Fractal

Ομολογία ακριβής λογοτεχνίας

Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος //

 

conf_1«Confiteor» του Ζάουμε Καμπρέ, μετάφραση: Ευρυβιάδης Σοφός, σελ. 736, Εκδ. Πόλις

 

Ο ευκταίος μαξιμαλισμός της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας. Όταν ο Ούγκο Κλάους έγραψε τη «Θλίψη του Βελγίου» (εκδ. Καστανιώτης). Όταν ο Χάρι Μούλις συνέθεσε την «Ανακάλυψη του Ουρανού» (εκδ. Καστανιώτης). Όταν ο Πάουλ Βεράχεν εξακόντισε το «Omega Minor» (εκδ. Πόλις). Και τώρα, όταν ο Ζάουμε Καμπρέ εξέπεμψε το «Confiteor».

Κόντρα στους λάτρεις της αποδόμησης που κάνουν λόγο για το τέλος της μεγάλης αφήγησης –που να βρεθεί ένας Τολστόι ή ένας Προυστ στον αιώνα μας;- και την επικυριαρχία μιας λελογισμένης πεζογραφικής φόρμας, κατά καιρούς, όχι πολύ συχνά είναι η αλήθεια, εμφανίζονται πολύπτυχες συνθέσεις, οι οποίες επανακαθορίζουν τις συντεταγμένες ακόμη και όταν δεν καταφέρνουν να υπερκεράσουν το φιλόδοξο του εγχειρήματος. Τα προεκτεθέντα παραδείγματα, πάντως, καταδεικνύουν τη δύναμη και το εύρος που μπορεί να έχει η σύγχρονη ευρωπαϊκή λογοτεχνία όχι μόνο επί τη βάσει των ιδεών και της θεματολογίας, αλλά και στη λογική των επικών αναπτυγμάτων. Ένα πολυσέλιδο μυθιστόρημα δεν είναι αυτόχρημα καλό, ούτε και ένα ολιγοσέλιδο καθίσταται αυτομάτως αριστούργημα.

Εντέλει, αυτό που έχει σημασία είναι αν επιτυγχάνονται οι προθέσεις και αν τα μέσα που χρησιμοποίησε ο συγγραφέας λειτούργησαν επ’ ωφελεία του έργου κι όχι για τις ανάγκες μιας προσωπικής εξτραβαγκάντζας. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως κάθε μυθιστόρημα, ανεξάρτητά από το μέγεθός του, θέτει πάντα ένα κεντρικό ερώτημα. Το πώς θα απαντηθεί αυτό είναι που καθορίζει και τη φυσική/αναγνωστική αρμονία του.

Στην Ισπανία, από τη στιγμή που εκδόθηκε το Confiteor αναπτύχθηκε μια δημόσια διελκυστίνδα για το αν ανήκει στη χορεία των κλασικών βιβλίων (με μπορχεσιανούς όρους) ή αν είναι ένα ακόμη μπεστ σέλερ που κάποια στιγμή θα το παρασύρει η βιβλιοπαραγωγή. Το καλό είναι ότι δεν έχει προκληθεί με τον Καμπρέ η ίδια, αναίτια, φρενίτιδα όπως με την Φερράντε.  Δεν έχουν καμία σχέση οι δύο περιπτώσεις, καίτοι οι συγκρίσεις είναι εν πολλοίς προσωπική υπόθεση, άρα επισφαλείς το δίχως άλλο.

Ο Καταλανός Καμπρέ δεν παίζει εν ου παικτοίς. Ρισκάρει εξαρχής, θέτει μεγάλους στόχους, ανεβάζει τον πήχη από κεφάλαιο σε κεφάλαιο, δεν παραθέτει περιστατικά με τρόπο εξαντλητικό για να δικαιολογήσει το ασύνορο του μυθιστορήματός του. Εντέλει, δεν πέφτει στη συνήθη παγίδα του παρατακτικού ύφους που ακκίζεται με τα επιτεύγματά του. Ο πολύγλωσσος λόγιος Αντριά φέρνει κάτι από τον Πίτερ Κίεν του Ελίας Κανέτι στο «Auto-da-Fé». Είναι ο στοχασμός του μελετητή μπρος στην αναπόφευκτη πορεία της ανθρωπότητας προς την καταστροφή. Η ανάγκη να αναζητηθεί η γενεαλογία του Κακού που γεννήθηκε ή γέννησε η Ευρώπη. Είναι, όμως, και μια προσωπική ιστορία με διττές εκβολές. Από την μια, η ήττα του πνευματικού ανθρώπου μπρος στην εκθετική κατάσταση του κόσμου και από την άλλη το άσαρκο κενό που προκλήθηκε στη ζωή του Αντριά από τον πατέρα του για να φτάσει στην αγαπημένη του Σάρα. Μια ομολογία πίστεως, ενοχής, ελπίδας και δράματος.

