Fractal

Αγώνας για ζωή, ένα έργο ναυτοσύνης

Γράφει η Κατίνα Βλάχου //

 

contrabandoΠάνος Καραβίδας «Κοντραμπάντο», Εκδόσεις Φιλύρα 2016, σελ. 284

 

Διάβασα το Κοντραμπάντο απνευστί. Ο συγγραφέας, που δεν είναι στην πρώτη του νεότητα, γράφει ένα πρώτο βιβλίο κι αυτό το βιβλίο το χαρακτηρίζει απ’ τη μια νεανική ορμή κι απ’ την άλλη αφηγηματική δύναμη έμπειρου συγγραφέα. Αναρωτήθηκα πώς γίνεται ένα πρώτο βιβλίο να είναι τόσο άρτιο. Γιατί, το Κοντραμπάντο, απ’ όποια πλευρά και να το κρίνεις, είναι ένα πολύ καλό  βιβλίο. Έχει δομή και πλοκή. Έχει αυθεντικότητα και ένταση.  Σε κρατάει σε εγρήγορση, σε πείθει ότι η ιστορία που αφηγείται είναι αληθινή, σε κάνει να αγωνιάς μαζί με τα πρόσωπα της ιστορίας του. Σε ταξιδεύει, σε θαλασσοπνίγει στις τρικυμίες, σε εμπλέκει στις διαπραγματεύσεις με ανθρώπους του υποκόσμου, σε μπάζει στα κουτούκια των ναυτικών και στα καρνάγια, σε κάνει να δεις τον έρωτα από την εφήμερη σκοπιά του ναυτικού, σου δίνει μια άλλη διάσταση ύπαρξης που παίζεται ανάμεσα σε κίνδυνο και ρίσκο. Κι αφού το διαβάσεις όλο, με ταχύτητα επείγοντος, τότε μπορεί να αναρωτηθείς ποιο είναι το «θέλω να πω» του συγγραφέα πίσω από αυτή την περιπετειώδη αφήγηση. Ίσως να είναι ένας ύμνος στον αγώνα για επιβίωση. Ο αγώνας αυτός στο Κοντραμπάντο είναι άρρηκτα συνυφασμένος με την περιπέτεια και με την παρανομία, το υποδηλώνει και ο τίτλος άλλωστε. Για πολλούς από εμάς είναι ξένος τόσο αυτός ο χώρος όσο και  η τυχοδιωκτική στάση ζωής των ανθρώπων που δρουν μέσα σ’ αυτόν. Ωστόσο το βιβλίο καταγράφει μια στάση ζωής που κάποτε έφτιαξε καραβοκύρηδες και πλοιοκτήτες. Έφτιαξε αυτούς  που αποτελούν εδώ και χρόνια την σημαντικότερη οικονομική δύναμη της Ελλάδας, τους εφοπλιστές.

Διαβάζοντας το Κοντραμπάντο, τόσο αληθινό και ζωντανό στην αφήγησή του, δεν νομίζω πως κάποιος, ανεξαρτήτως φύλου,  εμπειριών και ενδιαφερόντων, θα το πιάσει στα χέρια του και δεν θα εμπλακεί στην περιπέτεια της ανάγνωσής  του. Κι όταν ένα αφήγημα έχει τέτοιες αρετές δύο τινά μπορεί να συμβαίνουν: ή η ιστορία που αφηγείται είναι απολύτως αληθινή -και μάλιστα βίωμα του συγγραφέα- ή ο συγγραφέας έχει μεγάλο χάρισμα. Ή και τα δύο μαζί. Αλλιώς τέτοιο βιβλίο δεν γράφεται.

Πέντε κεφάλαια έχει το βιβλίο, με πρώτο το τιτλοφορούμενο Ερριέτα. Η Εριέττα, είναι ένα σκαρί σιδερένιο εικοσάμετρο, παλιό, πρώην επιβατικό, με προηγούμενη θητεία ανοιχτού ημερόπλοιου για τουρίστες. Η Εριέττα, ή χαϊδευτικά «Γεροντοκόρη», θα πρωταγωνιστήσει σ’ όλη την αφήγηση, θα την ακούσουμε να τρίζει και να αναστενάζει, θα κινδυνέψει -φορτωμένη ή ξεφόρτωτη-  να βυθιστεί μαζί με το πλήρωμα. Η προετοιμασία της Εριέττας για το μεγάλο ταξίδι θα μας μπάσει στο καρνάγιο, στη γλώσσα της ναυπηγικής τέχνης, στα κουτούκια των ναυτικών, στα γρανάζια της γραφειοκρατίας  των λιμενικών αρχών και του νηογνώμονα.

Ακολουθούν τα κεφάλαια: Η Προετοιμασία, Η Βίλια (μοναδικό γυναικείο όνομα στο βιβλίο), Στο πέλαγος, Το Κοντραμπάντο και ο  Γυρισμός.

