Fractal

Ο Κώστας Μπραβάκης στο Εργαστήρι του συγγραφέα

 

Bravakis-photo

 

Η αλήθεια είναι ότι από μικρό παιδί με κέρδισε η ποίηση. Ρουφούσα όλα τα ποιήματα των αναγνωστικών της χούντας, τα μάθαινα απ’ έξω. Άρχισα από νωρίς να τακτοποιώ μέσα μου τον Σολωμό, τον Κάλβο, αλλά και τον Δροσίνη, τον Παλαμά, τον Σικελιανό. Δεν άργησε να με διεκδικήσει και η μουσική. Ζώντας σε ένα αντιποιητικό και αντιμουσικό περιβάλλον σ’  ένα απομακρυσμένο χωριό, δεν γνώριζα ότι η παραδεισένια φύση, κάμποι, λόφοι, ποτάμια, ήταν ο πρώτος μου δάσκαλος που με πλημμύρισε με λυρισμό. Κάποια στιγμή, με την παρότρυνση του αγαπημένου μου φιλόλογου Πέτρου Τζωρτζάκη, δοκίμασα να γράψω. Από τότε δεν σταμάτησα παρά σε μια ώριμη ηλικία, που έκρινα, μια θεοσκότεινη νύχτα, ότι όλα αυτά δεν αξίζουν παρά τη θέση τους στο σκουπιδοτενεκέ. Χειρόγραφα δεκαετιών, τα πήρε ο διάολος. Λάθος; Σωστό; Πάντως τώρα μετανιώνω, παρά την παρηγοριά από ένα φίλο ποιητή που μου είπε: “Κι εγώ που έχω εκδώσει έντεκα συλλογές τι κατάλαβα; Θα ήθελα οι πρώτες πέντε να μην αναφέρουν καν το όνομά μου.”

Ενδιαμέσως, κατάφερα να γίνω μουσικός και μοιραία, συνθέτης. Μέσα στη μουσική ξαναβρήκα την ποίηση και ανακάλυψα τη μουσικότητά της. Όχι “τον εσωτερικό ρυθμό, τα μουσικά ηχοχρώματα που προβάλλουν μέσα από τις λέξεις”, αυτά είναι ανοησίες. Η μουσική υποβάλλει άμεσα τις προθέσεις της, το ποίημα έχει μουσικότητα όταν σε προκαλεί μέσα από δύσβατα μονοπάτια ν’ ανακαλύψεις την ουσία του. Αν τα καταφέρεις, τότε θα  έχει καταφέρει και το ποίημα να υποβάλλει τις προθέσεις του.

Υποτίθεται ότι προσκαλέστηκα να γράψω για το τελευταίο μου βιβλίο με πεζά, κι εγώ τόση ώρα περιαυτολογώ και ποιητικολογώ.  Για την ιστορία, μετά από την “κάθαρση των παρελθόντων”

έγραψα το μικρής έκτασης μυθιστόρημα “pianissimo”, που κατάφερε να εκδοθεί, και ως πρωτόλειο, γι’ αυτόν το λόγο, κέρδισε αρκετές συμπάθειες.  Με την ορμή και την έπαρση του πρωτοεμφανιζόμενου, άρχισα να γράφω το μυθιστόρημα “Οι τρεις μέρες του κ. Θεόδωρου”.  Τότε είδα ότι το μυθιστόρημα είναι μια άλλη περίπτωση. Ξαναγύρισα στο γνώριμο περιβάλλον της ποίησης. Μικρά “μυθιστορήματα”, ούτε μιας σελίδας. Ευτύχησα να δω δυο βιβλία στις προθήκες των βιβλιοπωλείων.

