Fractal

Διήγημα Fractal: «Χριστουγεννιάτικο Παραμύθι»

Της Κωνσταντίνας Δελημήτρου // *

 

 

ΜΙΑ ΦΟΡΑ εσείς θα πρέπει να είστε αυτή που θα παραλάβετε το μέλος, ως η μόνη συγγενής πρώτου βαθμού! Εσείς η ίδια από το ισόγειο, αίθουσα 3. Πρέπει να φροντίσετε άμεσα για την υγειονομική ταφή του μέχρι τις 4 το απόγευμα. Δυστυχώς χωρίς το πιστοποιητικό του νεκροταφείου δεν μπορούμε να σας δώσουμε το εξιτήριο για τη μητέρα σας.

Έψαχνε με αγωνία ένα τόσο δα τρέμουλο στο χείλι, μια ζάρα στο μέτωπο, κάτι τέλος πάντων που να πρόδιδε την πρωτότυπη μα κακόγουστη φάρσα και δεν. Η νοσοκόμα μιλούσε απόλυτα σοβαρά. Το ζάχαρο, η νοσηλεία, το πόδι της μητέρας της που έπρεπε κοπεί μέσα σε λίγες ώρες και τώρα της ζητούσαν να το πάρει και να τους το θάψει. Και δηλαδή πώς το κάνει κάποιος αυτό; Πας στο σφαγείο του νοσοκομείου, λες συγνώμη υπάρχει ένα πόδι για μένα, α, ναι αυτό είναι της μαμάς μου, αυτό να στο πρώτο τσιγκέλι, το γνώρισα από την ελιά στο μπούτι, στο ζυγίζουν, το βάζουν σε σακί, το ρίχνεις στον ώμο και πας μια και δυο να το θάψεις; Και πας… μια κουβέντα. Ούτε φράγκο στην τσέπη ούτε καν για λεωφορείο και το νεκροταφείο δυο ώρες δρόμος χωρίς έξτρα πόδι. Και μάλιστα το πόδι της μάνας της που ζωή να ‘χε, το ‘θρεφε σα Βούδας. Και το πιστοποιητικό; Πού το βάζεις το πιστοποιητικό; Γιατί θα μπορούσε να κάνει την καρδιά της πέτρα, να σκάψει έναν ωραιότατο λάκκο στον κήπο, να του ψάλει και μια ωραία ευχή και να του βάζει και κάνα γαρύφαλλο που και που. Όχι όμως, έπρεπε η ταφή να είναι λέει, υγειονομική. Που τί πάει να πει αυτό το πράγμα; Δηλαδή παίρνουνε τα πόδια, τα πάνε στο ειδικό τμήμα ποδιών του νεκροταφείου, τα πλένουνε με χλωρίνη, τους κάνουν πεντικιούρ και τα θάβουν σε εντελώς αποστειρωμένα χώματα μην τυχόν και δεν πάνε στον παράδεισο των ποδιών;

Παράνοια σκέτη και τώρα, είχε φτάσει στον γκισέ έξω από την αίθουσα 3.

– Παρακαλώ;

– Βασιλική Αστερίου για την Ανδρομάχη.

– Μάλιστα. Α, ναι. Πρόκειται για τη μητέρα σας. Ζάχαρο. Η επέμβαση ολοκληρώθηκε επιτυχώς αλλά πρέπει σήμερα να παραδώσετε το πιστοποιητικό ταφής. Ξέρετε, του μέλους.

– Αυτό το σήμερα, είναι εντελώς αυστηρό;

– Μάλιστα, δυστυχώς. Είναι θέμα νόμων πρέπει να ταφεί το συντομότερο, δημόσια υγεία, καταλαβαίνετε.

– Ναι. Και ποια η διαδικασία ακριβώς;

– Α, πολύ απλή. Σας παραδίδουμε το μέλος και εσείς με τη σειρά σας το παραδίδετε στο νεκροταφείο της περιοχής. Σε τριάντα το πολύ λεπτά, λαμβάνετε το πιστοποιητικό και μας το φέρνετε. 500 δραχμές παρακαλώ.