Πέντε και τα πρόσωπα του πληρώματος σε τούτο το περιπετειώδες ταξίδι, με τη Βίλια, το έκτο πρόσωπο, τη γυναικεία φιγούρα, να εισχωρεί παρηγορητικά στη σκληρή ζωή του ναυτικού αλλά και να διασκεδάζει για μερικές σελίδες την ένταση της αφήγησης.

Ο πλοιοκτήτης είναι και ο αφηγητής σε πρώτο πρόσωπο της ιστορίας. Αυτός κλείνει συμφωνίες, ναυτολογεί πλήρωμα και έχει το γενικό πρόσταγμα σε όλο το ταξίδι. Έμπειρος και στη θάλασσα και στην παρανομία, καμένος από αδικίες και περιπέτειες σαν ναυτικός, δεν έχει τίποτα να χάσει ρισκάροντας ακόμα μία φορά.   Μαζί του θα μπαρκάρουν ο γέρο Τάσος, που ναυτολογείται παρά την ηλικία του, επειδή έχει δίπλωμα Β’ καπετάνιου, ο Μανώλης ο Αραφάτ, ο Μανωλάκης ή Λούσης και ο Γιάννης ο ναύτης. Όλοι έχουν κι ένα δεύτερο όνομα, ένα παρατσούκλι, για να διασκεδάζεται με τα σχετικά πειράγματα η αγωνία στις αναποδιές του ταξιδιού και στις κακοκαιρίες. Πέντε άνδρες που ο καθένας κουβαλάει μια ιστορία ζωής με τη θάλασσα, μια ιστορία επιβίωσης στα ροζιασμένα του χέρια. Άνδρες, που βρέθηκαν να ρισκάρουν από ανάγκη την ίδια τους την ύπαρξη και που ίσως δεν μπορούν πια να δουν αλλιώς τη ρότα  τους, μακριά από θάλασσες και λιμάνια, ρίσκα και περιπέτειες. Μαζί τους θα μεταφέρουμε πάνω στην Ερριέτα όπλα από την Αλβανία στην Κρήτη, -χειμώνα καιρό αυτό το πήγαιν’ έλα θα μας φέρει κοντά στο ναυάγιο-, ένας, ο πιο ηλικιωμένος και άρρωστος, ο γέρο Τάσος, θα πεθάνει πάνω στην καταιγίδα. Μαζί τους θα δούμε τα κύματα έτοιμα να καταπιούν την Ερριέτα. Πριν το ταξίδι, με μεγάλη πειστικότητα ο συγγραφέας μας εισάγει στους κανόνες συναλλαγής ενός κόσμου που κινείται στο περιθώριο της νομιμότητας και στη σκιά της παρανομίας. Άνθρωποι αδίστακτοι. Μεγάλα ρίσκα, μεγάλα κέρδη, πλοκάμια παντού, και τρόποι αθέμιτοι. Ο πλοιοκτήτης και αφηγητής μοιάζει να ξέρει πολύ καλά τους μηχανισμούς και τους κώδικες αυτού του κόσμου, αφού τόσο η αφήγηση όσο και η ατμόσφαιρα είναι εξαιρετικά πειστικές.

 

Πάνος Καραβίδας

Πάνος Καραβίδας

 

Το βιβλίο δονείται μετά τις πρώτες σελίδες γνωριμίας από διαρκή και αμείωτη ένταση. Μόνο στη μέση της αφήγησης  το πέρασμα της γυναίκας και του έρωτα στις σελίδες του βιβλίου μάς δίνουν μία γεύση της άλλης πλευράς στη ζωή του ναυτικού. Ο έρωτας όπως βιώνεται από τον πρωταγωνιστή δεν μοιάζει με έναν συνηθισμένο έρωτα, όπου ο ερωτευμένος  νιώθει ότι αυτό το θαύμα θα κρατήσει μίαν αιωνιότητα. Εδώ ο έρωτας είναι σαν ένα διάλειμμα, ένα τώρα ανάμεσα από δύο επικίνδυνα ταξίδια. Το αύριο είναι αμφίβολο. Και επομένως η ερωτική ένταση είναι πολύ μεγάλη. Η Βίλια, η γυναίκα της ιστορίας, εισχωρεί στη ζωή του αφηγητή σαν παρένθεση, σαν διάλειμμα κανονικής ζωής, ανάμεσα σ’ αυτόν και στη θάλασσα. Σαν εκτόνωση από τις αγωνίες του ταξιδιού, σαν προσωρινή αίσθηση ότι υπάρχει και στη στεριά ζωή, μια ζωή στην ασφάλεια και τη ζεστασιά της γυναικείας τρυφερότητας.

Σαν ταινία με πολύ καλό σενάριο, πολύ καλό σκηνοθέτη και ανθρώπους πραγματικούς αντί για ηθοποιούς, μοιάζει αυτό το βιβλίο. Και θα γινόταν εξαιρετική ταινία, αλήθεια, αν είχε την τύχη να πέσει σε καλά χέρια.

