Fractal

Χρύσα Σπυροπούλου: «Τα θέματα του θανάτου, του έρωτα, της μοναξιάς, του παραλόγου της ζωής, πάντα μας απασχολούν»

Συνέντευξη στη Χρύσα Φάντη //

 

 

Η συγγραφέας, κριτικός λογοτεχνίας και φιλόλογος Χρύσα Σπυροπούλου μιλάει στη Χρύσα Φάντη για το συγγραφικό έργο και τις δραστηριότητές της στο χώρο του Πολιτισμού.

 

-Αγαπητή κ. Σπυροπούλου, είστε φιλόλογος και Σχολική Σύμβουλος στη δημόσια εκπαίδευση. Τι ήταν αυτό που σας κέντρισε να  ασχοληθείτε παράλληλα και με την λογοτεχνία; 

Πρέπει να σας ομολογήσω ότι, από τις πρώτες τάξεις του δημοτικού σχολείου, άρχισα να διαβάζω έργα από την κλασική λογοτεχνία. Αγγλοσάξονες, Γάλλους και Ρώσους συγγραφείς. Όλα τα σπουδαία έργα. Η αγάπη μου για αυτήν με ώθησε να δώσω εξετάσεις στη Φιλοσοφική Σχολή. Πίστευα ότι οι σπουδές θα συμβάλουν στην οργάνωση των γνώσεων, ότι θα διαμορφώσω συστηματική σκέψη και θα αποκτήσω θεωρητική σκευή.

 

-Έχετε εκδώσει δέκα βιβλία με μυθιστορήματα, διηγήματα, μελέτες για το έργο Ελλήνων πεζογράφων και ποιητών, έχετε συμμετάσχει σε δεκατέσσερις συλλογικούς τόμους, έχετε ασχοληθεί και ασχολείστε με επιμέλειες, μεταφράσεις και διαλέξεις για την ποίηση, το μυθιστόρημα, την οικολογία και την παιδεία,  συνεργάζεστε με λογοτεχνικά περιοδικά, δημοσιεύετε σε τακτή βάση κριτικά κείμενα  στην εφημερίδα Καθημερινή, ενώ πλειστάκις έχετε πάρει μέρος σε συνέδρια και διεθνή φεστιβάλ, δραστηριότητες που επίσης απαιτούν τα μέγιστα από πλευράς κόπου και χρόνου.  Από πού αντλείτε αυτή την ενέργεια;

Η αγάπη μου για την λογοτεχνία είναι το κίνητρο για όλες αυτές τις δραστηριότητες στις οποίες αναφέρεστε.

 

 

-Στα πιο πρόσφατα μυθιστορήματά σας, το Μυστικό της λίμνης, (Κέδρος, 2008), το Μυστήριο της Αίγινας, (Κέδρος, 2010), το Αναζητώντας το Χρυσόμαλλο δέρας (Καστανιώτης, 2013) και το Το μυστήριο της Κωνσταντινούπολης (Καστανιώτης 2015), πρωταγωνιστούν ο Άρης, η Λίζα, και η Ήρα, το σκυλάκι της Λίζας. Τι αντιπροσωπεύουν για σας οι συγκεκριμένοι αυτοί οι έφηβοι- ήρωες, με την συνοδεία και του πιστού τους τετράποδου φίλου; 

