Fractal

Διήγημα: “Δανεική ζωή”

Της Αρετής Καμπίτση // *

 

 

 

 

Οι μεσημεριανές αχτίνες του ήλιου θέριευαν πάνω από το μεγάλο βουνό που έστεκε για αιώνες πίσω από το σπίτι. Άφοβες, ακέραιες, με μια θρασύτητα τέτοια που δεν δίστασαν να γλείψουν τις γάμπες των κατάλευκων ποδιών της, έτσι όπως καθόταν στην λεκάνη του απόπατου. Πήγαινε συχνά σε εκείνο το δωμάτιο, τον καμπινέ, όπως τον έλεγε η μάνα της, που διάολε βρισκόταν έξω από το σπίτι. Το είχε καταπιεί κι αυτό. Μια ζωή στο χωριό, αποκομμένη από την πόλη που λάτρευε και με μανία ήθελε να γυρίσει κοντά της. Οι κακοτυχίες της ζωής όμως την είχαν εγκλωβίσει σε τούτο εδώ το απόμερο χωριό. Κλώτσησε τα πόδια της να αποφύγει τον ήλιο. Για μια στιγμή τον μίσησε κι αυτόν. Απ’ έξω ακούγονταν οι τσιρίδες παιδιών που έπαιζαν στον δρόμο κάτω από το σπίτι. Ανάμεσά τους ξεχώρισε τις φωνές των δικών της παιδιών. Τα κουβαλούσε κι αυτά μαζί της, αιώνια, σαν από ανάγκη, σαν μια σανίδα σωτηρίας στην μίζερη ζωή.

Ο ήχος του νερού σήμανε το τέλος της παραμονής στον απόπατο. Σηκώθηκε, ανέβασε τα εσώρουχα κι άνοιξε το νερό της βρύσης να τρέξει καυτό άφθονο, όσο έπρεπε να ξεπλύνει τον σκονισμένο ιδρώτα που είχε καθίσει στο σώμα της από τις δουλειές της ημέρας. Το άφησε να τρέξει στην παλάμη της και μόλις το αισθάνθηκε ικανό να το αντέξει το ταλαιπωρημένο της σώμα, το άφησε να γεμίζει την πολυχρησιμοποιημένη μπανιέρα και κατευθύνθηκε προς το σπίτι.

-Θα βγω, είπε κοφτά στη μάνα της.

-Άμα τα μάθει ο άντρας σου αυτά τα σούρτα φέρτα θα μας πλακώσει και τις δυο στο ξύλο.

-Ούτε να ξεσκάσει δεν μπορεί κανείς σε αυτό το σπίτι χωρίς γκρίνια, αναστέναξε.

-Και τα παιδιά;

-Εσύ γλυκιά μου μανούλα, είπε και χωρίς να δώσει συνέχεια στην κουβέντα τράβηξε προς το υπνοδωμάτιο.

Το υπνοδωμάτιο, ήταν ένα δωμάτιο δεκαπέντε τετραγωνικά όλο κι όλο κι εκεί υπήρχαν στοιβαγμένα τέσσερα κρεβάτια, χαρτόκουτες γεμάτες με ρούχα, άλλα πιο μικρά κουτιά γεμάτα αναμνήσεις, μιας ζωής δανεικής που δεν ταίριαζε σε τούτο το μέρος. Μα είχε σκοπό όλα να τα αλλάξει. Είχε σκεφτεί πολύ καιρό τώρα, πως όσα είχε υπομείνει ήταν αρκετά, πως είχε φτάσει ο καιρός να χαμογελάσει ξανά και να δραπετεύσει σε μια άλλη αγκαλιά, μόνο που αυτή εδώ θα ήταν τρυφερή κι όχι άγρια σαν του άντρα της, που ο έρωτας θα συνοδευόταν από ανάσες χρωματισμένες με πάθος κι όχι βουβές όπως τόσα χρόνια συνήθιζε σ’ αυτό το καταραμένο δωμάτιο.

Τα χείλη της χαμογέλασαν, τα μάτια της έλαμψαν, άρπαξε μια πετσέτα και βγήκε έξω, έφτασε ως τον καμπινέ και χώθηκε μες στην μπανιέρα. Ένοιωσε το σώμα της ανάλαφρο καθώς βυθιζόταν στο νερό, όπως το είχε νοιώσει τόσες και τόσες φορές στην αγκαλιά εκείνου. Κι εκείνος δεν ήταν παρά ένας άνθρωπος, που όπως έλεγε ,ο θεός της είχε στείλει στη ζωή της για να την σώσει.