Το Κοντραμπάντο έρχεται να καλύψει με τον τρόπο του ένα παράδοξο κενό στην ελληνική λογοτεχνία. Η Ελλάδα, χώρα από καταβολής της ιστορίας της σε άρρηκτη σχέση με τη θάλασσα, μετά την Οδύσσεια του Ομήρου, είναι παράδοξο να έχει τόσο λίγα λογοτεχνικά έργα που να εμπνέονται από τη ναυτοσύνη. Παλιότερα ένας Καρκαβίτσας στην πεζογραφία κι ένας Καββαδίας στην ποίηση. Σήμερα, εκτός από την Ιωάννα Καρυστιάνη με το Σουέλ και τον Φίλιππο Φιλίππου με το παραμύθι του Οι περιπέτειες της Ιλεάννας στη θάλασσα, εγώ προσωπικά άλλα λογοτεχνικά έργα ναυτοσύνης δεν ξέρω. Το Κοντραμπάντο του Πάνου Καραβίδα έρχεται να  γεμίσει ένα κενό και μάλιστα αφορά μια ιδιαίτερη πτυχή της ναυτοσύνης, εκείνη του λαθρεμπορίου. Πολύ επίκαιρο σήμερα, όπου εκτός από το εμπόριο όπλων βλέπουμε να αναπτύσσεται στη Μεσόγειο και εμπόριο ψυχών, με τραγικές επιπτώσεις στις ζωές πολλών ανθρώπων και  άγνωστες ακόμα επιπτώσεις για ολόκληρη τη Μεσόγειο και την Ευρώπη.

Στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου, στην αναμέτρηση της Ερριέτας και του πληρώματος με τα στοιχεία της φύσης μέσα σε μια άγρια καταιγίδα, η ένταση και η δύναμη της αφήγησης μας κάνει να προσεγγίσουμε διαφορετικά το «θέλω να πω» του συγγραφέα. Ίσως το νόημα του βιβλίου γίνεται σπαραχτικό εκείνες τις στιγμές που ο άνθρωπος αντικρίζει το χαμό του. Επειδή, αν πλησιάσει κανείς τόσο κοντά το θάνατο, υποθέτουμε ότι δεν μπορεί να είναι ο ίδιος άνθρωπος μετά. Ίσως θα οδηγηθεί σε μια άλλη υπαρξιακή επίγνωση. Ίσως θα είναι άλλος άνθρωπος από εκεί και πέρα, χωρίς να έχει σημασία ποια εμπειρία τον έφερε στο όριο. Είναι όμως πάντα έτσι; Είναι αυτή η κρίσιμη στιγμή ικανή συνθήκη για μια υπαρξιακή αλλαγή πλεύσης του ανθρώπου; Το βιβλίο δεν μας δίνει την απάντηση αφού μέχρι την τελευταία σελίδα  δεσπόζουν η θάλασσα και το ρίσκο. Η θάλασσα, η θηλυκή, απρόβλεπτη , επικίνδυνη, ερωμένη του ναυτικού. Το ρίσκο μια παρόρμηση επιβίωσης με κάθε μέσο και κάθε τρόπο θεμιτό ή αθέμιτο. Αυτό το «επί» που είναι το πρώτο συνθετικό της λέξης επιβίωση, αυτή η αγωνία να κατισχύσει ο άνθρωπος στα στοιχεία της φύσης ή στους ανθρώπους γύρω του, να υπερβεί εμπόδια και να επιβληθεί στην γύρω πραγματικότητα είναι παρόν σε κάθε σελίδα του βιβλίου. Θα αλλάξει ο ήρωας φιλοσοφία ζωής από εδώ και πέρα; Το βιβλίο μας αφήνει να αναρωτιόμαστε ποια είναι η τύχη του κεντρικού ήρωα μετά το τέλος της παράνομης αποστολής. Μας προδιαθέτει έτσι να περιμένουμε ένα δεύτερο βιβλίο του Πάνου Καραβίδα που θα μας δώσει απαντήσεις.

Το Κοντραμπάντο είναι όμως πάνω απ’ όλα ένα βιβλίο ναυτοσύνης. Παραθέτω μια πρόταση που μου έκανε εντύπωση για τη λιτή της δύναμη: «Από τη στιγμή που ο άνθρωπος ξεκολλάει από το ντόκο, είτε το πλεούμενό του είναι βαρκάκι είτε υπερωκεάνιο, παύει να σκέφτεται σαν άνθρωπος. Σκέφτεται πια σαν ναυτικός». Θα παραφράσω, λέγοντας  ότι από τη  στιγμή που ο αναγνώστης θα διαβάσει την πρώτη σελίδα, ναυτικός ή απλός θνητός, θα ταξιδέψει με το Κοντραμπάντο του Πάνου Καραβίδα μέχρι και την τελευταία λέξη.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top