Η Λίζα και ο Άρης εμφανίστηκαν πρώτη φορά στο πρώτο βιβλίο της σειράς, το 2006, στο Μυστικό της λίμνης, μια περιπέτεια «μυστηρίου» για «διαχρονικά» εφήβους, που διαδραματίζεται στην λίμνη Κερκίνη και έχει ως θέμα την μόλυνση του περιβάλλοντος και τη λαθροθηρία. Σκέφτηκα να ασχοληθώ με το είδος όταν πήγαινα την κόρη μου στο σχολείο, γιατί έχανε συχνά το σχολικό, και την έβλεπα να δραστηριοποιείται σε διάφορους τομείς μαζί με τους συμμαθητές της. Τότε βλέποντας την ζωντάνια των παιδιών και συμμετέχοντας και εγώ πολλές φορές ως θεατής/ παρατηρητής στις δράσεις τους, σκέφτηκα να γράψω κάτι που να ξεκινάει από αυτούς αλλά και να απευθύνεται σ’ αυτούς. Εκείνη την εποχή είχα και ένα υπέροχο γκόλντεν ριτρίβερ, το οποίο μπήκε στην παρέα των δύο παιδιών, της Λίζας και του Άρη, και ξεκίνησαν μαζί τις περιπέτειές τους από τη λίμνη Κερκίνη, συνέχισαν στην Αίγινα και κατέληξαν στην Όρντου, την πόλη από την οποία κατάγομαι, στην Μαύρη Θάλασσα, και την Κωνσταντινούπολη. Ξεκίνησα να γράφω το Μυστικό της λίμνης ένα πρωινό, χωρίς να ξέρω τους βαθύτερους λόγους. Επέστρεψα από το σχολείο της κόρης μου και πήρα το μολύβι και το χαρτί έχοντας δίπλα μου την τρυφερή Ήρα, το γκόλντεν ριτρίβερ μου.  Εκείνη την εποχή, όπως σας είπα, είχα γίνει μέλος της παρέας της κόρης μου και το βιβλίο αποτύπωνε τη σχέση αυτή.

 

-Στο βιβλίο σας Αναζητώντας το Χρυσόμαλλο δέρας (Καστανιώτης, 2013) η ιστορία διαδραματίζεται στην πόλη Όρντου της Μαύρης Θάλασσας. Ποιο ήταν το κίνητρο για να τοποθετήσετε το κέντρο του συγκεκριμένου έργου σας σε αυτή την πόλη; Προσπάθεια επούλωσης ενός συλλογικού ιστορικού τραύματος; Ονειρική καταγραφή μιας χαμένης πατρίδας; Απ’ ότι έχετε πει, η ΄Ορντου είναι η πόλη από την οποία κατάγεται η οικογένειά σας.

Το έγραψα αυτό το βιβλίο όταν επέστρεψα από το ταξίδι μου στην Όρντου, όπου είχα πάει το 2011 προσκεκλημένη των εκεί πολιτιστικών φορέων, για να λάβω μέρος σε ένα λογοτεχνικό φεστιβάλ που ήταν αφιερωμένο στην Ανταλλαγή των πληθυσμών το 1923. Το θέμα της εισήγησής μου, η οποία δημοσιεύτηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό που διευθύνει ο κ. Μάκης Τσίτας, το diastixo, ήταν: “ Η Μικρασιατική Καταστροφή στη Λογοτεχνία”. Επέτρεψα τόσο εντυπωσιασμένη από τη φιλοξενία των Τούρκων και συγκινημένη από τη συμπεριφορά τους, που αμέσως άνοιξα τον υπολογιστή και άρχισα να γράφω. Ενδεικτικά θα μείνω σε μια φράση που είπε, απευθυνόμενος προς το κοινό, ένας ποιητής, δικηγόρος στην Άγκυρα, ο οποίος έλαβε μέρος στο φεστιβάλ, ο κ. Κουρτουλούς: “ Ρωτήστε τον πατέρα της Χρύσας να σας πει πώς αισθάνεται που αναγκάστηκε να φύγει από τον τόπο του”.  Μια άλλη συγκινητική στιγμή ήταν όταν μια ηλικιωμένη κυρία, που φορούσε μαντήλα, με πλησίασε, μόλις ολοκληρώθηκε η εισήγησή μου, και μου φίλησε το χέρι λέγοντάς μου πόσο λυπάται που αναγκάστηκαν οι παππούδες  μου να φύγουν από τον τόπο τους. Να σας επισημάνω ότι ο πατέρας μου ήταν μαζί μου στις εργασίες του φεστιβάλ. Εκείνη την ίδια μέρα, οι αγαπημένοι μου φίλοι, οι Ακατά και οι Ατάογλου, είχαν οργανώσει πικ νικ στο Ακρωτήρι του Ιάσονα, στη σκιά της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου, και  μέσω των συζητήσεων, της ατμόσφαιρας που είχαν δημιουργήσει, με έκαναν να φέρω στο νου στιγμές από το παρελθόν, όπως μου τις είχε διηγηθεί ο παππούς μου, να ενώσω τις διαφορές, να διαπιστώσω ότι οι σύγχρονοι Τούρκοι, τουλάχιστον εκείνοι τους οποίους γνώρισα στην Όρντου, ένιωθαν ότι ο τόπος τους έχασε όταν αναγκάστηκαν να φύγουν από εκεί οι Έλληνες και οι Αρμένιοι. Αν και στην Όρντου ζούνε ακόμα και σήμερα μερικές οικογένειες Αρμενίων που δραστηριοποιούνται, κυρίως, στο εμπόριο. Γι’ αυτό, μερικοί από αυτούς, όπως ο φίλος μου ο Ουγκουρτζάν, γραφίστας και διαφημιστής στην Κωνσταντινούπολη, γυρίζει ταινίες, ζωγραφίζει και γράφει για τον έτερο, τον διαφορετικό που εμπλούτισε με την παρουσία του τον τόπο, κάτι που φαίνεται στις εκκλησίες και σε άλλα μνημεία της περιοχής.

