Fractal

ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΓΡΑΦΗ: Εγώ είναι ένα(ς) άλλο(ς) θέμα.

Γράφει ο Λευτέρης Γιαννακουδάκης //

 

Το θέμα ως χαρακτήρας και vice versa, με αφορμή το μυθιστόρημα «Γυάλινη πόλη» του Πολ Όστερ, που περιλαμβάνεται στο βιβλίο «Η Τριλογία της Νέας Υόρκης», εκδόσεις Μεταίχμιο, 2013, μετάφραση Σταυρούλα Αργυροπούλου.

 

1_vermeer-officer“…η κουκουβάγια ήτανε λένε κόρη ψωμά. Θεέ μου, ξέρουμε τι είμαστε, μα δεν ξέρουμε τι θα απογίνουμε…”

 

Ένα ερώτημα που τίθεται επανειλημμένα κατά το σχεδιασμό τής ιστορίας είναι εάν τον βασικό ρόλο κατέχει το θέμα ή ο κεντρικός χαρακτήρας. Πρέπει το θέμα να υπηρετεί τον χαρακτήρα ή το αντίστροφο; Τι είναι πιο σημαντικό από τα δύο να βρεις κι από πού ξεκινάς; Η ερώτηση είναι ψευδής εξ ορισμού και καθαρά ρητορική: θέμα και χαρακτήρας είναι ένα και το αυτό, το ένα αποτελεί όχι μόνο καθρέφτη του άλλου, αλλά και τη συνέχειά του. Δίνει συμπληρωματικά στοιχεία, πάει ένα βήμα παραπέρα την εικόνα και την πλοκή και καθοδηγεί την ιστορία. Το ένα εκπορεύεται από το άλλο, δημιουργώντας μια δυαδικότητα, η συνοχή της οποίας δεν επιτρέπεται να σπάσει σε καμία περίπτωση. Το θέμα ορίζει την πορεία του χαρακτήρα, η πορεία του χαρακτήρα εξελίσσει και διατυπώνει το θέμα.

Στο μυθιστόρημα «Γυάλινη πόλη» του Πολ Όστερ, πρώτο μυθιστόρημα της περίφημης «Τριλογίας της Νέας Υόρκης», το θέμα είναι ο χαρακτήρας και εισάγεται μαζί με αυτόν: «ΟΛΑ ΞΕΚΙΝΗΣΑΝ ΑΠΟ ΕΝΑ ΛΑΘΟΣ ΝΟΥΜΕΡΟ, με το τηλέφωνο να χτυπά τρεις φορές μέσα στην άγρια νύχτα και μια φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής να ζητά κάποιον που δεν ήταν εκείνος.» Αυτή είναι η πρώτη φράση του βιβλίου η οποία περιλαμβάνει το δραματικό γεγονός (θα αναφερθούμε σε αυτό σε επόμενο άρθρο), το χτύπημα δηλαδή του τηλεφώνου, αλλά και το θέμα το οποίο περιγράφεται στην φράση «κάποιον που δεν ήταν εκείνος». Βασικός ήρωας, ο οποίος συστήνεται διεξοδικά στην επόμενη παράγραφο, αν και ο συγγραφέας ισχυρίζεται ότι «δεν έχει μεγάλη σημασία ποιος ήταν, από πού ερχόταν και τι έκανε», είναι ο Ντάνιελ Κουίν (Daniel Quinn) ένας συγγραφέας, ο οποίος στο παρελθόν κάποτε έχασε τη γυναίκα και το παιδί του και πλέον γράφει αστυνομικά μυθιστορήματα με το ψευδώνυμο Γουίλιαμ Γουίλσον (William Wilson) και βασικό ήρωα τον ντετέκτιβ (private eye) Μαξ Γουόρκ (Max Work). Ο Κουίν είναι ένας άνθρωπος στο μεταίχμιο της μεταμόρφωσης, έχοντας φύγει από το προσωπικό του εγώ (private I) κι έχοντας περάσει σ’ έναν άλλο εαυτό, ζει συγκαταβατικά τη ζωή του, σαν συνήθεια: «Δεν ευχόταν πια να είχε πεθάνει. Την ίδια στιγμή, δεν μπορείς να πεις ότι χαιρόταν που ήταν ζωντανός.» Είναι έτοιμος να κάνει το επόμενο βήμα και να μετοικίσει σ’ έναν άλλο εγώ, ακολουθώντας πιστά το ζητούμενο όπως τέθηκε στην πρώτη πρόταση, να γίνει ένας άλλος. Το θέμα τίθεται ξανά και ξανά και επεκτείνεται διαμέσου της προσωπικότητας του κάθε χαρακτήρα της ιστορίας, αλλά και της πλοκής.

