Fractal

Το αινιγματικό πρόσωπο της Δάφνης

Γράφει η Ασημίνα Ξηρογιάννη //

 

dafni_coverΘανάσης Κριτσινιώτης «Η Δάφνη και το ποτάμι», Μετάφραση: Νικόλαος Κριτσινιώτης, εκδ. Γαβριηλίδης, σελ. 89

 

Κρατώ στα χέρια μου το βιβλίο της Δάφνης. Μια ποιητική σύνθεση, ή καλύτερα,ένα σκηνικό ποίημα ,θα έλεγε κανείς. Ο Θανάσης Κριτσινιώτης της δίνει πνοή και παρατηρεί τη ζωή της. Ακολουθεί τα βήματά της, καταγράφει τις κινήσεις και τις ενέργειες  μιας παράξενης ψυχής. Η Δάφνη είναι μια παράξενη ψυχή που φιλτράρει τον κόσμο γύρω της με ιδιαίτερο τρόπο. Μια ψυχή που αιωρείται. Μια ύπαρξη που ταλανίζεται, αγωνιά, απορεί, νιώθει. Η περιπλάνησή της (που μοιάζει αναγκαστική και μοιραία συνάμα) είναι μια ουσιαστική καταβύθιση στο εσωτερικό τοπίο του ανθρώπου.

Ο αφηγητής την βλέπει στο ποτάμι. Μαυροφορεμένη. Τα μαλλιά της κυματίζουν, ένα σακίδιο στον ώμο της.

«Έχει μέσα στην ψυχή της ένα ζώο παράξενο και άγριο». Το μαύρο επιβάλλεται στο πράσινο της φύσης, το τοπίο βάλλεται από τη θηλυκή παρουσία. Υποβολή μιας θλίψης σε συνδυασμό με σουρεαλιστικές εικόνες διάχυτες (ένα γρήγορο αόρατο τρένο, μια μονόφθαλμή γάτα ανάμεσα στα σύννεφα, χαμένο τρένο δράκοντα φωτιάς και ονείρου, το σεληνόφωτο που δαγκώνει το κεφάλι). Η Δάφνη βλέπει «αλλιώς». Όπως και να ‘χει, είναι δύσκολο να ερμηνευθεί η σκιά και η πληγή που σκιάζουν και υπονομεύουν τον κόσμο και το φως του. Πως να ερμηνεύσεις τη Μοίρα; To βλέμμα δεν επιστρέφει απ’ το υγρό σώμα του ποταμού που κυλά σιωπηλό μες τη χλωμότητά του.

Η Δάφνη πλάσμα άυλο και γήινο, οικείο αλλά και απόμακρο, μοναχικό και γοητευτικό στιγματίζει την ιστορία του τόπου.

Συχνά την ακούμε να μονολογεί για όσα την βασανίζουν, την υφή των πληγών, τις μεγάλες προσδοκίες που τρέφει το ταλαιπωρημένο της σώμα. Ίσως ο έρωτας να έχει την απάντηση για όλα. Ίσως ο έρωτας να ‘ναι πάνω από κάθε μοίρα, πάνω και από τον ίδιο τον θάνατο. Γράφει: «Δάχτυλα και στήθη προσδοκούν ένα στόμα για να ανθίσουν πάνω από τη στάχτη του θανάτου».

Το έργο του Κριτσινιώτη διαθέτει  θεατρικότητα. Bρισκόμαστε μπροστά σε μια σωματοποιημένη αίσθηση των πραγμάτων. Ο συγγραφέας αφηγείται μια αλληγορική ιστορία. Παράλληλα, στήνει υποβλητικά θεατρικά σκηνικά  παντρεύοντας την ποίηση με το θέατρο. Οι μικροί τίτλοι θυμίζουν άνετα τις «πινακίδες» του Μπρέχτ που ο ρόλος του ήταν να συμβάλλουν στην επίτευξη της αποστασιοποίησης. Παίζει σουρεαλιστικά παιχνίδια ερεθίζοντας συνάμα τη σκέψη και τις αισθήσεις του αναγνώστη. Δεν βερμπαλίζει, δεν πλατιάζει, δεν μεταχειρίζεται τεχνικές εντυπωσιασμού. Ευστοχία, πύκνωση, αφαίρεση, τόσο όσο χρειάζεται, για να εισπράττουμε ότι τα πράγματα έχουν ισορροπίες και διασώζουν την αλήθεια τους. To νόμισμα πάντα έχει δύο όψεις. Από τη μία, τα σάπια ξύλα, τα σκουριασμένα μαχαίρια, τα χαλασμένα γεύματα, το ανοιχτό βρώμικο στόμα μιας κονσέρβας, τα σκουπίδια και τα αποφάγια των ανθρώπων. Από την άλλη ο σκύλος θησαυρός που η κόκκινη υγρή γλώσσα του είναι σύμβολο αγάπης. Η Δάφνη έλκει το κακό, το κεφάλι φιδιού ή σκύλου εκτείνεται κάτω από το σώμα της, την αγγίζει ένα μαύρο χέρι. Πρόκειται για μια αινιγματική γυναικεία μορφή. Τι σημαίνει άραγε ένα βλέμμα που χάνεται στον άνεμο; Πώς ερμηνεύεται η αστρική λάμψη του σώματός της. Και έπειτα είναι πάντα η ταλάντευσή της:

