Fractal

Διήγημα fractal: “Χριστούγεννα πάλι!”

Της Τζένης Μανάκη //

 

 

 

 

 

«Χρόνια Πολλά, φίλοι μου!» Ο οικοδεσπότης ύψωσε το ποτήρι του και ευχαρίστησε που παραβρεθήκαμε σ’ αυτό το προς τιμήν του πολυάριθμο γιορταστικό γεύμα. «Λάμψεις παρηγορητικές για τον χρόνο που κυλάει σαν νερό, ένας χρόνος ακόμη μαζί!».

 

Μετά πήρε τον λόγο κάποιος από τους συνδαιτυμόνες, του οποίου το όνομα δεν συγκράτησα, μου εξήγησαν πως είναι κάποιος γνωστός δικηγόρος.

«Κυλάει … και προσθέτει πάνω στον ανάλαφρο πολύ παλιό εαυτό μας νέους φόβους για ένα μέλλον που διαγράφεται σκοτεινό, σε αντίθεση με τα φωτεινά πολύχρωμα στολίδια και όλη την περιρρέουσα γιορταστική ατμόσφαιρα.

Υποκρινόμαστε τη χαρά, έχουμε ανάγκη  αυτή την πρόσκαιρη ανάσα από την καθημερινότητα, αδύναμοι ν’ αλλάξουμε κάτι σ’ αυτό το δημιούργημα ειρήνης που βλέπουμε σταδιακά να καταρρέει. Η συσσώρευση τόσο μεγάλης εξουσίας, συνοδευόμενη από απίθανα καταστροφικό πολεμικό υλικό από ηγέτες αδαείς, συναισθηματικά κενούς, πολυεργαλεία υπολογισμών για τη διατήρησή στους θρόνους τους, προμηνύει μόνο δυσάρεστα γεγονότα που θα τροφοδοτήσουν τα τηλεοπτικά κανάλια με νέες εικόνες συντριμμένων πρώην κατοικημένων περιοχών, εκατοντάδες αλλοφρόνων ανθρώπων να ψάχνουν καταφύγια, νεκρούς και στάχτες, υπό τους ήχους μουσικής που επιτείνει το αίσθημα του επερχόμενου κακού, χάριν της τηλεθέασης. Ηδονιζόμαστε, φοβάμαι, καθώς αυτά συμβαίνουν αλλού, ενώ εμείς γευόμαστε αυτό το υπέροχο γεύμα στη ζεστασιά ενός χώρου που θεωρούμε ασφαλή. Ως πότε; Ελπίζουμε ότι είμαστε έξω από τον χάρτη των σχεδιασμένων πολεμικών επιχειρήσεων, ότι οι απειλές των γειτόνων είναι έπεα πτερόεντα, ότι η βασιλεία του παρανοϊκού γείτονα θα καταρρεύσει, ότι η κλοπή μέρους της Ιστορίας μας είναι για εσωτερική κατανάλωση ενός λαού που στερείται ανάλογης δικής του, ότι η οικονομική κρίση παίρνει τέλος και σε λίγο καιρό θα επανέλθουμε στην πλαστή ευημερία παρελθουσών δεκαετιών.» 

Θα προτιμούσα να μην είχα πάει καλεσμένη σ’ αυτό το γιορταστικό γεύμα. Ο δικηγόρος – φίλος του οικοδεσπότη αφού τελείωσε το λογίδριό του, ανασηκώθηκε από την καρέκλα, ψέλλισε ένα ναρκισσιστικό ευχαριστώ, σήκωσε με επισημότητα το ποτήρι του και ευχήθηκε «Ευτυχισμένες γιορτές!» Σήκωσαν και οι υπόλοιποι απρόθυμα τα ποτήρια τους, με βλέμματα που πρόδιδαν σκεπτικισμό, χωρίς μιλιά. Μόνο η οικοδέσποινα από λόγους ευγένειας, υποθέτω, είπε χαρούμενη: «Να είστε καλά, τόσος ευχάριστος ο λόγος σας πάντα!» Κοιταχτήκαμε με δικαιολογημένη απορία. Ύστερα κάποιοι που θέλησαν να ελαφρύνουν το κλίμα άρχισαν να μιλούν για κοινότοπες χριστουγεννιάτικες εμπειρίες τους, χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Κάποιοι βρήκαν εξαιρετική τη γαλοπούλα και εκθείασαν τις μαγειρικές ικανότητες του σεφ και την οικοδέσποινα για την επιλογή της, η οποία ίσως από σεμνότητα, δεν ευχαρίστησε, παρά μόνο μ’ ένα χαμόγελο, το ίδιο, σ’ όλη τη διάρκεια του γεύματος.

