Fractal

Δύο μικροδιηγήματα: “Dance me to the end of love” & “Happy End”

Της Τώνιας Τσαρούχα // *

 

 

f12

 

Dance me to the end of love

 

Περιμένει να βράσει το νερό για τα μακαρόνια. Όσο περιμένει, κοιτάει απ’ το παράθυρο της κουζίνας τις γλάστρες στη βεράντα. Ως και οι κάκτοι κάηκαν σήμερα. Στέγνωσαν οι γαρδένιες και τα γαρίφαλα. Τα τσουρούφλισε η κάψα κι ο αχαϊρευτος δεν φιλοτιμήθηκε να τους ρίξει λίγο νερό. Να του ρίξει το καυτό νερό, για να δει πως είναι, σκέφτεται. Κωλοβαράει όλη μέρα και δεν βοηθάει στο ελάχιστο. Κι όταν η δούλα γυρίζει ξεθεωμένη απ τη δουλειά, βρίσκει το σπίτι αχούρι. Διάσπαρτο κουτάκια μπίρας, ξέχειλα τασάκια, πιάτα και ποτήρια, που ο τεμπέλαρος δεν κάνει, καν, τον κόπο να πάει στο νεροχύτη. Άσε δε το μπάνιο, σαν αποδυτήρια μετά απο επίσκεψη ποδοσφαιρικής ομάδας και των οπαδών της .

Με την απόλυση, την κατάθλιψη κι όλα τα άλλα, ο γιατρός είπε να μην τον πιέζει, ως πότε όμως.

«Τόσο δύσκολο είναι να συμμαζέψεις λίγο εδώ πέρα. Δεν είμαι μάνα σου ούτε υπηρέτρια» ωρύεται, μόλις τον ακούει να πλησιάζει. Γυρίζει το κεφάλι προς το μέρος του και τον βλέπει να χορεύει μπαλέτο-παρωδία νοικοκυροσύνης, φορώντας κίτρινη ποδιά με ροζ πουά και φακιόλι στα μαλλιά. Αντί να γελάσει, τσαντίζεται. Ρίχνει τα μακαρόνια στο νερό που κοχλάζει και ανάβει τσιγάρο, μετά από μια βδομάδα αποχής. Εισπνέει τον καπνό με βαθιά ρουφηξιά. Εκπνέει με ανάσα ανακούφισης. Χαλαρώνει και σταδιακά σχηματίζεται μέσα της μια απόφαση που ανέβαλε καιρό τώρα .

Ανάβει, σβήνει δεύτερο τσιγάρο και ψιλοκόβει ζαρζαβατικά για τη σάλτσα. Ψιλοκόβει και το δάχτυλό της. Άουτς! Κάνει και βουρκώνει. Επιπόλαια η πληγή, αλλά είναι το αποκορύφωμα μιας κούρασης, όχι μόνο σωματικής, που την κάνει να ξεσπάσει σε υστερικά δάκρυα .

«Να το φιλήσω να γιάνει » της λέει .

Την πιάνουν τα γέλια, σαν να τον είδε με την ποδιά και το φακιόλι εκείνη ακριβώς τη στιγμή. Ή, σαν να αντιλήφθηκε, επιτέλους, την σημασία ενός ανεκδότου που μέχρι τότε της διέφευγε. Πάντα κατάφερνε να την κάνει να γελάει -ανεξάρτητα με το πόσο τα είχε σκατώσει. Εδώ που τα λέμε, πάντα την κατάφερνε γενικά..

Για μερικές, σαν κεχριμπάρι στιγμές, υποκύπτει στην σαχλοαξιολάτρευτη γοητεία του. Αλλά το βλέμμα της είναι. κιόλας, νοσταλγικό. Από τώρα και στο εξής θα τον κοιτάζει μόνο υπό τη σκέπη αυτής της νοσταλγίας. Πιο παράδοξο κι απ το παράδοξο να σου λείπει αυτός που έχεις απέναντί σου. Μάλλον αναπολείς κάποια παλιότερη, πιο αστραφτερή, εκδοχή του. Μάλλον σχεδιάζεις, ήδη, ένα μέλλον που δεν τον συμπεριλαμβάνει.