«Mαύρος δρόμος σαν τεράστιο χταπόδι. Εγώ κινούμαι ή αυτός κυματίζει; Πού πάω,φεύγω ή έρχομαι; Δεν ξέρω. Κάτι με καίει κάτω από τα πόδια μου.»

 

To πρόσωπό μου κυματίζει ανάμεσα σε λάμψεις αστεριών.

Πού βρίσκομαι;

Eδώ ή σε άλλο ουρανό;»

 

Και παρακάτω:

 

«Aνθίζω, αλλά κανένας δεν μπορεί να με μυρίσει. Είμαι κοντά σου, αλλά αδύνατο να μ’ αγγίξεις. Υπάρχω;»

 

Tο ζητούμενο είναι να ριζώνεις κάποτε ή να αρέσκεσαι στο να περιπλανιέσαι αιώνια;

 

Θανάσης Κριτσινιώτης

Θανάσης Κριτσινιώτης

 

Aπεύθυνση που δίνει δραματικότητα. Άλλοτε σε ένα «εσύ», άλλοτε «στο Φεγγάρι», άλλοτε στον «τυφλό τραγουδιστή». Το πάλεμα για διάλογο, συνύπαρξη, αγάπη, κατανόηση του χάους, χαλιναγώγηση του οίστρου. Όλα αυτά είναι συνυφασμένα με τη φύση της Δάφνης. Ποιά είναι όμως η Δάφνη; Eίναι η γυναίκα Ελλάδα; Eίναι κάθε ψυχή που αγωνιά, επειδή βάλλεται από ο παντού; Ή είναι κάθε ύπαρξη που πασχίζει να αντρωθεί; Ίσως να’ ναι η ενσάρκωση του «άλλου», του «ξένου», του «διαφορετικού», ο άνθρωπος που πάντα θα ψάχνει πού να ριζώσει και όλο θα ξαγρυπνά. Πρόκειται για οδοιπορικό μέσα σε λυρικό τοπίο. Όλα είναι εχθρικά εκεί. Μια απειλή, ένας κίνδυνος να αιωρείται, πολλαπλές αρνήσεις. Το κινούμενο σώμα δεν ριζώνει, πώς μπορεί; Δεν είναι εύκολο να πάρει κανείς μια θέση μέσα στο λυρικό τοπίο. Είναι αλλότριο το συναίσθημα, η αποξένωση του εαυτού  πλανιέται σαν φάντασμα στη συνείδηση του αναγνώστη.

Σύγχυση, συνομιλία με τα στοιχεία της φύσης, η απουσία του έρωτα, οι πτώσεις και οι χειρονομίες της. Ώρες ώρες θυμίζει μαριονέττα η Δάφνη. Δεν μπορεί να οριστεί εύκολα η ποιητική αυτή μορφή. Kαι γιατί να οριστεί; To θέμα είναι αν μας αγγίζει, αν μας παίρνει μαζί της στην ιστορία, στο δρόμο, στην περιπλάνηση. Η απάντηση είναι «Μας παίρνει», έτσι λειτουργικά που είναι δοσμένη. Μοιραία μου έρχεται στο νου κάτι που έγραψε ο Γιάννης Μπεράτης «Όλη μου τη ζωή ήμουν σε μάχη με τον άπιαστο άνεμο. Τίποτ’ άλλο.»

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top