Fractal

Δύο ποιήματα του Claude McKay και λίγα λόγια γι’ αυτόν

 Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

Ο Claude McKay (1889-1948),  Αμερικανός συγγραφέας και ποιητής, αλλά με καταγωγή από τη Τζαμάικα, αποτέλεσε εμβληματική μορφή  της Αναγέννησης του Χάρλεμ. Έγραψε τέσσερα μυθιστορήματα, τα ‘Home to Harlem’ (1928),  ‘Banjo’ (1929), ‘Banana Bottom’ (1933) και το 1941 ένα χειρόγραφο που τιτλοφορείται  ‘Amiable With Big Teeth: A Novel of the Love Affair Between the Communists and the Poor Black Sheep of Harlem’. Ο McKay έγραψε επίσης ποιητικές συλλογές, μια συλλογή διηγημάτων με τίτλο  ‘Gingertown’ (1932), δύο αυτοβιογραφικά βιβλία, το ‘Ένας  Μακρύς Δρόμος από το Σπίτι’ (A Long Way from Home, 1937) και οι ‘Καταπράσινοι Λόφοι μου στη Τζαμάικα’  (My Green Hills of Jamaica) που δημοσιεύτηκε μετά θάνατον, καθώς και μια πραγματεία με κοινωνικό και ιστορικό υπόβαθρο και τίτλο, ‘Χάρλεμ, η Μητρόπολη των Νέγρων’ (Harlem: Negro Metropolis, 1940).

 

Η ποιητική συλλογή του, ‘Σκιές του Χάρλεμ’ (Harlem Shadows, 1922), ήταν μεταξύ των πρώτων βιβλίων που εκδόθηκαν κατά τη διάρκεια της Αναγέννησης του Χάρλεμ. Κάποια επιλεγμένα ποιήματα, δόθηκαν επίσης στη δημοσιότητα μετά τον θάνατό του και συγκεκριμένα το 1953. Ο κομμουνισμός προσέλκυσε τον νεαρό McKay στην αρχή της ζωής του, αλλά ο ίδιος πάντα υποστήριζε ότι ποτέ δεν έγινε επίσημο μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος των ΗΠΑ. Ωστόσο, ορισμένοι μελετητές αμφισβητούν τον ισχυρισμό ότι δεν ήταν φίλα  προσκείμενος προς τον κομμουνισμό εκείνη την εποχή, επισημαίνοντας τους στενούς δεσμούς του με τα ενεργά μέλη του Κόμματος, την στενή παρακολούθηση όλων των γεγονότων που σχετίζονταν με την κομμουνιστική ηγεσία και την πολύμηνη παραμονή του στη Σοβιετική Ένωση, το διάστημα 1922-23, για την οποία  ο ίδιος έγραψε πολύ ευνοϊκά σχόλια. Σταδιακά, όμως, απογοητεύτηκε με τον κομμουνισμό  και από τα μέσα της δεκαετίας του 1930, άρχισε να γράφει αρνητικά γι’ αυτόν.

 

 sxo

 

Ο Claude McKay γεννήθηκε κοντά στο Τζέιμς Χιλ, του Clarendon, στη Τζαμάικα. Ήταν το μικρότερο παιδί του Thomas Francis McKay και της Hannah Ann Elizabeth Edwards, ευκατάστατων αγροτών οι οποίοι είχαν αρκετή περιουσία και   πληρούσαν τις προϋποθέσεις για να ψηφίζουν. Στα τέσσερα χρόνια του, ο McKay ξεκίνησε το σχολείο στην εκκλησία που παρακολουθούσε. Στην ηλικία των επτά ετών,  στάλθηκε για να ζήσει με τον μεγαλύτερο  αδελφό του, έναν δάσκαλο, για να του δοθεί έτσι η καλύτερη διαθέσιμη εκπαίδευση. Ενώ ζούσε με τον αδελφό του, ο Claude McKay έγινε άπληστος αναγνώστης της κλασσικής και της βρεττανικής λογοτεχνίας, ενώ ερωτοτροπούσε συγχρόνως με τη φιλοσοφία, την επιστήμη και τη θεολογία. Στην ηλικία των δέκα ετών, άρχισε να γράφει ποίηση. Εκείνη την εποχή, το 1907, ο McKay συνάντησε έναν άνδρα που ονομαζόταν Walter Jekyll, ο οποίος έγινε μέντορας και πηγή έμπνευσης για τον ίδιο, ο οποίος  και τον ενθάρρυνε να επικεντρωθεί στο γράψιμο. Ο Jekyll έπεισε τον McKay να αρχίσει να γράφει στη μητρική του διάλεκτο και μάλιστα τον βοήθησε να δημοσιεύσει το πρώτο του βιβλίο με ποιήματα, με τίτλο ‘Τραγούδια της Τζαμάικα’ (Songs of Jamaica, 1912).  Η δεύτερη συλλογή του, ‘Constab Ballads’ (1912), δημιουργήθηκε με βάση τις εμπειρίες του από την ένταξή του στη χωροφυλακή για ένα σύντομο χρονικό διάστημα, το 1911.

