Fractal

ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ – Χρύσα Φάντη: απόσπασμα από το ανέκδοτο μυθιστόρημα «Η ιστορία της Σ.»

Από τη Χρύσα Φάντη //

 

Αστράκια, φωτάκια, κουκίδες

απόσπασμα από το ανέκδοτο μυθιστόρημα «Η ιστορία της Σ.»

 

literature-banner

 

Πάνω από το ντουβάρι το οικόσημο της ελιάς. Η πανσιόν που δεν ήταν ακόμα πανσιόν αλλά το αρχοντικό του συγχωρεμένου κυρ Παντελή. Η Σ. δεν ξέρει πότε ακριβώς έγινε κι ο ακατονόμαστος τα παράτησε -παράτησε τι;- και πάχυνε και καμπούριασε και πήρε εκείνη τη στυφή μυρωδιά. Κι έτρωγε έτρωγε, κι έπινε έπινε, κι αυγάταιναν οι σάρκες πάνω στον καναπέ, τα μπούτια του κόκκινα, συγκαμένα. Κι άφηνε το σπίτι στην τύχη του, και το παιδί στην τύχη του. Και κάθε μήνα κατέβαινε στην πόλη με την παλιά φορτήγα κι όταν επέστρεφε είχε τις τσέπες γεμάτες λεφτά.

Η μικρή μεγάλωσε με τρύπια σαντάλια, τρύπια βρακιά. Η λεκάνη της φάρδυνε, οι γάμπες στρογγύλεψαν, η ήβη σκούρυνε. Στο στήθος μικρά βυζάκια φυτρώσαν.

Θάλασσα, και στο μονοπάτι μικρές κουκκίδες. Η Σ. τη μία τις βλέπει, την άλλη τις χάνει. Τις ξαναβλέπει μετά την τελευταία στροφή. Μέσα στη σάλα ο φωτογράφος στήνει το τρίποδο, χώνεται κάτω από το πανί του. Στα πρόσωπα εκείνων που βρίσκονται στην αυλή πέφτει σκοτάδι.

Φαφούτικα στόματα ψαράδων, καλοζωισμένα μάγουλα αστών, το βζζζζ ενός κουνουπιού, η μέλισσα που πέφτει με φόρα στο κτισμένο πατζούρι. Κουβέντες. Πολλές κουβέντες για το θάνατο μιας μουγγής.

Οι ψαράδες της Ερεσού, οι συγγενείς απ’ την Χώρα. Ο παπάς με τον βασιλικό, το στανικό πιτσίλισμα, το ανακλαστικό τικ στα βλέφαρα, η γλώσσα τής Σ., οι γλώσσες εκείνων που γλείφουν τις σταγόνες πάνω στα χείλη τους.

-Οι ίδιες σταγόνες πάνω στην Κατερίνα;

-Αυτές απείραχτες.

 

-Θλίψη ή ανακούφιση;

-Ανακούφιση. Κι ύστερα πλήξη. Κάποιος προσπαθεί να δέσει το σαγόνι τής Κατερίνας μ’ ένα μαντήλι. Το σαγόνι πέφτει. Το στόμα της Κατερίνας ανοίγει. «Πονάει το δόντι της;» Γιατί να κλείσουν το στόμα της, αφού αυτή δεν μιλά;

 

-Αχταρμάς;

-Αχταρμάς.

-Βρέχει;

-Όχι.

-Θα βρέξει;

-Μπορεί.

-΄Εξω μελανί, κίτρινο, μοβ;

-Μελανί τρικολόρ.

-Μέσα; Με τι ασχολείται ο πρόωρα γερασμένος μπούλης; Ο μαραγκός ετοιμάζεται να καρφώσει το καπάκι. Δάκρυα τρέχουν από τα μάτια τού μπεκροκανάτα. Δάκρυα τρέχουν από τα μάτια της Ουρανίτσας. Γλείφουνε το σταφιδιασμένο μάγουλο, σταματούν στο στέρνο τής αγελάδας.

-Ξανά ο παπάς μαϊντανός;

-Ξανά αυτός με το τρίποδο, ξανά οι μανταμίτσες με τις καπελαδούρες.

«Ποιοι την τάιζαν; Ποιοι την έπλεναν;» Ένα φρεσκοβαμμένο νυχάκι τον δείχνει. «Οσιομάρτυρας. Να τον προσέχεις μπρε Ουρανία. Μην πα και τού έρθει κανένας ταμπλάς».

Τέσσερις και με το ζόρι να τη σηκώσουν. Κι όμως αυτή κουβαράκι. Τυλιγμένη σε άσπρο ύφασμα, το ίδιο μ’ εκείνο στο εσωτερικό του κουτιού που ακουμπάει στις καρέκλες της σάλας.

Οσμή οξειδωμένου σίδερου, μπόχα πληγής κακοφορμισμένης. Οι προλαλήσασες αφήνουν στα πόδια της λουλουδάκια.

-Μαργαριτούλες;

-Ανθάκια ξεθυμασμένα και άλλα τινά γλυκερά. Η Σ. όμως λέει: «αν πήγαινες πολύ κοντά στο κουτί, θα μύριζες και το φρέσκο βερνίκι».

