Fractal

Ακολουθώντας «μια κρυφή, μοιραία γραμμή». Αναζητώντας «μια αλήθεια που μας υπερβαίνει».

Γράφει η Ελένη Γκίκα //

 

thumbnail«Η ώρα του αστεριού», Κλαρίσε Λισπέκτορ,  Μετάφραση: Μάριος Χατζηπροκοπίου, Επίμετρο: Έλεν Σίξου, εκδ. Αντίποδες, σελ. 152

 

Στους περισσότερους η Κλαρίσε Λισπέκτορ θυμίζει συγγραφείς, διαβάζοντάς την θυμήθηκα μυθιστορηματικούς ήρωες: Τον έγκλειστο του ντοστογεφσκικού υπογείου όσον αφορά τον άνδρα συγγραφέα που επινοεί, τον ντοστογιεφσκικό «Ηλίθιο» όσον αφορά την αφελή αγιότητα της ηρωίδας. Το «Με λένε λέξη» της Μαρίας Μήτσορα όσον αφορά τη σωματοποιημένη γλώσσα. Γίνεται λέξεις επειδή εκεί μόνο υπάρχει το Νόημα.

Για να το βρει και να το υπηρετήσει βγαίνει σχεδόν ξυπόλυτη και γυμνή, στον «Ουρανό του τίποτα με τα ελάχιστα» όπως γράφει η Κατερίνα Αγγελάκη- Ρουκ μήπως και συναντήσει τα πάντα και τα μέγιστα.

Το θέμα της φαινομενικά πιο απλό κι απ’ το απλό: ένας συγγραφέας που δημιουργείται από την ανάγκη να επινοήσει μια ηρωίδα, την ασήμαντη, άχρωμη, άχρονη, άοσμη, σχεδόν άφυλη Μακκαμπέα. Είναι η πιο ασήμαντη κοπέλα της Βραζιλίας, άτυχη και ταπεινή ανορθόγραφη δακτυλογράφος, αδύνατη σαν φύλλο, που δεν αγαπήθηκε ποτέ. Ούτε απ’ τη φίλη και συνάδελφό της που της κλέβει το ταίρι της, ούτε απ’ εκείνον που μαζί της πλήττει θανάσιμα επειδή στη ζωή της Μακκαμπέα η ζωή παίρνει άλλη πνοή και οι λέξεις αποκτούν ένα ολοδικό τους γυμνό, εσωτερικό, μυστικό, νόημα. Εντούτοις μοιάζει με ένα τίποτα που επινοεί εκείνον που θα την πλάσει, θα την αγαπήσει και θα την δοξάσει. Αποτελώντας το μοναδικό δημιούργημα που αποδεικνύεται ανώτερο του δημιουργού του σχεδόν αθέλητα και εν αγνοία του. Σαν τα πετεινά του ουρανού, μόνη εκείνη η αδέξια ασήμαντη Μακκαμπέα θα αξιωθεί την χάρη, θυμίζοντας εκείνους τους κατά Θεόν σαλούς. Αγνοώντας εντούτοις και Θεό και αγιότητα.

Ο δημιουργημένος δημιουργός συγγραφέας της θα πει γι’ αυτήν: «Γεγονός είναι πως έχω στα χέρια μου ένα πεπρωμένο και μολοντούτο δεν νιώθω πως έχω την εξουσία να επινοώ ελεύθερα: ακολουθώ μια κρυφή μοιραία γραμμή. Υποχρεούμαι να αναζητήσω μια αλήθεια που με υπερβαίνει». Αναγνωρίζει επεξηγώντας μας ταυτοχρόνως τους λόγους:

«Επειδή γράφω για μια νεαρή που ώς και η φτώχια της είναι ξεστόλιστη; Ίσως επειδή υπάρχει απομόνωση σε αυτήν και ακόμα επειδή στη φτώχεια σώματος και πνεύματος αγγίζω την αγιότητα, εγώ που θέλω να αισθανθώ τα χνότα του πέρα από εμένα».