 

sxo1

 

Τον επόμενο χρόνο, το 1912, ο McKay έφυγε για τις ΗΠΑ για να παρακολουθήσει το Ινστιτούτο Tuskegee, ένα ιδιωτικό και ιστορικά ‘μαύρο’ πανεπιστήμιο που βρίσκεται στο Tuskegee της  Αλαμπάμα. Ο McKay ήταν σοκαρισμένος από το έντονο ρατσισμό που συνάντησε όταν έφτασε στο Τσάρλεστον, στη Νότια Καρολίνα, όπου πολλές δημόσιες εγκαταστάσεις ήταν  διαχωρισμένες, κατάσταση η οποία τον ενέπνευσε να γράψει  περισσότερη ποίηση. Στο Tuskegee, απεχθανόταν έντονα τους κοινωνικούς διαχωριστικούς και μηχανισμούς που υπήρχαν εκεί, και έφυγε γρήγορα για να σπουδάσει στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο του Κάνσας. Εκεί, διάβασε επισταμένως το βιβλίο ‘Souls of Black Folk’ (1903) του W. E. B. Du Bois, το οποίο του άσκησε σημαντική επιρροή και έτσι αποφάσισε την πολιτική του εμπλοκή. Το ‘Souls of Black Folk’, είναι κλασσικό έργο της αμερικανικής λογοτεχνίας, ένα πρωτοποριακό κείμενο στην ιστορία της κοινωνιολογίας, που αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της αφροαμερικανικής λογοτεχνίας. Το βιβλίο, που δημοσιεύθηκε το 1903, περιέχει πολλά δοκίμια για τη φυλή, ορισμένα από τα οποία είχαν προηγουμένως δημοσιευθεί στο περιοδικό ‘Atlantic Monthly’. Για το γράψιμο ετούτου του έργου, ο Du Bois χρησιμοποίησε τις προσωπικές εμπειρίες από την αμερικανική κοινωνία. Εκτός από την αξιοσημείωτη σημασία στην αφροαμερικάνικη  ιστορία,  το βιβλίο αυτό κατέχει επίσης σημαντική θέση στην κοινωνική επιστήμη γιατί  είναι από τα πρώιμα έργα στον τομέα της κοινωνιολογίας. Όμως, παρά την υψηλή ακαδημαϊκή του επίδοση, το 1914, ο McKay μετακόμισε στη Νέα Υόρκη, όπου παντρεύτηκε  την αγαπημένη του Eulalie Lewars.

Ο McKay δημοσίευσε δύο ποιήματα, το 1917, στις ‘Επτά Τέχνες’ (The Seven Arts), ένα σύντομης ζωής λογοτεχνικό περιοδικό της εποχής, με το ψευδώνυμο Eli Edwards, ενώ εργαζόταν ως σερβιτόρος στους σιδηροδρόμους. Το 1919, συνάντησε τον Max Eastman και την αδελφή του, Crystal Eastman, τους εκδότες τότε του περιοδικού ‘The Liberator’,  όπου ο McKay θα εργαζόταν ως   συντάκτης μέχρι το 1922.  Το ‘Liberator’ ήταν μηνιαίο σοσιαλιστικό περιοδικό που  ιδρύθηκε από τα παραπάνω αδέλφια, το 1918, για να συνεχίσει το έργο των ‘Μαζών’ (The Masses) το οποίο έκλεισε σύμφωνα με κάποιους κανονισμούς στην αλληλογραφία του πολέμου της κυβέρνησης των ΗΠΑ.  Το τελευταίο, ήταν ένα καινοτόμο   περιοδικό  της σοσιαλιστικής πολιτικής που κυκλοφορούσε κάθε μήνα στις Ηνωμένες Πολιτείες από το 1911 μέχρι το 1917, οπότε οι ομοσπονδιακοί κατήγοροι υπέβαλαν μήνυση εναντίον των συντακτών  τους για συνωμοσία με απώτερο σκοπό να εμποδίσουν  τη στρατολογία στο έργο της.