-Κι αυτός; Στο παζάρεμα για τον επιτύμβιο;

Τώρα πια μεσημέρι. Όσοι βαδίζουν γρήγορα ήδη ανηφορίζουν. Ο αέρας τούς χτυπάει κατά μέτωπο αλλά η βροχή έχει πια σταματήσει. Η ώρα περνά.

-Κι ο αέρας;

– Ο αέρας αλλάζει κατεύθυνση, χτυπάει τώρα τη Σ.

-Έξω λοιπόν αέρας. Μέσα;

Πίσω απ’ τον γλύπτη τέσσερις κόρακες κι ο μαραγκός με τις πρόκες.

Γλύπτης: «Μ’ αυτά που δίνετε, τι σόι επιτύμβιο»; Κι η Ουρανίτσα μας: «σιγά του επιτύμβιου. Τη Φρειδερίκι θα θάψουμι;»

«Ποιος σου είπε ρε να καρφώσεις;» Ο ακατονόμαστος ορμάει στον μαραγκό και τού δαγκώνει τη μύτη. Μετά, χώνει τη μούρη του μες στο κουτί. «Μ’ ακούς ρε; Το φέρετρο θα μείνει ανοιχτό».

«Τι φοβάται καλέ ο ανισόρροπος; Μην του σαλέψει η ασάλευτη; Μη και του φύγει η σαλεμένη;» Κάποιος δείχνει τη Σ. στις πατούσες. «Γιατί αυτό είναι ακόμα έτσι;»

Ο Θόδωρος λέει: «Τρέχα φέρε τα πασουμάκια του».

Η Ουρανία λέει: «Ποια πασουμάκια μωρέ; Τα Λαμπριάτκα; Ιιιι… ήμαρτον Παναγιά μ’».

Αυτός πέφτει στα γόνατα κι αρπάζει τη Σ. από τα ποδάρια. Τα σαλιώνει; Τα πιπιλάει; Στα μουλωχτά, τους τραβάει και κάτι δαγκωματιές. Τα δαχτυλάκια της Σ. χωμένα στο στόμα του.

Τρέχει η Σ. στην κουζίνα, γεμίζει τον κουβά με νερό. Μες στο νερό βλέπει τις γάμπες της ξεκοκαλισμένες. Καλαμάκια στραβά, σαν τα κουπιά στο νερό ένα πράμα. Τα δαχτυλάκια της κρανία ξεπουπουλιασμένα.

«Άι, βάι μωρή. Τσι κανς αυτού; Μπίτι για μπίτι κουζουλό ‘σ’..;» Η Ουρανία σκάει μύτη στο έμπα της πόρτας. Πίσω της σέρνει την καφετζού.

«Μπεκρούλιακα, κανίβαλε, μια μέρα θα σε σαπίσω» λέει η Σ. Από μέσα της όμως. Και το βράδυ στον ύπνο της βλέπει τον Θόδωρο να χώνει καλαμάκια στη σάρκα της και να τη ρουφάει. Την Ουρανίτσα του να ρωτάει: «Ουραία η σουπίτς Θουδουρέλι μ’;» Κι αυτός: «Μμμμ γεια στα χεράκια σου Ουρανίτσα μου, ωραίο και το τσιτσί της». «Και τα κοκαλάκια του», να τον προτρέπει αυτή δήθεν ξεκαρδισμένη. «Μη τς αφήξ τίπουτις Θουδουρέλι μ’, στα κουκαλάκια τς είν’ ούλι η γλύκα».

Φραπ και φρουπ το στόμα του λαίμαργου, φλαπ και φλουπ τα χείλη της κατεργάρας.

Tο πρωί η Σ. κολυμπά μες σε ζεστή λιμνούλα. Πατσαβουρίτσα το κατουρημένο βρακάκι, πατσαβουρίτσα και το βρεμένο σεντόνι.

 

Είπες η φούρια του;

Είπα η φούρκα του.

 

Η καύλα του καυλωμένου;

Η ταγγισμένη. Του υποκριτή.

 

Κι εκείνο το χειμώνα -είπαν- δεν έβρεξε. Κι ύστερα με το που μπήκε άνοιξη έπιασαν ξαφνικά καταιγίδες.

και κύματα σπάσανε βράχους…

και το ποτάμι ξεχείλισε…

και το λιμάνι βούλιαξε…

κι οι χαμοκέλες στο λιμάνι, είπανε, βούλιαξαν -αυτονόητο αλλά το είπαν…

κι ο χείμαρρος βγήκε στη θάλασσα…

κι η θάλασσα είπαν γέμισε χώμα…

και κοπριές…

και σπόρους από τα χωράφια…

και θάμνους ξεριζωμένους…

και κλαδιά μεγάλα…

και κλαδιά μικρά…

κι ολόκληρους κορμούς από πεσμένα δέντρα…

κι ό,τι άλλο μπορεί να κατεβάσει ένας καθώς πρέπει χείμαρρος όταν κατεβαίνει από ένα κοτζάμ βουνό -βάλε εσύ με το νου σου. Πέτρες; Ψόφια πρόβατα; Ψόφια κατσίκια; Μισολιωμένα κουφάρια;

Κι έτσι, η θάλασσα -είπαν- έγινε βούρκος.

-Δεν είπαν όμως αν ο βούρκος έγινε θάλασσα.

-Όχι. Αυτό δεν το είπαν.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top