 

-Στο Αναζητώντας το Χρυσόμαλλο δέρας, αναφέρεστε στον Ναό της Υπαπαντής του Χριστού στην ελληνική συνοικία της Όρντου, στην Κλειστή Αγορά, στην Κερασούντα και το νησί των Αμαζόνων, στο ακρωτήρι του Ιάσονα και στα «μυστικά» σημεία του Όρους Μπόζτεπε. Στο επόμενο, Τα μυστήρια της Κωνσταντινούπολης, οι γνωστοί μας ήρωες, με αφορμή ένα παλιό τετράδιο συνταγών, που ανήκε σε έναν γνωστό σεφ κάποιου σουλτάνου, περιπλανώνται στην Αγιά Σοφιά, το Τοπ Καπί, την Κλειστή Αγορά, την Βασιλική Κινστέρνα, το Οικουμενικό Πατριαρχείο, τη Μεγάλη του Γένους Σχολή, το Ιωακείμειο Παρθεναγωγείο, το Σισμανόγλειο πολιτιστικό κέντρο, τις ορθόδοξες και καθολικές εκκλησίες, τα νεκροταφεία, ελληνικά και αρμενικά, και τον Πύργο του Λεάνδρου. Η «επαφή» ενός εφήβου (και όχι μόνο) με αυτά τα μνημεία-ορόσημα και η γνώση της ιστορικής αλήθειας τους, με ποιο τρόπο θα μπορούσε να επιδράσει στη ψυχική και πνευματική του ωρίμανση;  Ποια, κατά τη γνώμη σας, η αξιακή βαρύτητα αυτών των Τόπων σήμερα;

Για μας τους Έλληνες που καταγόμαστε από εκεί έχουν ιδιαίτερη συναισθηματική βαρύτητα οι τόποι αυτοί. Ακόμα και για εκείνους που δεν κατάγονται από την Μικρά Ασία. Είναι κομμάτι της ιστορίας, κάτι που ενισχύει και την ταυτότητά μας. Μεγάλωσα σε ένα σπίτι που όλοι μιλούσαν για την πόλη της Όρντου, οι συνταγές μαγειρικής προέρχονταν από εκεί, κάποιες συνήθειες ή λέξεις είχαν το άρωμα του παρελθόντος, την αύρα αυτών των περιοχών, που μεταφέρθηκε σε εμένα και εγώ με τη σειρά μου την μετέφερα στην κόρη μου, η οποία όταν άκουσε να χρησιμοποιούνται λέξεις από την συμφοιτήτριά της την Μέλτεμ, στην Αγγλία, τις οποίες συνήθιζε να χρησιμοποιεί και η γιαγιά της, μπερδεύτηκε. Δεν ήξερε αν είναι ποντιακές ή τουρκικές.

