Fractal

«Η ποιητική βίωση του χρόνου»

Γράφει η Διώνη Δημητριάδου //

 

dim1Διαβάζοντας την ποιητική συλλογή «Χρόνος αυτόχειρας» του Δημήτριου Δημητριάδη, Εκδόσεις Γκοβόστη

 

Η ποίηση και ο χρόνος θα μπορούσαν να εκληφθούν ως δύο έννοιες μη συμβατές μεταξύ τους. Ίσως γιατί η “θνητή αφορμή” της ποίησης (όπως άλλωστε και της τέχνης γενικότερα) μεταλλάσσεται σε διαχρονικότητα καταργώντας τα χρονικά πλαίσια μέσα στα οποία γεννήθηκε, μόλις πάρει τη μορφή των στίχων. Μόνον έτσι, άχρονη η ποίηση, καθίσταται ικανή να φθάνει στον φυσικό της αποδέκτη, τον αναγνώστη, και να συνομιλεί πια μέσα από τη δική του αντίληψη για τα χρονικά διαστήματα.

Στα είκοσι τρία ποιήματα της πρώτης του συλλογής ο Δημήτριος Δημητριάδης καταθέτει την προσωπική του αναμέτρηση με τον χρόνο, αποφασίζοντας για τη διάρκεια των διαστημάτων του,  επιλέγοντας πότε τον Ενεστώτα και πότε τους παρελθοντικούς χρόνους. Ασαφή οπωσδήποτε τα όριά τους. Ένας Ενεστώτας που παραπέμπει σε μια πιο ρεαλιστική αντιμετώπιση των πραγμάτων, αδυνατώντας ωστόσο να κρατήσει τον ατομικό του χώρο αλώβητο από ένα απολύτως διεκδικητικό παρελθόν:

Σπρώχνω την πόρτα στο ημιτελές παιδικό δωμάτιο

οι μεντεσέδες φτύνουν ακίδες ως καλωσόρισμα.

[…]

Αυτοσχέδιοι γίγαντες πασαλειμμένοι σκόνη

βγαίνουν απ’ τις σκιές και με κυκλώνουν.

 

Ο λιτός, κοφτός τόνος της ποίησης ηχεί σαν χτύπος ρολογιού και αποκορυφώνει το νόημα του αδιεξόδου στον τελευταίο στίχο.

Πόσο μακριά θα πρέπει να βυθιστείς στις πίσω σου σελίδες για να βρεις

εκείνα τα πρώτα σου βήματα; Να ανοίξεις την πόρτα στο παιδικό σου δωμάτιο με τους κρυμμένους φόβους, αναλλοίωτους στο πέρασμα των χρόνων. Και να βρεθείς αντιμέτωπος με το ημιτελές των αρχικών πραγμάτων, εκείνων που όλοι γύρω σου θαρρούν πως ολοκλήρωσες. Απατηλές εντυπώσεις!

 

Οι παρελθοντικοί χρόνοι απηχούν αχνά μόνο κάποιο μακρινό αισιόδοξο “πριν”, έτσι όπως απορροφώνται από έναν απελπισμένο Ενεστώτα:

 

Το ισχνό φύλλωμα

παρηγοριά μου έδινε

σαν ήτανε πυκνό

κι αγέρωχο

στου ανέμου την οργή

δεν υποχωρούσε

μήτε λύγιζε

μα τώρα, ρημαγμένο

σαν είναι και γυμνό,

η βροχή περνά

ανάμεσα.

 

[…]

Κάθε άνοιξη λιώνουν τα κορμιά μας

κάθε φθινόπωρο τα ζυμώνουμε

σε κέρινα κρεβάτια.

Φωτιά ως το βάθος

να καούν και τα τελευταία χνώτα.

 

Αλλά και ο Μέλλοντας χρόνος με την προσφιλή μορφή της αισιοδοξίας απουσιάζει, και τη θέση του έχει πάρει το δυσοίωνο “θα” ενός χειμώνα που με το βάρος του μοιάζει να συνθλίβει κάθε ανοιχτό ορίζοντα:

Αυτός ο χειμώνας θα είναι βαρύς.

