Fractal

Νταχάου, τοπίο φρίκης, τόπος μνήμης

Γράφει ο Κώστας Θ. Καλφόπουλος //

 

ntaxaou«Νταχάου. Προφορικές και επιστολικές μαρτυρίες» του Ελπιδοφόρου Ιντζέμπελη, εκδ. Μένανδρος, Αθήνα 2015

 

Είναι αρκούντως δύσκολο να μιλήσει κανείς στους χώρους αυτού του Πνευματικού Κέντρου*, που μόνο η παρουσία του Μαρκ Σαγκάλ στην είσοδο της αίθουσας μπορεί κάπως να μετριάσει την αρχική αμηχανία του ομιλητή. Η δυσκολία επιτείνεται από το θέμα της εκδήλωσης, σχετικά με το βιβλίο του Ελπιδοφόρου Ιντζέμπελη Νταχάου, Προφορικές και επιστολικές μαρτυρίες, που τεκμηριώνει ένα σημαντικό κομμάτι της ιστορίας του Ολοκαυτώματος ως προς το «ελληνικό κεφάλαιο», στο Βιβλίο του Αφανισμού, αλλά και σχετικά με το ακροατήριο, για ευνόητους λόγους.

Δεν θα επεκταθώ στα του βιβλίου. Τόσο η ιστορικός Μαρία Σαμπατακάκη όσο, κυρίως, ο συγγραφέας, είναι καθ’ ύλην αρμόδιοι να μιλήσουν επί της ουσίας, δηλ. για το βιβλίο. Θα σημειώσω μόνο 3 πράγματα: το Νταχάου του Ελπιδοφόρου Ιντζέμπελη συνομιλεί ισότιμα με τους υπόλοιπους τίτλους που πραγματεύονται αυτό το σκληρό κι επώδυνο θέμα, και εμπλουτίζει τη σχετική βιβλιογραφία, που η ελληνική της πλευρά, παρά τις σημαντικές εκδόσεις καθώς έχουν προκύψει τα τελευταία χρόνια, δυσκολεύεται ακόμα να βρει τον βηματισμό της με την ογκώδη διεθνή βιβλιογραφία. Δεν είναι του παρόντος να σχολιάσουμε αυτή τη δυσαναλογία. Το δεύτερο στοιχείο έχει να κάνει με την ερευνητική δουλειά του συγγραφέα, ο οποίος, έχοντας ζήσει κι ο ίδιος στη Γερμανία (Μόναχο), εκκινεί από προσωπικό ενδιαφέρον, καθώς το έχει επισκεφτεί, αλλά και από το ότι επικεντρώνει τις έρευνές του στην Άρτα και τη γύρω περιοχή, με αξιοσημείωτα αποτελέσματα, ως προς τις προφορικές μαρτυρίες επιζώντων (συνήθως με αδόμητες συνεντεύξεις). Τρίτον, ό,τι ξεχωρίζει, κατά τη γνώμη μου, από την ανάγνωση, πέραν των όσων καταγράφονται (μαρτυρίες) και παρουσιάζονται (τεκμήρια), είναι η «γερμανική μεθοδικότητα» στην Εξόντωση, η δαιμονική «εργαλειοποίηση του Λόγου» (Instrumentalisierung der Vernunft), που επέφερε την ολοκληρωτική καταστροφή, ό,τι αποκλήθηκε «Τελική Λύση» (Endlösung), όπως σχεδιάστηκε στη Σύσκεψη της Wannsee, ή με τα λόγια της Χάννα Άρεντ «η Κοινοτοπία του Κακού» (Banalität des Bösen). Και είναι η Άρεντ εκείνη, που θα διεισδύσει σ’ αυτή την «κοινοτοπία» με ριζοσπαστικό τρόπο, αφ’ ενός διερευνώντας τις φάσεις της εξόντωσης (εκδίωξη, συγκέντρωση, αφανισμός-τελική λύση) στη Γερμανία και την Ευρώπη (με ειδική μνεία στην Ελλάδα, κυρίως στην «Υπόθεση Μέρτεν», που ούτε καν τον Γιάννη Μαρή δεν άφησε αδιάφορο) και αφ’ ετέρου και τις συνθήκες εκείνες που διαμόρφωσαν, αλλά και διαστρέβλωσαν τις σχέσεις ανάμεσα στη «γερμανικότητα» (Deutschtum) και την «ιουδαϊκότητα» (Judentum), που ανέδειξε πληθώρα σημαντικών προσωπικοτήτων στην πνευματική και καλλιτεχνική ζωή της Γερμανίας, κυρίως όμως τις πραγματικές διαστάσεις και συνέπειες από τη «δίκη του ΄Αϊχμανν στην Ιερουσαλήμ», όπως τιτλοφορείται το σημαντικό της έργο.