Ο μικρός Αντριά βιώνει από νωρίς τη νοσηρή σχέση με τον πατέρα του. Πρόκειται για μια πνευματική κακουργία εν προόδω, καθώς ο δυσώδης, κρυπτικός, εμμονικός πατέρας του επιβάλλει στο γιο του έναν κώδικα ζωής που προσιδιάζει σε πολυπράγμονα στοχαστή. Τον υποχρεώνει να ασκηθεί επιμόνως πάνω σε δύσκολα κείμενα, να μάθει πολλές γλώσσες, να αναπτύξει μέσα του ένα πανοραμίκ γνώσεων που ξεπερνούν την ηλικία του. Η μητέρα του πάλι, μια γυναίκα υποφωτισμένη, με χαλκευμένη ελευθερία όσο ζούσε ο άνδρας της και καπάτσα όταν έμεινε μόνη της, έχει πιο… ταπεινά όνειρα: θέλει ο γιος της να γίνει βιρτουόζος στο βιολί. Ανάμεσα σε αυτούς τους δύο κόσμους «ζοφερής στοργής», ο Αντριά ρυθμίζει τη συμπεριφορά και τη ζωή του εν συνεχεία ωσάν να είναι μια ιδιότυπη θεωρητική κατασκευή. Η μοίρα του έχει μια παραλυτική σαφήνεια. Ακόμη κι αν κάτω από την αθρυμμάτιστη επιφάνεια του εύτακτου οικογενειακού βίου είναι καλυμμένα αρκετά στρώματα ένοχων μυστικών και κρυφών σχέσεων του πατέρα του• προσωπικών και επαγγελματικών.

Αίφνης, ο Φέλιξ Αρντέβολ δεν είναι μόνο αυτό που φαίνεται: ένας μανιώδης αντικέρ, ένας ρέκτης που συλλέγει σπάνια αντικείμενα, έγγραφα και κειμήλια. Έχει πολλά ζωντανά εμβλήματα κακοήθειας η ζωή του. Το τρωγλοδυτικό σαλόνι του, κατάφορτο από πανάκριβα, συλλεκτικά αντικείμενα, κουβαλάει την κακοφωνία ενός σκοτεινού παρελθόντος. Είχε παράλληλη σχέση, έκανε ένα εξώγαμο, μπλέχτηκε σε περιπτώσεις οικειοποίησης περιουσιών ανθρώπων που βρέθηκαν στα κρεματόρια των ναζί, συνεργάστηκε με φαιές φυσιογνωμίες. Μέσα σε όλα έφερε στο σπίτι ένα σπανιότατο βιολί, φτιαγμένο από τον δεξιοτέχνη μάστορα Στοριόνι προ πολλών αιώνων. Τούτο το όργανο, ανενεργό μέσα στο χρηματοκιβώτιο του Φέλιξ, συδαυλίζει με την παρουσία του πολλές ιστορίες που έρχονται από πολύ παλιά και από τις οποίες δεν λείπει το αίμα, ο πόνος και η καταστροφή.

 

Jaume Cabré

Jaume Cabré

 

Βλέπουμε τα πάντα μέσα από τα μάτια του Αντριά, ο οποίος αφηγείται τη ζωή του. Ακόμη καλύτερα: μαθαίνουμε τα πάντα βουτώντας στο τριγμώδες μυαλό του. Πόσο παράδοξο: ο άνθρωπος που έκανε το πνεύμα του σύμβολο αυταξίας καταλήγει να πέφτει, μέρα με την ημέρα, στην χοάνη του Αλτσχάιμερ. Πριν τα ξεχάσει όλα τα καταγράφει και τα παραδίδει στον αδελφικό του φίλο. Η ομολογία του πρέπει να διασωθεί παντί τρόπω.

