Fractal

«Αδιάκοπα πληρώνω, γράφοντας»

Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος //

 

«Δανεικά αγύριστα» της Γεωργίας Τριανταφυλλίδου, σελ. 56, Εκδ. Κίχλη

 

Για τους παρατυχόντες που θα αντιληφθούν πως οι οικονομικοί όροι είναι αυτοί που ανατέμνουν την τελευταία ποιητική συλλογή της Γεωργίας Τριανταφυλλίδου, ίδιον της εποχής που ψάχνει ακόμη και κάτω από την πέτρα ένα νόμισμα, έρχεται ένας στίχος της να εξηγήσει πολλά: «Και τώρα αδιάκοπα πληρώνω, γράφοντας» («Δήλωση ρητής επιφύλαξης»).

Το δάνειον σε τούτη την περίπτωση είναι η μυστικότητα της γραφής, αλλά και η απαραγνώριστη υποχρέωση του γράφοντος να καταθέτει τον οβολό του άπαξ και διά βίου. Αυτά τα δανεικά ούτε προτίθενται να αποσιωπηθούν, αλλά μηδέ και να εξοφληθούν. Μένουν πάντα δανεικά και πάντα αγύριστα.

Υπάρχουν υποστρώματα στη συλλογή της Τριανταφυλλίδου. Η ίδια τα εναλλάσσει από ποίημα σε ποίημα χωρίς να μας αφήνει σε… ησυχία. Το κέντρο βάρους μετατίθεται πότε σε ποιήματα ενδομορφικά, ερωτογενή και συναισθηματικά γοερά (αν και με συγκρατημένο μέτρο) και άλλα που τρέχουν στην πόλη, διατρέχουν δρόμους, φαίνονται να έχουν μια διάθεση εξωστρεφή, κάτι σαν μικρά σενάρια πόλης (μια σεκάνς, όχι κάτι παραπάνω). Και στις δύο περιπτώσεις, όμως, υπάρχει πάντα η ποιητική σκέπη να τα καλύψει με τα χρώματα των λέξεων που επιλέγει η ποιήτρια.

Μα, κι εδώ η επιλογή της είναι ενδιαφέρουσα: από εικόνες που δημιουργούν διαισθητικές εκπνοές, περνάει σε λέξεις κοινές (… κοινότατες), οι οποίες όμως χρησιμοποιούνται με το ειδικό βάρος τους και όχι με το φθαρμένο προσωπείο τους. Κάπως έτσι τα μαλλιά ισιώνουν από την αγωνία ή το χρέος είναι προς ένα βράχο, αλλά την ίδια στιγμή (διόλου αντιστικτικά) υπάρχουν ευθύβολες στιγμές με ανθρώπους που μαστορεύουν μόνοι τους στο σπίτι, ένας ηλεκτρολόγος που έβαλε κίτρινα φώτα στα χωριά των Σερρών για να δει ποια είναι η ομορφότερη, ένας οδηγός λεωφορείου ή πώς τρώει ο Θανάσης με το χορτοφάγο βλέμμα του.

Η απεύθυνση μπορεί να είναι της γυναίκας προς το έτερον ήμισυ, της ποιήτριας προς το ποίημα (υπάρχουν ποιήματα ποιητικής στη συλλογή που προσφέρουν έναν εξαίσιο στοχασμό), της ποιήτριας προς το κοινωνικό γίγνεσθαι, αλλά και προς τα προσφιλή άτομα όπως ο πατέρας και η μητέρα. Ποτέ, όμως, με έναν τροπισμό. Σε αυτό, η Τριανταφυλλίδου έχει πετύχει μια θαυμαστή ισορροπία που υπό άλλες συνθήκες θα ήταν επισφαλής. Στο ένα ποίημα γίνεται δηκτική, στο άλλο συναισθηματικά ευάλωτη και σε κάποιο τρίτο αποκτάει μια διάθεση ειρωνική, σαρκαστική ή κρούει την πόρτα του παραλόγου.

 

Γεωργία Τριανταφυλλίδου

 

Ίσως, αυτό που κάνει «προσβάσιμα» τα ποιήματα και τους ανοίγει την πόρτα προς την κατά μόνας ανάγνωση είναι η οικειότητα με την οποία έχουν ενδυθεί. Η Τριανταφυλλίδου δεν επιθυμεί να γράψει κρυπτική ποίηση, ούτε να εκπλήξει με μιαν κάποια λεκτική ή εικονοποιητική αυθάδεια. Ακολουθεί ένα συγκεκριμένο παλμό, δεν αποχωρεί από αυτόν και επί σκοπώ δείχνει να θέλει να αποτυπώσει εκείνες τις στιγμές που όλοι γνωρίζουμε και με ενστικτώδη ζέση αποφασίζουμε να τις αφήσουμε στην άκρη. Είναι, προφανώς, η τάξη του βλέμματος που καθορίζει τα στοιχεία της παρατήρησης. Μόνο που έχουμε να κάνουμε με το εσωτερικό μάτι, αυτό της ψυχής, που κερδίζει την μάχη του ειδώλου στον καθρέφτη. Αν διαβάσει κανείς το ποίημα «Απορία στην κάθοδο από τον πέμπτο χωρίς ανελκυστήρα», θα βρει σίγουρα μια νέα οπτική γύρω από την προβληματική του Μπόρχες για τους καθρέφτες, τα πολλαπλά είδωλα και τις αντανακλάσεις τους.

Η τρίτη συλλογή της, αν και θεματικά  και υφολογικά ποικίλει, βρίσκει την Τριανταφυλλίδου σε μια ώριμη φάση. Δεν υπάρχουν ακαριαία ξεσπάσματα, αλλά δεν υπάρχουν και άκομψες καταβυθίσεις. Αντιθέτως, εμφανίζονται με παλιρροϊκή φυσικότητα όλα εκείνα τα στοιχεία που συνθέτουν τα εσωτερικά τοπία των ανθρώπων και της ποιήτριας. Και δηλώνονται με δεξιότητα, με αξιοθαύμαστη έκφραση και ήρεμη λεπτότητα.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top