– Ορίστε;

– Εεε… δεν σας ενημέρωσαν; Είναι για τη συσκευασία, ειδικό δοχείο… κοστίζει καθότι δημόσια υγεία, καταλαβαίνετε.

– Δεν τα έχω. Δεν έχω τίποτε. Έχω πληρώσει τόσα πολλά για τη νοσηλεία και την επέμβαση, μόνο δημόσια δωρεάν υγεία δεν είσαστε. Και τώρα έχω ένα πόδι μου λέτε να θάψω και μετά πρέπει να γυρίσω σε μια οριστικά ανάπηρη γριά γυναίκα που θα πρέπει να αναλάβω, χωρίς δουλειά και ήδη πολύ κουρασμένη από όλα αυτά. 500 δραχμές. Ούτε για αστείο δεν τα μπορώ…

 

Τα έλεγε όλα αυτά σχεδόν στον εαυτό της και πολύ ήρεμη μα χλόμιασε πολύ ενώ φαινόταν πως ήταν έτοιμη να καταρρεύσει. Και όπως συνήθως δεν συμβαίνει σε υπαλλήλους μεγάλων δυσκοίλιων υπηρεσιών, η κοπέλα έσκυψε κοντά της και της ψιθύρισε πως ίσως να έβρισκε μια λύση. Προχώρησε έξω από το γραφείο της, την πήρε από το μπράτσο και την έβαλε στη μεγάλη  αίθουσα. Κάτι είπε στο νεαρό με τη λευκή ποδιά και έφυγε χαϊδεύοντας με συμπόνια τον ώμο της Βασιλικής. Εκείνος έσκυψε προς το μέρος της.

– Ακούστε, θα κάνουμε μια μικρή παρατυπία αλλά δεν πρέπει να μάθει κανείς γι’ αυτό. Απολύτως κανείς. Θα έχω μιλήσει και με το νεκροταφείο να το δεχτούν. Πείτε σας έστειλε ο Καμακάρης από το Γενικό.

– Ε, μάλιστα. Τί ακριβώς σημαίνει αυτό; Τί παρατυπία;

– Το μέλος. Αντί για το δοχείο θα σας το τυλίξω με μια ειδική πλαστική μεμβράνη και έπειτα θα το τοποθετήσουμε σε μια διπλή μαύρη πλαστική σακούλα. Έτσι, θα γλιτώσετε το κόστος του δοχείου αλλά θα πρέπει να μου υποσχεθείτε πως δεν θα την ανοίξετε σε καμία περίπτωση και θα πάτε στο νεκροταφείο το συντομότερο δυνατόν. Και μην την ακουμπήσετε στο έδαφος ή πουθενά αλλού, δεν πρέπει με τίποτα να σκιστεί.

– Μάλιστα.

– Έχετε κάποιο φορτηγάκι να σας το μεταφέρει;

– Όχι

– Θα καλέσετε ταξί;

– Όχι.

– Και πως σκοπεύετε να το πάτε; Έχετε δικό σας άνθρωπο;

– Να μη σε νοιάζει. Εσύ δώστο κι εγώ θα βρω τρόπο.

– Δεν καταλαβαίνετε, παίζεται το κεφάλι μου εδώ, θα είναι τρομερό να μαθευτεί ή έστω αν κάποιος να ανακαλύψει τί μεταφέρετε…

– Εντάξει, εντάξει, μην ανησυχείς. Πάρε εσύ τον υπάλληλο του νεκροταφείου σας και θα είμαι εκεί το συντομότερο.

– Ε… εσείς θα το σηκώσετε; Ξέρετε, είναι βαρύ.

– Μην ανησυχείς, τα καταφέρνω. Τη σηκώνω ολόκληρη κάθε μέρα, το πόδι σκέτο θα είναι πούπουλο.