Χρειαζόμαστε λίπασμα.

 

Δημήτρης Δημητριάδης

Δημήτρης Δημητριάδης

 

Αν βάζαμε χρώμα στην ποίηση του Δημητριάδη, θα ήταν αναμφίβολα κάτι στην κλίμακα του γκρίζου. Καθόλου κακό αυτό, μια που η αληθινή ποίηση δένει αρμονικά με τα πιο σκούρα χρώματα. Δεν αναμένεται κάτι πιο ευοίωνο και λαμπερό να φέγγει πίσω από τις λέξεις. Απόλυτο αυτό; Ίσως ναι, αλλά αν δεχθούμε πως ο ποιητικός λόγος είναι η πιο ευαίσθητη εκδοχή δημιουργίας, τότε να μην απαιτούμε τη μετάλλαξη της ψυχοσύνθεσης που γεννά τον μεταφορικό λόγο και την υπαινικτικότητα, ακριβώς για να μη βγάλει προς τα έξω όλο το θλιβερό τοπίο, παρά μόνο ένα μέρος του.

 

Παρατηρώ ότι το ποιητικό υποκείμενο δηλώνεται με ένα πρώτο πρόσωπο, αναλαμβάνοντας όλο το βάρος που του αναλογεί, και μόνο σε μερικά ποιήματα μεταθέτει την ‘ευθύνη’ σε ένα δεύτερο πρόσωπο, με το οποίο συνδιαλέγεται. Φυσικά και σ’ αυτή την περίπτωση πρόκειται για διάλογο προς εαυτόν. Το αξιοσημείωτο είναι η έλλειψη του πρώτου πληθυντικού προσώπου, αυτό το “εμείς”, που τόσο συχνά συναντάμε στις ποιητικές προτάσεις, και το οποίο ηχεί σαν μια ελπίδα συν-ύπαρξης, συν-ευθύνης και συν-αντιμετώπισης των προβλημάτων. Στον ορίζοντα της ποίησης αυτής απουσιάζει οποιαδήποτε απόπειρα ενός μοιράσματος του προσωπικού βάρους. Εδώ ο κόσμος είναι πολύ μοναχικός. Στο πιο αυτοαναφορικό του ποίημα ο ποιητής θα εξηγήσει

 

Μόνο για τέρατα γράφεις.

Και θάνατο.

 Μυρίζει παντού απόγνωση

το καμένο λίπος τρυπά τα ρουθούνια .

Ασάλευτα κουφάρια

στοιβάζονται στα πόδια σου

νιώθεις στο σβέρκο

τις φουσκωμένες ορέξεις των λύκων

βυθισμένος στη λάσπη

που φράζει το λαρύγγι.

Τόσο σκοτάδι σε μια χούφτα λέξεις.

Για έρωτα τίποτα.

Ούτε για τον άλυτο γρίφο

πώς γίνεται  μια χούφτα γης

να θηλάζει τόσο ουρανό.

 

Υπόθεση επιλογής; Οπωσδήποτε. Η μελαγχολία, όμως, που είναι διάχυτη στους στίχους δεν προκύπτει από γεγονότα. Μοιάζει να έρχεται από κάτι βαθύτερο, μια στάση ζωής περισσότερο, μια άποψη για τη θέση του ατόμου μέσα στον κόσμο που του αρνείται την απλή δικαιολογία της ύπαρξης. Αυτό το καθοριστικό “γιατί” που μένει αναπάντητο μέσα στην εκκωφαντική σιωπή που γεμίζει τον χώρο.

 

Άπλωσες πρόθυμα το χέρι να κλειδώσεις

το κελί που γράφει  τ’ όνομά σου

μα σκόνταψες σ’ αυτό

που οι αφελείς επιμένουν

ν’ αποκαλούν ελπίδα. 