Ας μιλήσουμε λοιπόν για τη συλλογή διηγημάτων “Η Σωστή Γωνία”. Το βιβλίο, εκτός από τις λογοτεχνικές του αξιώσεις, είναι μια φάρσα, ένα τρικ που έχει όνομα: Η Φόρμα. Μια κατάρα που δαιμονίζει τους σύγχρονους πεζογράφους εκτός από εκείνους που προτιμούν την ηθογραφία, το ιστορικό-χρονικό, την αυτοβιογραφία. Σε μια στάση, για ανάσα, της Ιστορίας ευδοκιμεί ο εκλεκτικισμός, στη “μεταμοντέρνα” εποχή μας. Δύσκολα ξεφεύγει κανείς από τον στρόβιλο που τον περιμένει στη στροφή του ποταμού. Όμως, γιατί το διήγημα που παλιότερα αγαπούσαν οι αναγνώστες αλλά απέφευγαν οι εκδότες, φαίνεται να κερδίζει έδαφος; Απάντηση: Γιατί είναι μικρό. Κι αν είναι επιτυχημένο, τόσο το καλύτερο. Είναι μια λύση για τους αναγνώστες που δεν αντέχουν να διαβάσουν εξακόσιες σελίδες και για τους συγγραφείς που δεν προτιμούν να σπαταλήσουν το χρόνο τους σε επιδέξιες φαινομενολογίες.

 

swsti-gwnia

 

Ποια συνθήκη, λοιπόν, δένει τον συγγραφέα με το μυθιστόρημα; Η δημιουργία ενός κόσμου μέσα στον κόσμο; Η δημιουργία ενός ιδιωτικού σύμπαντος μέσα στο οποίο έχει τη δυνατότητα να οργανώσει μια πραγματικότητα; Να δώσει μορφή στο Χάος; Εξ’ ορισμού αποτυχημένη η συγχώνευση τάξης και αταξίας. (Ο Γκομπρόβιτς θεωρεί ηλίθιο όποιον νομίζει ότι ο μυθιστοριογράφος  μπορεί να  είναι κυρίαρχος της πραγματικότητας.)

Και δυο λόγια ακόμα για τη “σωστή γωνία”. Το βιβλίο ξεκινάει με τις “τρεις μέρες του κ. Θεόδωρου” που ανασύρθηκε από το παρελθόν και ξαναγράφτηκε ως διήγημα πλέον, όχι μόνο για λόγους επικαιρότητας του θέματός του, αλλά γιατί ανοίγει τη “φόρμα” με τον παραδοσιακό αφηγηματικό, γραμμικό τρόπο γραφής. Στη συνέχεια το ομώνυμο του τίτλου· κάποιος πεθαίνει και κατά την έξοδό του αγκιστρώνεται στα κλαδιά μιας φλαμουριάς έξω απ’ το μπαλκόνι του. Παρακολουθεί τη ζωή χωρίς αυτόν.  Μπορεί να σκέφτεται χωρίς να υπάρχει. Δεν νιώθει πόνο, ηδονή, κρύο, πείνα, ωστόσο μπορεί και στοχάζεται τη ζωή που αποδεικνύεται ως αστείο, μια φάρσα που κατατρέχει το ανολοκλήρωτο δημιούργημα που ονομάζεται άνθρωπος.

Κοντολογίς, επειδή ήδη έχω καταχραστεί τον αριθμό λέξεων που μου επιτρέπεται, το βιβλίο αρχίζει με μια “κλασική”, περιγραφική γραφή που ολοένα ανατρέπεται από τα επόμενα πεζά, και φτάνει ώς την παραληρηματική συνειδησιακή ροή. Μια λοξή ματιά στην ιστορία της λογοτεχνίας αλλά και της μουσικής που υποφώσκει σε κάθε ευκαιρία. Στέκομαι στο προτελευταίο, στην “Όπερα δωματίου σε μία πράξη”, μια εξπρεσιονιστική απόπειρα καταγραφής της Ιστορίας της σύγχρονης Ελλάδας και στη “Σάρα” που κλείνει το βιβλίο περιέχοντας όλα τα προηγούμενα, πολτοποιώντας το φαίνον σ’ ένα παχύρρευστο υγρό που καταρρέει από το ύψος των μηρών ώς τους αστραγάλους.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top