 

-Σε μια συνέντευξή σας στο εργαστήρι του συγγραφέα, σε παλαιότερο τεύχος του Φράκταλ, αναφέρεστε στα γεγονότα του “μαύρου” Σεπτεμβρίου του 1955. Με δεδομένο το βεβαρημένο ιστορικό παρελθόν, με ποιο τρόπο θα μπορούσε κάποτε να επιτευχθεί πραγματική φιλία και συνεργασία μεταξύ των Τούρκων και των Ελλήνων;

Δεν πρέπει να ξεχνάμε, ωστόσο, και τις δύσκολες στιγμές που έζησαν οι μειονότητες στην Τουρκία. Θα είναι λάθος να “εξωραΐσουμε” το παρελθόν, αλλά με σύνεση και ψυχραιμία θυμόμαστε τι έχει συμβεί, συγκρατούμε τα θετικά και συνεχίζουμε, χωρίς μίσος, να συνυπάρχουμε με τον έτερο. Το μίσος μας κρατάει πίσω, γινόμαστε μνησίκακοι και δεν αξιοποιούμε τα καλά συστατικά του άλλου.

Μέσω της παιδείας και της εκπαίδευσης θα μπορούσαν οι δύο λαοί να αναπτύξουν τις σχέσεις τους και να συνεργαστούν αγαστά, κάτι που γίνεται ως ένα βαθμό, ατομικά, όχι συλλογικά. Όταν γνωρίσω τον άλλο καλά, δεν το φοβάμαι, δεν είμαι καχύποπτος. Υπάρχουν τόσες προκαταλήψεις, όμως, και στις δύο πλευρές. Στο πώς διδάσκεται η ιστορία ή στο τι αποσιωπάται. Χρειάζεται πολλή δουλειά και από τις δύο πλευρές.

 

-Εκτός από συγγραφέας, είστε μάχιμος εκπαιδευτικός. Στο Μυστικό της λίμνης, όπως χαρακτηριστικά λέτε σε συνέντευξή σας στο Πανδοχείο (ηλεκτρονικό μπλοκ του Λάμπρου Σκουντζάκη), αναδείξατε την αγάπη αυτών των παιδιών (των μικρών ηρώων σας) για τη φύση, για τον έτερο, για το βιβλίο, τη μουσική. Πιστεύετε ότι στα σημερινά σχολεία (δημόσια ή ιδιωτικά) τα παιδιά ενθαρρύνονται στο να αγαπούν τη φύση, τον έτερο, το βιβλίο, τη μουσική;

Δεν ξέρω γιατί οι όποιες δράσεις παραμένουν ένα αναγκαστικό μέρος του προγράμματος σπουδών και δεν γίνεται τρόπος σκέψης, αλλά περισσότερο τρόπος ζωής. Λυπάμαι που θα το πω, αλλά δεν αρκεί να μαθαίνει ο μαθητής τις κλίσεις των ρημάτων, είναι χρήσιμο να ασκείται για να γίνει συνετός και χρήσιμος πολίτης, να κοινωνικοποιηθεί. Και σ’ αυτό τον τομέα έχουμε αποτύχει. Κάποιες δράσεις φιλαναγνωσίας δεν ολοκληρώθηκαν, όσο για την μουσική…. Terra incognita. Πρέπει πρώτα να εκπαιδευτούμε εμείς σωστά και μετά να εκπαιδεύσουμε τους άλλους.  Υπάρχουν όμως και εκπαιδευτικοί που δουλεύουν και προσπαθούν να συμπληρώσουν τα κενά, μόνοι τους, με δική τους επιλογή και πρωτοβουλία. Χρειάζεται ωστόσο μια πιο συστηματική δουλειά και συνέχεια στα προγράμματα.