Αγκαλιάζονται και φιλιούνται σαν να είναι η πρώτη τους φορά.

Αλλά είναι η τελευταία .

 

 

 

Happy End

 

Η Φρόσω ήταν ροζ και μαλακιά σαν τσιχλόφουσκα, χρυσογάλανη σαν καλοκαιρινή παραλία. Τέλειωσε το σχολείο πριν δυο χρόνια και δούλευε πιστολάκι σε κομμωτήριο. Έμενε με τους γονείς της, που λεφτά για ανεξαρτησίες. Άσε που είχε καλομάθει στην οικογενειακή θαλπωρή και στις σπεσιαλιτέ της μανούλας. Το δωμάτιο της ήταν πήχτρα στις καρδούλες και στα λούτρινα ζωάκια. Έβλεπε μόνο σήριαλ και ταινίες με χάπυ έντ. Ονειρεύονταν τον πρίγκιπα με το άσπρο κάμπριο και ένα διαμπερές κοντά στη μαμά, για να της κρατάει τα παιδιά και να φέρνει ταπεράκια.

Ένα υποθερμικό Σαββατόβραδο, τα κουτσόπινε με την παρέα της. Ο πυρετός ανέβηκε, με το που αριβάρισε στο μπαράκι ο Σπύρος. Κορμί για αμαρτίες. Χαμένο κορμί, για το συγγενολόι, το σκυλολόι. Δεν χόρταινε να τον κοιτάει. Την μπάνισε κι αυτός, κι αυτό ήταν. Το άεργο, παραβατικό, ρεμάλι, ο αμοραλιστής, έγινε το αμόρε της. Έγινε ο συμβίος και ο βασανιστής της. Την τάιζε αγάπη περασμένη στη μηχανή του κιμά και μέλι πάνω στο μαχαίρι.

Ένα βράδυ την παράτησε στα επείγοντα, σε κακά χάλια. Σκισμένα τα χειλάκια τα πετροκέρασα. Μελιτζανί το αλαβαστρινο προσωπάκι. Έμεινε μια βδομάδα στο νοσοκομείο κι ύστερα επέστρεψε στο δωμάτιο με τις καρδούλες και το λούτρινο θηριοτροφίο.

Δεν είπε σε κανέναν ποιός τη σακάτεψε. Τσιμουδιά.

«Ερωτική ομερτά;» τη ρώτησε η κολλητή που την επισκέφτηκε. Πολλά έβλεπαν τα μάτια της κάθε μέρα στην τηλεόραση.

Λέξη δεν έβγαλε η Φρόσω. Μόνο άηχες, τρεμάμενες ανάσες και κλάμα. Ώσπου αποκοιμήθηκε. Έπεσε σε λήθαργο κι όταν άνοιξε τα μάτια, τα κάρφωσε στο ταβάνι για ώρες. Ύστερα, ξαναβυθίστηκε και το ίδιο βιολί πάλι και πάλι. Κάτω απ’ το πάπλωμα σιγοέλιωνε πολλές μέρες, που έγιναν βδομάδες.

Ένα απόγευμα, εμφανίστηκε ο Σπύρος. μετανιωμένος και γονυπετής με ανθοδέσμη και μπριγιάν, κερδισμένο στα ζάρια. Πριν τη φιλήσει, ψιθύρισε το δυσοίωνο, γλυκά σαν υπόσχεση:

«Μαζί ως το τέλος».

Κι έτσι έγινε. Αλλά το τέλος δεν ήταν χάπυ.

 

 

* Η Τώνια Τσαρούχα γεννήθηκε στη Λάρισα, όπου και ζει. Ένα διήγημα της διακρίθηκε στον δεύτερο διαγωνισμό Μίμης Σουλιώτης του τμήματος δημιουργικής γραφής του Πανεπιστημιού Δυτικής Μακεδονίας. Κείμενα της δημοσιεύτηκαν στο ηλεκτρονικό λογοτεχνικό περιοδικό «Ποιείν».

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top