Κι όμως δεν γνώριζε μέχρι στιγμής εκείνο που ήξερε ήδη το ίδιο της το κορμί, ότι εκείνο το βιβλίο θα ήταν και το κύκνειο άσμα. Η Κλαρίσε Λισπέκτορ πέθανε από καρκίνο των ωοθηκών λίγους μήνες μετά το βιβλίο. Υπέφερε ήδη όταν μιλούσε για «τις μικρές της ωοθήκες τόσο μαραζωμένες» αναφερόμενη ως ο άντρας συγγραφέας στη Μακκαμπέα της.

Εξάλλου γνώριζε ήδη καλά από τα έντεκά της ότι το πεπρωμένο της ήταν η συγγραφή έτσι ώστε να μπορεί τώρα ο επινοημένος συγγραφέας της να πει: «Γράφω γιατί δεν έχω τίποτα να κάνω στον κόσμο: περίσσεψα και δεν υπάρχει τόπος για μένα στη γη των ανθρώπων. Γράφω γιατί είμαι ένας απελπισμένος και έχω κουραστεί, δεν αντέχω πλέον τη ρουτίνα του να είμαι εγώ και αν δεν υπήρχε το πάντα καινούργιο που είναι το γράψιμο, θα πέθαινα συμβολικά κάθε μέρα».

 

Clarice-Lispector

H συγγραφέας Κλαρίσε Λισπέκτορ

 

Άλλωστε αυτό έκανε από παιδί: γεννήθηκε γιατί, λέει, έτσι μπορεί και να σωζότανε η μάνα της από την σύφιλη, έμαθε να της αφηγείται ιστορίες για να την γιατρέψει αλλά απέτυχε «σ’ αυτή την προκαθορισμένη αποστολή». Ως Ρωσοεβραία περιπλανιέται με την οικογένειά της πρώτα και κατόπιν με τον διπλωμάτη σύζυγό της από τόπο σε τόπο, και παρά το σπουδαίο ταλέντο της ως ακατανόητη κάπως για την εποχή της δεν θα έχει και την μέγιστη αποδοχή. Την υπολήπτονται οι πάντες αλλά δεν την καταλαβαίνουν! Βεβαίως μετά τον θάνατό της οι πάντες την υμνούν: την συγκρίνουν με τον Κάφκα, την Γουλφ, τον Ρεμπώ και τον Προυστ, μεταφράζεται σε απίστευτες γλώσσες, θεωρείται μια από τις κύριες εκπροσώπους του μοντερνισμού- και για ορισμένους του μεταμοντερνισμού- στη βραζιλιάνικη λογοτεχνία του 20ου αιώνα, παγκοσμίως.

Όσο ζούσε, όμως, αναζητώντας την απόλυτα σωματική γλώσσα, καιγόταν με το τσιγάρο της, χώριζε, την δάγκωνε ο σκύλος της στο πρόσωπο, μετέφραζε πυρετωδώς και δημοσιογραφούσε για να επιβιώσει, πλήρωνε ακέραιο το τίμημα για να αξιωθεί να γράψει όπως άλλος κανείς. Όντας η ίδια εξόριστη στην πατρίδα της, στην οικογένειά της, στη ζωή και στην εποχή, επινόησε μια γλώσσα εξόριστη που είναι ανάσα, είναι πόνος, είναι ερημιά και χάρις, είναι συναίσθημα, είναι χρησμός και είναι μουσική.

Έκανε το κύκνειο άσμα της γυμνό και απέριττο με τα εντελώς απαραίτητα, κατόρθωσε το ακατόρθωτο να πλάσει το δικό της γκόλεμ, την Μακκαμπέα της από των λέξεων τον πηλό. Γνωρίζοντας βαθιά από τον καιρό του Μωυσή «πως η λέξη είναι θεϊκή».

Μια ιστορία που εμπεριέχει σε 99 σελίδες τον δημιουργό, το δημιούργημα, τη σχέση τους, το πεπρωμένο και την ίδια του την κατασκευή, καταγωγή. Επειδή γράφοντας μέσα μας κάτι ήδη γνωρίζει και επειδή η μεγάλη τέχνη είναι πάντοτε χρησμική. Υπογράφοντας «Την ώρα του αστεριού» η Κλαρίσε Λισπέκτορ ήδη κοιτούσε [μπορεί και να είχε περάσει] απέναντι.

 

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top