Αφορμή της μετοίκησης στο άλλο εγώ είναι το τηλεφώνημα που δέχεται ο Κουίν, κατά το οποίο μία φωνή αναζητά τον ιδιωτικό αστυνομικό (private eye) Πολ Όστερ. Το τηλεφώνημα γίνεται ενώ ο Κουίν είναι γυμνός, σαν ένας άνθρωπος που έρχεται για πρώτη φορά στη ζωή, ένας άγραφος καμβάς (tabula rasa), κι ο ίδιος απλώς αναφέρει στον καλούντα ότι έχει κάνει λάθος στην κλήση, αγνοώντας την πρόκληση της ζωής. Όταν όμως τα τηλεφωνήματα επαναλαμβάνονται με το ίδιο ζητούμενο, τότε αποφασίζει να υποδυθεί το ρόλο του Πολ Όστερ και να αναλάβει την υπόθεση. Η πορεία προς την μεταμόρφωση έχει ήδη ξεκινήσει. Ο Κουίν θα γνωρίσει τον Πίτερ Στίλμαν (Stillman), τον ακίνητο άνθρωπο δηλαδή, έναν νεαρό άντρα τον οποίο ο, με το ίδιο όνομα, πατέρας του, φυλάκισε σ’ ένα δωμάτιο χρησιμοποιώντας τον ως πειραματόζωο για τη μελέτη της εξέλιξης της προσωπικότητας και της προσωπικής γλώσσας, σε συνθήκες έλλειψης επαφής με άλλα μέλη της κοινωνίας. Στη συνάντηση θα κληθεί να αναλάβει την υπεράσπιση του «πελάτη» του,από τον πιθανό κίνδυνο που θα του προκαλέσει η επικείμενη αποφυλάκιση του πατέρα του, και αποδεχόμενος την πρόταση θα λάβει ως προκαταβολή πεντακόσια δολάρια σε επιταγή στο όνομα του ανθρώπου που υποδύεται. Περιμένοντας τον πατέρα Πίτερ Στίλμαν στο σταθμό του τρένου θα βρεθεί μπροστά σ’ ένα μεγάλο δίλημμα: από την αμαξοστοιχία εξέρχονται δύο άντρες που ταιριάζουν απόλυτα στην περιγραφή τού άντρα που αναζητά, δύο σχεδόν πανομοιότυποι δίδυμοι, ο ένας με πιο φτωχικά ρούχα, ο άλλος πιο καλοντυμένος. Θα κληθεί να διαλέξει ποιον θα ακολουθήσει και η απόφασή του θα οδηγήσει την ιστορία.

Πανομοιότυποι δίδυμοι, δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, ο μετέπειτα «Ανθρωπος Αντίγραφο» του Σαραμάγκου, όπως στο μύθο του doppelgänger, βασικό θέμα του διηγήματος με τίτλο William Wilson του Ε. Α. Πόε, από το οποίο έχει πάρει ο Όστερ το ψευδώνυμο του πρωταγωνιστή του, επαναφέροντας άμεσα πλέον το βασικό ερώτημα που τον απασχολεί στο μυθιστόρημα: υπάρχει το Εγώ ή είμαστε αυτό που γινόμαστε μέσα από την περιήγησή μας σε μία γυάλινη πόλη, μια πόλη που μπορείς να δεις μέσα από τα κτίριά της, μια πόλη τόσο εύθραυστη όσο η ανθρώπινη λογική, όσο η ζωή; Η ανθρώπινη λογική, η διαταραχή της οποίας οδήγησε στα μεγάλα ταξίδια και την αιωνιότητα διαμέσου της εικόνας του τρελού ιδαλγού, τον Δον Κιχώτη (Don Quixote) τα αρχικά του ονόματος του οποίου (D. Q.) φέρει ο Ντάνιελ Κουίν, ο οποίος ακολουθεί ένα παρόμοιο ταξίδι παλεύοντας επίσης με ανεμόμυλους και φτάνοντας τελικά στο να περάσει στην αθανασία διαμέσου ενός αφηγητή, που δεν κατονομάζεται, ο οποίος μαθαίνει την ιστορία του μέσα από το κόκκινο σημειωματάριό του, αλλά και από τον πραγματικό (;) Πολ Όστερ, που συμμετέχει επίσης ως χαρακτήρας στην ιστορία. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Πίτερ Στίλμαν ο Πρεσβύτερος ασχολείται με μία διατριβή στην οποία καταπιάνεται με το ερώτημα «ποιος είναι ο Σιντ Χαμέτε Μπενεντζελί;», ο άνθρωπος που φέρεται να είπε στον Θερβάντες τις περιπέτειες του Δον Κιχώτη. «Η θεωρία που παρουσιάζω στο δοκίμιο είναι ότι, στην πραγματικότητα, αυτός αποτελεί ένα συνδυασμό τεσσάρων διαφορετικών ανθρώπων. Ο Σάντσο Πάντσα είναι, βεβαίως, ο μάρτυρας. Δεν υπάρχει άλλος υποψήφιος, εφόσον αυτός είναι ο μόνος συνοδός του Δον Κιχώτη σε όλες του τις περιπέτειες. Ο Σάντσο όμως δε γνωρίζει ούτε γραφή ούτε ανάγνωση. Άρα, δεν μπορεί να είναι ο συγγραφέας. Από την άλλη πλευρά, γνωρίζουμε ότι ο Σάντσο έχει το χάρισμα του λόγου. Παρά τη βλακώδη και άτοπη χρήση κάποιων λέξεων, μπορεί να μιλήσει συγκεχυμένα για οποιονδήποτε άλλο ήρωα του βιβλίου. Μου φαίνεται απολύτως πιθανό να υπαγόρευσε την ιστορία σε κάποιον άλλον, και συγκεκριμένα στον κουρέα και στον παπά, τους καλούς φίλους του Δον Κιχώτη. Αυτοί έδωσαν στην ιστορία την κατάλληλη λογοτεχνική μορφή –στα ισπανικά– και στη συνέχεια έδωσαν το χειρόγραφο στον Σαμψών Καράσκο, τον πτυχιούχο από τη Σαλαμάνκα, ο οποίος προχώρησε στη μετάφρασή του στα αραβικά. Ο Θερβάντες βρήκε τη μετάφραση, επανέφερε το κείμενο στα ισπανικά κι έπειτα δημοσίευσε το βιβλίο “Οι περιπέτειες του Δον Κιχώτη”». Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και στη “Γυάλινη Πόλη». Ποιος μας αφηγείται την ιστορία; Ο Ντάνιελ Κουίν, ο Γουίλιαμ Γουίλσον, ο Πολ Όστερ ή ο μη κατονομαζόμενος αφηγητής;