Έχοντας ζήσει και σπουδάσει στη Γερμανία, σχεδόν 25 χρόνια, με ενδιάμεσα χρόνια παραμονής στην Ελλάδα, επιτρέψτε μου να ισχυριστώ, πως μέχρι το 1980 το ζήτημα του Ολοκαυτώματος παρέμενε μια συλλογική ενοχή, που λίγοι είχαν το θάρρος να την επωμιστούν, αν εξαιρέσει κανείς μεμονωμένες πολιτικές συμπεριφορές, όπως η ιστορική γονυκλισία του Βίλλυ Μπραντ μπροστά στο Μνημείο του Γκέττο της Βαρσοβίας, εκδοτικές πρωτοβουλίες και ακαδημαϊκές προσεγγίσεις της εποχής. Από το 1980 και μετά, τα πράγματα άλλαξαν άρδην και στη Γερμανία. Σήμερα, η χώρα μπορεί να ισχυρίζεται βάσιμα πως οι προσπάθειες της στο να αντιπαρατεθεί με το σκοτεινό παρελθόν (Vergangenheitsbewältigung) απέφεραν σημαντικούς καρπούς, που ανευρίσκονται στην καθημερινότητα των πολιτών της, είτε ως Stolpersteine, δηλ. εκείνες τις ένθετες «ψηφίδες» στα πεζοδρόμια των γερμανικών πόλεων (ένα «πρότζεκτ» του καλλιτέχνη Γκούντερ Ντέμνινγκ), είτε, βέβαια, στο Μνημείο του Ολοκαυτώματος στο Βερολίνο.

Υπάρχουν, όμως, ακόμα δύο «ανοιχτά» ζητήματα, το ένα, περισσότερο φιλοσοφικού, το άλλο, ελληνικού ενδιαφέροντος: το πρώτο, σχετίζεται με τον «αφορισμό» του Τ. Β. Αντόρνο, πως «μετά το Άουσβιτς, το να γράψει κανείς ένα ποίημα είναι πράξη βαρβαρότητας», κάτι όμως που δεν το «ασπάστηκε» ούτε ο Π. Τσέλαν ούτε και ο Γκ. Γκρας. Το δεύτερο, αφορά το «ελληνικό κεφάλαιο» στην Ιστορία του Ολοκαυτώματος, κυρίως τη Deportation των Εβραίων της Θεσσαλονίκης. Να θυμίσω μόνο, πως ίσως ένα από τα πρώτα σημαντικά λογοτεχνικά δείγματα αυτής της «σκοτεινής κηλίδας» υπήρξε η Τζιοκόντα, του Νίκου Α. Κοκάντζη.

Με το βιβλίο του Ε. Ιντζέμπελη δίνεται η ευκαιρία να γνωρίσει ο αναγνώστης άγνωστες πτυχές της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, στο κρίσιμο και ευαίσθητο θέμα του Διωγμού, αλλά και να αναστοχαστεί κανείς για ζητήματα, όπως τα παραπάνω, που δεν έχουν εύκολες απαντήσεις. Πρωτίστως, γιατί αφορούν χιλιάδες χαμένες ανθρώπινες ψυχές που περίμεναν επί δεκαετίες τη δικαίωση. Κυρίως όμως, προσδοκώντας την ενεργή και άσβεστη μνήμη.

 

vivlio-ntaxaou

 

* Εκτενές απόσπασμα από προφορική παρέμβαση στην παρουσίαση του βιβλίου του Ε. Ιντζέμπελη, Νταχάου. Προφορικές και επιστολικές μαρτυρίες, Μένανδρος, Αθήνα 2015

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top