 

Ο υπάλληλος έφυγε και την άφησε να περιμένει το πόδι μπροστά από τον μεγάλο αλουμινένιο πάγκο. Κάπου από το βάθος, ένα μικρό ραδιοφωνάκι έπαιζε Νταλάρα. Στην πρώτη διαφήμιση, εκείνη τη βλαμμένη με τον παπαγάλο που ξελαρυγγιάζεται με τα μπο μεκ ξυρίζεσαι μαλακά μαλακά μαλακά και για κάποιον ηλίθιο λόγο, της ήρθε στο μυαλό αν η Τούλα θα είχε προλάβει να ξυρίσει τη μάνα της πριν το χειρουργείο ή αν το πόδι θα ήταν γεμάτο μαύρες γουρουνότριχες που θα την τσίμπαγαν στην πλάτη ίσως να τρυπούσαν και τη μεμβράνη, σχεδόν ευχόταν στα καθήκοντα της Αίθουσας 3 να ήταν και ένα καλό ξυρισματάκι με μπο μεκ. Σχεδόν γέλασε. Έτσι ελαφρά θα το ‘παιρνε όλο αυτό. Αφού η επέμβαση επιτέλους τελείωσε αφού η μάνα της ήταν καλά πια, μόλις είχε γλιτώσει τα κερατιάτικα του δοχείου, όλα καλά, απλά θα παραλάμβανε το πόδι σαν ένα απλό μοσχαρίσιο μπούτι, θα περπατούσε όσο πιο γρήγορα γινόταν, θα ‘παιρνε το πολυπόθητο χαρτάκι και θα το ‘στελνε να ταξιδέψει ήσυχο στον παράδεισο των ποδιών που σίγουρα αντί για ουρί και πιλάφια θα είχε ποδολάγνους μασέρ και κρέμες για κάλους.

Το μέλος ήταν πολύ μικρότερο απ΄ότι νόμιζε. Όχι όμως και ελαφρύτερο. Ήταν παγωμένο, σκληρό και βαρύ σαν κοτρόνα παρόλο που ο υπάλληλος την καθησύχασε πως αν βιαζόταν, θα παρέμενε παγωμένο και ασφαλές. Τώρα τί ακριβώς εννοούσε με το ασφαλές, η Βασιλική δεν ήθελε καν να το σκεφτεί. Το μυαλό της όμως, το άρρωστο αυτό μυαλό που έψαχνε μια σανίδα σωτηρίας για να παλέψει με όλα αυτά, έπλεκε σενάρια κι έκανε τσάρκες σε όλα τα μη ασφαλή που θα μπορούσε να κάνει ένα πόδι μόνο του, ένα κοντό αλλά χοντρό και βαρύ πόδι, μόνο του σε αυτόν τον κόσμο ή μάλλον στον άλλο.

Θα μπορούσε ας πούμε, όσο το κουβαλούσε στον ώμο, αυτό να ξεπάγωνε, να λύγιζε το γόνατο και να της γαργαλούσε τη μέση κι ο κόσμος να έβλεπε μια πολύ γελαστή κυρία που κουβάλαγε ένα μεγάλο μπούτι, ένα μάλλον μοσχαρίσιο μπούτι σπίτι, μία καθαρή επαναστάτρια που τόλμησε να βγάλει κοροϊδευτικά τη γλώσσα στο παραδοσιακό γουρουνόπουλο ή την αηδιαστική γαλοπούλα των Χριστουγέννων, μια σουφραζέτα της Αθήνας του ογδόντα που θα έφτιαχνε ένα αλλιώτικο εορταστικό γεύμα όπως κανείς άλλος. Τότε όλοι θα ζήλευαν και θα έτρεχαν στα κρεοπωλεία να πάρουν το δικό τους μοσχαρίσιο μπούτι και σύντομα, δεν θα ήταν η μόνη στους δρόμους με το μπούτι στον ώμο, θα ήταν σχεδόν της μοδός. Έδωσε μια φανταστική σφαλιάρα στο νου της να σκάσει, έβαλε στην τσέπη όλη τη χαρτούρα, πήρε το πόδι αγκαλιά σαν μωρό, σχεδόν με σεβασμό, κι έφυγε βιαστική. Με το που βγήκε όμως απ΄την πύλη του νοσοκομείου, του ‘δωσε μια και το κρέμασε στον ώμο.