Τα καλά ιδιωτικά έχουν τα δικά τους συστήματα, τους ομίλους, τις ποικίλες δράσεις, τους οργανωμένους χώρους, οπότε αυτά ανήκουν σε μια άλλη κατηγορία.

 

-Έχετε ασχοληθεί με το αστυνομικό μυθιστόρημα για περισσότερο από τρεις δεκαετίες, και ως δοκιμιογράφος και ως πεζογράφος. Πώς κρίνετε την πορεία του σήμερα, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό;

Επειδή η ελληνική γλώσσα απευθύνεται σε περιορισμένο κοινό, δεν μεταφράζονται Έλληνες συγγραφείς και δεν διαβάζονται στα ξένα. Εκτός από ελάχιστους, όπως ο Καζαντζάκης και ο Καβάφης. Επίσης η πολιτεία- φυσικά στις μέρες μας αυτό είναι απολύτως κατανοητό- δεν υποστηρίζει την προώθηση του ελληνικού βιβλίου στο εξωτερικό. Γνωρίζω Τούρκους συγγραφείς που μεταφράζονται σε ξένες γλώσσες με την υποστήριξη της πολιτείας.

Στη χώρα μας, όμως, υπάρχουν και άλλες παθογένειες που δεν επέτρεψαν την προώθηση του βιβλίου στα ξένα, όταν υπήρχαν τα χρήματα.

 

-Έχετε πει (εφ. Καθημερινή, 500 λ. με την Χρύσα Σπυροπούλου) πως  αυτό που περισσότερο σας ελκύει στο αστυνομικό είναι ο γρίφος, οι σκοτεινές πλευρές των ηρώων, όσα υπονοούνται και σας κάνουν ως αναγνώστρια να σκεφτείτε, να συμμετάσχετε. Ωστόσο, ένα μυθιστόρημα δεν είναι απαραίτητο να είναι αστυνομικό για να περιέχει αυτά τα στοιχεία. Συμφωνείτε;

Ναι, έχετε δίκαιο. Μόνο που στο αστυνομικό η βαρύτητα πέφτει σ’ αυτά τα στοιχεία, όπως και στην εξιχνίαση του εγκλήματος, του μυστηρίου, στη λύση του αινίγματος.

 

-Τι είναι αυτό που σας ώθησε να ασχοληθείτε με την κριτική του βιβλίου και ποιες αρετές πιστεύετε πως πρέπει να έχει σήμερα ένας κριτικός λογοτεχνίας;

Δεν  επεδίωξα να γίνω κριτικός. Ήρθε μόνο του. Διάβαζα πάρα πολύ, όχι μόνο μυθιστορήματα, αλλά και δοκίμια, και κάποια στιγμή άρχισα να γράφω για τα βιβλία των άλλων.

Ο κριτικός πρέπει να είναι αντικειμενικός, δίκαιος. Να ενημερώνεται συνεχώς, να διαβάζει πολύ, να έχει γνώσεις όχι μόνο για την εγχώρια παραγωγή και γραμματολογία, αλλά και για την παγκόσμια.

 

-Κάποιοι ισχυρίζονται ότι η εργασία του κριτικού όταν γίνεται επάγγελμα αποκλείει ή παρεμποδίζει σε μεγάλο βαθμό την συγγραφή και παραγωγή πρωτότυπου λογοτεχνικού έργου. Εσείς τι πιστεύετε;

Εξαρτάται. Ναι, λέγεται ότι γράφουν κριτική όσοι δεν κατάφεραν να γράψουν πρωτότυπο έργο. Σε όλους τους κανόνες υπάρχουν οι εξαιρέσεις…. δεν είμαι απόλυτη για τίποτε.