 

Σ’ αυτή την ποίηση δεν υπάρχουν καμπύλες, ούτε λείες επιφάνειες. Εδώ οι γωνίες παραμονεύουν σε κάθε βήμα. Και είναι κοφτερές πολύ. Δεν μπορείς να αφεθείς στον στίχο. Πρέπει να πάρεις τις προφυλάξεις σου. Γιατί εύκολα ο ποιητής σε πείθει πως έτσι έχουν τα πράγματα, τουλάχιστον στον δικό του κόσμο. Και κάνω τη διαπίστωση πως δεν είναι και μικρό πράγμα με την πρώτη του ποιητική κατάθεση να μπορεί ο ποιητής να δίνει το στίγμα του με ευκρίνεια, να κάνει τον στίχο του αναγνωρίσιμο και τελικά να σε κάνει ακόλουθο του λόγου του. Οι εικόνες του  Δημητριάδη παρουσιάζονται με υποδειγματική λιτότητα και συντομία – που υπογραμμίζουν τον αδυσώπητο χρόνο – δεν χρειάζονται στολίσματα για να μιλήσουν αληθινά. Το θέμα είναι ποιος αντέχει αυτή την “κατά μέτωπο επίθεση” της αλήθειας τους, γιατί οι λέξεις συχνά δεν υπαινίσσονται, ίσα ίσα ακουμπούν στεγνά και σκληρά στο χαρτί για να πουν ίσως το αυτονόητο.

 

Στάζεις αγκάθια όταν δακρύζεις

τσουκνίδες φυτρώνουν στο χώμα.

 

[…]

 

Άγγελος ή άνθρωπος

το άλλο σου μισό

κοιτάς στην πλάτη

χωρίς φτερά μάλλον άνθρωπος

χτυπάς τη γροθιά στον αιχμηρό τοίχο

αίμα παντού στο βρώμικο σοκάκι

σκούπισέ το μην το βρει ο εχθρός

και σε διαβάλλει στις άσχημες γυναίκες

που περιπολούν κάθε νύχτα

στα ύποπτα στέκια των τεράτων.

 

Τόσο φως δεν το αντέχω.

 

[…]

 

Το ταξίδι αυτό
θα το κάνω μόνος.

 

Αναπόφευκτα το ποιητικό υποκείμενο θα ταυτιστεί με το ποίημα, με τον λόγο που δημιούργησε τις εικόνες, έτσι όπως αυτές με τη σειρά τους τείνουν να καταπιούν επιπόλαιες ελπίδες και αφελείς προσδοκίες. Είναι ένα παιχνίδι λέξεων ανάμεσα στον τίτλο της συλλογής “χρόνος αυτόχειρας” και στο τελευταίο ποίημα “χρόνιος αυτόχειρας”. Σωστά επισημαίνει ο ποιητής, μόνο με προσωπική αυτοχειρία καταργείται ο χρόνος  και οι μνήμες του. Ο χρόνος που χαράζει τα ίχνη του πάνω στον άνθρωπο και καταλήγει να δώσει το πιο βαθύ (αλλά και το πιο απατηλό ταυτόχρονα) χαρακτηριστικό του, αυτό της διάρκειας, σε κάθε του κίνηση, συνήθεια, απόφαση. Γιατί και η αυτοχειρία μπορεί να είναι χρόνια, και πιο βασανιστική αλλά και πιο αδιέξοδη.

 