 

Ως  συν-εκδότης του περιοδικού ‘Ο Ελευθερωτής’ (The Liberator),  ο Claude McKay δημοσίευσε ένα από τα πιο γνωστά του ποιήματα, το ‘Αν πρέπει να πεθάνουμε’ (If We Must Die),  κατά τη διάρκεια του ‘Ερυθρού Καλοκαιριού’, μια περίοδο έντονης φυλετικής βίας κατά των νέγρων στις  αμερικανικές κοινωνίες. Το ποίημα αναφέρθηκε και από τον Ουίνστον Τσόρτσιλ κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο McKay ενεπλάκη αργότερα σε μια ομάδα μαύρων ριζοσπαστών οι οποίοι ήταν δυσαρεστημένοι τόσο με τον εθνικισμό του Marcus Garvey (1887 –1940) όσο και με την ρεφορμιστική NAACP, όπου περιλαμβάνονταν κι  άλλοι συγγραφείς της Καραϊβικής. Όλοι αγωνίζονταν για τη μαύρη αυτοδιάθεση, στο πλαίσιο πάντα της σοσιαλιστικής επανάστασης. Όλοι μαζί ίδρυσαν την επαναστατική οργάνωση, ‘African Blood Brotherhood’.

 

sxo3

 

Ο McKay, όμως,  σύντομα έφυγε για το Λονδίνο, στην Αγγλία, το φθινόπωρο του 1919. Συνήθιζε να συχνάζει σε ένα σύλλογο στην οδό Drury Lane, ένα δρόμο στο  ανατολικό όριο της περιοχής του Κόβεντ Γκάρντεν του Λονδίνου και στα γραφεία της  Διεθνούς Σοσιαλιστικής Λέσχης στο Shoreditch. Κατά τη διάρκεια εκείνης της περιόδου, η σχέση του McKay με το σοσιαλισμό εμβάθυνε συνεχώς και καθημερινά διάβαζε Μαρξ. Εκεί ο McKay συναντήθηκε με πληθώρα άλλων σημαντικών προσωπικοτήτων, οι οποίοι σύντομα τον κάλεσαν να αρχίσει να    αρθρογραφεί για την εφημερίδα, Workers’ Dreadnought, κι έτσι ξεκίνησε η τακτική συμμετοχή του εκεί, καθώς και στην Εργατική Σοσιαλιστική Ομοσπονδία. Μερικοί άνθρωποι ισχυρίζονται ότι ήταν ο πρώτος μαύρος δημοσιογράφος στη Βρεττανία. Σε αυτό το διάστημα δημοσίευσε επίσης μερικά ποιήματα στο ‘Cambridge Magazine’. Όταν συνελήφθη η Sylvia Pankhurst, διευθύντρια της εφημερίδας Workers’ Dreadnought, για τη δημοσίευση κάποιων επίμαχων άρθρων, έψαξαν και το δικό του δωμάτιο.

Από το Νοέμβριο του  1922, μέχρι και τον Ιούνιο του 1923, επισκέφθηκε τη Σοβιετική Ένωση και παρακολούθησε το τέταρτο συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς στη Μόσχα. Στη μητρόπολη αυτή,  συνάντησε πολλούς κορυφαίους μπολσεβίκους, συμπεριλαμβανομένων των Λέοντος Τρότσκι, Νικολάι Μπουχάριν και Καρλ Ράντεκ. Ο Claude McKay κατέγραψε λεπτομερώς την εμπειρία του στη Ρωσία, στο δοκίμιο ‘Η Σοβιετική Ρωσία και οι Νέγροι’, που δημοσιεύθηκε το Δεκέμβριο του 1923 στο αντίστοιχο τεύχος του περιοδικού ‘The Crisis’, επίσημο όργανο της Εθνικής Ένωσης για την Πρόοδο των Εγχρώμων Ατόμων, (National Association for the Advancement of Colored People, NAACP). Οι ιστορίες εκείνες είχαν να κάνουν με τα οξυμένα προβλήματα των νέγρων στην Αμερική και κυρίως με το αποκρουστικό φαινόμενο του  λιντσαρίσματος.