 

-Έχετε γράψει δοκίμια για τους Γιώργο Θεοτοκά, Στρατή Μυριβήλη, Γεώργιο Βιζυηνό, Ζωή Καρέλλη, Γ. Θέμελη,  Ηλία Βενέζη, και όχι μόνον. Λογοτέχνες που ανεξάρτητα από τις συγγραφικές ιδιοπροσωπείες τους εμφανίζουν από κοινού λίαν ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά. Θα μπορούσατε να μας επισημάνετε  εκείνα που περισσότερο σας γοήτευσαν; Κι ακόμη: Αυτά που γοήτευσαν εσάς πιστεύετε πως θα μπορούσαν να γοητεύσουν έναν πολύ νεότερο ηλικιακά αναγνώστη; Ή κάποιον που ως πολίτης βιώνει το σήμερα στην Ελλάδα της κρίσης;

Οι συγγραφείς στους οποίους αναφέρεστε είναι κλασικοί γιατί ασχολούνται με ζητήματα που αφορούν το άτομο σε όλες τις εποχές. Και άρα γιατί όχι; Γιατί να μην τους διαβάζουν οι νέοι σήμερα; Τα θέματα του θανάτου, του έρωτα, της μοναξιάς, του παραλόγου της ζωής, πάντα μας απασχολούν.

 

 

-Κάποιοι μελετητές −έμπειροι στο χώρο του βιβλίου─ υποστηρίζουν ότι από τα τέλη του 2008 μέχρι σήμερα, (απ’ αρχής, δηλαδή, της κρίσης) στην εγχώρια πεζογραφία και ειδικότερα στην κατηγορία των πρωτοεμφανιζόμενων παρατηρείται ποσοτική και ποιοτική άνθηση.  Κάποιοι άλλοι (εξίσου έμπειροι) μιλούν για πληθώρα παραγωγής που όμως υπολείπεται σε ποιότητα, και νέους συγγραφείς που γράφουν χωρίς την απαραίτητη αρματωσιά  (το γνωστό: οι νέοι αδιαφορούν για τη γλώσσα, ή: σήμερα όλοι γράφουν αλλά κανείς δεν διαβάζει). Θα ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρον να μας παραθέτατε την δική σας άποψη.

Παρατηρείται ότι εκδίδονται πολλά βιβλία και εμφανίζονται καινούρια ονόματα. Όπως παντού και όπως συμβαίνει και σε άλλους τομείς υπάρχουν και καλά και μέτρια βιβλία. Ο χρόνος είναι ο μεγάλος κριτής. Πολλά εξαφανίζονται με το πέρασμα του χρόνου, άλλα, τα λιγότερα, αντέχουν και διαβάζονται σε όλες τις εποχές. Δεν είναι πυροτεχνήματα για να εντυπωσιάσουν στη δεδομένη στιγμή.

 

-Ρεαλισμός, νεορεαλισμός, υπερρεαλισμός, μαγικός ρεαλισμός, μοντερνισμός, μεταμοντέρνο, νεωτερικότητα, και τέλος: πλουραλισμός στη γλώσσα, χαλάρωση στην δομή, μείξη όλων αυτών σε ένα κείμενο. Αναρωτιούνται κάποιοι αν αυτή η τάση δεν βαίνει τελικά σε βάρος του βιωματικού στοιχείου και της απλότητας που παράγει αισθητική συγκίνηση, και που, χωρίς αυτή, δεν νοείται  τέχνη. Ποια η δική σας άποψη;

Από ιδιοσυγκρασία, μου αρέσουν τα βιβλία που έχουν την κλασική δομή, ωστόσο διακρίνω και σ’ εκείνα, που ανήκουν στα είδη που αναφέρατε, την αξία τους, την ποιοτική ιδιαιτερότητα, την πρωτοτυπία τους.