Είναι το ύστατο χαίρε του Αντριά στην αγαπημένη του Σάρα. Μια προσωπική απεύθυνση, λίγο πριν η μοίρα κάνει την τελευταία της πιρουέτα. Ένα αγαπητικό memento. Ως άλλος Δάντης, ο Αντριά είναι σαν να μιλάει σε «εκείνη που αγαπήθηκε από εμένα όσο καμία άλλη». Τούτος είναι ο δεύτερος… παραπόταμος του βιβλίου. Αν ο κεντρικός του πυρήνας είναι η αναζήτηση της φύσης του Κακού μέσα τους αιώνες, ο άλλος είναι ο ανέλπιστος και μηδέποτε ολοκληρωμένος έρωτας του Αντριά με τη Σάρα. Είναι μια πλεύση με τελικό προορισμό την αυτογνωσία από διαφορετικές αφετηρίες. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ο Αντριά δοκιμάζει τη φύση της παραφοράς του σε πνευματικό και σωματικό επίπεδο. Από τον Μεσαίωνα, την Ιερά Εξέταση, τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, την τελική λύση των ναζί, τον Φράνκο και τη σημερινή Ευρώπη, ο Αντριά στοχάζεται πάνω στην ακριβή έννοια του Κακού. Πόσο αυτοφυές είναι, πόσο σύμφυτο μοιάζει με την ανθρώπινη περίπτωση και αν η ύπαρξή του σημαίνει το τέλος του Θεού που στωικά το αφήνει να δρα πάνω στους ανθρώπους δίχως να παρεμβαίνει. Ο Αντριά αναλώνει όλη του τη ζωή στο να ξεσκεπάζει τα οικογενειακά μυστικά, να χρησιμοποιεί τη συγκεντρωμένη γνώση ως μνημονοτεχνικό βοήθημα για να κατανοήσει τη φύση του Κακού, αλλά και να αναζητεί την Ιθάκη του στο πρόσωπο της Σάρας. Χάνει και στα τρία; Είναι αυτή η φύση του πνευματικού ανθρώπου της γηραιάς ηπείρου; Είναι, τελικά, η Ιστορία μια αποσιωπημένη φωνή που δεν επιθυμεί να προβάλλει τις μύχιες σκέψεις της; Η τελική εκμηδένιση της μνήμης μοιάζει να είναι μια πλάγια δήλωση του Καμπρέ. Τη στιγμή που ο κόσμος εξαντλεί την απόγνωσή του, ο θησαυρός της μνήμης μένει ανεξόρυκτος. Ακόμη και για τους πνευματικούς ανθρώπους.

Ο Καμπρέ φτιάνει ένα βιβλίο σαν να διευθύνει συμφωνική ορχήστρα. Ξέρει πότε θα μπουν τα κόρνα, το όμπε, τα βιολιά, πότε θα σχολιάσει το πιάνο ή η βιόλα. Οι τονικότητες είναι καλά μελετημένες, οι υφέσεις εμφανίζονται με τρόπο λειτουργικό, ενώ το κρεσέντο, όπου υπάρχει, δεν προκαλεί οξύτονες παρεμβολές. Η φωνή του Τζόις, του Έκο, αλλά και κάμποσων άλλων θαυμαστών συγγραφέων ηχούν ηλεκτρισμένες κάτω από κάθε έννοια. Ο Καμπέ μέσα σε μια πρόταση μπορεί να διατρέξει ολόκληρους αιώνες ευρωπαϊκής ιστορίας. Ο τρόπος που συναρμόζει τις παραγράφους, αν και μιλούν για διαφορετικά πράγματα, είναι θαυμαστός.

Ένα μειονέκτημα έχει το βιβλίο: κάποια στιγμή τελειώνει και μένεις ενεός.

Η άριστη μετάφραση αυτού του ογκώδους και άκρως απαιτητικού βιβλίου ανήκει στον Ευρυβιάδη Σοφό.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top