Fractal

Η χρυσή καδένα του Χρήστου Χρυσόπουλου και το παιχνίδι των γιατί.

Γράφει η Μυρένα Σερβιτζόγλου //

 

My mother’s silence: Έκθεση φωτογραφίας του Χρήστου Χρυσόπουλου στο Μουσείο Άλεξ Μυλωνά.

 

boutia-sto-xthesmouseio-aleks-mulwna-my-mothers-silence.w_l
Ο Χρήστος Χρυσόπουλος είναι ένας συγγραφέας με πολλές ιδιότητες. Ένας ανεστραμμένος Ούλριχ, από τον «άνθρωπο χωρίς ιδιότητες» του Μούζιλ. «Ευτυχώς!» είχε αναφωνήσει, όταν με παιγνιώδη διάθεση το επισήμανα στην κουβέντα μας. Ο Χρυσόπουλος είναι συγγραφέας, με μυθιστορήματα που σημειώνουν «Succes d’estime» και αποσπούν βραβεία στην γαλατική ξένη. Είναι κατά συρροήν φωτογράφος, με εκθέσεις στην Ελλάδα, αλλά και το εξωτερικό. Δεινός πλάνης, πραγματοποιεί κάθε δύο περίπου χρόνια μακρινές ταξιδιωτικές αναζητήσεις. Το τελευταίο του βιβλίο με πορτοκαλί εξώφυλλο, «Το σώμα του Τιρθανκάρα», ήρθε μετά από μία περιπλάνηση στις Ινδίες. Τέλος, φοράει πάντα αλικόχρωμα πάνινα, μάρτυρες των καθημερινών μακρινών διαδρομών του, αλλά και της θητείας του ως μαραθωνοδρόμου.

Όλες αυτές οι ιδιότητες του συγγραφέα, -την συγγραφή αναγνωρίζει ως πρωτεύουσα δέσμευση του-, θυμίζουν λίρες παλαιάς κοπής, κρεμάμενες όλες από την ίδια αλυσίδα. Παρόλο το βάρος η χρυσή καδένα του Χρυσόπουλου παραμένει ακέραιη, και αθέατη. Αν ο μεγαλύτερος εχθρός ενός έργου, είναι ο δημιουργός του, ο Χρυσόπουλος αντιστρέφει τον αφορισμό. Εν προκειμένω, το σκάνδαλο είναι ότι τα έργα μετά την ολοκλήρωσή τους, από μία σοφία ή χάρη του εμπνευστή τους, δεν βαραίνουν το πρόσωπο του εγκλήματος.

Σε ερώτηση γιατί δεν αναφέρονται πουθενά οι σπουδές του, η απάντηση ήταν ότι η λογοτεχνία οφείλει να στέκεται από μόνης της. Έγραψε το πρώτο του βιβλίο, γιατί με τον επαναπατρισμό του δεν έβλεπε γύρω του τίποτα άλλο από ένα τοίχο από καθρέφτες. Κι έτσι γράφτηκε ο «βομβιστής του Παρθενώνα» (1996).

Οι φωτογραφίες σου καίνε τα μάτια. Με το πέρας της πρώτης νεότητας φρόντισα να μην υπάρχουν στην ζωή μου. Ακόμη και στην πρώτη απώλεια της οικογένειας, όταν η αδελφή μου έσπευσε να γεμίσει το σπίτι με φωτογραφίες του πατέρα μας, δεν άργησε η αποκαθήλωση. Η φωτογραφία είναι πάντα η απουσία. Μια παρελθούσα παρουσία. Αυτό που δεν είναι πια εδώ. Η φωτογραφία είναι αυτό από το οποίο είμαστε αποκλεισμένοι. Αυτό που μας αποκλείει. Δεν υπάρχει τρόπος να εισχωρήσουμε. Δεν υπάρχει χρόνος να επιστρέψουμε.

Η φωτογραφία, -το να γράφω κάτι με το φώς-, σε εξαίρεση όλων των υπολοίπων εικαστικών τεχνών και τις μεθόδους απεικόνισης, έχει κάτι το σκανδαλώδες. Ο άνθρωπος μοιάζει να μην δημιουργεί, απλώς να αντιγράφει. Η όλη δεξιοτεχνία έγκειται στο να αγγίξει κανείς κάτι από την ζωώδη, ενστικτώδη ικανότητα του γερακιού με την οποία συλλαμβάνει το θήραμά του. Τα αρπακτικά πετούμενα δεν αρπάζουν με τα νύχια τους την τροφή τους, αλλά με την ματιά τους.