Ίσως αναρωτιέται κανείς αν μια τέτοια ποίηση θα μπορούσε να δώσει και μια έστω μικρή χαραμάδα ελπίδας. Στο ευφυές σε κάθε περίπτωση ποίημα Απώλεια κατασκευάζεται μια προσωπική λέξη, με σημασία κρυπτική,  Μάλορι, φτιαγμένη από τα αρχικά άλλων λέξεων (με το Μ να υποδηλώνει τη μοναξιά και τη ματαιότητα, το Ρ να είναι ένας έρωτας χωρίς το ε, μια προστακτική ρώτα, και το Λ να υπενθυμίζει τα λάθη). Εδώ ίσως υποκρύπτεται και η ελάχιστη αισιοδοξία, στο σημείο που ο ποιητής έχοντας απόλυτη γνώση της θέσης του στον κόσμο (προϋπόθεση απαραίτητη για μια εκκίνηση) επινοεί με τα υλικά της προσωπικής του ζωής τη νέα λέξη, τη νέα πρόταση. Κάνει έτσι την προσωπική του κατάθεση και μας παρουσιάζει την ουσία όχι μόνο της ποίησης αλλά και της ζωής. Κρυπτικός έτσι κι αλλιώς είναι πάντοτε ο αληθινός ποιητικός λόγος, γιατί ίσως έτσι μπορεί και μας μιλά για όσα φαίνονται αλλά και για όσα αφανή οφείλουμε να ανακαλύψουμε. Μου έρχεται στον νου το Ρήμα το σκοτεινόν του Ελύτη, με το επινοημένο εκεί ρήμα κατακυρθμεύω (κατακρύπτω;)  δηλαδή τον τρόπο που ο άλλος ποιητής σκέφθηκε για να μιλήσει και να φθάσει η φωνή του ως το βάθος των πραγμάτων. Κάθε φορά που η ποίηση ανοίγεται επινοώντας λέξεις και νοήματα πιστεύω ότι αχνοφέγγει αισιοδοξία και ελπίδα, όσο κι αν ο στίχος απλώνεται βαρύς και γκρίζος στο χαρτί.

 

Στο εξώφυλλο, ένας πίνακας της Νάντιας Σκορδοπούλου, «Η κλεψύδρα». Ένα πρώτο σχόλιο για την απρόσκοπτη σύνδεση με το περιεχόμενο, όπως πρέπει να λειτουργούν αυτές οι πόρτες που μας οδηγούν στα εσώτερα των βιβλίων. Αλλά και ένα δεύτερο σχόλιο για την αισθητική της επιλογής. Ίσως οι εκδόσεις θα έπρεπε συχνότερα να επιλέγουν τα εξώφυλλά τους από τον εικαστικό χώρο, υπενθυμίζοντας έτσι ότι η Τέχνη αγαπά να συνδυάζει διαλεκτικά τις διάφορες μορφές της.

 

Στην προμετωπίδα της συλλογής έχει ακουμπήσει ο λόγος του Σεφέρη

(Καθώς περνούν τα χρόνια

πληθαίνουν οι κριτές που σε καταδικάζουν –

καθώς περνούν τα χρόνια και κουβεντιάζεις

με λιγότερες φωνές,

βλέπεις τον ήλιο μ’ άλλα μάτια.

 

Γιώργος Σεφέρης «Κίχλη»)

 

σε μια δική του αναμέτρηση με τον χρόνο, φανερώνοντας τον υπόρρητο διάλογο των ποιητών, την αόρατη αλυσίδα που συνδέει τις λέξεις και τις έννοιες, και  αποδεικνύοντας ότι η νεότερη ποίηση ανιχνεύει τα παλαιότερα στρώματα, τα αφουγκράζεται και τα συνεχίζει. Με άλλους τρόπους οπωσδήποτε, συχνά όμως πολύ ενδιαφέροντες, όπως η συγκεκριμένη προσέγγιση του νέου ποιητή στην έννοια του χρόνου.

Ο χρόνος πια δεν υπάρχει, έχει εξαφανιστεί, έτσι που όλα τα γραμμένα να συνομιλούν με τον εκάστοτε αποδέκτη, που πλέον δεν θα πρέπει να αναρωτιέται για το νόημα του ποιήματος. Πάντοτε θα είναι αυτό που ο ίδιος θα του προσδίδει, μέσα από τα δικά του δεδομένα. Μυστικός ο  δεσμός ποιητή και αναγνώστη, που δημιουργείται από την προσωπική κάθε φορά πρόσληψη του νοήματος των στίχων. Κάτω από αυτό το πρίσμα, ίσως και η ποίηση να αγγίζει ιδιότυπα την έννοια του χρόνου, διασώζοντας παράλληλα το άχρονο της ουσίας της.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top