Το 1928, ο McKay δημοσίευσε το πιο γνωστό μυθιστόρημά του, ‘Το Σπίτι στο Χάρλεμ’ (Home to Harlem),  το οποίο κέρδισε το Χρυσό Βραβείο Χάρμον για τη λογοτεχνία (Harmon Gold Award for Literature). Το μυθιστόρημα, που απεικονίζει τη ζωή στους δρόμους του  Χάρλεμ, είχε σημαντικό αντίκτυπο στους  μαύρους διανοούμενους στην Καραϊβική, τη Δυτική Αφρική και την Ευρώπη. Ο McKay με αυτό, απέκτησε σημαντικό αναγνωστικό κοινό, ειδικά ανάμεσα στους ανθρώπους που ήθελαν να γνωρίζουν περισσότερα για τις έντονες και μερικές φορές συγκλονιστικές λεπτομέρειες της νυχτερινής ζωής του Χάρλεμ. Το μυθιστόρημά του ήταν μια προσπάθεια να συλλάβει το ενεργητικό και έντονο πνεύμα του ξεριζωμένου μαύρου αλήτη, ήταν ένα λογοτεχνικό έργο στο οποίο ο McKay αναζητούσε τη χαρακτηριστική μαύρη ταυτότητα μεταξύ των απλών ανθρώπων. Παρά το γεγονός αυτό, το βιβλίο βρήκε απέναντι έναν από τους ήρωες του McKay, τον W. E. B. Du Bois! Για τον τελευταίο, οι χαρακτηριστικές και  ειλικρινείς απεικονίσεις, μέσα στο  μυθιστόρημα, της σεξουαλικότητας και της νυχτερινής ζωής στο Χάρλεμ, αποσκοπούσαν μόνο στην αναζήτηση κάποιων λάγνων  λευκών αναγνωστών και εκδοτών οι οποίοι αναζητούσαν απεικονίσεις των μαύρων ακολασιών για λόγους καθαρά πωλήσεων του βιβλίου, τουτέστιν εισπρακτικής επιτυχίας. Οι σύγχρονοι επικριτές πάντως απορρίπτουν σήμερα  την κριτική του Du Bois, ο οποίος ανησυχούσε περισσότερο με τη χρήση της τέχνης ως προπαγάνδας στον αγώνα για την πολυπόθητη αφροαμερικανική πολιτική απελευθέρωση σε σχέση με την αξία της τέχνης  στην παρουσίαση της αλήθειας για τη ζωή των μαύρων ανθρώπων σε όλες τις εκφάνσεις της.

Τα άλλα μυθιστορήματα του McKay ήταν το ‘Banjo’ (1929), και το ‘Banana Bottom’ (1933). Στο ‘Banjo’, αναφέρεται και απεικονίζει με ειλικρίνεια και χωρίς αναστολές ή προκαταλήψεις, πως αντιμετωπίζονται οι άνθρωποι από τους Γάλλους στις υποσαχάριες αφρικανικές αποικίες της, καθώς και οι μαύροι ναυτικοί στο λιμάνι της Μασσαλίας. Το ‘Banana Bottom’ ήταν το τρίτο μυθιστόρημα του McKay, με κύριο θέμα ένα μαύρο άτομο στην  αναζήτηση και δημιουργία μιας πολιτιστικής ταυτότητας μέσα σε μια αφιλόξενη λευκή κοινωνία. Το βιβλίο συζητά ακόμα όλες τις υποκείμενες  φυλετικές και πολιτισμικές εντάσεις.

Ο McKay έγινε Αμερικανός πολίτης το 1940. Απογοητευμένος από τον κομμουνισμό, αγκάλιασε τις κοινωνικές διδασκαλίες της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, την οποία ασπάστηκε  το 1944. Πέθανε από καρδιακή προσβολή στο Σικάγο, σε ηλικία 59 ετών. Βρίσκεται δικαιωματικά στη λίστα των εκατό μεγαλύτερων Αφροαμερικανών και θεωρείται ως το κυριότερο αριστερό μαύρο πνεύμα της εποχής του, του οποίου το έργο επηρέασε σε μεγάλο βαθμό μια γενιά μαύρων συγγραφέων, όπως ο James Baldwin και   Richard Wright. Τα παρακάτω, είναι δύο χαρακτηριστικά ποιήματά του.

 

 ****************************

Θα επιστρέψω

 

Θα επιστρέψω και  πάλι. Θα επιστρέψω

Για να γελάσω, να αγαπήσω και να παρακολουθήσω με θαυμασμό στα μάτια

Στο χρυσαφένιο  μεσημέρι τις φωτιές στο δάσος να καίνε,

Να κυματίζει ο σκούρος  μπλε  καπνός τους στους ζαφειρένιους ουρανούς.

