρώνει το δίκιο του ενός. Ή το αντίστροφο. «Το σωστό», λέει ένας απ’ τους εργαζόμενους, «θα ήταν, και η Σαντρά να μην χάσει τη δουλειά της, και το πριμ να δοθεί στους υπόλοιπους». Κάτι όμως που εν προκειμένω φαντάζει σαν ρομποτική λύση σε φιλμ επιστημονικής φαντασίας. Να, λοιπόν γιατί καταναλώνει με τη χούφτα τα αντικαταθλιπτικά της η Σαντρά. Για τους ίδιους λόγους που η Ροζέτα αναζητά μαγικές λύσεις στο χώμα, στο νερό και στα ευτελή υπάρχοντάς της. «Μαμά! Μαμά!» ζητάει απεγνωσμένα βοήθεια η Ροζέτα, μισοβυθισμένη στο ποτάμι – σε μια από τις πιο σπαραχτικές, κινηματογραφημένες, σκηνές εγκατάλειψης παιδιού απ’ τη μάνα του. «Αλληλεγγύη! Αλληλεγγύη!» επαναλαμβάνει με τον δικό της σπαραχτικό τρόπο η Σαντρά στα κατώφλια των μίζερων εργατικών κατοικιών, για να εισπράξει και κάποιες θετικές απαντήσεις συμπαράστασης μέσα σε ισάριθμες αρνήσεις. Και οι δύο θα καταφέρουν να διασωθούν τελικά, και σ’ αυτό θα συντελέσει τα μέγιστα το αντρικό πρόσωπο, κοινό και εξίσου καταλυτικό στις δύο ιστορίες, ενσαρκωμένο στον ίδιο σχεδόν χαρακτήρα, μέσω του ίδιου ηθοποιού, του Φαμπρίτσιο Ροντζιόνε, που από Ρικέ στο πλευρό της Ροζέτας, θα γίνει Μανύ στο πλευρό της Σαντρά. Ένας ρόλος, δύο ρόλοι για την ορθότητα των πραγμάτων, που όσο κι αν φαίνονται δευτερεύοντες σε πρώτη ματιά, στην πραγματικότητα αποτελούν καθοριστικό παράγοντα, με βαρύνουσα σημασία. Διότι πρόκειται για τον σύντροφο, που δεν θα στηρίξει απλώς τις δύο πάσχουσες ηρωίδες, αλλά θα τις βοηθήσει να κοιτάξουν κατάματα την ντροπή τους, και στο τέλος να καταφέρουν να την προσπεράσουν (αν όχι να την ξεπεράσουν) συνεχίζοντας τις ζωές τους. Υποκείμενα ντροπής τα δύο θηλυκά πρόσωπα, επειδή μέσα στην ανάγκη τους για ζωή επιλέγουν να απαιτήσουν τη θυσία εκ μέρους των άλλων, θα καταφέρουν, εν τέλει, να προσεγγίσουν και να αγγίξουν αληθινά και ανθρωπινότερα το έτερον, αρσενικό, σώμα απ’ το οποίο είχαν αποξενωθεί. Η μεν Ροζέτα θα κοιτάξει ευθέως στα μάτια τον Ρικέ, παύοντας να παριστάνει το αγρίμι και ομολογώντας, με το βουρκωμένο βλέμμα της, πως όντως είναι γυναίκα και όχι ανήμερο θηρίο του δάσους. Η δε Σαντρά, στο τέλος της διαδρομής της επώδυνης μύησής της, θα ανοίξει, επιτέλους, για πρώτη φορά ικανοποιημένη το κινητό της για να αναγγείλει στον Μανύ, πως έστω κι αν τα πράγματα δεν είχαν το ποθητό αποτέλεσμα, ο αγώνας που έδωσαν άξιζε τον κόπο. Είχε αξιοπρέπεια μέσα στην οχληρότητά του, και συνέβαλε στο ξεκαθάρισμα παντός λογαριασμού, όπως και στη σαφή συνειδητοποίηση της ταυτότητας των πραγμάτων. «Ω, Ζαν, τι παράξενες διαδρομές έπρεπε να κάνω για να σε συναντήσω…» λέει ο Μισέλ, στο φινάλε του Πορτοφολά του Ρομπέρ Μπρεσόν. Πράγματι, πόσες διαδρομές έπρεπε να κάνει η Σαντρά, προκειμένου να αποδεχτεί – μέσα από την εξέλιξη της διεκδίκησης του αιτήματός της, και τη γενναία επιλογή της να μην συντελέσει, με την εκ νέου πρόσληψή της, στο να βρεθεί ένας άλλος εργαζόμενος στη δική της μοίρα (δείγμα συναισθηματικής ενηλικίωσης και ηθικής ωριμότητας) – πως το να χάσει κανείς τη δουλειά του δεν είναι το τέλος του κόσμου, και πως έχει όλες τις ευκαιρίες δικές του ώστε να ξαναπροσπαθήσει… Η περιπέτεια της μύησης, η γνώση μέσα απ’ την άδικη τιμωρία, η παραδοχή της ντροπής, οδήγησαν σε διαπιστώσεις ουσίας.