Πνιγμένη ανάμεσα σε σανίδες σωτηρίας, η ζωή κυλούσε και την συμπαρέσερνε μαζί με τα αποκαΐδια μιας αλλοτινής ευτυχίας που είχε ονειρευτεί μα ποτέ δεν έζησε και τώρα σ’ αυτόν τον έρωτα είχε εναποθέσει όλες της τις ελπίδες. Θα του το έλεγε απόψε. Το ήξερε μέσα της πως είχε φτάσει ο καιρός για το μεγάλο βήμα.

Τις σκέψεις της διέκοψε ένα χτύπημα στην πόρτα.

-Μαμά, ακούστηκε μια παιδική φωνή.

-Φύγε, απάντησε εκνευρισμένη.

Η φωνή σιώπησε όπως και οι σκέψεις της. Εκνευρισμένη άρχισε να ξυρίζει τα πόδια της, τις μασχάλες της, να τρίβεται παντού με το σκληρό σφουγγάρι που είχε χάσει τη σφριγηλότητά του. Εκείνο το μαμά την καταδίκασε στην πραγματικότητα. Μια άθλια πνιγηρή καθημερινότητα από όπου μόνο εκείνος μπορούσε να την φυγαδεύσει. Σκορπίστηκε ξανά στις σκέψεις της.

Πάλεψε πολύ με τις παλιόκουτες ώσπου να βρει ένα ρούχο της προκοπής να ντύσει το κορμί της, έτσι όπως θα ταίριαζε σε μια παράνομα ερωτευμένη, που σύντομα θα συναντούσε το αντικείμενο του πόθου της. Μπογιάτισε άτσαλα το πρόσωπό της και χωρίς να δώσει πολλά θαρρετά στη μάνα της, κατηφόρισε στον δρόμο που είχε σκοτεινιάσει, ξεκλείδωσε την πόρτα του αυτοκινήτου, έβαλε την μουσική στη υψηλότερη ένταση και ξεκίνησε.

Όλα τα είχε σκεφτεί, τον έρωτα, το σπίτι όπου θα ζούσαν, την οικογένεια που θα έφτιαχναν μαζί, την ευτυχία που της χρωστούσε η ζωή. Αφού προχώρησε αρκετά μακριά από τον ερημικό δρόμο, που ένωνε το χωριό με την πόλη, η αναπνοή της έγινε πιο ζωηρή, η ανασφάλεια την αποχαιρέτησε, τα αδιάκριτα μάτια δεν την παρακολουθούσαν πια. Όλα τα είχε προβλέψει, τα είχε μελετήσει έτσι όπως είχε ονειρευτεί, μα εκείνο το παγερό όχι και τα μασημένα ψεύτικα λόγια, τις δικαιολογίες για το τέλος της συνάντησης, δεν τα είχε υποψιαστεί. Και δεν την πλήγωσε το όχι που άκουσε από τα χείλη του άντρα, όσο που θα έπρεπε να υποστεί ακόμα μια φορά τον εξωτερικό απόπατο, τις τσιρίδες των παιδιών, τον χωμάτινο δρόμο του χωριού, την μιζέρια του άντρα της, τις επιθετικές ματιές της μάνας της. Μα περισσότερο από όλα δεν άντεχε την ευτυχία των γύρω της, που εκείνης της κόστιζε ακριβότερα για να την αποκτήσει.

Το πρόσωπό της σκυθρώπιασε, τα μάτια γέμισαν με δάκρυα και κάτω από το φως της λάμπας κλώτσησε την ρόδα του αυτοκινήτου. Μόνη κι αποκαμωμένη, απελπιστικά προσβεβλημένη. Ακολούθησε τον σκοτεινό δρόμο, πάρκαρε το αυτοκίνητο στην γνωστή θέση, ανέβηκε τον ανήφορο, άνοιξε αθόρυβα την πόρτα, πέταξε από πάνω της τα ρούχα και χώθηκε στο κρεβάτι. Ένοιωσε μιαν ανακούφιση που εκείνο το βράδυ δεν μοιραζόταν το κρεβάτι με τον άντρα της, για μια στιγμή, γιατί αμέσως μετά συνειδητοποίησε, πως ούτε να κλάψει δεν μπορούσε κανείς σ’ αυτό το σπίτι χωρίς ένα γιατί!

 

 

 

* Η Αρετή Καμπίτση ζει και εργάζεται στα Χανιά. Έχει γράψει δύο μυθιστορήματα («Δύο κουταλιές ζάχαρη» και «Μικροί θεοί»). Είναι ερωτευμένη με το αδοκίμαστο και το αντιδραστικό και δεν παύει να ελπίζει σε ένα καλύτερο αύριο. Στο facebook θα την συναντήσετε με το όνομα areti kampitsi.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top