 

-Σε κάποια άλλη συνέντευξη, είχατε εκφράσει την επιθυμία στο επόμενο βιβλίο σας η ιστορία να διαδραματίζεται στην Σμύρνη. Ισχύει ακόμη; 

Μόλις ολοκλήρωσα ένα αστυνομικό μυθιστόρημα που διαδραματίζεται κοντά σε μια λίμνη, στη Βόρειο Ελλάδα. Και κρατώ σημειώσεις για τους νεαρούς ήρωές μου που δεν θα αργήσουν να μπουν σε καινούριες περιπέτειες. Ναι, η Σμύρνη θα είναι μία από τις πόλεις από τις οποίες θα περάσουν. Σκεφτόμουν να την επισκεφτώ, αλλά με απέτρεψαν οι πρόσφατες τρομοκρατικές ενέργειες  που έγιναν στην Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη.

 

-Στην 1η Συνάντηση Νέων Συγγραφέων, Οκτώβρης 2016,  στον Πολυχώρο «Λυκαβηττός», (διοργανωτές: Πολιτιστικό Πάρκο- Οlympia Culture Festival) στην σχετική ομιλία σας για την νεανική λογοτεχνία και τη δυσκολία που υπάρχει στο να στρέψουμε τους νέους στην φιλαναγνωσία και την καλή πεζογραφία, είχατε αναφέρει την  χαρακτηριστική δήλωση του Jeff Smith, του δημιουργού του comic Bone: «Έμαθα ανάγνωση πριν ακόμα πάω στο σχολείο, γιατί ήθελα να διαβάζω μόνος μου τα comic strips στις εφημερίδες και να μαθαίνω τι γίνεται παρακάτω, χωρίς να χρειάζεται να περιμένω τον πατέρα μου να μου διαβάσει τη συνέχεια». Αλλά και στην Ελλάδα, σκέφτομαι, δεν ήταν λίγη η συνεισφορά των κόμικς και των εικονογραφημένων,  κυρίως την δεκαετία του ΄60 και του ΄70, με  επιμελητές τούς σπουδαίους Βασίλη Ρώτα και Ελένη Βακαλό. Ποια θα ήταν η αντίδρασή σας αν ένα εκδοτικός οίκος σάς πρότεινε την έκδοση ενός δικού σας βιβλίου (μια ιστορία π.χ. με κέντρο τη Σμύρνη) σε μορφή κόμικ;

Θα χαιρόμουν πολύ. Άλλωστε, ήμουν φανατική αναγνώστρια, των εικονογραφημένων ιστοριών και των κόμικς, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ‘60. Ακόμα και έργα του Σαίξπηρ είχα διαβάσει στα εικονογραφημένα των εκδόσεων Ατλαντίς. Διάβαζα ό,τι έπεφτε στα χέρια μου. Ακόμα και τον Μικρό Σερίφη, Μικρό καου-μπόϋ, την Μάσκα, τον Μικρό ήρωα, Ποπάϋ, Μίκυ Μάους, κ. ά.

 

-Τι θα λέγατε να κλείναμε αυτή τη κουβέντα, με μια πιο προσωπική ερώτηση;

Εξαρτάται πόσο προσωπική είναι.

 

-Ευρυμάθεια, πειθαρχία, όραμα, πάθος, ευγένεια, είναι μερικά από τα χαρακτηριστικά που σας διακρίνουν. Αν σας ρωτούσαν πού πρωτίστως τα πιστώνετε, τι θα απαντούσατε; Στην παιδεία και στο οικογενειακό ή ευρύτερο περιβάλλον σας; Σε κάτι περισσότερο προσωπικό και εσώτερο;

Σας ευχαριστώ πολύ για τα καλά σας λόγια και για την συνέντευξη.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top