 

Και να την τώρα, να περπατά στους κρύους δρόμους της Αθήνας χριστουγεννιάτικα λίγο πριν χαράξει το ογδόντα ένα, με ένα μεγάλο χοντρό κομμάτι κρέας που δεν ήξερε πώς να το κουμαντάρει. Γύρω γύρω Παρασκευή πρωί, μέρες αγάπης, στοργής αλλά και χρώματα και λεφτά και δώρα παντού κι αυτής της έλαχε ένα κομμένο πόδι. Σύντομα περπατούσε σκυθρωπή, φαίνεται το γόνατο ήθελε το χρόνο του να ξεπαγώσει και αγκομαχώντας πια αφού δεν μπορούσε να σηκώσει τόσο βάρος ή να βρει άλλα αμούδιαστα δάχτυλα να το γραπώσουν πιο σταθερά. Ήταν σκληρή η απόφασή της, το ήξερε πως αναγκαστικά έπρεπε να αρχίσει να το σέρνει πίσω της όταν δεν θα ‘χε πια τη δύναμη να το σηκώνει αλλά και πάλι, όταν ήρθε η στιγμή ένιωσε άσχημα. Σε λίγο, γύρισε πίσω και είδε με την άκρη του ματιού της τη σακούλα που είχε φθαρεί λιγάκι αλλά ήταν σίγουρη πως μέχρι να φτάσει εκεί δεν θα ’χε ανοίξει πολύ. Στο επόμενο στενό, άκουσε γρύλισμα και γυρίζοντας είδε δυο μούργους να μυρίζουν τη σακούλα. Τους έβαλε μια φωνή και συνέχισε αλλά εκείνοι εκεί, τα βρωμόσκυλα δεν ξεκόλαγαν με τίποτα. Το πήρε απόφαση πως θα τους έχει συνοδεία μέχρι το νεκροταφείο και συνέχισε. Το πόδι γινόταν όλο και πιο βαρύ, απελπιστικά βαρύ ενώ οι περαστικοί την κοιτούσαν με απορία. Ένας την πλησίασε μάλιστα και τη ρώτησε μήπως θέλει βοήθεια μα εκείνη ούτε που απάντησε, έφυγε έντρομη κι όσο πιο γρήγορα μπορούσε, αυτή και οι μούργοι της που είχαν γίνει ολόκληρη αγέλη πια.

 