 

d5

 

Η Σαντρά πιθανόν δεν ήταν τόσο άρρωστη όσο μας άφησε να νομίσουμε, τόσο ανίκανη να αντεπεξέλθει όσο επέμενε να μας κάνει να πιστέψουμε. Άθελά της, επίσης, μας ξεγέλασε οδηγώντας μας σε έναν λαβύρινθο υπαρξιακού σκότους, όπου πολλές φορές είχαμε τη βεβαιότητα πως ο αγώνας ήταν μάταιος. Το αντίθετο, λοιπόν, αποτέλεσμα αποκτά πρόσθετη βαρύτητα και αξία. Κάθε αναγέννηση και επανένταξη κερδίζει, επάξια, το έπαθλό της, το διακριτικό τιμής που, στην προκειμένη περίπτωση, κυρίως είναι η κερδισμένη αυτοεκτίμηση της ηρωίδας.

Σαφώς κατώτερο, ως τελικό αποτέλεσμα, το «Δύο ημέρες, μια νύχτα» από τη «Ροζέτα», και κάποιες φορές ολισθαίνοντας σε κάπως κοινότοπα σχήματα, ή ευκολίες, δεν παύει να είναι ένας ενδιαφέρων σταθμός στην καλλιτεχνική πορεία των αδελφών Νταρντέν. Ως προς τον πιο πάνω ισχυρισμό: η διεκδίκηση της Σαντρά, από σπίτι σε σπίτι, ενίοτε μας αφήνει την αίσθηση πως παρακολουθούμε ένα ανιαρό γκάλοπ, οι αλλαγές συναισθημάτων και αποφάσεων των προσώπων συχνά γίνεται απότομα, μηχανικά ή αδικαιολόγητα, η αμφιθυμία της ηρωίδας επίσης έχει ανάλογα χαρακτηριστικά. Βλέπε, για παράδειγμα, τη συνάντηση της Σαντρά με τον συνάδελφο που προπονεί την παιδική ομάδα ποδοσφαίρου, και την ουρανοκατέβατη αντίδρασή του, παρά το γεγονός πως η ίδια η αντίδραση αναλύεται και δικαιολογείται… Ή την ολοσχερή μεταστροφή της συζύγου, που ως διά μαγείας παρατάει τα πάντα, όλη την προηγούμενη ζωή της, για να σταθεί στο πλευρό της φίλης της… Και κυρίως, εκείνο που είναι εμφανέστατο: όλη η διαδικασία πυριγενούς έκρηξης, το κύριο χαρακτηριστικό της «Ροζέτα», στην τελευταία ταινία έχει ξεθυμάνει σε ασταθή εκτόνωση. Οι αμήχανες συγκινησιακά στιγμές, είναι κάτι στο οποίο δεν μας έχουν συνηθίσει οι αδελφοί Νταρντέν, που κατά κανόνα απεχθάνονται τα «έτοιμα πακέτα» ψυχολογίας, επιλέγοντας μόνο συγκεκριμένες, λιτές, καθοριστικές, καταστάσεις, οι οποίες δημιουργούν εξίσου διαυγείς συμπεριφορές, φέρνοντας στον νου τα καθαρόαιμα μπρεσονικά μοντέλα.

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top