Στην πορεία του μυθιστορήματος ο Κουίν θα χάσει από την παρακολούθησή του τον Στίλμαν και με μία εμμονή που αγγίζει τα όρια της παράνοιας θα παραμείνει για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα έξω από το σπίτι του νεαρού Πίτερ Στίλμαν, περιμένοντας να δεχτεί την επίσκεψη του άντρα που θα έπρεπε να παρακολουθεί. Εκεί θα υποστεί άλλη μία μεταμόρφωση, σε άστεγο άντρα, τον οποίο ούτε κι ο ίδιος θα αναγνωρίσει: «Τώρα, καθώς κοιτούσε το είδωλό του στον καθρέφτη του μαγαζιού, δεν ένιωθε ούτε σοκαρισμένος ούτε απογοητευμένος. Δεν ένιωθε τίποτα απολύτως, επειδή γεγονός ήταν ότι δεν αναγνώρισε το άτομο που είδε εκεί μέσα ως τον εαυτό του. Σκέφτηκε ότι μέσα στον καθρέφτη διέκρινε κάποιον ξένο, κι εκείνη την πρώτη στιγμή έκανε απότομα μεταβολή για να δει ποιος ήταν αυτός.»

Το θέμα εξελίσσεται μαζί με τον χαρακτήρα: ποιοι είμαστε τελικά; Αυτό που έχουμε υπάρξει; (Ντάνιελ Κουιν). Αυτό που μας αναγκάζουν οι συνθήκες να υποδυθούμε; (Γουίλιαμ Γουίλσον). Αυτό που θα θέλαμε να είμαστε; (Μαξ Γουόρκ). Αυτό που αποφασίζουμε να υποδυθούμε (Πολ Όστερ), ή τελικά αυτό στο οποίο μας μεταμορφώνει η αναμονή του θανάτου (ο ανώνυμος αλήτης;).

Στην τελευταία σκηνή που τον συναντάμε ο χαρακτήρας θα βρεθεί γυμνός σ’ ένα άδειο δωμάτιο, να γράφει σ’ ένα κόκκινο τετράδιο, του οποίου ο σελίδες τελειώνουν, ενώ ο χρόνος κάθε μέρα λιγοστεύει όλο και περισσότερο. Ο κύκλος της ζωής κλείνει κι η απάντηση στέκεται σαν δαμόκλειο σπάθη πάνω από το κεφάλι του αναγνώστη: Ερχόμαστε γυμνοί και φεύγουμε γυμνοί. Ενδιάμεσα το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να αναζητήσουμε μάταια το τι είμαστε, περνώντας από τον έναν εαυτό στον άλλο και συμπληρώνοντας ο καθένας το δικό του κόκκινο τετράδιο, ευελπιστώντας ότι κάποιος θα το ανακαλύψει και θα μιλήσει για μας.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top