Όταν το πόδι άρχισε περιέργως να την τραβά με δύναμη πίσω κι όταν πια τα βλέμματα του κόσμου ήταν από επίμονα μέχρι έκπληκτα, τόλμησε να κοιτάξει. Πέντε μούργοι δάγκωναν και τράβαγαν το πόδι σαν παλαβοί κι ένα μεγαλοπρεπές δάχτυλο με κόκκινο γυαλιστερό νύχι είχε ήδη προβάλλει απ΄τη σακούλα. Και να το μπορούσε τώρα δεν έπρεπε να ξαναβάλει την ανοιχτή και καθόλου ασφαλή σακούλα στον ώμο αλλά και κάτι έπρεπε να κάνει με τους σκύλους και το ύποπτο δάχτυλο. Σύντομα κάποιος χριστιανός θα έπαιρνε το εκατό, κάποιος θα φώναζε “πτώμα” ή κάνα “δολοφόνος”! Κι άντε μετά να εξηγήσεις μα και τί να του πεις, ότι δεν είναι πτώμα καλέ μου κύριε απλά το πόδι της μάνας μου είναι; Στο Δαφνί θα τη χώνανε στο πιτς φιτίλι κι άντε γεια προθεσμίες και πιστοποιητικό.  Ξουτ! Ξουτ! Φυγέτε παλιόσκυλα! Κομμάτια μου την κάνατε την κούκλα για τη βιτρίνα! Αυτό το “κούκλα για τη βιτρίνα” φρόντισε να το φωνάξει πολύ δυνατά για να σιγουρευτεί ότι κι ο τελευταίος εκεί πάνω στο μπαλκόνι που την κοιτούσε, το άκουσε πεντακάθαρα. Χωρίς να διστάσει και για να κλείσει τα στόματα κι άλλο, έσφιξε τα δόντια, έσκυψε και βούτηξε το πόδι αγκαλιά. Σκέπασε όσο μπορούσε το δάχτυλο με το απίστευτο νύχι, σημείωσε στο μυαλό της να κράξει την Τούλα την αποκλειστική που την πλήρωνε χρυσάφι κι αντί να αλλάζει πάνες αυτή μόνο έλεγε ναι σε όλα τα χαζολοΐδια που ζήταγε η μάνα της και συνέχισε το δρόμο της προσπαθώντας να κρύψει την κούραση και την απελπισία, σχεδόν χαμογελαστή, σαν να είχε ξεπαγώσει τώρα τελείως το γόνατο, σα να τη γαργαλούσε στην πλάτη το γελοίο κόκκινο νύχι.

 

Είχε ακόμη καμιά ώρα δρόμο και τώρα είχε πάρει τις λεωφόρους και τις κεντρικές οδούς γιατί μόνο εκεί δεν θα την πρόσεχε κανείς. Σε τόσα αυτοκίνητα, λεωφορεία, κόσμο και ευτυχία, ένα κομμένο τυλιγμένο πόδι δε μοιάζει ύποπτο όπως στα σκοτεινά σοκάκια, ένα κομμένο πόδι δείχνει αλλιώς στην αστραφτερή άσφαλτο και τρομάζει στη λασπουριά. Μια γυναίκα αγκαλιά με μια μαύρη σακούλα είναι σίγουρα εφιάλτης στα στενά μα στους μεγάλους δρόμους είναι μπορεί αστείο, μέχρι επαναστατικό ή έστω συνηθισμένο. Σίγουρα όμως από αδιάφορο έως καλό. Τα πόδια της δεν τη βαστούσαν άλλο. Είπε να κάτσει σε ένα πεζούλι να ξεκουραστεί. Βολεύτηκε σε μια άκρη βιτρίνας και σκεφτόταν όλες εκείνες τις αλλαγές που έπρεπε να κάνει στο σπίτι για να βολευτεί η μαμά της με το αναπηρικό. Τις σκέψεις της διέκοψαν δυνατοί ήχοι, σχεδόν ρυθμικοί μάλλον από κρουστά, λες και κάποιος βάραγε ένα γκονγκ αλλά εξωφρενικά συχνά. Έκανε πίσω το κεφάλι της και τον είδε. Ήταν ψηλός, αρχοντοθεόχοντρος και με μεγάλα άσπρα γένια. Αντί βέβαια για την κόκκινη στολή, αυτός φόραγε μια μακριά κόκκινη ποδιά ή μάλλον πρώην άσπρη, κατακόκκινη από τα αίματα. Ο Άι Βασίλης του κεφαλιού της τώρα είχε πάρει την ανθρώπινη μορφή του. Ο χασάπης βαστούσε τον μπαλτά χτυπώντας με μανία ένα χοντρό κόκκαλο και περιέργως, της γελούσε. Κοίταξε αλλού αμέσως και άρχισε να συμμαζεύει την τσάντα της και τη σακούλα με το πόδι για να φύγει.