Μου ήταν όλοι άγνωστοι, πέρα από τον εξάδελφό μου, που μου ζήτησε να τον συνοδεύσω στο επίσημο κάλεσμα των εν δυνάμει πεθερικών του. Του έκανα τη χάρη για να ξεφύγω από τη μελαγχολία των γιορτών που μ’ επισκέπτεται ανελλιπώς τέτοιες μέρες κάθε χρόνο, λες και το έχει τάμα. Φέτος είχε κι έναν ουσιαστικό λόγο η επίσκεψή της. Μόλις είχα χωρίσει από μία σχέση που κράτησε αρκετά χρόνια, για τον συνήθη λόγο. Με απατούσε.  Συνήθως δεν ξεφεύγει κανείς από αυτό που φοβάται… Ο τέως μου εμφανίστηκε στο γεύμα με την νέα του κατάκτηση, πρώτη εξαδέλφη της αγαπημένης του δικού μου εξάδελφου. Ωραία! Συμπεθεριάσαμε! Σκέφθηκα. Ευτυχώς παρά την κακή μου διάθεση ήμουν αρκετά περιποιημένη. Αν είχα περισσότερο κέφι θα έλεγα ότι ο καθρέφτης μου έκανε ένα ενθαρρυντικό νεύμα.

Ο δικός μου, ο Στάθης, ο τέως δηλαδή, καθόταν ακριβώς απέναντί μου και δίπλα του η ψηλή, νέα ”αγαπημένη” του. Θα ήμουν άδικη αν δεν ομολογούσα ότι ήταν όμορφη. Αν μάλιστα δεν ήταν ο νέος έρωτας εκείνου, θα έλεγα ότι έλαμπε. Ήταν κι εκείνη σαν κι εμένα δημοσιογράφος σε μία  ημερήσια εφημερίδα. Μιλούσε για τη δουλειά της, σαν να κινούσε τα νήματα των πολιτικοοικονομικών εξελίξεων του τόπου. Την τρίτη φορά που αναφέρθηκε στο όνομα κάποιου διάσημου λες κι ήταν κολλητός της, ένας διάβολος μέσα μου με ώθησε να κάνω μία σωστή αλλά πέρα για πέρα αδιάκριτη παρατήρηση.

«Στη δουλειά μας, η σχέση με διάσημα πρόσωπα που κατά κάποιο τρόπο μας έχουν ”ανάγκη” για την προβολή τους, δεν σημαίνει ότι μας εξισώνουν μ’ αυτά». Ευτυχώς απέφυγα τη χρήση του δεύτερου προσώπου. Θα ήταν εντελώς άκομψο από μέρους μου, και θα μπορούσα να κατηγορηθώ για φθόνο, όχι μόνο από τον ασταθή Στάθη. Η ψηλή μου έριξε μία φαρμακερή ματιά, το μέτωπό της ρυτίδωσε για λίγο, γύρισε προς το μέρος του και του χαμογέλασε συνωμοτικά, προφανώς για να μου δώσει την εντύπωση ότι κάποια όχι κολακευτικά σχόλια είχαν προηγηθεί, σχετικά μ’ εμένα. Εκείνος αμήχανα τη χάιδεψε στον ώμο με το βλέμμα στραμμένο στο πρόσωπό μου, κι εκείνο το γνωστό, του τελευταίου καιρού, απαξιωτικό χαμόγελο του. Όλες οι συμπεριφορές μου νόμιζε πως  είχαν προσωπική αναφορά στον ίδιο. Μου ήρθε στο μυαλό η πρόδηλη λαχτάρα στα μάτια του, το άνοιγμα των χεριών του να μ’ αγκαλιάσει μέχρις ασφυξίας, το παρατεταμένο κράτημα πάνω στο στήθος του, όταν γύρισα από κάποιο επαγγελματικό ταξίδι στο Παρίσι, πέντε μόνο ημερών. Με γέμισε με την αίσθηση ότι ήμουν κάτι πολύτιμο που στερήθηκε για καιρό. Αυτά τον πρώτο καιρό των ερώτων μας… Είναι περίεργο πως η μνήμη συγκρατεί κάποιες μηδαμινές λεπτομέρειες σε αντίθεση με το εκούσιο (;) κενό κάποιων οδυνηρών γεγονότων, που θα δίναμε τη μισή μας ζωή να διαγραφούν από το μυαλό μας… Έμεινα με την κίβδηλη εντύπωση της εσωτερικής νίκης προς στιγμήν, μέχρι που έληξε το γεύμα.

Ο Στάθης σηκώθηκε, τράβηξε την καρέκλα της ψηλής, Φιόνα την έλεγαν, κι εκείνη αναδιπλώθηκε με χάρη, έριξε μια ματιά, μ’ ένα αυτάρεσκο χαμόγελο στους συνδαιτυμόνες, κι όταν διαπίστωσε ότι τα μάτια όλων στράφηκαν επάνω της αφέθηκε νωχελικά στην αγκαλιά του, να την οδηγήσει στη βεράντα για κάπνισμα.

Ένοχα και ζηλόφθονα βλέμματα σάρωναν το ντεκολτέ της και τις γυαλιστερές της γάμπες  που είχαν ξεπροβάλει κάτω από τις απαλές πτυχές του μεταξωτού υφάσματος, καθώς κάθισε σ’ ένα ψηλό σκαμπό και σκορπούσε στο κενό τον αχνογάλαζο καπνό του τσιγάρου. Εκείνος, όρθιος δίπλα, με το χέρι δεμένο στη μέση της. «Κράτα την γερά να μη σου φύγει» σκέφθηκα πικρόχολα, γιατί στην πραγματικότητα μου έλειπε ο φίλος μου, όχι ο παλιός εραστής μου.