Στο κείμενο του Χρυσόπουλου «Στείλ’ το στη Νέα Σμύρνη, εκεί δεν θα χαθεί ποτέ», που προτάσσεται στο φωτογραφικό του λεύκωμα «My mother’s silence», διαβάζει κανείς:

«Ούτε έχω γράψει ποτέ για την οικογένειά μας. Είναι κι ότι ήμαστε λίγοι: τρεις –οι δυο τους και εγώ-, κι ήταν δύσκολο να γράψεις για τόσο λίγους ανθρώπους χωρίς να τους «ξεγυμνώσεις» υπό μια έννοια. Κι αυτό, μάλλον το φοβόμουν. Τώρα που πλέον μείναμε μόνο οι δυο μας –η μητέρα μου κι εγώ- αυτό είναι μάλλον αδύνατο. Το γράψιμο γι αυτό το θέμα είναι πλέον ανέφικτο».

Αυτό «το αδύνατο», «το ανέφικτο», είναι το θέμα της ομώνυμης φωτογραφικής έκθεσης του συγγραφέα στο Μουσείο Άλεξ Μυλωνά, από τις 14 Φεβρουαρίου έως τις 26 Απριλίου. Εικοσιτέσσερις φωτογραφίες του πατρικού του σπιτιού, σιωπώντος του μητρικού λόγου.

 

thumbnail

 

Αν έχει την τύχη κανείς να γνωρίσει τον Χρήστο Χρυσόπουλο, επιστρέφοντας σπίτι ξαναπιάνει στα χέρια του το «Γεια σου, Ασημάκη» του Κωστή Παπαγιώργη. Γραμμένο για τον Χρήστο Βακαλόπουλο, οι ομοιότητες των δύο ανδρών δεν εξαντλούνται στο όνομα, την ακριβή γραφή ή την ξεχωριστή διάνοια. Το χέρι σταματά ξανά και ξανά στις ίδιες σελίδες. Και οι δύο μοιράζονται την ίδια καταγωγή, μία «αγία οικογένεια», όπως επιγράφεται το τέταρτο κεφάλαιο του μικρού βιβλίου του Παπαγιώργη:

8847«Ο Χρήστος παρουσίαζε ένα ανεξήγητο ελάττωμα: του έλειπε απολύτως η εμπειρία της αδικίας ή της ταπείνωσης μέσα στους κόλπους της οικογένειας. Μέσα του ο «πατροκτόνος» ήταν ατροφικός, σχεδόν ανύπαρκτος. Επιπλέον, δεν κουβαλούσε κανενός είδους αποτυχία ή ταπείνωση». «Ο μοναχογιός είναι ο ευνοημένος της τύχης. Ζει σε ένα σύμπαν όπου δεν υπάρχει άρνηση, όριο, μερισμός, ετερότητα. Όλα του ανήκουν, όλα τα δικαιούται και τα νέμεται». «Έχοντας γαλουχηθεί με χαρισματικό τρόπο, μπόρεσε να διαφυλάξει τον ψυχισμό του από κείνες τις παιδικές στερήσεις, οι οποίες, στα ώριμα χρόνια, γεννούν τους μεγάλους ανικανοποίητους».

Αυτά γράφει ο Κωστής και δεν ξέρεις για ποιόν Χρήστο μιλάει.

Σε ερώτηση γιατί όλες οι φωτογραφίες της έκθεσης έχουν αυτό το υποκύανο χρώμα, η χαρούμενη απάντηση ήταν ότι έγινε από τύχη. «Η μηχανή ήταν ρυθμισμένη για λήψεις σε εξωτερικό φώς. Μπαίνοντας σπίτι το απόγευμα και ανοίγοντας τα δύο λαμπατέρ ξέχασα να αλλάξω τη ρύθμιση. Έγινε από λάθος». Στην παρατεταμένη αχρονία του Χρυσόπουλου δεν υπάρχουν ομολογημένες γενεσιουργές αιτίες. Ζει στην μακαριότητα της σύμπτωσης και του αποχρώντος λόγου.

 

Αν αποφασίσουμε να τον πιστέψουμε.

 

b199789*Φωτογραφικό λεύκωμα My mother’s silence, Χρήστος Χρυσόπουλος, Εκδόσεις ΝΕΦΕΛΗ, Αθήνα 2014.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top