-Το πουλάς;

Ο Άι χασάπης με τη ματωμένη στολή στεκόταν τώρα ακριβώς από πάνω της και ζαχάρωνε τη σακούλα.

– Όχι.

– Κρίμα. Ξέρω να αναγνωρίζω ένα καλό κομμάτι κρέας ακόμη κι αν το ‘κρυβες σε κουτί. Στράφι θα πάει. Εγώ θα σου ‘δινα και τρία χιλιάρικα για να το πάρω…

– Όχι, δεν καταλάβατε… δεν είναι τέτοιο κρέας…

– Πας στοίχημα; Ζάχαρο γκαραντί. Πόδι. 68. Γυναίκα. Σου δίνω και πιστοποιητικό άμα θες. Και τρία καφετιά ντάγκα – ντάγκα!

– Πιστοποιητικό;

Γνήσιο! Υγειονομικής ταφής από το Α’ Νεκροταφείον παρακαλώ! Κι άμα σου κάνουνε τίποτα κόνξες πήγαινε βρες τον Καμακάρη και πες του χαιρετίσματα, καιρό έχει πες του να μου στείλει τέτοιο πράμα, πες του.

 

Το φετινό Χριστουγεννιάτικο τραπέζι τους, το ‘χε έτσι φτιαγμένο για να την κάνει να νιώσει και πάλι όμορφα μετά την επέμβαση. Είχε γαλοπούλα ολόκληρη, δυο κόκκινα κεριά, τις πορσελάνες της γιαγιάς και δυο ποτήρια σαμπάνιας. Είχε φτιάξει μόνη της τη γέμιση και είχε κουβαλήσει όλα τα γιορτινά συμπράγκαλα απ‘ το διαμέρισμά της μόνο και μόνο για να χαρεί λίγο η μαμά της. Κι εκείνη, καθόταν στο αναπηρικό απέναντί της και καμάρωνε πόσο καλά τα είχε πάει η κόρη της μετά την επέμβαση, πόσο εύθυμη ήταν και κυρίως πώς τα είχε φέρει βόλτα όλα με τα ελάχιστα λεφτά της.

– Παιδί μου σε ευχαριστώ. Νόμιζα ότι το να χάσω το πόδι μου…

– Το ‘χασες; Όχι δεν το ‘χασες!

– Τί εννοείς παιδί μου, φυσικά και το ‘χασα.

– Ναι, μάλιστα. Εννοούσα δεν το έχασες, το πήρα και το ‘θαψα.

Η μητέρα της ξέσπασε σε γέλια.

– Εντάξει, εντάξει, αρκετά με τα λυπητερά, ας φάμε λοιπόν! Γαλοπούλα απ’ τα χεράκια σου μα σου ‘χω κι εγώ μια έκπληξη! Ξέρεις, τις προάλλες μου ‘λεγε η Τούλα η αποκλειστικιά ότι αυτό είναι ξεπερασμένο έθιμο. Θραύση λέει κάνει ένας κρεοπώλης στο κέντρο που γεμίζει μπούτια και φτιάχνει ρολά, πανάκριβα, μα δεν έχεις υπόψη σου πόση νοστιμιά. Κι έπρεπε κάπως να σε ευχαριστήσω παιδί μου. Ε, πούλησα στην Τούλα τη χοντρή αλυσίδα του μπαμπά και την έστειλα να μας πάρει το πιο μεγάλο και ζουμερό ρολό. Πήγαινε φέρτο από τον φούρνο. Το ‘χω και σιγοψήνεται για σένα από χθες!

 

Κι έζησαν.

 

 

 

* Η Κωνσταντίνα Δελημήτρου γεννήθηκε στον Πειραιά ενώ από το 2012 μετανάστευσε και μένει μόνιμα στην Κύπρο. Είναι συγγραφέας δυόμισι βιβλίων, blogger και κειμενογράφος ενώ στις online γειτονιές θα τη βρεις πιο συχνά ως Ψιλικατζού.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top