Θα επιστρέψω για να χαζέψω στα ρέματα

Εκείνα που βρέχουν τα καφέ μυτερά φύλλα των λυγισμένων  χόρτων,

Και να συνειδητοποιήσω μια ακόμη φορά τα χιλιάδες όνειρά μου

Από τα νερά που τρέχουν κάτω από τα ορεινά μονοπάτια.

Θα επιστρέψω για να ακούσω το βιολί και τη φλογέρα

Αγαπημένα  όμορφα κομμάτια  χωριάτικων χορών

Εκείνα που σαλεύουν τα κρυμμένα βάθη του γενέθλιου τόπου,

Αδέσποτες μελωδίες,  αμυδρά  σημαδεμένες στη θύμηση.

Θα επιστρέψω, θα επιστρέψω και πάλι,

Να ξεκουράσω το  μυαλό μου από πολλά, πολλά χρόνια πόνου.

 

 

I Shall Return

 

I shall return again; I shall return

To laugh and love and watch with wonder-eyes

At golden noon the forest fires burn,

Wafting their blue-black smoke to sapphire skies.

I shall return to loiter by the streams

That bathe the brown blades of the bending grasses,

And realize once more my thousand dreams

Of waters rushing down the mountain passes.

I shall return to hear the fiddle and fife

Of village dances, dear delicious tunes

That stir the hidden depths of native life,

Stray melodies of dim remembered runes.

I shall return, I shall return again,

To ease my mind of long, long years of pain.

 

 

 

Η  Χορεύτρια του Χάρλεμ

 

Ενθουσιασμένοι νέοι, γελούσαν με τη μικρή πόρνη

Και κοιτούσαν το τέλειο, μισοντυμένο και κουνάμενο κορμί της

Η φωνή της ήταν σαν τον ήχο από ανακατεμένα φλάουτα

Φουσκωμένη από μαύρους παίκτες σε μια μέρα πικνίκ.

Τραγουδούσε και χόρευε με  χάρη και ηρεμία,

Μια φωτισμένη αράχνη κρεμόταν πάνω στη μορφή της.

Σε μένα φαινόταν σαν ένας περήφανος φοίνικας που ταλαντευόταν

Μεγαλωμένος όμορφα μέσα σε μια καταιγίδα.

Πάνω στον μελαψό λαιμό της, μαύρες γυαλιστερές μπούκλες

Πλούσιες έπεφταν,   και πετώντας κέρματα για παίνεμα,

Τα αναμμένα αγόρια με τα τολμηρά μάτια, και ακόμη και τα κορίτσια,

Καταβρόχθιζαν τη μορφή της   με το πεινασμένο και   παθιασμένο βλέμμα τους.

Αλλά κοιτάζοντας το ψεύτικα χαμογελαστό πρόσωπό της,

Εγώ ήξερα ότι ο εαυτός της, δεν ήταν σε εκείνο το παράξενο μέρος.

 

 

The Harlem Dancer

 

Applauding youths laughed with young prostitutes

And watched her perfect, half-clothed body sway;

Her voice was like the sound of blended flutes

Blown by black players upon a picnic day.

She sang and danced on gracefully and calm,

The light gauze hanging loose about her form;

To me she seemed a proudly-swaying palm

Grown lovelier for passing through a storm.

Upon her swarthy neck black shiny curls

Luxuriant fell; and tossing coins in praise,

The wine-flushed, bold-eyed boys, and even the girls,

Devoured her shape with eager, passionate gaze;

But looking at her falsely-smiling face,

I knew her self was not in that strange place.

 

 sxo4

 Bιβλιογραφία

  1. ‘Harlem in the Jazz Age’. The New York Times. February 8, 1987.
  2. Holland Cotter:  ART; A 1920’s Flowering That Didn’t Disappear. The New York Times. May 24, 1998.
  3. Felicia R. Lee:  ‘New Novel of Harlem Renaissance Is Found’. The New York Times. September 14, 2012.
  4. Bridget R. Cooks: Black Artists and Activism: Harlem on My Mind (1969). American Studies. 2007;   48 (1):  5-39.
  5. Catherine Rottenberg: Writing from the Margins of the Margins: Michael Gold’s Jews Without Money and Claude McKay’s Home to Harlem. MELUS: Multi-Ethnic Literature of the U.S. 2010; 35 (1): 119-140.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top