Την αίσθηση της μοναξιάς έσβησε το ενδιαφέρον κάποιου νεοφερμένου καλοντυμένου σαρανταπεντάρη στην άλλη άκρη του τραπεζιού που κλεφτά, με το αριστερό του μόνο προφίλ, με κάρφωνε με το βλέμμα του, παρ’ ότι συνόδευε  μία κυρία. Παράξενοι που είναι οι άντρες, σκέφθηκα, χωρίς να θέλω να εμβαθύνω στη σκέψη μου, δεν θα έβγαζα άκρη έτσι κι αλλιώς. Ποτέ δεν τους κατάλαβα. Βυθιζόμουν στην αυταρέσκεια και τη μαγεία του ακατάληπτου, καθώς έπινα ένα τρίτο ποτήρι κρασί αποκαθηλώνοντας την πάγια αρχή μου να μη το παρακάνω με το αλκοόλ. Χαμογελούσα συγκαταβατικά σε όσους ανέπτυσσαν τις θεωρίες τους, σχετικά με τις πολιτικές εξελίξεις, ή τις χωρίς ενδιαφέρον χριστουγεννιάτικες ιστορίες τους,  χωρίς να προσέχω τι έλεγαν. Είχα επικεντρωθεί στο βλέμμα του άγνωστου που δεν μπορούσα από τη θέση που βρισκόμουν να δω ολόκληρο το πρόσωπό του.. Μου ήταν αναγκαίο ένα συναισθηματικό μπαλανσάρισμα,  μετά την ψυχρολουσία από την επιτυχία της ψηλής, που κρατούσε ακόμη γύρω της συγκεντρωμένα τα βλέμματα των αντρών, με αποτέλεσμα το ακόμη πιο σφιχτό κράτημα της μέσης της από τον δικό (;) μου. Τον Στάθη εννοώ.

Προφανώς, είχα μια έκφραση που δεν πρόδιδε τα πραγματικά μου αισθήματα, τα επικάλυπτε η επιφανειακή αυτάρεσκη μάσκα που μου προσέδιδε το ενδιαφέρον του μισού προσώπου, με συνυπεύθυνο τον απόηχο  της αισθαντικής φωνής άγνωστου τραγουδιστή σε κάποιο τραγούδι με στίχους σπαραχτικούς από το καμίνι του έρωτα, όταν το ζεύγος πέρασε από δίπλα μου. Ο Στάθης  είχε κατεβάσει το χέρι από τη μέση της καθώς μου έδινε το φιλικό (αυτό απέμεινε) φιλί καληνύχτας. Τα χείλη του έκαιγαν τόσο, που είχα την αίσθηση ότι άφησαν ένα κόκκινο αποτύπωμα στο μάγουλό μου. Η ψηλή μου χάρισε ένα σαρκαστικό χαμόγελο θριάμβου. Χαλάλι της! Είχα κι εγώ τις δικές μου επιτυχίες! Το ασανσέρ τους οδηγούσε στον παράδεισό τους, κι εγώ βυθίστηκα αναπάντεχα στο έρεβος της κόλασης. Ο κύριος μισό προφίλ σηκώθηκε, κράτησε το χέρι της συνοδού του και καθώς περνούσαν ακριβώς από δίπλα μου διαπίστωσα, βλέποντας για πρώτη φορά ολόκληρο το πρόσωπό του, ότι ήταν αλλήθωρος…

Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ο λαλίστατος δικηγόρος ανακοίνωνε ότι σύντομα θα συμβεί το αναπόφευκτο. «Όλες οι ενδείξεις οδηγούν σε πόλεμο!»

Αποφάσισα να φύγω. Έψαξα με το βλέμμα τον ξάδερφό μου που κρατούσε από τούς ώμους την καλή του και συνομιλούσε με την οικοδέσποινα.

Πήγα να τους ευχαριστήσω και να τους αποχαιρετήσω. Ο ξάδερφός μου επέμεινε να μείνω, να με γυρίσει εκείνος στο σπίτι, το ίδιο και η δικιά του. Η μητέρα της τότε τη ρώτησε: «Τι θέλει η κυρία;» Η Κατερίνα νευρίασε. «Μαμά σου είπα να φοράς πάντα τα ακουστικά σου!»

Βγήκα έξω στο ψιλόβροχο, αγνόησα το ταξί που με περίμενε και περπάτησα μέχρι που η βροχή, που στο μεταξύ είχε δυναμώσει, κατάφερε να με ταλαιπωρήσει τόσο που προς στιγμή ξέχασα όλη εκείνη τη γεμάτη παρεξηγήσεις βραδιά. Το μόνο που ήθελα ήταν να νιώσω το ζεστό νερό του ντους πάνω στο σώμα μου, να φορέσω τις καινούριες πιζάμες μου κι αφού χωθώ κάτω από το πάπλωμα να μου ευχηθώ «Καλά Χριστούγεννα!»

 

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top